ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C6
(2014) 3 ΑΑΔ 1
8 Ιανουαρίου, 2014
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΑ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 124/2013)
______________________
Αλλοδαποί ― Διάταγμα εκδόσεως ― Κατά πόσο η τελική υπογραφή του από τον Υπουργό Δικαιοσύνης υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο ― Η κρίση ότι η σχετική απόφαση συνιστά πράξη κυβερνήσεως ― Ανάλυση της σχετικής νομολογίας και κατάληξη στην κριθείσα περίπτωση.
Ο εφεσείων αν και είχε εξαντλήσει όλα τα ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης για την έκδοσή του στην Νότια Αφρική, προσέφυγε και κατά της υπογραφής του σχετικού Διατάγματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, η οποία επικυρώθηκε πρωτοδίκως. Ακολούθησε η καταχώριση έφεσης κατά της ορθότητας της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ουσιαστικά εκείνο που προσβάλλεται με την έφεση, είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να θεωρήσει ότι το προαναφερόμενο διάταγμα του Υπουργού και η σχετική απόφαση του να το υπογράψει, είναι Πράξη Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, αν και νεοφανές, εντούτοις είναι απλό. Στο κυπριακό νομικό σύστημα το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζει την αίτηση για έκδοση φυγοδίκου σε χώρα του εξωτερικού, στη βάση των νομικών αρχών και της νομολογίας. Αν ο φυγόδικος δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει δικαίωμα καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο και πάλι με βάση τον Νόμο και τη σχετική νομολογία αποφασίζει το κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος ή όχι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά. Αν και πάλι ο φυγόδικος δεν ικανοποιηθεί έχει δικαίωμα έφεσης στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία επίσης κρίνει το ζήτημα δικαστικά και με βάση τους Νόμους και τη νομολογία. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων εξάντλησε όλα τα προαναφερόμενα ένδικα μέσα, τα οποία είχε στη διάθεσή του.
Πέραν των προαναφερόμενων ένδικων μέσων, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του Ν 97/70, έχει διακριτική εξουσία, στο τέλος, να αποφασίσει αν θα προβεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην έκδοση του διατάγματος εκδόσεως του φυγόδικου ή όχι. Αυτή την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού είναι που ο εφεσείων, στην προκείμενη περίπτωση, επιθυμεί να υποβάλει στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά την κρίση της Ολομέλειας η εξουσία του Υπουργού, δυνάμει του προαναφερόμενου Άρθρου 11, είναι πολιτική και όχι διοικητική εξουσία και επομένως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, κατά την άσκηση του αναθεωρητικού του ελέγχου, να την ελέγξει. Τέτοιος έλεγχος της άσκησης πολιτικής εξουσίας, από το δικαστήριο, θα ξέφευγε από τα πλαίσια του ρόλου και της αρμοδιότητας του δικαστηρίου και δεν θα ήταν ορθός. Η προαναφερόμενη θέση συνάδει με αποφάσεις δικαστηρίων ξένων χωρών και συγκεκριμένα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελλάδας.
Ο δικαστικός έλεγχος, σε υποθέσεις εκδόσεως φυγοδίκων όπως η παρούσα, συμπληρώνεται με την εξέταση της αίτησης εκδόσεως, της αίτησης για προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus και της έφεσης κατά της απόφασης για μη έκδοση προνομιακού εντάλματος. Αυτός ο έλεγχος, διασφαλίζει επαρκώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος της πρόσβασης στο δικαστήριο, ενός επηρεαζομένου προσώπου, όπως είναι ο εφεσείων στην προκείμενη περίπτωση. Η τελική όμως εξουσία του Υπουργού να εκδώσει ή να μην εκδώσει το διάταγμα εκδόσεως του φυγόδικου, που του παρέχεται από το Άρθρο 11 του σχετικού νόμου, είναι εξουσία που ανάγεται στην άσκηση πολιτικής και εκτελεστικής λειτουργίας, και είναι στενά συνυφασμένη με την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Δεν είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη και δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το δικαστήριο είναι αναρμόδιο και δεν έχει και τα απαραίτητα εφόδια για να ελέγξει αμιγώς πολιτικές αποφάσεις, όπως την προσβαλλόμενη, που είναι αποφάσεις σκοπιμότητας, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την άσκηση πολιτικής και εδράζονται στις έννοιες της αβρότητας μεταξύ κυριάρχων κρατών και της αμοιβαιότητας στην εκπλήρωση των διεθνών τους υποχρεώσεων. Ουσιαστικά τα ίδια κριτήρια και οι ίδιοι λόγοι που εξετάζονται από το δικαστήριο, υπόκεινται σε εξέταση και από τον Υπουργό, πράγμα που δείχνει, ότι η εξέταση από τον Υπουργό έχει πολιτική διάσταση. Εν πάση όμως περιπτώσει, η Κυβέρνηση κοινοποίησε επαρκώς τις πληροφορίες και τους φόβους που έχει ο εφεσείων στην Κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής και έλαβε διαβεβαιώσεις ότι ο εφεσείων θα τύχει της ανάλογης προστασίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352,
Απόφαση 56/1930 του Συμβουλίου της Επικρατείας,
R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Enahoro [1963] 2 All E.R. 477 DC,
R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Levin [1997] 3 All E.R. 289,
R. v. Secretary of State of the Home Department ex parte Kirkwood [1984] 2 All E.R. 390,
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Σταματίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 5965/13), ημερ. 16/10/13.
Λ. Λουκαΐδης με Ν. Παπαμιλτιάδου και Θ. Λεχνού (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ολ. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: H παρούσα υπόθεση αρχίζει από την αίτηση έκδοσης υπ' αρ. 2/12, που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, και με την οποίαν ζητείτο η έγκριση του αιτήματος της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής για την έκδοση του εφεσείοντα στη χώρα εκείνη. Στις 8.6.2012 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ενέκρινε το προαναφερόμενο αίτημα αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις, και διέταξε την προφυλάκιση του εφεσείοντα μέχρι την έκδοση του από τις αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη συνέχεια ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με την οποία ζητούσε ουσιαστικά την ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η αίτηση του απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με μονομελή σύνθεση, και ακολούθησε έφεση εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης η οποία επίσης απορρίφθηκε με απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 18.7.2013.
Στις 24.7.2013 ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα απευθύνθηκε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και ζήτησε όπως ο Υπουργός μη υπογράψει το σχετικό διάταγμα μεταφοράς και παράδοσης του στις Αρχές της Νοτίου Αφρικής. Όπως αναφέρεται, στη σχετική επιστολή, σύμφωνα με το Άρθρο 11(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/70 και του Άρθρου 10(3) (γ) του ιδίου Νόμου, εφόσον ο Υπουργός κρίνει ότι η απόδοση του (φυγόδικου) αποτελεί, λαμβανομένων υπόψιν των περιστάσεων, άδικο και καταπιεστικό μέτρο, μπορεί να μην υπογράψει το εν λόγω διάταγμα. Προς επίρρωση της θέσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέθεσε διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων στοιχεία αναφορικά με κίνδυνο δολοφονίας του εφεσείοντα από «φατρίες» της Νοτίου Αφρικής, εάν αυτός εκδοθεί. Κατά τον εφεσείοντα οι «φατρίες» αυτές τον θεωρούν υπεύθυνο για δύο φόνους εκ των οποίων ο ένας είναι αυτός για τον οποίον η Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής ζήτησε την έκδοσή του.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης γνωστοποίησε το περιεχόμενο της επιστολής στις Αρχές της Νότιας Αφρικής και το αρμόδιο Υπουργείο της χώρας εκείνης με επιστολή του ημερ. 30.8.2013 ανέλαβε την υποχρέωση να πάρει όλα τα απαιτούμενα μέτρα αναφορικά με την προσωπική ασφάλεια του εκζητούμενου-εφεσείοντα δίνοντας διαβεβαιώσεις για τον τρόπο που θα κρατείται αυτός, όταν θα αφιχθεί στην Νότια Αφρική, καθώς και τον τρόπο που θα γίνονται οι μετακινήσεις του προς και από το δικαστήριο.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 3.9.2013 υπέγραψε το διάταγμα απόδοσης του εφεσείοντα στην Νότιο Αφρική για να δικαστεί εκεί για τα εγκλήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του. Στη συνέχεια ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του έντιμου Υπουργού Δικαιοσύνης και του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με ζήτημα που έθεσαν οι δικηγόροι του εφεσείοντα ότι δηλαδή μαρτυρία του εφεσείοντα είναι αναγκαία για σοβαρή ποινική υπόθεση στην Κύπρο και ως εκ τούτου αυτός πρέπει να παραμείνει στην Κύπρο.Ο Γενικός Εισαγγελέας πήρε τη θέση ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα, εκτός του ότι είναι αμφιβόλου αξιοπιστίας, δεν προσφέρει, λαμβανομένων υπόψιν των άλλων παραγόντων της δίκης, οποιαδήποτε ουσιαστικά οφέλη.
Στις 10.9.2013 οι δικηγόροι του εφεσείοντα απέστειλαν επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και ζήτησαν την αναστολή ή αναβολή της εκτέλεσης του διατάγματος έκδοσης του πελάτη τους, έτσι ώστε αυτός να ασκήσει το ανθρώπινο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στις 11.9.2013 ο Υπουργός Δικαιοσύνης, απάντησε στην προαναφερόμενη επιστολή, αναφερόμενος στο ιστορικό της υπόθεσης αλλά και στο Ν. 97/70 και απέρριψε το αίτημα για αναβολή της εκτέλεσης του διατάγματος, επισημαίνοντας ότι δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο από το Νόμο αλλά ούτε και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων.
Μετά τα προαναφερόμενα ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας προσφυγή εναντίον της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης ημερ. 3.9.2013 και του διατάγματος έκδοσης/παράδοσης του εφεσείοντα, στις αρχές της Νοτίου Αφρικής, για να διωχθεί ποινικά. Στα πλαίσια της προσφυγής του, ζήτησε και πέτυχε να του χορηγηθεί, με τη μορφή ενδιάμεσης θεραπείας, αναστολή του διατάγματος απόδοσης του στις Αρχές της Νοτίου Αφρικής, το οποίο είχε υπογράψει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του.
Στην προσφυγή οι εφεσίβλητοι-καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι:
(α) Το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.
(β) Το εν λόγω διάταγμα αποτελεί Κυβερνητική Πράξη, και
(γ) Η προσφυγή συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας.
Η αδελφή Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, αφού άκουσε την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, και αφού παρατήρησε ότι η προσφυγή ήταν νεοφανής και ότι δεν υπήρχε προηγούμενη νομολογία επί του θέματος, αναφέρθηκε στον περί Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν. 97/70, όπως τροποποιήθηκε, και στον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1970, στην οποία προσχώρησε και η Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής από το 2003.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην υπόθεση Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352 στην οποία έγινε αναφορά σε προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τονίστηκε ότι δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης. Όπως και το Γαλλικό και το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης, σύμφωνα με την οποία Πράξεις Κυβερνήσεως ή Κυβερνητικές Πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται (από καιρού εις καιρό) σταδιακά, με τη νομολογία.
Στο σύγγραμμα Διοικητικό Δίκαιο, του Π.Δ. Δαγτόγλου, 2η έκδοση, σελ. 390, στο οποίο επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, τονίζεται ότι κατά το Νόμο, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι Κυβερνητικές Πράξεις και οι Διαταγές που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Στη σελ. 393 του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται επίσης ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ως απαραδέκτως προσβαλλόμενες, με αίτηση ακυρώσεως, όχι μόνο τις διεθνείς συμβάσεις αλλά και τις διοικητικές πράξεις που εκδίδονται σε εκτέλεσή τους (Δέστε: Απόφαση 56/1930 του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Η πρωτόδικη κατάληξη, μετά από εκτενή ανάλυση της σχετικής νομολογίας και των εφαρμοζόμενων αρχών, ήταν ότι η προδικαστική ένσταση ήταν βάσιμη. Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν Πράξη Κυβερνήσεως και δεν υπόκειτο στον αναθεωρητικό έλεγχο του δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και ακύρωσε την αναστολή ημερ. 17.9.2013, χωρίς να επιδικάσει έξοδα, λόγω του νεοφανούς του ζητήματος.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης:
1. Ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το διάταγμα του Υπουργού, ημερ. 3.9.2013, με το οποίο διέταξε την έκδοση του εφεσείοντα, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, διότι πρόκειται για Πράξη Κυβερνήσεως ή Κυβερνητική Πράξη, και
2. Ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα η πρωτόδικη απόφαση περιορίζει το δικαστικό έλεγχο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, για διοικητικές πράξεις.
Ουσιαστικά εκείνο που προσβάλλεται με την έφεση είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να θεωρήσει ότι το προαναφερόμενο διάταγμα του Υπουργού και η σχετική απόφαση του να το υπογράψει, είναι Πράξη Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι κακώς χαρακτηρίστηκε ως Πράξη Κυβερνήσεως ή Κυβερνητική Πράξη η απόφαση του Υπουργού να υπογράψει το διάταγμα απόδοσης του στη Νότιο Αφρική και ότι εσφαλμένα, με αυτό τον τρόπο, το πρωτόδικο δικαστήριο στέρησε από τον εφεσείοντα το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και αναθεωρητικού ελέγχου της απόφασης του Υπουργού. Κατά τον κ. Λουκαίδη, ο οποίος έκαμε αναφορά σε κυπριακή νομολογία αλλά και νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο η απόφαση του Υπουργού δεν θα πρέπει να υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του δικαστηρίου. Επικαλέστηκε συναφώς και την απόφαση 352/1938 του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της Αιτήσεως Ακυρώσεως, οι Κυβερνητικές Πράξεις και οι Διαταγές οι αναγόμενες στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, εκτός αν αυτές εκδίδονται όχι στη βάση διεθνούς σύμβασης αλλά νόμου εκδοθέντος προς εφαρμογή της σύμβασης.
Σε αντίθεση με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αναφέρθηκε σε σχετική κυπριακή, αγγλική και ελληνική νομολογία.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Θεωρούμε ότι το ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, αν και νεοφανές, εντούτοις είναι απλό. Στο κυπριακό νομικό σύστημα το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζει την αίτηση για έκδοση φυγοδίκου σε χώρα του εξωτερικού, στη βάση των νομικών αρχών και της νομολογίας. Αν ο φυγόδικος δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει δικαίωμα καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο και πάλι με βάση τον Νόμο και τη σχετική νομολογία αποφασίζει το κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος ή όχι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά. Αν και πάλι ο φυγόδικος δεν ικανοποιηθεί έχει δικαίωμα έφεσης στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία επίσης κρίνει το ζήτημα δικαστικά και με βάση τους Νόμους και τη νομολογία. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων εξάντλησε όλα τα προαναφερόμενα ένδικα μέσα, τα οποία είχε στη διάθεση του.
Πέραν των προαναφερόμενων ένδικων μέσων ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του Ν. 97/70, έχει διακριτική εξουσία, στο τέλος, να αποφασίσει αν θα προβεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην έκδοση του διατάγματος εκδόσεως του φυγόδικου ή όχι. Αυτή την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού είναι που ο εφεσείων, στην προκείμενη περίπτωση, επιθυμεί να υποβάλει στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά την κρίση μας όμως, η εξουσία του Υπουργού, δυνάμει του προαναφερόμενου Άρθρου 11, είναι πολιτική και όχι διοικητική εξουσία και επομένως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, κατά την άσκηση του αναθεωρητικού του ελέγχου, να την ελέγξει. Τέτοιος έλεγχος της άσκησης πολιτικής εξουσίας, από το δικαστήριο, θα ξέφευγε από τα πλαίσια του ρόλου και της αρμοδιότητας του δικαστηρίου και δεν θα ήταν ορθός.
Η προαναφερόμενη θέση, κατά την εκτίμηση μας, συνάδει με αποφάσεις δικαστηρίων ξένων χωρών και συγκεκριμένα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελλάδας. Στην υπόθεση R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Enahoro [1963] 2 All E.R. 477 DC αναγνωρίστηκε η διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου Υπουργού, κατά την άσκηση των εξουσιών του, να συνυπολογίσει και το ενδεχόμενο, η άρνηση του να διατάξει την έκδοση ενός φυγοδίκου, να συνιστά παραβίαση των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Στην υπόθεση R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Levin [1997] 3 All E.R. 289 τονίστηκε ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων εδράζεται στις έννοιες της αβρότητας μεταξύ κρατών και της αμοιβαιότητας. Επομένως η υποβολή τέτοιων εννοιών, σε δικαστικό έλεγχο, θα υπέσκαπτε την αποτελεσματικότητα της εκπλήρωσης των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Στην υπόθεση R. v. Secretary of State of the Home Department ex parte Kirkwood [1984] 2 All E.R. 390 αποφασίστηκε ότι δεν θα ήταν ορθή η έκδοση δικαστικού απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται ο αρμόδιος Υπουργός από του να ασκήσει την εκτελεστική του λειτουργία.
Στην απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας στην Υπόθεση 22/2007 εξετάστηκε το ζήτημα της φύσεως και του χαρακτήρα των Κυβερνητικών Πράξεων, σε αντίθεση με τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Αφορούσε υπουργική άδεια για αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου. Τονίστηκε στην υπόθεση εκείνη από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση λόγω μείζονος σπουδαιότητος, ότι η απόφαση του αρμόδιου Υπουργού περιοριζόταν αποκλειστικά στην εκτίμηση της σκοπιμότητας ως προς τη χορήγηση της άδειας και επομένως η απόφαση του δεν ήταν διοικητική αλλά κυβερνητική πράξη. Οι κυβερνητικές πράξεις εμφανίζουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα και κυρίως ανάγονται στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας. Κρίνονται από τη φύση τους και όχι από τις επιπτώσεις και τις συνέπειες τους σε θεμελιώδη δικαιώματα και δεν υπάγονται στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο, διότι ο έλεγχος αυτός θα υπεισερχόταν, ανεπίτρεπτα, στο πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων και θα εξέφευγε του ασκούμενου, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ελέγχου νομιμότητας.
Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε ότι ο δικαστικός έλεγχος, σε υποθέσεις εκδόσεως φυγοδίκων όπως η παρούσα, συμπληρώνεται με την εξέταση της αίτησης εκδόσεως, της αίτησης για προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus και της έφεσης κατά της απόφασης για μη έκδοση προνομιακού εντάλματος. Αυτός ο έλεγχος, κατά την εκτίμηση μας, διασφαλίζει επαρκώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος της πρόσβασης στο δικαστήριο, ενός επηρεαζομένου προσώπου, όπως είναι ο εφεσείων στην προκείμενη περίπτωση. Η τελική όμως εξουσία του Υπουργού να εκδώσει ή να μην εκδώσει το διάταγμα εκδόσεως του φυγόδικου, που του παρέχεται από το Άρθρο 11 του σχετικού νόμου, είναι εξουσία που ανάγεται στην άσκηση πολιτικής και εκτελεστικής λειτουργίας, και είναι στενά συνυφασμένη με την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας μας. Δεν είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη και δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το δικαστήριο είναι αναρμόδιο και δεν έχει και τα απαραίτητα εφόδια για να ελέγξει αμιγώς πολιτικές αποφάσεις, όπως την προσβαλλόμενη, που είναι αποφάσεις σκοπιμότητας, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την άσκηση πολιτικής και εδράζονται στις έννοιες της αβρότητας μεταξύ κυριάρχων κρατών και της αμοιβαιότητας στην εκπλήρωση των διεθνών τους υποχρεώσεων. Ουσιαστικά τα ίδια κριτήρια και οι ίδιοι λόγοι που εξετάζονται από το δικαστήριο, υπόκεινται σε εξέταση και από τον Υπουργό, πράγμα που δείχνει, κατά την κρίση μας, ότι η εξέταση από τον Υπουργό έχει πολιτική διάσταση.
Εν πάση όμως περιπτώσει παρατηρούμε ότι η Κυβέρνηση κοινοποίησε επαρκώς τις πληροφορίες και τους φόβους που έχει ο εφεσείων στην Κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής και έλαβε διαβεβαιώσεις ότι ο εφεσείων θα τύχει της ανάλογης προστασίας.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται. Ενόψει όμως της έκδοσης του εφεσείοντα στο εξωτερικό, αλλά και της νεοφανούς φύσης του εγειρόμενου θέματος, δεν δίνουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.