ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C831
(2014) 3 ΑΑΔ 529
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡΑ 4/2014)
Αναφορικά με τα ’ρθρα 52 και 140 του Συντάγματος.
31 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Απαλλαγής Ενυπόθηκου Οφειλέτη από την Καταβολή μη Εξοφληθέντος Ποσού μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου Νόμος του 2014», βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ’ρθρων 23, 25, 26, 28, 30 και 179 του Συντάγματος.
_____________________
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ρ. Ερωτοκρίτου, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τον Αιτητή.
Χρ. Κληρίδης με Γ. Σεραφείμ και Αχ. Αιμιλιανίδη, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Η γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
Θα δοθεί από τον Πρόεδρο Μ.Μ. Νικολάτο.
______________________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στις 6.9.2014 η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθετώντας Πρόταση Νόμου που είχε κατατεθεί, ψήφισε τον «περί Απαλλαγής Ενυποθήκου Οφειλέτη από την Καταβολή Μη Εξοφληθέντος Ποσού Μετά την Πώληση Ενυποθήκου Ακινήτου Νόμο του 2014».
Ο Νόμος αποτελείται από τρία άρθρα, εκ των οποίων το ουσιαστικό είναι το άρθρο 3 το οποίο έχει ως ακολούθως:-
«(3) (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή οποιωνδήποτε κανονισμών, σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου με τη διαδικασία πλειστηριασμού ή πώλησης ή αγοράς από τον ενυπόθηκο δανειστή και τη μετεγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα του αγοραστή, σύμφωνα με το Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, το προϊόν της πώλησης δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους, ο ενυπόθηκος οφειλέτης απαλλάσσεται από την καταβολή του υπολοίπου μη εξοφληθέντος από το προϊόν της πώλησης χρέους.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη δεν ισχύει σε περίπτωση που το ενυπόθηκο δάνειο χρησιμοποιήθηκε από άλλα νομικά πρόσωπα ομίλου ή από μέτοχο ή σύμβουλο οποιουδήποτε νομικού προσώπου.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που το ενυπόθηκο χρέος αφορά δάνειο ή άλλη πιστωτική υποχρέωση συνολικής συμβατικής υποχρέωσης μέχρι του ποσού των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (350.000) για σκοπούς αγοράς κύριας κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται στον περί της Αναστολής Είσπραξης Οφειλών, Προστασίας της Κύριας Κατοικίας και της Επαγγελματικής Στέγης και της Ρύθμισης ’λλων Συναφών Θεμάτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2014.»
Στις 8.9.2014 ο εν λόγω Νόμος κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με σκοπό την έκδοση του σύμφωνα με το ’ρθρο 52 του Συντάγματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφάσισε να καταχωρίσει την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του ’ρθρου 140 του Συντάγματος.
Οι θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Κατά τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο επίδικος Νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις των ’ρθρων 23, 26, 28 και 30 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, οι θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αναπτύσσονται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην Αναφορά, έχουν ως ακολούθως:
Α. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 23 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 23 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου είναι ασύμβατο με το ’ρθρο 23 του Συντάγματος επειδή περιορίζει και/ή απαλλοτριώνει το αγώγιμο δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή έναντι του πρωτοφειλέτη και/ή το δικαίωμα του να διεκδικήσει το οφειλόμενο προς αυτόν χρέος και/ή τα συμβατικά του δικαιώματα που συνιστούν ιδιοκτησία προστατευόμενη από το ’ρθρο 23. Αυτά δε, χωρίς να διατυπώνεται στην Αιτιολογική έκθεση της Πρότασης Νόμου ή στην σχετική Έκθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών που μελέτησαν την πρόταση Νόμου οποιοσδήποτε λόγος που με βάση το ’ρθρο 23 θα δικαιολογούσε τέτοιο περιορισμό ή απαλλοτρίωση.
Β. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 25 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 25 του Συντάγματος προστατεύει την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος και επίδοσης σε απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία.
Το άρθρο 3 του υπό αναφορά Νόμου παραβιάζει το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να επιδίδεται σε επάγγελμα και/ή επικερδή εργασία. Η απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη και συνεπώς η κατάργηση του δικαιώματος διεκδίκησης των οφειλομένων, συνιστά δραστικό περιορισμό στο δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας, χωρίς να δικαιολογείται από τους προβλεπόμενους στο ’ρθρο 25.2 λόγους.
Γ. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 26 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 26.1 αναγνωρίζει και προστατεύει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να συμβάλλεται ελευθέρως ως ακολούθως:
«1. Έκαστος έχει το δικαίω΅α του συ΅βάλλεσθαι ελευθέρως. Τούτο υπόκειται εις όρους, περιορισ΅ούς ή δεσ΅εύσεις τιθε΅ένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συ΅βάσεων. Νό΅ος θέλει προβλέψει διά την πρόληψιν εκ΅εταλλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονο΅ικήν ισχύν.»
Η απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη από την καταβολή του εναπομείναντος, μετά την πώληση του ενυποθήκου ακινήτου, χρέους επεμβαίνει και/ή τροποποιεί και/ή καταργεί και/ή απαλλάσσει, εκ των υστέρων, τους όρους της σύμβασης δανείου και/ή υποθήκης και/ή εγγυήσεως και/ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας εξασφάλισης του ενυποθήκου χρέους η οποία ρητώς προέβλεπε για εξασφαλίσεις και/ή εγγυήσεις του χρέους που συμφωνήθηκαν ή προνοείτο η δυνατότητα να συμφωνηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Τέτοια ουσιαστική παρέμβαση επί των όρων της σύμβασης δεν δικαιολογείται και δεν τίθεται επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.
Συνεπώς ο υπό αναφορά Νόμος συνιστά εκ των υστέρων νομοθετική επέμβαση στο συμβατικό δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή και επέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως.
Δ. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 28 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 28.1 του Συντάγματος καθιερώνει την αρχή της ισότητας ως ακολούθως:
«1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νό΅ου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και ΅εταχειρίσεως.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει και το ’ρθρο 28 του Συντάγματος επειδή δημιουργεί διάκριση μεταξύ των ενυποθήκων οφειλετών που επηρεάζονται από το Νόμο έναντι άλλων ενυποθήκων οφειλετών, απαλλάσσοντας μόνο τους ενυπόθηκους οφειλέτες που επηρεάζονται, ήτοι εκείνους των οποίων το ακίνητο πωλείται με διαδικασία πώλησης κατ΄εφαρμογήν των διατάξεων του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεων Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2014 και όχι με βάση οποιοδήποτε άλλο μέρος του Νόμου αυτού ή κατόπιν δικαστικού διατάγματος.
Ο υπό αναφορά Νόμος δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση προς όφελος των ενυποθήκων οφειλετών των οποίων το χρέος, για σκοπούς αγοράς κύριας κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 350.000 και των οποίων το ακίνητό τους έχει πωληθεί με βάση το Μέρος VIA των εν λόγω Νόμων, έναντι άλλων ενυποθήκων οφειλετών οι οποίοι δεν καλύπτονται από την εμβέλεια του Νόμου.
Ε. Ασυμβατότητα προς το ’ρθρο 30 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 30.1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα πρόσβασης κάθε ανθρώπου στη δικαιοσύνη ως ακολούθως:
«1. Εις ουδένα δύναται ν' απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται vα προσφύγη δυνά΅ει του Συντάγ΅ατος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνο΅α απαγορεύεται.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό αναφορά Νόμος εξουδετερώνει και διαγράφει το συνταγματικό αυτό δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον του ενυπόθηκου οφειλέτη και οποιουδήποτε άλλου προσώπου δυνάμει της σύμβασης δανείου και/ή σύμβασης υποθήκης για σκοπούς είσπραξης του εναπομείναντος, μετά την πώληση του ενυποθήκου ακινήτου, χρέους.
Είναι η κατάληξη των ως άνω θέσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ’ρθρων 23, 25, 26, 28 και 30 του Συντάγματος και, εν τέλει, προς το ’ρθρο 179 που ορίζει ότι ουδείς νόμος δύναται καθ΄οιονδήποτε τρόπο να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.
Οι θέσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, στην ένσταση της, ισχυρίζεται ότι το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου δεν περιορίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας κατά τρόπο ασύμβατο με το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Το προαναφερόμενο άρθρο, εν πάση περιπτώσει, δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα που προστατεύεται από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Η οποιαδήποτε αξίωση του δανειστή εναντίον του πρωτοφειλέτη για το υπόλοιπο ενυπόθηκου χρέους δεν συνιστά περιουσιακό δικαίωμα προστατευόμενο από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Αν όμως θεωρηθεί ότι το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου καταστρατηγεί το ’ρθρο 23 του Συντάγματος, η καταστρατήγηση εμπίπτει στις περιπτώσεις που επιτρέπονται από την παράγραφο 3 του ’ρθρου 23 του Συντάγματος, προς προστασία δικαιωμάτων τρίτων. Στην προκείμενη περίπτωση τα δικαιώματα των τρίτων είναι, προφανώς, τα δικαιώματα του πρωτοφειλέτη.
Σύμφωνα με τη Βουλή των Αντιπροσώπων το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου δεν καταστρατηγεί το ’ρθρο 25 του Συντάγματος καθότι δεν εμποδίζει ούτε και περιορίζει το δικαίωμα των τραπεζών να ασκούν τις εργασίες τους. Το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου, επίσης, δεν καταστρατηγεί το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» το οποίο κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 26 του Συντάγματος, και τούτο διότι δεν εμποδίζει ή περιορίζει αυτό τούτο το δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» περιορίζεται στην κατάρτιση μιας σύμβασης και δεν επεκτείνεται στην εκτέλεσή της.
Επίσης, με το υπό εξέταση ’ρθρο, δεν παραβιάζονται τα ’ρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, ισχυρίζεται η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» διασφαλίζεται από το ’ρθρο 26.1 του Συντάγματος. Η πρόνοια αυτή έτυχε νομολογιακής ερμηνείας σε ανώτατο επίπεδο. Στην Υπόθεση Chimonides v. Manglis (1967) 1 CLR 125 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ήταν ομόφωνη αναφορικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος. Η πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται είναι το δικαίωμα της σύναψης σύμβασης και όχι τα δικαιώματα που δημιουργούνται δυνάμει της σύμβασης. Η μειοψηφία έκρινε ότι η προαναφερόμενη πρόνοια προστατεύει την πλήρη ελευθερία του «συμβάλλεσθαι», η οποία υπόκειται μόνο σε τέτοιους όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις, που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις 1480/2011 κ.α., Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.6.2014, σε σχέση με το ’ρθρο 26 του Συντάγματος έγινε, παρεμφερώς, αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Chimonides (ανωτέρω), χωρίς το δικαστήριο να ενδιατρίψει στη νομολογία που ακολούθησε επί του θέματος, ως προς την εμβέλεια της προστασίας του ’ρθρου 26, εφόσον μια τέτοια έρευνα δεν ήταν αναγκαία για τους σκοπούς εκείνης της υπόθεσης.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όμως, δεν παρέμεινε στατική αναφορικά με το προαναφερόμενο θέμα, αλλά εξελίχθηκε και μάλιστα προς κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη που διατυπώθηκε στην Chimonides (ανωτέρω), από την πλειοψηφία.
Στην υπόθεση Republic v. Meneleou (1982) 3 CLR 419 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε την εμβέλεια του ’ρθρου 26.1 του Συντάγματος και έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στη Chimonides (ανωτέρω). Παρατήρησε ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές γνώμες στη Chimonides (ανωτέρω) και ότι εκείνο για το οποίο υπήρχε ομοφωνία, ως προς το ’ρθρο 26.1, ήταν ότι αυτό κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» υπό τους όρους και τις διασαφηνίσεις που περιέχονται σ΄ αυτό (το ’ρθρο). Στην Menelaou (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι θα ήταν αντίθετο προς την κοινή λογική και τους κανόνες της δικαιοσύνης να επιτραπεί η κατεδάφιση των θεμελίων μιας συμβατικής διευθέτησης και με αυτό τον τρόπο να προκληθεί αβεβαιότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 ΑΑΔ 36 τονίστηκε και πάλι ότι, σύμφωνα με το συνταγματικό μας δίκαιο, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν από τον νόμο που εξετάστηκε εκεί, δεν σχετίζονταν με οποιονδήποτε από τους περιορισμούς που επιτρέπονται από στο ’ρθρο 26.1, καθότι με το νόμο εκείνο, αποστερείτο ο ένας συμβαλλόμενος της ελεύθερης επιλογής του ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου της σύμβασης του και γενικότερα του καταρτισμού της σύμβασης, κατά τη βούλησή του. Ο νόμος, επομένως, σε εκείνη την περίπτωση ήταν αντισυνταγματικός.
Στην πλέον πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας σε Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2011) 3 ΑΑΔ 683 εξετάστηκε και πάλι το ’ρθρο 26 του Συντάγματος και τονίστηκε ότι η έννοια του όρου «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» στις διατάξεις του ’ρθρου 26.1 επιδέχεται περιορισμούς μόνο ως προς τους όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που προβλέπονται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Κρίθηκε ότι η ελευθερία του «συμβάλλεσθαι» περιλάμβανε και το δικαίωμα, των συμβαλλομένων, να καθορίσουν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης τους. Σε εκείνη την υπόθεση, πρόνοια νόμου που μετέθετε την ημερομηνία έναρξης της ισχύος σύμβασης, κρίθηκε ως αντισυνταγματική.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, γενικά, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων (Δέστε την Απόφαση του Ελληνικού ΣτΕ 2944/1980 (Τμήμα Δ) και Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα, 4η Αναθεωρημένη Έκδοση, 2012, Οικονομική Ελευθερία, παράγραφοι 1302-1303). Η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, δεν συμβιβάζεται καταρχήν με την ελευθερία των συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι δικαιολογημένες, στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Όμως οι περιορισμοί του δικαιώματος, όπως προσδιορίζονται από τα όρια που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία ή τον πυρήνα του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η επέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται, ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των τραπεζών, δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό αναφορά νόμο, αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό αναφορά νόμου.
Ενόψει των προαναφερομένων δεν θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων σημαντικών λόγων που προβάλλονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφορούν στην αντισυνταγματικότητα του άρθρου 3 του υπό αναφορά νόμου.
Γνωματεύομε, επομένως, ότι το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικό, επειδή καταστρατηγεί το ’ρθρο 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως», όπως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω.
Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το ’ρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.