ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C760
(2014) 3 ΑΑΔ 417
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπoθέσεις Αρ. 1034/2013 κ.ά.)
9 Οκτωβρίου 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΒΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
4. ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Σημείωση: Οι τίτλοι των υπόλοιπων υποθέσεων καθώς και οι
εμφανίσεις φαίνονται στην κυρίως απόφαση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μη διαφωνώντας, υπό το βάρος της απόφασης στη Μυρτώ Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 553/2013, ημερ. 7.6.2013, με την κατάληξη των υποθέσεων, θεωρώ ορθό να προσθέσω λίγα λόγια έχοντας υπόψη την απόφαση που εξέδωσα στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., υπόθ. αρ. 543/2013, ημερ. 28.3.2013. Όπως αμέσως εμφαίνεται, η απόφαση αυτή προηγήθηκε χρονικά της υπόθεσης Μυρτώ Χριστοδούλου κατά τρεις περίπου μήνες. Πρόκειτο για προσφυγή στην οποία καταχωρήθηκε και προωθήθηκε μονομερής αίτηση ημερ. 28.3.2013, ιδιαιτέρως επείγουσα, εφόσον καταχωρηθείσα στις 12.00 το μεσημέρι ακούστηκε αυθημερόν στις 12.45 μ.μ., με αποτέλεσμα την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο αναστάληκε η ισχύς της Κ.Δ.Π. 93/2013, με τίτλο Πώληση Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ημερ. 25.3.2013, στο μέτρο που αφορούσε την ακύρωση των 11.598.739 μετοχών που η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κατείχε στην Τράπεζα Κύπρου αξίας €2.319.748.80.
Διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο σε εκείνο το αρχικό και επείγον στάδιο να υφίστατο και εκ πρώτης όψεως έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημιά. Το εκδοθέν διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 5.4.2013, πλην όμως επείγουσες διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ όλων των εμπλεκομένων ως αποτέλεσμα της έκδοσης του διατάγματος, οδήγησαν στην έκδοση της Κ.Δ.Π. 103/2013 ημερ. 29.3.2013, με την οποία οι μετοχές στην Τράπεζα Κύπρου δεν θα απομειώνονταν ολοσχερώς με ουσιαστική επίπτωση το μηδενισμό ή ακύρωση τους, αλλά θα μετατρέπονταν σε μετοχές ήσσονος αξίας κατηγορίας Δ.
Το Δικαστήριο, όπως ελέχθη, δέχθηκε την προβληθείσα τότε θέση της αιτήτριας ότι από τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου αρ. 17(Ι)/2013, ο οποίος αποτέλεσε το βασικό νομικό υπόβαθρο των όσων ακολούθησαν, εξαγόταν το εκ πρώτης όψεως νομικό παράδοξο, η αρμοδία Εποπτική Αρχή για τις τράπεζες να είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, με ταυτοσημία θεσμού ως προς την καθιδρυθείσα Αρχή Εξυγίανσης που ορίστηκε να είναι και πάλι, η Κεντρική Τράπεζα. Δεν φαινόταν επίσης να είχαν τηρηθεί κάποια ελάχιστα προαπαιτούμενα ως προς την απαραίτητη διαβούλευση που θα έπρεπε να προηγηθεί με το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Κύπρου ως πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο υπόκειτο σε εξυγίανση. Τέθηκε επίσης και ζήτημα δυσαναλογίας του ληφθέντος διά της Κ.Δ.Π. 93/2013 μέτρου ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα υπό το φως των άρθρων 7 και 8 του πιο πάνω Νόμου.
Εν τέλει το εκδοθέν διάταγμα ουδέποτε επανεξετάσθηκε εφόσον η αιτήτρια μετά την έκδοση νέας Κ.Δ.Π. 103/2009, θεώρησε ότι η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της, ενώ και οι μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου παρέμειναν μέτοχοι έστω με διαφοροποιημένη υπόσταση. Απέσυρε λοιπόν και το διάταγμα και την ίδια την προσφυγή στις 5.4.2013.
Ακολούθησαν μαζικές καταχωρήσεις προσφυγών από τους καταθέτες τόσο της Τράπεζας Κύπρου, όσο και της Λαϊκής Τράπεζας. Αυτές εξετάστηκαν στην υπόθεση Μυρτώ Χριστοδούλου κ.ά. - ανωτέρω - στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια κατά ουσιαστική πλειοψηφία αποφάσισε, τεθέντος του ζητήματος από το ίδιο το Δικαστήριο, ότι η διαφορά που επήλθε ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου με αποτέλεσμα την απόρριψη όλων των προσφυγών ως απαράδεκτων. Αυτό ουσιαστικά υπό το φως του δεδομένου ότι οι διάφορες Κ.Δ.Π. που εξετάζονταν, απευθύνονταν στις ίδιες τις τράπεζες που επηρεάζονταν ώστε οι καταθέτες μόνο εμμέσως να είχαν λόγο. Υποδείχθηκε ότι ήταν οι εργασίες των δύο τραπεζών που επηρεάζονταν εφόσον στη μεν περίπτωση της Λαϊκής Τράπεζας αυτή ήταν που τίθετο υπό εξυγίανση με πώληση των εργασιών της, στη δε περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, οι εργασίες της τέθηκαν υπό εξυγίανση με τη μέθοδο της διάσωσης διά ιδίων μέσων. Τονίσθηκε δε η κατ΄ ουσία, νόμω και πράγμασι, σχέση του καταθέτη με την τράπεζα ως σχέση πιστωτή-τραπεζικού ιδρύματος στο ιδιωτικό δίκαιο στη βάση των συμβατικών δημιουργούμενων εκατέρωθεν υποχρεώσεων.
Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν μετόχους της Τράπεζας Κύπρου. Η δεδομένη νομική αντίληψη ότι οι μέτοχοι είναι «ιδιοκτήτες» της τράπεζας, στο βαθμό βέβαια που ο κάθε μέτοχος κατέχει ανάλογο αριθμό μετοχών εκφραζόμενο ως ποσοστό επί του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, δεν διαφοροποιεί τη φυσιογνωμία του πράγματος. Και ο μέτοχος έχει συμβατική με την τράπεζα σχέση. Ο μέτοχος, σύμφωνα με τις καθιερωμένες έννοιες στο εταιρικό δίκαιο, δεν είναι ιδιοκτήτης της εταιρικής περιουσίας κατά το κοινοδίκαιο ή το δίκαιο της επιείκειας και μια εταιρεία κατέχει την περιουσία της υπό καταπίστευμα ώστε να τη διαχειρίζεται σύμφωνα με το καταστατικό της. Το δικαίωμα των μετόχων είναι να λαμβάνουν το ανάλογο μερίδιο του κέρδους από αυτή τη διαχείριση. Η μετοχή προσδίδει βασικά στον κάτοχο της το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της εταιρείας (δέστε Borland´s Trustee v. Steel Brothers & Co Ltd (1901) 1 Ch. 279 και Pennington: Company Law 3η έκδ., σελ. 59-60).
Ο μέτοχος λοιπόν έχει συμβατική με την τράπεζα σχέση. Και, περαιτέρω, όπως ειπώθηκε στη Μυρτώ Χριστοδούλου κ.ά., οι εργασίες της τράπεζας δεν είναι εργασίες των καταθετών, αλλά ούτε και των μετόχων της. Η σχέση μετόχου-τραπεζικού ιδρύματος παραπέμπει αναμφιβόλως σε έννοιες που απαντώνται στο εταιρικό δίκαιο και συνεπώς στο ιδιωτικό τοιούτο.
Η απόφαση στη Μυρτώ Χριστοδούλου έχει επικαλύψει τις αιτιάσεις που προωθήθηκαν με την προσφυγή και τη μονομερή αίτηση στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, υπό το φως της διχοτόμησης της ουσίας των προσφυγών με την ένταξη τους είτε στο δημόσιο είτε στο ιδιωτικό δίκαιο, με τελική απόκλιση και απόφαση στο τελευταίο ζήτημα που δεν είχε τεθεί ούτε εξεταστεί στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Δεν εξετάστηκαν ούτε τα επακριβή ζητήματα που τέθηκαν με τις προσφυγές στη Μυρτώ Χριστοδούλου ενόψει του ευρύτερου σκεπτικού με το οποίο οι προσφυγές κρίθηκαν απαράδεκτες στο διοικητικό δίκαιο. Τα θέματα παραμένουν ανοικτά προς συζήτηση και απόφαση στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου. Αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η απόφαση στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου έτυχε αναφοράς κατά τη συζήτηση των υποθέσεων από τον ευπαίδευτο συνήγορο ομάδας των αιτητών κ. Α. Μαρκίδη υποδεικνύοντας, προς αντίκρουση συναφούς επιχειρήματος, ότι θα ήταν δυνατή η αποκατάσταση πραγμάτων κατά το δυνατόν και κατά ένα δικαιότερο τρόπο προς όφελος των αιτητών έστω και εκ των υστέρων και μετά την υλοποίηση των προσβαλλόμενων πράξεων.
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και τα εξής σχόλια: η οικονομική κρίση που επηρέασε την Κυπριακή Δημοκρατία, τόσο δημοσιονομική όσο και τραπεζική, κατέστησε αδήριτη την ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό. Έτυχε όμως πρωτόγνωρης αντιμετώπισης από τους δανειστές της με θεωρίες και όρους νεοφανείς ανά το παγκόσμιο. Παραδοσιακές εταιρικές νομικές έννοιες υπέστησαν στρεβλώσεις με συνακόλουθες οικονομικές επιπτώσεις. Παρατηρείται, όμως, ότι ο Νόμος αρ. 17(Ι)/2013 έθεσε την εξυγίανση τραπεζικού ιδρύματος υπό το βάρος ορισμένων γενικών αρχών, οι οποίες αποτυπώνονται σαφώς στο άρθρο 3. Ιδιαιτέρως σημειώνονται οι πρόνοιες ότι (i) οι πιστωτές του ιδρύματος δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν αν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση, (εδώ να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις εκκαθάρισης εταιρείας, οι μέτοχοι είναι οι τελευταίοι σε σειρά προτεραιότητας που μπορούν να ελπίζουν ότι θα λάβουν μέρος της εταιρικής περιουσίας - δέστε Brenda Hannigan: Company Law σελ. 389-393 και 818-820), (ii) τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται ζημιές ανάλογες με την ατομική ευθύνη που φέρουν για τους λόγους που έθεσαν το ίδρυμα σε εκκαθάριση βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου και (iii) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Παραμένουν λοιπόν προς τελική απόφαση επί των δικαιωμάτων των μετόχων, καθώς και των καταθετών, τα εγερθέντα στις προσφυγές ζητήματα στο μέτρο που θα εγερθούν ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων στο πλαίσιο αστικών αγωγών. Ζητήματα αποζημιώσεων θα εγείρονταν ούτως ή άλλως στα Επαρχιακά Δικαστήρια ακόμη και μετά την τυχόν επιτυχία των προσφυγών. Με τη διαφορά ότι οι αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 είναι μια sui generis, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, ενώ στο αστικό δίκαιο αποδίδεται η επακριβής ζημιά στο βαθμό που αποδεικνύεται στη βάση των αρχών του αστικού και εταιρικού δικαίου.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ