ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C385
(2014) 3 ΑΑΔ 257
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αναφορά Αρ. 1/2013)
11 Ιουνίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΔ.]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
Καθ΄ ης η Αίτηση
_________________
Ρ. Πετρίδου, για τον Αιτητή.
Αχ. Δημητριάδης και Ν. Ιακώβου, για την Καθ΄ ης η Αίτηση
_________________
Η Γνωμάτευση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Χατζηχαμπής, Π., και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ, Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή, Σταματίου και Γιασεμής. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Δ., και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου και Λιάτσος.
______________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Την 20ην Ιουνίου 2013 η Βουλή των Αντιπροσώπων, υιοθετώντας Πρόταση Νόμου κατατεθείσα από Βουλευτές, ψήφισε τον περί Αλιείας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2013, με το άρθρο 2 του οποίου τροποποιείται ο βασικός νόμος με την προσθήκη νέου άρθρου αριθμουμένου 4Β ως εξής:
«4Β.-(1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, απαγορεύεται η αλίευση με τη μέθοδο που είναι κοινώς γνωστή ως «γρι γρι» μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000.00) ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Ο Νόμος εστάλη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για δημοσίευση σύμφωνα με το ΄Αρθρο 52 του Συντάγματος.
Την 9η Ιουλίου 2013 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας δυνάμει του ΄Αρθρου 51.1 του Συντάγματος, ανέπεμψε τον εν λόγω νόμο στη Βουλή για επανεξέταση. Την 11η Ιουλίου 2013 η Βουλή, επανεξετάζοντας, απεφάσισε να εμμείνει στην απόφαση της, οπότε την 23η Ιουλίου 2013 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας δυνάμει των ΄Αρθρων 52 και 140 του Συντάγματος, κατεχώρησε την ενώπιόν μας Αναφορά ζητώντας γνωμάτευση κατά πόσο το εν λόγω άρθρο 2 βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 25, 54, 58, 61, 73, 152 και 179 του Συντάγματος και προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Με την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους της Βουλής, ακούσαμε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους στη βάση γραπτών περιγραμμάτων και προφορικών αγορεύσεων.
Οι αιτιάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας έχουν δύο κατευθύνσεις:
1. Την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με αναφορά στα ΄Αρθρα 54, 58, 61, 73, 152 και 179 του Συντάγματος.
2. Το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, με αναφορά στο ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος.
Τονίζοντας την και νομολογιακά αναγνωρισμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την αποκλειστικότητα της αρμοδιότητας της κάθε εξουσίας στο πεδίο που καθορίζεται γι΄ αυτήν από το Σύνταγμα, ο Εντιμος Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται ότι ο επίδικος νόμος επεμβαίνει στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας του αρμοδίου Υπουργού, ρυθμίζοντας όχι την καθιέρωση κανόνος δικαίου αλλά την εκτέλεση των νόμων, και έτσι αφαιρώντας από τον Υπουργό τη δυνατότητα στάθμισης όλων των παραγόντων που διέπουν την έκδοση ή όχι συγκεκριμένης άδειας για οποιαδήποτε μέθοδο αλιείας. Προς στήριξη της θέσης αυτής, παραπέμπει στην Αναφορά 3/1985, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3(C) CLR 2137, ως κρίνουσα αντισυνταγματική τη διά νόμου ρύθμιση της πρόσληψης δημοσίων υπαλλήλων. Τούτο όμως δεν είναι ορθό. Ήταν στην Αναφορά 1/1984 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 1 CLR 1723, που απεφασίσθη ότι, αν και η ίδια η πρόνοια απαγόρευσης πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 3 ήταν εντός των αρμοδιοτήτων της Βουλής δυνάμει του ΄Αρθρου 61 και δεν ήταν ασύμφωνη με τα ΄Αρθρα 54, 61, 116, 167 και 168.1, εν τούτοις η παράλληλη ρύθμιση με ανάμιξη της Βουλής σε κατ΄ εξαίρεση προσλήψεις στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 εξέφευγε των ορίων της νομοθετικής εξουσίας και εμπεριείχε στοιχεία διοικητικής ενέργειας στα πλαίσια της εκτελεστικής εξουσίας δυνάμει του ΄Αρθρου 54, ώστε ολόκληρο το άρθρο 3 να ήταν αντίθετο με τα ΄Αρθρα 54 και 61 καθ΄ όσον η απαγόρευση δεν μπορούσε να διαχωρισθεί από τις άλλες πρόνοιες. Στην Αναφορά 3/1985 είχε θεσπισθεί νέος νόμος μετά από την απόφαση στην Αναφορά 1/1984 και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τώρα ότι το ενώπιον του νέο άρθρο 3, το οποίο παρείχε δικαίωμα στη Βουλή να απαγορεύσει δια νόμου την πρόσληψη συγκεκριμένων εκτάκτων υπαλλήλων, ήταν στο σύνολό του συνταγματικό. Ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας παραθέτει και εκτενές απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην Αναφορά 1/1985, πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι ο Πικής Δ. και ο Κούρρης Δ είχαν διαφωνήσει, κρίνοντας ότι η πρόσληψη προσωπικού συνιστά διοικητική ενέργεια εμπίπτουσα στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας δυνάμει του ΄Αρθρου 54, αλλά και διότι, στα πλαίσια του προϋπολογισμού, η έγκριση δαπανών είναι αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών δυνάμει του ΄Αρθρου 168.1.
Περαιτέρω παραπομπή γίνεται από τον Εντιμο Γενικό Εισαγγελέα στην Αναφορά 9/1991 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1992) 3 ΑΑΔ 109 στην οποία εκρίθη αντισυνταγματικός νόμος ο οποίος απαγόρευε την απόρριψη λυμάτων στον Αγιο Σωζόμενο, εφόσον εκρίθη ότι η αρμοδιότητα όσον αφορά τους χώρους απόρριψης λυμάτων ανάγεται στη σφαίρα της εκτελεστικής εξουσίας, ελέχθησαν δε τα ακόλουθα (σ. 113):
«Η επιλογή του χώρου απόρριψης λυμάτων στον Άγιο Σωζόμενο αποτελούσε άσκηση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας κάτω από τα Άρθρα 46, 54 και 58 του Συντάγματος και η σχετική δαπάνη έτυχε νομοθετικής έγκρισης κάτω από το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος. Με τον υπό κρίση Νόμο, η Βουλή ανατρέπει την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας από τα επί τούτου εξουσιοδοτημένα από το Σύνταγμα όργανα και ως εκ τούτου ο υπό κρίση Νόμος είναι αντίθετος με τα Άρθρα 46, 54 και 58 του Συντάγματος και εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Βουλής κάτω από το Άρθρο 61 του Συντάγματος.»
Δεν ενομιμοποιείτο λοιπόν η Βουλή, εισηγείται ο Εντιμος Γενικός Εισαγγελέας, δυνάμει του άρθρου 61 του Συντάγματος να ασκήσει ουσιαστικά διοίκηση απαγορεύοντας ένα συγκεκριμένο τρόπο αλιείας, αντί να θέσει κανόνα δικαίου δυνάμει του οποίου η ίδια η Διοίκηση θα ασκούσε την εξουσία της να δώσει ή να μη δώσει οποιαδήποτε άδεια, σταθμίζοντας όλα τα σχετικά στοιχεία. Ιδιαίτερα αφού οι υφιστάμενες πρόνοιες του Νόμου (άρθρο 5Α) αναθέτουν στον Υπουργό την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας ως προς την αλιεία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας απαγόρευσης συγκεκριμένων μεθόδων αλιείας, οι δε Κανονισμοί (ΚΔΠ 273/1990) διέπουν τη γενική εξουσία του Υπουργού και του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας για έκδοση αδειών αλιείας και ήδη προβλέπουν τη γενική απαγόρευση της μεθόδου γρι-γρι με παράλληλη διακριτική ευχέρεια στο Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας να εκδώσει τέτοια άδεια κατ΄ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις.
Απαντώντας στις εισηγήσεις αυτές, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Βουλή, απορρίπτει τη θέση για νομοθετική παρέμβαση στην Εκτελεστική Εξουσία του Υπουργού, παρατηρώντας ότι καθ΄ όσον η αρμοδιότητα του Υπουργού να αποφασίζει επί των μεθόδων αλίευσης γεννάται και οριοθετείται από το νόμο, νομίμως μπορεί και να διέπεται και να καθοδηγείται από αυτόν, με τη δυνατότητα τροποποίησης αναλόγως της κρίσης της Νομοθετικής Εξουσίας. Σημειώνει μάλιστα ότι δυνάμει του άρθρου 54(ζ) η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων των νόμων ασκείται «ως οι νόμοι ορίζουσιν». Με την επίδικο νόμο, είναι η θέση της Βουλής, τίθεται γενικός κανόνας δικαίου και δεν γίνεται ρύθμιση διοικητικής λειτουργίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Βουλή επιχειρεί να διακρίνει την Αναφορά 3/1985 ως αφορώσα αρμοδιότητα που δεν ανήκει στη Βουλή. Προσπάθεια για διάκριση όμως δεν χρειάζεται αφού η Αναφορά 3/1985 ετέθη τώρα στην ορθή της διάσταση. Ο κ. Δημητριάδης βασίζεται ιδιαιτέρως στην Αναφορά 7/1991, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 ΑΑΔ 746 στην οποία, ακολουθώντας την Αναφορά 3/1985, απεφασίσθη ότι ήταν συνταγματική η δια νόμου στα πλαίσια του άρθρου 3 απαγόρευση από τη Βουλή της προσλήψεως 23 συγκεκριμένων εκτάκτων υπαλλήλων. Δεν σχολιάζει όμως την Αναφορά 9/1991.
Η Αναφορά 7/1991 όμως φαίνεται να αντιστρατεύεται το λόγο της Αναφοράς 9/1991, καθ΄ όσον και στην Αναφορά 9/1991 επρόκειτο για απαγόρευση προς περιορισμό της άσκησης εκτελεστικής εξουσίας. Ούτε μπορεί η διάσταση μεταξύ των δύο αποφάσεων να εξηγηθεί με αναφορά σε διάκριση μεταξύ θετικής ανάληψης εκτελεστικής εξουσίας από τη Βουλή (που δεν θα επιτρέπετο) και απαγόρευσης άσκησης εκτελεστικής εξουσίας (που θα επιτρέπετο), αφού και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για απαγόρευση. Ούτε θα μπορούσε να λεχθεί ότι στην Αναφορά 9/1991 το θέμα αφορούσε ήδη ασκηθείσα εκτελεστική εξουσία, καθ΄ όσον είχε γίνει πρόνοια στον προϋπολογισμό για την απόρριψη των σκυβάλων στην απαγορευθείσα από το νόμο περιοχή, αφού αυτή δεν ήταν η βάση της απόφασης, και μάλιστα ήταν οι μειοψηφήσαντες Δικαστές (Α.Ν. Λοϊζου, Π. και Δημητριάδης, Δ.) που εβάσισαν την απόφασή τους στην παράμετρο αυτή με αναφορά στο ΄Αρθρο 80.2, ενώ η απόφαση της πλειοψηφίας ετέθη στη βάση της ίδιας της φύσης του θέματος ως εμπίπτοντος στα πλαίσια της εκτελεστικής εξουσίας, με το νόμο να «εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας». Εξ άλλου, και στην Αναφορά 7/1991 υπήρξε σχετική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό.
Ως θέμα αρχής, και καθ΄όσον πρόκειται σε τελευταία ανάλυση για χαρακτηρισμό του θέματος ως εμπίπτοντος στα πλαίσια της εκτελεστικής ή της νομοθετικής αρμοδιότητας, θα ακολουθήσουμε την Αναφορά 9/1991 μάλλον παρά την Αναφορά 7/1991, η οποία προσομοιάζει τα μέγιστα προς την προκειμένη περίπτωση με την εμφανή αναλογία της απαγόρευσης συγκεκριμένου χώρου απόρριψης σκυβάλων προς την απαγόρευση συγκεκριμένης μεθόδου αλιείας, αλλά είναι και μεταγενέστερη ώστε να αντανακλά την πιο θεωρημένη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ρύθμιση των μεθόδων αλιείας και η συναφής προς τούτο έκδοση αδειών ως και οι όροι που αφορούν αυτές συνιστά αρμοδιότητα εκτελεστικής φύσεως ασκούμενη με αναφορά προς όλους τους παράγοντες που διέπουν την κρίση της διοίκησης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Οι παράγοντες αυτοί συναρτώνται προς τα δεδομένα των μεθόδων αλιείας και των αλιευτικών αποθεμάτων αλλά και τον αριθμό των αδειών και τους όρους που μπορούν να τεθούν σε αυτές, ακριβώς όπως και η επιλογή του χώρου απόρριψης λυμάτων συνιστά εκτελεστική αρμοδιότητα, η άσκηση της οποίας συναρτάται προς ανάλογους παράγοντες που μόνο η διοίκηση μπορεί να σταθμίζει σε κάθε δεδομένη περίπτωση.
Περαιτέρω, δεν είναι άσχετη η θεώρηση του όλου φάσματος των αρμοδιοτήτων και της εμπλοκής του Υπουργικού Συμβουλίου, του Υπουργού και του Διευθυντή στην εφαρμογή των προνοιών του Νόμου, και δη στα άρθρα 3, 5Α και 6, εις τρόπον ώστε η έκδοση ή όχι άδειας για συγκεκριμένη μέθοδο αλιείας να είναι τόσο συνυφασμένη με το όλο πλέγμα των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκδίδει (ΚΔΠ 273/1990) ώστε να είναι δύσκολο να διαχωρισθεί από τις πρόνοιες αυτές, με αναλογία προς την Αναφορά 1/1984. Συναφώς παρατηρούμε ότι η αρμοδιότητα για έκδοση άδειας αλιείας είναι αρμοδιότητα του Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 3, ο οποίος έχει και την αρμοδιότητα απαγόρευσης οποιουδήποτε τρόπου αλιείας δυνάμει του άρθρου 5Α, ενώ το άρθρο 6 δίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση ή ρύθμιση πρακτικών και μεθόδων αλιείας. Η παρέμβαση της Βουλής με την απαγόρευση της μεθόδου αλιείας γρι-γρι, και αν ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή, θα ήταν δύσκολο να διαχωρισθεί από τις υπόλοιπες πρόνοιες του Νόμου.
Εν όψει της θεώρησης μας αυτής, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η άλλη πτυχή της Αναφοράς ως προς το ΄Αρθρο 25.
Είναι λοιπόν η Γνωμάτευσή μας ότι ο υπό κρίση νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 54, 58, 61 και 179 του Συντάγματος και προς τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η Γνωμάτευση κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με το ΄Αρθρο 140 του Συντάγματος.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.
ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΙΑΣ ΝΟΜΟ
Συνοπτικός τίτλος
Κεφ. 135 44 του 1961 109 του 1968 2 του 1970 9 του 1972 19 του 1981 210 του 1987 170 του 1990 22(Ι) του 1994 102(Ι) του 2000 61(Ι) του 2001 106(Ι) του 2004 63(Ι) του 2005 132(Ι) του 2007
|
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Αλιείας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013 και θα διαβάζεται μαζί με τον περί Αλιείας Νόμο (που στο εξής θα αναφέρεται ως «ο βασικός νόμος»). | |
Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη του νέου άρθρου 4Β |
2. Ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη, αμέσως μετά το άρθρο 4Α αυτού, του ακόλουθου νέου άρθρου 4Β: | |
|
«Απαγόρευση αλίευσης με τη μέθοδο που είναι κοινώς γνωστή ως «γρι-γρι» |
4Β.-(1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, απαγορεύεται η αλίευση με τη μέθοδο που είναι κοινώς γνωστή ως «γρι-γρι» μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000.00) ή και στις δύο αυτές ποινές.» |
|
| |
|
|