ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2013) 3 ΑΑΔ 756
11 Δεκεμβρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 225/2012)
Έννομο Συμφέρον - Η απαίτηση να είναι προσωπικό το έννομο συμφέρον και οι δικονομικές συνέπειες της.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία - Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να αλλάξει την πολιτική του κράτους και να παραχωρεί το ίδιο εκείνο που θα θεωρούσε ορθό υπό τις περιστάσεις - Περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας μιας απόφασης, με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία.
Ο εφεσείων αν και μη νομικός, χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του, με αποτέλεσμα αυτή να κείται εκτός των δικαιοδοτικών πλαισίων του αναθεωρητικού ελέγχου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η μια πτυχή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ότι ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα να διεκδικεί οτιδήποτε σε σχέση με τη σύζυγό του, αφού θα έπρεπε να αποταθεί η ίδια σε ενδεχόμενη άλλη προσφυγή ή άλλη διαδικασία. Είναι ορθή αυτή η διαπίστωση. Εφόσον ένας αιτητής προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, πρέπει να έχει ο ίδιος προσωπικά έννομο συμφέρον για να μπορεί να προωθεί την προσφυγή του.
2. Η άλλη πτυχή της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται, αφορά τις ίδιες τις αιτιάσεις του αιτητή. Ως προς αυτές, παρετηρήθη από το Δικαστήριο, ότι δεν προσβάλλεται κάτι το συγκεκριμένο με την προσφυγή του, παρά μάλλον ότι ο Αιτητής καταφέρεται κατά του συστήματος ως μη αποτελεσματικού και αναξιοκρατικού και ότι δεν του διασφαλίζει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης με εκείνα που λαμβάνει. Δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί νομική βάση πάνω στην οποία η προσφυγή θα μπορούσε να προωθείται. Το Δικαστήριο, πέραν από του να κατανοήσει τη δυσχερή θέση που όντως βρίσκεται ο αιτητής, λόγω των περιορισμένων οικονομικών του δυνατοτήτων, δεν έχει δικαίωμα βάσει του συντάγματος να αλλάξει την πολιτική του κράτους και να παραχωρεί το ίδιο εκείνο που θα θεωρούσε ορθό υπό τις περιστάσεις. Ο ρόλος του είναι να κρίνει με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία τη νομιμότητα μιας απόφασης. Το γενικότερο λοιπόν πλαίσιο των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών που διέπουν αυτά τα θέματα, δεν εμπίπτει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού, αλλά στα πλαίσια της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 884/2011), ημερ. 27/9/2012.
Ο Eφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τους Eφεσίβλητους.
Ex tempore
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Έχουμε δει την υπόθεση και θα σας δώσουμε την απόφαση μας.
Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει προσφυγή, την οποία προώθησε μόνος του. Ως αποτέλεσμα η εκδίκασή της προχώρησε χωρίς να τηρηθεί η συνήθης διαδικασία, ιδιαίτερα αυτή της καταχώρησης των γραπτών αγορεύσεων. Είναι αναγκαίο να λεχθεί ότι τα όσα ετέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται να ήσαν υπό μορφή διαφόρων παραπόνων και αιτιάσεων του εφεσείοντα εναντίον της διοίκησης και της κρατικής πολιτικής γενικά, αναφορικά με το θέμα της προσφυγής, που ήταν η δική του σύνταξη και εκείνης της συζύγου του.
Ο ίδιος είχε εξασφαλίσει σύνταξη γήρατος από 31/5/09 ανερχόμενη σε €545,19 μηνιαίως περιλαμβανόμενης αύξησης για ένα εξαρτώμενο άτομο, προφανώς τη σύζυγο του. Όπως φαίνεται, έτυχε και πρόσθετης χορηγίας €111,06 μηνιαίως που δίδεται σε όσους δεν λαμβάνουν σύνταξη πέραν του μηνιαίου ποσού των €854,30. Ως προς τη σύζυγο του, αίτηση για σύνταξη γήρατος απορρίφθηκε εφόσον αυτή δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του νόμου. Φαίνεται δε ότι ούτε και κοινωνική σύνταξη, για την οποία υπέβαλε στη συνέχεια αίτημα, μπορούσε να της χορηγηθεί (ανερχόμενη στο ποσό των €324,75) εφόσον και πάλιν δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες του νόμου ως προς τη διαμονή της στην Κύπρο.
Ο εφεσείων, αισθανόμενος ότι δεν ήταν ικανοποιητικά τα ωφελήματα τα οποία ελάμβανε εκείνος και η σύζυγος του, απευθύνθηκε στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην πορεία έλαβε απάντηση στην επιστολή του, που αποτέλεσε ουσιαστικά και το αντικείμενο της προσφυγής του. Στην επιστολή της η Υπουργός ανέφερε και επεξηγούσε γιατί η σύνταξη του είχε υπολογισθεί ορθά με βάση τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις που ετίθεντο και σύμφωνα με την κατάσταση λογαριασμού τον οποίο του απέστειλε. Η Υπουργός αναφέρθηκε και στο θέμα της συζύγου του, εξηγώντας γιατί δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις για σύνταξη γήρατος και συμβούλευε όπως η σύζυγος αποταθεί για την κοινωνική σύνταξη και ο ίδιος για το σχέδιο παροχής επιδομάτων για συνταξιούχους με χαμηλά εισοδήματα. Όντως, μετά από αίτημα του αιτητή, εδόθη ένα πρόσθετο ποσό και απερρίφθη το αίτημα της συζύγου του για παροχή κοινωνικής σύνταξης.
Η μια πτυχή της απόφασης του αδελφού μας Δικαστή είναι ότι ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα να διεκδικεί οτιδήποτε σε σχέση με τη σύζυγο του, αφού θα έπρεπε να αποταθεί η ίδια σε ενδεχόμενη άλλη προσφυγή ή άλλη διαδικασία.
Δε θα χρειαστεί να επεκταθούμε σε αυτό για να παρατηρήσουμε ότι είναι ορθή αυτή η διαπίστωση. Εφόσον ένας αιτητής προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, πρέπει να έχει ο ίδιος προσωπικά έννομο συμφέρον για να μπορεί να προωθεί την προσφυγή του.
Η άλλη πτυχή της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται αφορά τις ίδιες τις αιτιάσεις του αιτητή. Ως προς αυτές, παρετηρήθη από το Δικαστήριο ότι δεν προσβάλλεται κάτι το συγκεκριμένο με την προσφυγή του παρά μάλλον ότι ο Αιτητής καταφέρεται κατά του συστήματος ως μη αποτελεσματικού και αναξιοκρατικού και ότι δεν του διασφαλίζει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης με εκείνα που λαμβάνει. Ως εκ τούτου, ήταν η κατάληξη του ότι δεν υπάρχει σωστή βάση προσφυγής για να μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο, αφού δεν ηγέρθη. Σχετική προδικαστική ένσταση, έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την προσφυγή.
Ενώπιον μας δεν είχαμε βεβαίως το όφελος επιχειρηματολογίας ως προς τη νομική πτυχή των δύο αυτών θεμάτων και δεν θα αναμέναμε, εφόσον ο εφεσείων δεν έχει νομικές γνώσεις - αίτημα του για νομική αρωγή απερρίφθη ως μη ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του νόμου. Όμως η βάση της πρωτόδικης απόφασης εν πάση περιπτώσει εξετάζεται από το Εφετείο. Όπως ήδη αναφέραμε, όσον αφορά τη σύζυγο του αιτητή, είναι ορθή η απόφαση. Όπως ορθή είναι και από την άλλη πτυχή, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί νομική βάση πάνω στην οποία η προσφυγή θα μπορούσε να προωθείται. Αυτή είναι η όλη εικόνα την οποία έχουμε αποκομίσει απ' όσα αναφέρει ο εφεσείων, ο οποίος ουσιαστικά δεν παραπονείται ότι κακώς υπολογίστηκε η σύνταξη του με βάση το νόμο και ότι με βάση το νόμο θα πρέπει να είναι μεγάλο το ποσό αλλά ότι δεν είναι επαρκής η σύνταξη του, αν λάβουμε υπόψη ότι το ποσό που δίδεται, για σκοπούς της δικής του αξιοπρεπούς διαβίωσης ενόψει των αναγκών που ο ίδιος και η οικογένεια του έχουν. Μάλιστα κάλεσε ο ίδιος το Δικαστήριο να ορίσει ουσιαστικά, όπως είπε, μια ορθή σύνταξη προς τον ίδιο, απευθυνόμενος και κατά κύριο λόγο στο ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσει το παράπονο του.
Είναι γεγονός ότι όλα όσα έχουν λεχθεί φαίνεται να εντάσσονται ακριβώς σε εκείνο το πλαίσιο που αφορά τη γενικότερη κοινωνική, και οικονομική κατ' επέκταση, πολιτική της πολιτείας, η οποία δεν ρυθμίζεται από τα δικαστήρια αλλά από τους αρμόδιους, Διοίκηση και Βουλή, σε εκείνους που στρέφονται και τα παράπονα του αιτητή.
Αλλά το Δικαστήριο, πέραν από του να κατανοήσει τη δυσχερή θέση όντως που βρίσκεται ο αιτητής, λόγω των περιορισμένων οικονομικών του δυνατοτήτων, δεν έχει δικαίωμα βάσει του συντάγματος να αλλάξει την πολιτική του κράτους και να παραχωρεί το ίδιο εκείνο που θα θεωρούσε ορθό υπό τις περιστάσεις. Ο ρόλος του είναι να κρίνει με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία τη νομιμότητα μιας απόφασης. Το γενικότερο λοιπόν πλαίσιο των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών που διέπουν αυτά τα θέματα, δεν εμπίπτει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού αλλά στα πλαίσια της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Καρακάννα: Δεν ζητώ έξοδα.
Δικαστήριο: Χωρίς έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.