ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 619
16 Ιουλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 148/09
ALI IBRAHIM HOUSSEIN BASMA,
Εφεσείων,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 158/09
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσείοντες,
ν.
ALI IBRAHIM HOUSSEIN BASMA,
Εφεσίβλητου.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 148/2009 και 158/2009)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Κατά πόσο ο έλεγχος της διάθεσής τους από τον Κηδεμόνα, εμπίπτει στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Ανάληψη της διαχείρισής τους από τον Κηδεμόνα/Υπουργό Εσωτερικών ― Ο Ν. 139/91 και οι τροποποιήσεις του ― Εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα ― Ειδικά οι συνέπειες της εγκατάστασης Τ/Κ ιδιοκτήτη γης στις ελεύθερες περιοχές.
Ο εφεσείων καταχώρισε έφεση, κατά της απόρριψης της προσφυγής του και η Δημοκρατία κατά της μη επιτυχίας πρωτοδίκως της προδικαστικής ένστασης που είχε εγείρει.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας και τις δύο εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο την ενέταξε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Η άρνηση του Διευθυντή να αποδεχθεί τη Δήλωση θα ήταν ζήτημα του ιδιωτικού δικαίου (α) εάν αφορούσε τις διατυπώσεις που απαιτεί ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965 (Ν. 9/1965, όπως τροποποιήθηκε) για αποδοχή τέτοιας δήλωσης, ή, (β) εάν ήταν απόρροια άσκησης της διακριτικής εξουσίας που παραχωρείται στο Διευθυντή από το Άρθρο 14(γ) για μη αποδοχή δήλωσης όπου «η σκοπούμενη μεταβίβασις ή υποθήκευσις θα αντέβαινεν ή αντέκειτο προς τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόμου». Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι προφανές, ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερ. 29.7.08 δεν αφορούσε τις διατυπώσεις του νόμου και το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν αντικείμενο της εν λόγω επιστολής ήταν η κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο - τον Basma - απόφαση του για απόρριψη του αιτήματος του κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 14(γ) του Ν. 9/1965. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική. Με την υπό αναφορά επιστολή ο Διευθυντής, ουσιαστικά, δεν κοινοποίησε στον ενδιαφερόμενο δική του απόφαση, αλλά απόφαση του Κηδεμόνα σύμφωνα με την οποία το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, καθότι δεν πληρούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.9.04 και κατά συνέπεια η εν λόγω επιστολή κατέστησε την απόφαση του Κηδεμόνα υποκείμενη σε προσβολή με προσφυγή ως εκτελεστής διοικητικής πράξης.
2. Υπό το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο - πριν τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 31(1)/2010 - ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο ορισμός «Τουρκοκύπριος» του Άρθρου 2 του Νόμου αναφέρεται στο χρόνο θέσπισης του Νόμου, όπως ορθά αποφάσισε ότι από τη στιγμή που Τ/Κ περιουσία περιήλθε ορθά και νόμιμα στον Κηδεμόνα - όπως αδιαμφισβήτητα ισχύει στην παρούσα περίπτωση - αυτή θα συνεχίσει να είναι υπό τη διαχείριση του για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση ενόψει της ανυπαρξίας διαφορετικής πρόβλεψης από το Νόμο. Πρόκειται για καθεστώς που ως αποτέλεσμα του (τροποποιητικού) Ν. 39(1)/2010 έχει διαφοροποιηθεί καθότι έκτοτε, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα η εξουσία «. να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής Περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη ...» - μεταξύ άλλων - και το γεγονός ότι ο Τ/Κ ιδιοκτήτης της περιουσίας «.. εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές .» (Άρθρο 3(β) του Νόμου). Κατ' ακολουθία των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι λόγοι 1 και 4 της έφεσης δεν ευσταθούν.
3. Η υιοθέτηση του σχετικού μέρους από την πρωτόδικη απόφαση δεν επιφέρει μόνο την απόρριψη των λόγων 1 και 4 της έφεσης, αλλά ταυτόχρονα έχει και ουσιαστικής φύσεως επιπτώσεις σ' ότι αφορά και τους άλλους δύο λόγους έφεσης. Και αυτό καθότι, ακόμη και εάν γίνονταν αποδεκτοί οι υπό αναφορά λόγοι και πάλιν η έφεση δεν θα είχε προοπτικές επιτυχίας εφόσον, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τις πρόνοιες του τότε ισχύοντος νόμου, «. και αν ακόμα ο αιτητής έχει από το 2007 εγκατασταθεί μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές, αυτό δεν αφαιρεί την περιουσία του από τη διαχείριση του Κηδεμόνα .» για όσο χρόνο συνεχίζεται να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, η πρωτόδικη απόφαση δεν θα μπορούσε να παραμεριστεί και για τον ειδικό λόγο ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απορριπτική απόφαση του Κηδεμόνα ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.
Οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.
H κάθε πλευρά τα έξοδά της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Τόκας (1995) 3 Α.Α.Δ. 218,
Antoniou a.o. v. Republic (1984) 3(Α) C.L.R. 623,
Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 882,
Yashar ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του YUKSEL CEMAL HUDAVERDI v. Δημοκρατίας, (2004) 4(B) A.A.Δ. 744,
Niazi v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 631/2005, ημερ. 10.11.2006.
Έφεση.
Έφεση από τους Εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1353/08), ημερ. 3/9/2009 .
Μ. Ναθαναήλ, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 148/09 και Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 158/09.
Λ. Ουστά, για τους Εφεσίβλητους στην Έφεση Αρ. 148/09 και Εφεσείοντες στην Έφεση Αρ. 158/09.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: O Ali Ibrahim Houssein Basma, πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέλος της τουρκικής κοινότητας, είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης σημαντικής ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές, την οποία εγκατέλειψε το 1974 στο πλαίσιο της μαζικής μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ) στις κατεχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής περιοχές.
Οι εγκαταλειφθείσες Τ/Κ περιουσίες περιήλθαν αρχικά στην κατοχή της Πολιτείας με επίταξη και, στη συνέχεια, στον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών (στο εξής ο Κηδεμόνας) δυνάμει των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 139/91 (στο εξής «ο Νόμος»).
Την 1.1.07 ο Basma εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του σε διαμέρισμα που ενοικίασαν στη Λάρνακα και, θεωρώντας ότι η συνήθης διαμονή του ήταν πλέον στις ελεύθερες περιοχές και κατά συνέπεια η περιουσία του έπαυσε να είναι εγκαταλειφθείσα, πώλησε σε ελληνοκυπριακή εταιρεία τέσσερα κτήματα του που βρίσκονται στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας. Ακολούθως, στις 11.7.07, επιχείρησε να καταθέσει το σχετικό πωλητήριο έγγραφο μαζί με Δήλωση Μεταβίβασης (στο εξής η Δήλωση) στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας, αίτημα που απορρίφθηκε με επιστολή ημερ. 29.7.08 που του απηύθυνε ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής ο Διευθυντής). Και αυτό, όπως αναφέρεται στην επιστολή, καθότι ο Κηδεμόνας είχε αποφασίσει πως στην περίπτωσή του δεν πληρούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 60.821 ημερ. 15.9.04 για αποδοχή της Δήλωσης.
Ο Basma πρόσβαλε την απόφαση που του κοινοποιήθηκε με την επιστολή 29.7.08 με προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως στις 3.9.09, όπως απορρίφθηκε με την ίδια απόφαση και η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, αλλά του ιδιωτικού, καθότι η μη αποδοχή της Δήλωσης ήταν απόφαση του Διευθυντή και ως τέτοια δεν συνιστούσε σύμφωνα με τη νομολογία εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η απόρριψη τόσο της προσφυγής όσο και της προαναφερθείσας προδικαστικής ένστασης, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώρηση εφέσεων εκατέρωθεν. Της Α.Ε. Αρ. 148/09 εκ μέρους του Basma και της Α.Ε. Αρ. 158/09 εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, οι οποίες ακούσθηκαν μαζί.
Θα εξετάσουμε πρώτα την έφεση Αρ. 158/09, και προς τούτο θα παραθέσουμε αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάσει του οποίου η υπό αναφορά ένσταση απορρίφθηκε. Έχει ως ακολούθως:
«Αρχίζοντας από την προδικαστική ένσταση, είμαι της άποψης ότι αν η προσφυγή στρεφόταν μόνο εναντίον του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για την άρνηση του να δεχθεί τη Δήλωση Μεταβίβασης, τότε η απόφαση θα ήταν τέτοια που εμπίπτει στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου και επομένως η προσφυγή θα ήταν απαράδεκτη εφόσον δε θα είχαμε εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό αποφάσισα πρόσφατα με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία. (βλ. Κιννής ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση. Αρ. 1855/06, ημερ. 27/8/09). Ενόψει όμως του γεγονότος ότι αναφορικά με τουρκοκυπριακές περιουσίες το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου 139/91, ως έχει τροποποιηθεί, ούτως ώστε ως μέρος της αιτιολογίας του Διευθυντή Κτηματολογίου για την άρνηση να δεχθεί τη Δήλωση Μεταβίβασης είναι το γεγονός ότι ο Κηδεμόνας δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του και ενόψει του ότι η Ολομέλεια ήδη αποφάσισε ότι οι αποφάσεις του Κηδεμόνα κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του εν λόγω Νόμου εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση τουλάχιστον όσον αφορά τον καθ' ου η αίτηση 2 δεν ευσταθεί. (βλ. σχετικά τις υποθέσεις Niazi ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 169/06 ημερ. 14/4/09 και Κολοκάση ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/06 ημερ. 17/7/08, στις οποίες κάνω αναφορά και στην προαναφερθείσα απόφαση μου). Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της απόφασης του Κηδεμόνα για πρώτη φορά με την επιστολή του καθ' ου η αίτηση αρ. 1 Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερ. 29/7/08, ισχυρισμός που όχι μόνο δεν αμφισβητείται αλλά και από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι είναι ορθός αφού είναι ο καθ' ου η αίτηση αρ. 1 που είχε αποταθεί στον Κηδεμόνα (καθ' ου η αίτηση αρ. 2) για συγκατάθεση. Βέβαια στην υπόθεση Κιννή, πιο πάνω, η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, διότι δεν στρεφόταν εναντίον του Κηδεμόνα, αλλά μόνο του Διευθυντή Κτηματολογίου.»
Προς υποστήριξη της έφεσης τους, οι εφεσείοντες - εννοείται της Α.Ε. Αρ. 158/09 - επανέλαβαν ενώπιόν μας την ίδια θέση που είχαν προωθήσει και πρωτοδίκως ως καθ' ων η αίτηση. Ότι, δηλαδή, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η μη αποδοχή της Δήλωσης ήταν απόφαση του Διευθυντή και ως τέτοια ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου εφόσον αυτή δεν ενδιέφερε το ευρύ κοινό, αλλά μόνο τα μέρη που αναφέρονταν στη Δήλωση. Παράπεμψαν σχετικά στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Τόκας (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, Antoniou a.ο. v. Republic (1984) 3(Α) C.L.R. 623 και Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 882, όπου καθορίστηκε ως βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού. Δηλαδή αν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημοσίου σκοπού τότε εμπίπτει στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση - όπως συμβαίνει στην παρούσα - σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου. Με δεδομένο, κατέληξε η κα Ουστά, ότι η μη αποδοχή της Δήλωσης, ήταν απόφαση του Διευθυντή, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απόρριψε την προδικαστική ένσταση καθότι η εξέταση της απόφασης του Κηδεμόνα συνιστούσε (ανεπίτρεπτα) έμμεση αναθεώρηση διοικητικής πράξης και/ή παρεμπίπτοντος ελέγχου.
Αντίθετη, βεβαίως, ήταν η θέση που προώθησε τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιό μας ο κ. Ναθαναήλ. Από τη στιγμή, επεσήμανε, που το Κτηματολόγιο ζήτησε από τον Κηδεμόνα να αποφασίσει κατά πόσο θα παραχωρούσε ή όχι τη συγκατάθεσή του για αποδοχή της Δήλωσης, το όλο ζήτημα περιήλθε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εφόσον η διαχείριση των εγκαταλειφθεισών Τ/Κ περιουσιών από την Πολιτεία, είναι ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος και προς υποστήριξη της εισήγησής του παρέπεμψε στις υποθέσεις Yashar ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του YUKSEL CEMAL HUDAVERDI v. Δημοκρατίας, (2004) 4(Β) Α.Α.Δ. 744, Niazi v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 631/2005, ημερ. 10.11.2006 και Ναυτικός Όμιλος Πάφου (ανωτέρω).
Εξετάσαμε με προσοχή το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάσει του οποίου απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση, όπως εξετάσαμε με την ίδια προσοχή και την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν επί του θέματος τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιόν μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών. Καταλήξαμε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο την ενέταξε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ό,τι θεωρούμε χρήσιμο να προσθέσουμε στο σκεπτικό του έχει ως ακολούθως:
Η άρνηση του Διευθυντή να αποδεχθεί τη Δήλωση θα ήταν ζήτημα του ιδιωτικού δικαίου (α) εάν αφορούσε τις διατυπώσεις που απαιτεί ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965 (Ν. 9/1965, όπως τροποποιήθηκε) για αποδοχή τέτοιας δήλωσης, ή, (β) εάν ήταν απόρροια άσκησης της διακριτικής εξουσίας που παραχωρείται στο Διευθυντή από το Άρθρο 14(γ) για μη αποδοχή δήλωσης όπου «η σκοπούμενη μεταβίβασις ή υποθήκευσις θα αντέβαινεν ή αντέκειτο προς τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόμου». Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι προφανές ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερ. 29.7.08 δεν αφορούσε τις διατυπώσεις του νόμου και το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν αντικείμενο της εν λόγω επιστολής ήταν η κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο - τον Basma - απόφαση του για απόρριψη του αιτήματος του κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 14(γ) του Ν. 9/1965. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική. Με την υπό αναφορά επιστολή ο Διευθυντής, ουσιαστικά, δεν κοινοποίησε στον ενδιαφερόμενο δική του απόφαση, αλλά απόφαση του Κηδεμόνα σύμφωνα με την οποία το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί καθότι δεν πληρούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.9.04 και κατά συνέπεια η εν λόγω επιστολή κατέστησε την απόφαση του Κηδεμόνα υποκείμενη σε προσβολή με προσφυγή ως εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Για όλα τα πιο πάνω η Α.Ε. Αρ. 158/09 αποτυγχάνει και ενόψει τούτου θα προχωρήσουμε σε εξέταση της Α.Ε. Αρ. 148/09, αφού πρώτα γίνει αναφορά στους 4 λόγους έφεσης βάσει των οποίων ο εφεσείοντας θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση λανθασμένη. Έχουν ως ακολούθως:
1. «Είναι εσφαλμένη η αντίληψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, και αν ακόμα ο αιτητής έχει εγκατασταθεί μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές από το 2007 αυτό δεν αφαιρεί την περιουσία του από τη Διαχείριση του κηδεμόνα.
2. Είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής εν' όψει του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας δε δικαιούται από την μια να επικαλείται τις πρόνοιες της Υπουργικής Απόφασης, που είναι ο μόνος τρόπος για αφαίρεση περιουσίας από τη Διαχείριση του κηδεμόνα και επιστροφή της στον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη, και από την άλλη να ισχυρίζεται ότι η απόφαση αυτή είναι παράνομη.
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι εσφαλμένα εξετάστηκε η αίτηση του αιτητή με βάση την Υπουργική Απόφαση και παρά τούτο, απέρριψε την Προσφυγή, παραλείποντας να διαπιστώσει πλάνη περί το νόμο και ότι στην περίπτωση του αιτητή δεν εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Νόμου 139/91, αφού η περιουσία του δεν ήτο πλέον εγκαταλειφθείσα.
4. Είναι εσφαλμένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν ικανοποιητικά στοιχεία για να καταλήξει η Υπηρεσία διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών και συνεπώς ο κηδεμόνας, ότι η εγκατάσταση του αιτητή στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας ήταν μόνιμη και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.»
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι υπ' αρ. 1 και 4 λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή βάση τη θέση του εφεσείοντα ότι από 1.1.07 η περιουσία του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές έπαυσε να τελεί υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα καθότι, έκτοτε, έχει τη συνήθη διαμονή του στη Λάρνακα και κατά συνέπεια η περιουσία του έπαυσε να είναι εγκαταλειφθείσα εν τη εννοία του Νόμου. Την πραγματικότητα αυτή, εισηγήθηκε ο κ. Ναθαναήλ, παρέλειψε να αντιληφθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, και αυτό λόγω της λανθασμένης ερμηνείας που έδωσε στον ορισμό «Τουρκοκύπριος» του Άρθρου 2 του Νόμου. Με αποτέλεσμα « . να καταλήξει σε εσφαλμένο συμπέρασμα και απόφαση αναφορικά με το εάν έπρεπε η περιουσία του αιτητή να παραμείνει υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα με δεδομένη τη συνήθη διαμονή του αιτητή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η κα Ουστά, ορθά ερμήνευσε τον όρο «Τουρκοκύπριος» του Άρθρου 2 του Νόμου και ορθά αποφάσισε ότι ο ορισμός αναφέρεται στο χρόνο θέσπισης του Νόμου καθότι, όπως εξάγεται από το Νόμο, οι Τ/Π που περιήλθαν υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα θα εξακολουθήσουν να τυγχάνουν της διαχείρισης αυτής για όσο χρόνο συνεχίζει να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση.
Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα αναφορικά με τα παράπονα που διατυπώνει ο εφεσείοντας στους λόγους 1 και 4 της έφεσης του. Καταλήξαμε ότι υπό το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο - πριν τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 31(1)/2010 - ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο ορισμός «Τουρκοκύπριος» του Άρθρου 2 του Νόμου αναφέρεται στο χρόνο θέσπισης του Νόμου, όπως ορθά αποφάσισε ότι από τη στιγμή που Τ/Κ περιουσία περιήλθε ορθά και νόμιμα στον Κηδεμόνα - όπως αδιαμφισβήτητα ισχύει στην παρούσα περίπτωση - αυτή θα συνεχίσει να είναι υπό τη διαχείριση του για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση ενόψει της ανυπαρξίας διαφορετικής πρόβλεψης από το Νόμο. Πρόκειται για καθεστώς που ως αποτέλεσμα του (τροποποιητικού) Ν. 39(1)/2010 έχει διαφοροποιηθεί καθότι έκτοτε, σύμφωνα με το Άρθρο. 2 του εν λόγω νόμου, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα η εξουσία «. να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής Περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη ...» - μεταξύ άλλων - και το γεγονός ότι ο Τ/Κ ιδιοκτήτης της περιουσίας «.. εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές .» (Άρθρο 3(β) του Νόμου).
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι λόγοι 1 και 4 της έφεσης δεν ευσταθούν και σε σχέση με αυτούς παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο και υιοθετούμε.
«Στο Άρθρο 2 του εν λόγω νόμου «Τουρκοκύπριος» σημαίνει «τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από τουρκοκύπριο καθώς και το Εφκαφ.»
Είμαι της άποψης ότι ο πιο πάνω ορισμός αναφέρεται στο χρόνο θέσπισης του εν λόγω νόμου και με βάση τις πρόνοιες του, η επίδικη περιουσία έχει ορθά και νόμιμα περιέλθει στον Κηδεμόνα. Στον ίδιο το νόμο δεν υπάρχει πρόνοια ότι μια περιουσία που έχει ήδη περιέλθει νόμιμα στον Κηδεμόνα, παύει να είναι υπό τη διαχείριση του, όταν ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης, που την εγκατέλειψε το 1974 λόγω της τουρκικής εισβολής, επιστρέψει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Επομένως και αν ακόμα ο αιτητής έχει από το 2007 εγκατασταθεί μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές, αυτό δεν αφαιρεί την περιουσία του από τη διαχείριση του Κηδεμόνα, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής. Σύμφωνα με το νόμο η περιουσία παραμένει στη διαχείριση του Κηδεμόνα εφόσον συνεχίζει να εκκρεμεί η έκρυθμη κατάσταση.»
Η υιοθέτηση του πιο πάνω μέρους από την πρωτόδικη απόφαση δεν επιφέρει μόνο την απόρριψη των λόγων 1 και 4 της έφεσης, αλλά ταυτόχρονα έχει και ουσιαστικής φύσεως επιπτώσεις σ' ότι αφορά και τους άλλους δύο λόγους έφεσης για έκδηλους κατά την άποψή μας λόγους. Και αυτό καθότι, ακόμη και εάν γίνονταν αποδεκτοί οι υπό αναφορά λόγοι και πάλιν η έφεση δε θα είχε προοπτικές επιτυχίας εφόσον, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τις πρόνοιες του τότε ισχύοντος νόμου, «. και αν ακόμα ο αιτητής έχει από το 2007 εγκατασταθεί μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές, αυτό δεν αφαιρεί την περιουσία του από τη διαχείριση του Κηδεμόνα .» για όσο χρόνο συνεχίζεται να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, η πρωτόδικη απόφαση δε θα μπορούσε να παραμεριστεί και για τον ειδικό λόγο ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απορριπτική απόφαση του Κηδεμόνα ήταν επαρκώς αιτιολογημένη καθότι «. δεν υπήρχαν ικανοποιητικά στοιχεία για να καταλήξουν ότι η εγκατάσταση του αιτητή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ήταν μόνιμη και ότι εν πάση περιπτώσει η πώληση ήταν κάτω από συνθήκες που κρίθηκαν ότι δεν αποτελούσαν τις «ειδικές κατάλληλες περιπτώσεις», ήταν εύλογα επιτρεπτές.».
Για τους πιο πάνω λόγους και αυτή η έφεση - δηλαδή η 148/09 - απορρίπτεται και έχοντας απορρίψει και τις δύο εφέσεις, κρίνουμε ως ορθό και δίκαιο όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα.
Οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.
Η κάθε πλευρά τα έξοδά της.