ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 557
14 Ιουνίου, 2013
[AΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 138/2012)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
BAΣΙΛΙΚΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ,
Εφεσίβλητη - Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 140/2012)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα - Καθ' ης η αίτηση,
ν.
ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ,
Εφεσίβλητη - Αιτήτρια.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 138/2012 και 140/2012)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά το κριτήριο της αρχαιότητας ― Η παραγνώρισή της στην κριθείσα περίπτωση, παρόλο που επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, ισοδυναμούσε με πλάνη ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Με τις εφέσεις του ενδιαφερομένου μέρους και της Δημοκρατίας, επιχειρήθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης ακύρωσης της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Γενικού Διευθυντή της Βουλής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
Υπήρχαν εν προκειμένω δύο υποψήφιοι με καθόλα ίσα, όσον αφορά τα δύο, από τα τρία, θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, και προσόντα, όπως προβλεπόταν στο υπάρχον σχέδιο υπηρεσίας, ήτοι πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό. Ως προς την αξία, με βάση τις, αντικειμενικά ιδωμένες, αξιολογήσεις των πέντε τελευταίων χρόνων, αμφότεροι είχαν αξιολογηθεί ως εξαίρετοι. Η προφορική συνέντευξη που διενεργείται από το διορίζον όργανο, στην προκείμενη περίπτωση την Ε.Δ.Υ., έχει τη δική της διάσταση, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η προκείμενη, Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ποια ήταν η αξιολόγηση που έγινε; Ο ενδιαφερόμενος, κρίθηκε ότι ήταν «Εξαίρετος» και η αιτήτρια «Σχεδόν Εξαίρετη». Μια διαφορά που σαφώς δεν μπορεί παρά, αντικειμενικώς κρινόμενη, να χαρακτηριστεί ως οριακή και πάρα πολύ μικρή. Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι πολλές φορές στην κρίση των εκάστοτε διορισμών ή προαγωγών η, έστω πολύ μικρή, διαφορά θα είχε τη δική της διάσταση πλην, όμως, εδράζεται σ' ένα, όπως χαρακτηρίστηκε πρωτοδίκως, υποκειμενικό κριτήριο. Αυτό της εντύπωσης των μελών του διορίζοντος οργάνου. Δε θέλουμε να υποτιμήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο το στοιχείο αυτό, υπεροχής υπέρ του ενδιαφερομένου, πλην, όμως, υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση, ένα ουσιαστικό στοιχείο που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα. Η αιτήτρια υπερτερεί στο τρίτο θεσμοθετημένο κριτήριο επιλογής, την αρχαιότητα, κατά τέσσερα σχεδόν χρόνια. Με γνώμονα αυτά τα δεδομένα η παραγνώριση του προβαδίσματος που έδιδε η αρχαιότητα στην αιτήτρια, κακώς δεν λήφθηκε υπόψη, ενέργεια που ισοδυναμούσε με πλάνη.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.
Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,
Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164.
Έφεση.
Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 92/09), ημερ. 28/5/2012.
Μ. Καλλιγέρου, (κα), για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε. Αρ. 138/12.
Αλ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη - Αιτήτρια στις Α.Ε. Αρ. 138/12 και 140/12.
Λ. Ουστά, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η αίτηση στην Α.Ε. Αρ. 138/12 και Εφεσείουσα στην Α.Ε. Αρ. 140/12.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 14 Ιανουαρίου, 2008 ο τότε Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Δ. Χριστόφιας, ζήτησε από την Ε.Δ.Υ., το διορισμό του Σωκράτη Σωκράτους (ο ενδιαφερόμενος), στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής.
Η Ε.Δ.Υ. τότε γνωστοποίησε στον Πρόεδρο της Βουλής ότι ο εν λόγω υποψήφιος δεν κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, το οποίο απαιτείτο από το τότε ισχύον σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.
Ο Πρόεδρος της Βουλής προχώρησε σε σχετική τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία, απαιτείτο η ύπαρξη πολύ καλή γνώσης της ελληνικής. Επίσης, καταργήθηκε η πρόνοια ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και παρέμεινε μόνο προαγωγής και τέλος, αυξήθηκε η αναγκαιότητα ύπαρξης πείρας από 10 σε 15 έτη.
Υπήρξε αντίδραση τόσο από την ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ. όσο και από τη Βασιλική Αναστασιάδου, (αιτήτρια). Ως συνέπεια τούτου, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής τροποποίησε εκ νέου το σχέδιο υπηρεσίας και η θέση κατέστη ξανά πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η πείρα περιορίστηκε στα 10 έτη πλην, όμως, σε διοικητικά-εποπτικά καθήκοντα και όχι διευθυντικά, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο υπηρεσίας.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, 2008 προκηρύχθηκε η θέση και υπέβαλαν αίτηση τόσο η αιτήτρια όσο και ο ενδιαφερόμενος. Η Ε.Δ.Υ. διόρισε τον ενδιαφερόμενο στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής από την 1η Ιανουαρίου, 2009. Η αιτήτρια προσέβαλε τον εν λόγω διορισμό με την προσφυγή αριθμ. 92/2009.
Προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας πρωτοδίκως ότι, μεταξύ άλλων, το τροποποιηθέν σχέδιο υπηρεσίας πάσχει καθότι δεν υπήρχε η δυνατότητα στον Πρόεδρο της Βουλής να τροποποιεί τα σχέδια υπηρεσίας, καθότι η εξουσία αυτή παρέχεται μόνο στο Υπουργικό Συμβούλιο. Προτάθηκε προδικαστικώς από τη Δημοκρατία (καθ' ων η αίτηση), ότι η αιτήτρια στερείται της δυνατότητας προβολής αυτής της θέσης, αφού είχε λάβει μέρος στη διαδικασία, αποδεχόμενη ουσιαστικώς το σχέδιο υπηρεσίας.
Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος εκδίκασε την παρούσα υπόθεση έκαμε αποδεκτή την ένσταση αναφέροντας ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να επανέλθει και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας όταν παρέλειψε ή απέφυγε να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του, ιδιαιτέρως κατά το στάδιο ολοκλήρωσης της τροποποίησης που έγινε. Υπέβαλε αίτηση με το συγκεκριμένο σχέδιο, συνεπώς δεν ήταν εφικτό να το αμφισβητήσει. Επίσης, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρχε θέμα εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, που άπτεται της νομιμοποίησης της διοικητικής πράξης. Αναφορικά με την προσφερόμενη δυνατότητα στον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής να τροποποιεί το σχέδιο υπηρεσίας μιας θέσης, το Δικαστήριο εξέφρασε την αμφιβολία του, αν αυτό θα μπορούσε να γίνει. Δεν επεκτάθηκε περαιτέρω, αφού δεν ήταν καθοριστικό για την τύχη της αίτησης, ενόψει της αποδοχής της προδικαστικής ενστάσεως.
Σε συνάρτηση με την ουσία της αίτησης ο συνάδελφος μας είχε αποφανθεί ότι, τόσο η αιτήτρια όσο και ο ενδιαφερόμενος κατείχαν τα, προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα. Αμφότεροι είχαν μεταπτυχιακές σπουδές και αναφορικά με το προσόν της αξίας κατείχαν ίδιες αξιολογήσεις τα πέντε τελευταία χρόνια.
Η αιτήτρια είχε υπέρ της το στοιχείο της αρχαιότητας, κατά τέσσερα περίπου χρόνια, καθότι είχε προαχθεί στη θέση του Διευθυντή Υπηρεσιών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (Κλίμακα 15) από τις 15 Νοεμβρίου, 2002. Κατ' αντίθεση ο ενδιαφερόμενος, είχε προαχθεί στη θέση του Διευθυντή Υπηρεσιών Διεθνών Σχέσεων στις 15 Αυγούστου, 2006.
Ο ενδιαφερόμενος υπερείχε οριακά, στη βαθμολόγηση της εντύπωσης που δημιούργησε στην Ε.Δ.Υ., κατά το στάδιο της προφορικής συνέντευξης, αξιολογούμενος ως Εξαίρετος ενώ η αιτήτρια ως Σχεδόν Εξαίρετη.
Πρωτοδίκως, η αίτηση έγινε αποδεκτή και ο διορισμός ακυρώθηκε. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου έχει ως εξής:
«Είμαι της γνώμης ότι λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι από τη μια οι δύο υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, με την αιτήτρια να υπερτερεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε αρχαιότητα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος να υπερτερεί οριακά στη συνέντευξη, κρίνω ότι η Επιτροπή πλανήθηκε ως προς τη σημασία που έδωσε στη συνέντευξη και κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση. Η επιλογή ενός κατά τεκμήριο υποκειμενικού στοιχείου, όπως είναι η εντύπωση στη συνέντευξη, όταν μάλιστα η διαφορά μεταξύ δύο υποψηφίων είναι, στην ουσία ανύπαρκτη, έναντι ενός καθαρά αντικειμενικού, νομοθετημένου κριτηρίου, όπως είναι η αρχαιότητα, δεν με βρίσκει σύμφωνο.»
Και επίσης αναφορικά με το θέμα της απόδοσης στην Ε.Δ.Υ. αναφέρεται:
«Η διαφορά στην απόδοση κατά τη συνέντευξη μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και της αιτήτριας, ήταν οριακή, («εξαίρετος» με «σχεδόν εξαίρετη»). Μεγαλύτερη διαφορά («εξαίρετη» με «πάρα πολύ καλή») κρίθηκε ως οριακή (Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).
Η απόδοση της αιτήτριας ήταν ουσιαστικά ισάξια με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους και συνεπώς δεν συνιστά ικανοποιητική αιτιολογία για να παραγνωριστεί η μεγάλη διαφορά στην αρχαιότητα. Η διαφορά στη συνέντευξη δεν ήταν μόνο προφανώς καθοριστικής σημασίας στην επιλογή. Ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αποφάσισε να παραγνωρίσει την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα».
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε από τον ενδιαφερόμενο η έφεση Αρ. 138/2012, με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δεν είχε εξουσία τροποποίησης του σχεδίου υπηρεσίας και αφετέρου ότι, παρόλη τη δεσμευτική νομολογία αναφορικά με τη σημασία της αρχαιότητας, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή.
Η αιτήτρια καταχώρισε αντέφεση με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της αποδοχής από το πρωτόδικο δικαστήριο της προδικαστικής ενστάσεως που υποβλήθηκε, αναφορικά με την έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την αμφισβήτηση της νομιμότητας του σχεδίου υπηρεσίας.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβλήθηκε ότι η υποβολή και μόνο, αιτήσεως για την επίδικη θέση, δεν αποστερεί την αιτήτρια από τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας. Περαιτέρω, αμφισβητείται το εύρημα του Δικαστηρίου για εφαρμογή του δόγματος της ταυτόχρονης απαγόρευσης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Επίσης, προβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προκήρυξης της επίδικης θέσης.
Από τη Δημοκρατία καταχωρήθηκε επίσης έφεση (Α.Ε. Αρ. 140/12), η οποία, στηριζόμενη σε δύο λόγους, ουσιαστικώς επαναλαμβάνει όσα αναφέρθηκαν από τον ενδιαφερόμενο στη δική του έφεση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του ενδιαφερομένου με τη δική της γραπτή αγόρευση παραθέτει την προϊστορία των διαφόρων αλλαγών στα σχέδια υπηρεσίας που έγιναν κατά καιρούς στο προσωπικό της Βουλής για να καταδείξει, όπως αναφέρεται, ότι η αιτήτρια κατέλαβε διάφορες θέσεις μετά από τροποποιήσεις των σχεδίων υπηρεσίας που έγιναν από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι οι γενικές πρόνοιες που απαντώνται στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν.1/90) δεν μπορούν να τροποποιήσουν ή καταργήσουν τον ειδικό επί τούτου νόμο, περί των Υπηρεσιών και του Προσωπικού της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο του 1961 (Ν.24/61), καθότι υπάρχει και καθιερώνεται με το συγκεκριμένο νόμο η ανεξαρτησία και η διάκριση των εξουσιών.
Ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται την ύπαρξη υπεροχής στην αρχαιότητα από πλευράς αιτήτριας, όπως, όμως, υποστήριξε η κα. Καλλιγέρου, η διαδικασία που έγινε για την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Υπηρεσιών που κατέλαβε ο κ. Σωκράτους στις 15 Αυγούστου του 2006, ήταν αποτέλεσμα μιας καθυστέρησης που διήρκεσε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Αυτή η καθυστέρηση δε θα έπρεπε, κατά την εισήγηση της, να θεωρηθεί ότι είναι εναντίον του συμφέροντος του ενδιαφερομένου. Είπε δε στη συνέχεια ότι ο τελευταίος είχε διοριστεί Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, για περίοδο 10 μηνών, πριν από το διορισμό του.
Αναφορικά με την ουσία του θέματος και τη σημασία της αρχαιότητας, η συνήγορος έκαμε αναφορά στη δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παράλληλα τη δυνατότητα που παρέχεται σε ένα διοικητικό όργανο να διορίσει σε ψηλές στην ιεραρχία θέσεις άτομο με απόκλιση από την αρχαιότητα.
Θα εξετάσουμε τα προβληθέντα από τους εφεσείοντες.
Το κρίσιμο, στην προκείμενη υπόθεση, ζήτημα, δεν έχει τη διάσταση που επιχείρησαν να προσδώσουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον ενδιαφερόμενο και τη Δημοκρατία.
Υπήρχαν δυο υποψήφιοι με καθόλα ίσα, όσον αφορά τα δύο, από τα τρία, θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, και προσόντα, όπως προβλεπόταν στο υπάρχον σχέδιο υπηρεσίας, ήτοι πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό. Ως προς την αξία, με βάση τις, αντικειμενικά ιδωμένες, αξιολογήσεις των πέντε τελευταίων χρόνων, αμφότεροι είχαν αξιολογηθεί ως εξαίρετοι.
Η προφορική συνέντευξη που διενεργείται από το διορίζον όργανο, στην προκείμενη περίπτωση την Ε.Δ.Υ., έχει τη δική της διάσταση, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η προκείμενη, Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ποια ήταν η αξιολόγηση που έγινε; Ο ενδιαφερόμενος, κρίθηκε ότι ήταν «Εξαίρετος» και η αιτήτρια «Σχεδόν Εξαίρετη». Μια διαφορά που σαφώς δεν μπορεί παρά, αντικειμενικώς κρινόμενη, να χαρακτηριστεί ως οριακή και πάρα πολύ μικρή. Βλ. Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, στην οποία έγινε αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση.
Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι πολλές φορές στην κρίση των εκάστοτε διορισμών ή προαγωγών η, έστω πολύ μικρή, διαφορά θα είχε τη δική της διάσταση πλην, όμως, εδράζεται σ' ένα, όπως χαρακτηρίστηκε πρωτοδίκως, υποκειμενικό κριτήριο. Αυτό της εντύπωσης των μελών του διορίζοντος οργάνου. Δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο το στοιχείο αυτό, υπεροχής υπέρ του ενδιαφερομένου, πλην, όμως, υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση, ένα ουσιαστικό στοιχείο που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα. Η αιτήτρια υπερτερεί στο τρίτο θεσμοθετημένο κριτήριο επιλογής, την αρχαιότητα, κατά τέσσερα σχεδόν χρόνια. Κατοχή διευθυντικής θέσης 15 Νοεμβρίου, 2002 (αιτήτρια) και 15 Αυγούστου, 2006 (ενδιαφερόμενος).
Με γνώμονα αυτά τα δεδομένα συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού Δικαστή, ότι η παραγνώριση του προβαδίσματος που έδιδε η αρχαιότητα στην αιτήτρια, κακώς δεν λήφθηκε υπόψη, ενέργεια που ισοδυναμούσε με πλάνη.
Οι εφέσεις αποτυγχάνουν και δεν παρίσταται ανάγκη να επιληφθούμε των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με την αντέφεση, στην Έφεση Αρ. 138/2012, όπως είχε δηλωθεί και από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης στην Έφεση Αρ. 140/12 και εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων στις Εφέσεις Αρ. 138/12 και 140/12. Ενόψει της συνεκδίκασης των δυο εφέσεων επιδικάζεται ένα σετ εξόδων. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.