ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 138

21 Μαρτίου, 2013

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

  1.            ΘΕΟΔΟΤΟΣ ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ, (Υποθ. Αρ. 1857/06)

  2.            CHRIKAR TRADING LIMITED, (Υποθ. Αρ. 1943/06)

  3.            ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΟΡΦΑΚΗΣ ΛΤΔ, (Υποθ. Αρ. 1991/06)

  4.            KARKOTIS MANUFACTURING AND TRADING LIMITED, (Υποθ. Αρ. 2046/06)

  5.            ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ, (Υποθ. Αρ. 2054/06)

  6.            UNISERVICES LTD, (Υποθ. Αρ. 2055/06)

  7.            ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ, (Υποθ. Αρ. 2056/06)

  8.            ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΤΣΙΝΤΙΔΗΣ ΛΤΔ, (Υποθ. Αρ. 2080/06)

  9.            L.M.K. INTERCO COMMODITIES LTD, (Υποθ. Αρ. 2089/06)

10.            ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΤΔ, (Υποθ. Αρ. 2099/06)

11.            KEAN DRINKS LTD, (Υποθ. Αρ. 2107/06)

12.            ΕΥΡΗΚΑ ΛΤΔ, (Υποθ. Αρ. 2124/06)

13.            MORPHYS MORPHY AND ASSOCIATES LTD,

     (Υποθ. Αρ. 2125/06)

14.            PEROCA FOODS LTD, (Υποθ. Αρ. 2126/06)

15.            ALKIS H. HADJIKYRIAKOS (FROU-FROU BISCUITS) PUBLIC LIMITED, (Υποθ. Αρ. 2132/06)

16.            A & P (ANDREOU & PARASKEVAIDES) ENTERPRISES LTD, (Υποθ. Αρ. 2133/06)

17.            ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ - ΚΥΠΡΟΣ ΛΤΔ,

     (Υποθ. Αρ. 2134/06)

18.            SYMEONIDES MERCHANT HOUSE LTD, (Υποθ. Αρ. 2147/06),

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1857/06, 1943/06, 1991/06, 2046/06, 2054/06, 2055/06, 2056/06, 2080/06, 2089/06, 2099/06, 2107/06, 2124/06, 2125/06, 2126/06, 2132/06, 2133/06, 2134/06 και 2147/06)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Η περίπτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Η απαγόρευση αναδρομικής φορολογίας ― Άρθρο 24.3 του Συντάγματος ― Στην κριθείσα περίπτωση το ζήτημα εγέρθηκε, αλλά δεν ήταν απαραίτητο να αποφασιστεί ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Περιστάσεις της βασιμότητάς τους στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρμοδιότητα - Παραβίασή της στην κριθείσα περίπτωση, όπου διαπιστώθηκε παράβαση του αξιώματος Delegatus non potest Delegare.

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Η νομοθετική ρύθμιση που περιελήφθη στον Ν. 40(Ι)/2005, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΚ 60/2004, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό ΕΚ 651/2005 ― Εφαρμογή στα επίδικα γεγονότα.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της σε βάρος τους επιβολής της πληρωμής διαφόρων χρηματικών ποσών, που υπολογίστηκαν με βάση το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, αναφορικά με πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης η οποία είχε εισαχθεί από τους αιτητές.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Από τους καθ' ων η αίτηση προβλήθηκαν προδικαστικές ενστάσεις, σύμφωνα με τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 21.8.2006, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον ο καθορισμός της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης είχε γίνει με προηγούμενη απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 2.8.2005. Το ζήτημα της προδικαστικής ένστασης εξετάστηκε στη Chrikar Trading Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541, όπου η Ολομέλεια κατέληξε ότι πρόκειται πράγματι περί σύνθετης διοικητικής πράξης η οποία αποτελείται από δύο σκέλη. Επομένως οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται στη βάση του σκεπτικού της Chrikar (ανωτέρω).

2.  Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι εκείνο της κατ' ισχυρισμόν αναδρομικότητας της φορολογίας που επιβλήθηκε στους αιτητές με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Άρθρο 24.3 του Συντάγματος προνοεί ότι: «Ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως, επιβάλλεται αναδρομικώς. Εισαγωγικοί δασμοί δύνανται να επιβάλλονται από της ημερομηνίας της καταθέσεως της σχετικής προτάσεως νόμου ή νομοσχεδίου». Σύμφωνα με τη νομολογία, η επιβολή φορολογίας μετά τη θέσπιση ενός νόμου, έστω και αν συνιστά συνέπεια παρελθόντων γεγονότων, δεν θεωρείται ότι έχει αναδρομική ισχύ. Το ζήτημα της αναδρομικότητας της επιβάρυνσης, ως συνταγματικό, εξετάζεται μόνο αν είναι απαραίτητο για την έκβαση της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση το ζήτημα δεν χρειάζεται να αποφασιστεί.

3.  Για το ζήτημα της επάρκειας της έρευνας, στην οποίαν προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση, παρατηρούνται τα εξής: Καταρχάς οι καθ' ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του Κανονισμού ΕΚ 60/2004 για τη διάθεση (δημιουργία), από την 1.5.2004, συστήματος για τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης που διατέθηκε στο εμπόριο ή παράχθηκε στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων ισογλυκόζης ή φρουκτόζης, όσον αφορά τους κυριότερους εμπλεκόμενους φορείς. Αυτό συνιστά παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να προβούν, έγκαιρα, σε επαρκή έρευνα. Με αυτή την έννοια, οι καθ' ων η αίτηση δεν παρείχαν, στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που λειτουργούσαν στην Κυπριακή Δημοκρατία, το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τον έγκαιρο προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, τα κριτήρια και τη μέθοδο προσδιορισμού της. Είναι μόνο αργότερα, στις 15.4.2005, με το Άρθρο 6 του Ν. 40(Ι)/2005 που, οι καθ' ων η αίτηση, προσπάθησαν να επικυρώσουν (αναδρομικά) τις πράξεις τους και να καλύψουν το νομοθετικό κενό που υπήρχε. Διαπιστώνεται επίσης ότι οι καθ' ων η αίτηση, κατά την έρευνά τους, παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους και το στοιχείο της κερδοσκοπίας, εκ μέρους των αιτητών. Κερδοσκοπία σημαίνει την αποκόμιση κέρδους κυρίως με αθέμιτα μέσα και όχι τη διεξαγωγή, με νόμιμο και θεμιτό τρόπο, επιχειρηματικής δραστηριότητας (Δέστε: Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2η έκδοση, σελ. 883). Άλλο σημαντικό στοιχείο που παρέλειψαν να ερευνήσουν οι καθ' ων η αίτηση ήταν το ζήτημα των πλεοναζόντων αποθεμάτων. Αρκέστηκαν στο να ζητήσουν από τους αιτητές στοιχεία αναφορικά με τις εισαγωγές τους και τις αγορές τους από την επιτόπια αγορά. Δεν εξέτασαν όμως κατά πόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι αιτητές είχαν στην κατοχή ή την ιδιοκτησία τους πλεονάζοντα αποθέματα, δηλαδή αποθέματα που υπερέβαιναν το κανονικό απόθεμα μεταφοράς, όπως προνοείται στο προοίμιο του Κανονισμού ΕΚ 60/2004. Στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C560/07 (Balbino A.S.), που αφορούσε την προσχώρηση της Εσθονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίστηκε ότι οι Κανονισμοί 1972/2003 και 60/2004 δεν απαγορεύουν την επιβολή επιβαρύνσεως επί του πλεονάζοντος αποθέματος ενός επιχειρηματία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτός είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν πραγματοποίησε κέρδος από τη διάθεση, στο εμπόριο, του αποθέματος αυτού, μετά την 1η Μαίου 2004. Όμως στην υπόθεση εκείνη λήφθηκε ως δεδομένο ότι υπήρχαν πλεονάζοντα αποθέματα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ότι η διάθεση έγινε μετά την 1.5.2004, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε. Άλλη σοβαρή παράλειψη των καθ' ων η αίτηση ήταν ότι δεν ερεύνησαν καθόλου τις πλεονάζουσες ποσότητες ισογλυκόζης. Ενώ ο προαναφερόμενος κανονισμός μιλά για αποθέματα ζάχαρης ή ισογλυκόζης που υπερβαίνουν το κανονικό απόθεμα μεταφοράς, οι καθ' ων η αίτηση δεν φαίνεται να ασχολήθηκαν καθόλου με την ισογλυκόζη ή μεταποιημένα προϊόντα ισογλυκόζης και φρουκτόζης, όπως αναγράφεται στο Άρθρο 6 του προαναφερόμενου Κανονισμού. Ακόμα ένα στοιχείο που καθιστά την έρευνα των καθ' ων η αίτηση ανεπαρκή και ελλειμματική είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση περιόρισαν την έρευνά τους μόνο στους εισαγωγείς ζάχαρης, όπως είναι οι αιτητές και όχι σε άλλους εμπλεκόμενους παράγοντες ή άτομα, όπως π.χ. τους εμπορευομένους ζάχαρη και μεταποιημένα προϊόντα ζάχαρης π.χ. εμπόρους, μεταπωλητές κλπ.. Ενόψει της κατάληξης για ανεπαρκή έρευνα, δεν κρίνεται σκόπιμη η παραπομπή οποιουδήποτε προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., όπως είχε γίνει εισήγηση.

4.  Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και λόγω ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι σύνθετη διοικητική ενέργεια που περιλαμβάνει τόσο την απόφαση της 21.8.2006 όσο και την προηγούμενη συναφή απόφαση της 2.8.2005. Με την απόφαση της 2.8.2005 οι αιτητές πληροφορήθηκαν από τους καθ' ων η αίτηση, ότι οι τελευταίοι προέβησαν στον τελικό υπολογισμό της πλεονάζουσας ποσότητας εισαγωγής ζάχαρης για την περίοδο 1.5.2003 - 30.4.2004. Ωστόσο δεν αναγράφονται στην απόφαση εκείνη ο τρόπος υπολογισμού, τα κριτήρια για τον υπολογισμό, ή η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό αυτής της πλεονάζουσας ποσότητας.

5.  Το τελευταίο ζήτημα είναι εκείνο της αναρμοδιότητας του οργάνου που ενήργησε κατά τη λήψη της απόφασης της 21.8.2006. Όπως ήδη παρατηρήσαμε, σύμφωνα με το Ν. 40(Ι)/2005, αρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ενώ την επιστολή ημερ. 21.8.2006 υπογράφει, προφανώς, λειτουργός του Υπουργείου, για τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή ή το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Δεν μας υποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό ή τουλάχιστον με την έγκριση και εξουσιοδότηση του. Επομένως και γι' αυτό το λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει. Καταστρατηγείται το αξίωμα Delegatus non potest Delegare, δηλαδή ότι εξουσία που ανατίθεται σε κάποιον, από το Νόμο, δεν μπορεί στη συνέχεια να ανατεθεί αλλού.

Οι προσφυγές πέτυχαν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Chrikar Trading Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356,

Σπυριδάκης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 143,

P. Ioannides Plastics Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 773,

C560/07 (Balbino A.S.).

Προσφυγές.

Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 1857/06.

Γεωργιάδης και Πελίδης, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 1943/06.

Α. Ποιητής, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 1991/06.

Ε. Δημητρίου (κα.), για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 2046/06.

Χρ. Κληρίδης με Ξ. Ξενοφώντος και Αλ. Κληρίδη, για τους Αιτητές στις Υποθ. Αρ. 2054/06, 2055/06, 2056/06, 2099/06, 2125/06 και 2126/06.

Αλ. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 2080/06.

Αλ. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου και Ε. Ρήγα (κα.) για Α. Νεοκλέους, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 2089/06.

Αχ. Δημητριάδης με Θ. Ιερωνυμίδη, για τους Αιτητές στις Υποθ. Αρ. 2107/06 και 2124/06.

Α. Χαβιαράς, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 2132/06.

Μ. Σπανού (κα.), για τους Αιτητές στις Υποθ. Αρ. 2133/06 και 2134/06.

Π. Χριστοδουλίδης, για τους Αιτητές στην Υποθ. Αρ. 2147/06.

Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'  ων η αίτηση.

Cur. Adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι αιτητές στις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες προσφυγές ζητούν ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολές ημερ. 21.8.2006 προς τους αιτητές.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση οι καθ' ων η αίτηση καλούσαν τους αιτητές, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5(1) του Ν. 40(Ι)/2005, όπως καταβάλουν στο Τμήμα Τελωνείων διάφορα χρηματικά ποσά υπολογισθέντα σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6(3) του Κανονισμού ΕΚ 60/2004, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό ΕΚ 651/2005, αναφορικά με πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης η οποία είχε εισαχθεί από τους αιτητές και την οποίαν οι αιτητές δεν απομάκρυναν ή μετέτρεψαν, εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις οδηγίες των καθ' ων η αίτηση. 

Από τους καθ' ων η αίτηση προβλήθηκαν προδικαστικές ενστάσεις σύμφωνα με τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 21.8.2006, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον ο καθορισμός της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης είχε γίνει με προηγούμενη απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 2.8.2005. Η απάντηση των αιτητών στην προδικαστική ένσταση είναι ότι ο καθορισμός της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, που έγινε στις 2.8.2005, ήταν το πρώτο σκέλος μιας σύνθετης διοικητικής πράξης και η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 21.8.2006, με την οποίαν επιβλήθηκε φορολογία στη βάση του προηγούμενου καθορισμού της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, ήταν το δεύτερο σκέλος της σύνθετης διοικητικής πράξης. Επομένως οι αιτητές, προσβάλλοντας το δεύτερο σκέλος της σύνθετης διοικητικής πράξης, προσέβαλαν το σύνολο της σύνθετης διοικητικής πράξης η οποία είναι εκτελεστή διοικητική πράξη την οποίαν οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν.

Το ζήτημα της προδικαστικής ένστασης εξετάστηκε στη Chrikar Trading Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541 όπου η Ολομέλεια κατέληξε ότι πρόκειται πράγματι περί σύνθετης διοικητικής πράξης η οποία αποτελείται από δύο σκέλη: (α) τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, που έγινε με απόφαση ημερ. 2.8.2005, σύμφωνα με την οποίαν οι αιτητές καλούνταν να απομακρύνουν ή απαλλαγούν, εντός τακτής προθεσμίας, την πλεονάζουσα ποσότητα, και (β) την απόφαση ημερ. 21.8.2006 σύμφωνα με την οποίαν, επειδή οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες των καθ' ων η αίτηση, τους επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση σύμφωνα με μαθηματικό τύπο που χρησιμοποίησαν οι καθ' ων η αίτηση.

Επομένως οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται στη βάση του σκεπτικού της Chrikar (ανωτέρω).

Οι λόγοι για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, τους οποίους επικαλούνται οι αιτητές, είναι ως επί το πλείστον κοινοί στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Οι κύριοι λόγοι είναι οι εξής:

1.  Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταστρατηγείται το Άρθρο 24 του Συντάγματος καθότι ουσιαστικά επιβάλλεται αναδρομική φορολογία. Ενώ δηλαδή ο προαναφερόμενος Κανονισμός ΕΚ 60/2004 τέθηκε σε ισχύ στα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14.1.2004 και ενώ η ισχύς του στην Κύπρο άρχισε από την 1.5.2004, ημερομηνία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η βάση υπολογισμού της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης αρχίζει από το έτος 2000. Καθόρισαν οι καθ' ων η αίτηση ότι πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης είναι αυτή που εισήχθη την περίοδο 1.5.2003 μέχρι 30.4.2004 και υπερβαίνει τον μέσο όρο της ποσότητας που οι αιτητές εισήξαν κατά τα τρία προηγούμενα έτη, δηλαδή 1.5.2000, 30.4.2001, 1.5.2001-30.4.2002 και 1.5.2002-30.4.2003. Επομένως ουσιαστικά επιβάλλεται φορολογία για νόμιμες εισαγωγές ζάχαρης που έγιναν την περίοδο 2003-2004, με Κανονισμό ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.5.2004 και με Νόμο που θέσπισε η Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό την υλοποίηση του προαναφερόμενου ευρωπαϊκού Κανονισμού (Ν. 40(Ι)/2005), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ ένα περίπου χρόνο αργότερα, δηλαδή στις 15.4.2005.

2.      Οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε εντελώς ανεπαρκή έρευνα. Ενώ ο προαναφερόμενος Κανονισμός αναφέρεται σε προσδιορισμό πλεοναζόντων αποθεμάτων ζάχαρης ή ισογλυκόζης, οι καθ' ων η αίτηση δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου αν οι αιτητές είχαν πλεονάζοντα αποθέματα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά επικέντρωσαν την προσοχή τους αποκλειστικά στις ποσότητες εισαγωγών ζάχαρης που έκαμαν οι αιτητές κατά την περίοδο 2003-2004. Η θέση των αιτητών είναι ότι αυτοί εισήξαν ποσότητες ζάχαρης με σκοπό την ικανοποίηση δικών τους αναγκών ή αναγκών των πελατών τους, για τους οποίους έκαναν τις εισαγωγές, πλην όμως, τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο (1.5.2004), όσο και μεταγενέστερα, δεν είχαν στην κατοχή τους οποιαδήποτε ποσότητα ζάχαρης. Ακόμα, ισχυρίζονται οι αιτητές, ότι η έρευνα των καθ' ων η αίτηση περιορίστηκε μόνο στις εισαγωγές ζάχαρης αλλά δεν κάλυψε εξαγωγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πωλήσεις, παραδόσεις σε πελάτες και γενικά απαλλαγή των αιτητών από τις εισαχθείσες ποσότητες είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, πριν την κρίσιμη ημερομηνία. Η έρευνα των καθ' ων η αίτηση ήταν επίσης ανεπαρκής καθότι δεν κάλυψε οποιοδήποτε άλλο προϊόν εκτός της ζάχαρης, όπως η ισογλυκόζη αλλά και άλλα παράγωγα. 

3.  Η έρευνα των καθ' ων η αίτηση ήταν ακόμα ελλιπής και ανεπαρκής, καθότι επικεντρώθηκε μόνο στους αιτητές-εισαγωγείς ζάχαρης και δεν κάλυψε οποιουσδήποτε άλλους εμπλεκόμενους φορείς, δηλαδή εμπορευομένους, χονδρεμπόρους, μεταπωλητές ή πρόσωπα που εισήξαν ζάχαρη μέσω των υπηρεσιών των αιτητών. Ουσιαστικό στοιχείο του προαναφερόμενου ευρωπαϊκού Κανονισμού είναι η παρεμπόδιση της κερδοσκοπίας. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν πλήρως να εξετάσουν το κατά πόσον οι ενέργειες των αιτητών ήταν κερδοσκοπικές, δηλαδή έγιναν με σκοπό το αθέμιτο κέρδος και δεν ήταν θεμιτές και νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες.  Ήταν η θέση των αιτητών ότι αυτοί ενήργησαν απόλυτα νόμιμα και θεμιτά και μάλιστα πώλησαν τις εισαχθείσες ποσότητες ζάχαρης σε χαμηλές τιμές και πριν την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.   Οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν, μεταξύ άλλων, να εντοπίσουν οποιεσδήποτε σχετικές παραγγελίες ή συμβάσεις των αιτητών κατά τον ουσιώδη χρόνο.

4.      Ο Ν. 40(Ι)/2005 θεσπίστηκε με σκοπό την υλοποίηση δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και συγκεκριμένα του προαναφερόμενου Κανονισμού ΕΚ 60/2004, όπως τροποποιήθηκε. Όμως και νόμοι της Κυπριακής Δημοκρατίας με τους οποίους εισάγεται δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπερίσχυαν του Συντάγματος μέχρι την πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματος που έγινε το 2006 (28.7.2006) - Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356. Ο ουσιώδης χρόνος για τις παρούσες προσφυγές είναι προγενέστερος της τροποποίησης του Συντάγματος και επομένως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο υπέρτατος νόμος του κράτους. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, τη νομοθετική εξουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί η Βουλή των Αντιπροσώπων και επομένως μέχρι τη θέσπιση του Ν. 40(Ι)/2005, στις 15.4.2005, δεν υπήρχε οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο που να εξουσιοδοτεί τους καθ' ων η αίτηση να καθορίσουν πλεονάζουσες ποσότητες ζάχαρης και να επιβάλουν φορολογία και πρόστιμα για τη μή απομάκρυνση, μετατροπή, ή άλλως πως απαλλαγή από τις πλεονάζουσες ποσότητες ζάχαρης. Ακόμα, δεν υπήρχαν νομικά κριτήρια για τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης και οι αιτητές δεν γνώριζαν με ποια κριτήρια θα γινόταν αυτό.

5.  Ο Κανονισμός ΕΚ 60/2004 επιβάλλει υποχρέωση στην Κυπριακή Δημοκρατία, από την 1.5.2004, να έχει σύστημα εντοπισμού πλεοναζουσών ποσοτήτων ζάχαρης και άλλων παραγώγων της αλλά δεν επιβάλλει οποιαδήποτε ανάλογη υποχρέωση στα φυσικά και νομικά πρόσωπα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι πολίτες και οι εταιρείες της Κυπριακής Δημοκρατίας καμία σχετική νομική υποχρέωση είχαν, πριν τις 15.4.2005 που θεσπίστηκε ο Ν. 40(Ι)/2005.

6.  Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, σύμφωνα με τους αιτητές, και λόγω ελλείψεως δέουσας αιτιολογίας εφόσον ουδέποτε οι καθ' ων η αίτηση εξήγησαν στους αιτητές τα κριτήρια και τον τρόπο υπολογισμού της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, για την οποία, στη συνέχεια, τους επιβλήθηκε φορολογία ή πρόστιμο.

7.  Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι το μόνο αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το Ν. 40(Ι)/2005, για να λάβει νόμιμη απόφαση επιβολής φορολογίας ήταν ο αρμόδιος Υπουργός, δηλαδή ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Στην προκείμενη περίπτωση εκείνος που υπογράφει την επιστολή ημερ. 21.8.2006 είναι ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του προαναφερόμενου υπουργείου και επομένως είναι αναρμόδιο πρόσωπο να επιβάλει νόμιμα οποιαδήποτε φορολογία. Ο Υπουργός, στον οποίο ανατέθηκε η εξουσία, δεν είχε νόμιμο δικαίωμα να την αναθέσει σε άλλους.

Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ενήργησαν απόλυτα νόμιμα με βάση τον Κανονισμό ΕΚ 60/2004, όπως τροποποιήθηκε. Λέγουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά αναδρομική επιβολή φορολογίας, και επομένως ότι δεν καταστρατηγεί το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Λέγουν επίσης ότι ο υπολογισμός της πλεονάζουσας ποσότητας για κάθε εισαγωγέα έγινε σύμφωνα με την φόρμουλα «Εισαγωγές 1.5.2003 - 30.4.2004 - (Εισαγωγές 1.5.2000 - 30.4.2001 συν Αγορές 1.5.2000 - 30.4.2001 συν Εισαγωγές 1.5.2001 - 30.4.2002 συν Αγορές 1.5.2001 - 30.4.2002 συν Εισαγωγές 1.5.2002 - 30.4.2003 συν Αγορές 1.5.2002 - 30.4.2003) διά τρία», η οποία πηγάζει από τους σχετικούς Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.    Κατά τους καθ' ων η αίτηση, η προαναφερόμενη φόρμουλα είναι δίκαιη για τους αιτητές καθότι υπέρ των αιτητών δεν λήφθηκαν υπόψη οι επιτόπιες αγορές της περιόδου 1.5.2003 - 30.4.2004.

Όσον αφορά την έρευνα, στην οποία προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση, αυτοί ισχυρίζονται ότι ζήτησαν από τους αιτητές να προσκομίσουν τα σχετικά στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους και ενήργησαν με βάση τα στοιχεία αυτά. Οι αιτητές δεν προσέβαλαν την προηγούμενη απόφαση ημερ. 2.8.2005 αναφορικά με τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας και επομένως δεσμεύονται απ' αυτήν, ενώ η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5(2) του Ν. 40(Ι)/2005, δηλαδή σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1972/2003.

Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι εκείνο της κατ' ισχυρισμόν αναδρομικότητας της φορολογίας που επιβλήθηκε στους αιτητές με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Άρθρο 24.3 του Συντάγματος προνοεί ότι: «Ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως, επιβάλλεται αναδρομικώς. Εισαγωγικοί δασμοί δύνανται να επιβάλλονται από της ημερομηνίας της καταθέσεως της σχετικής προτάσεως νόμου ή νομοσχεδίου». Σύμφωνα με τη νομολογία, η επιβολή φορολογίας μετά τη θέσπιση ενός νόμου, έστω και αν συνιστά συνέπεια παρελθόντων γεγονότων, δεν θεωρείται ότι έχει αναδρομική ισχύ (Δέστε: Σπυριδάκης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 143, στη σελ. 151). Στην υπόθεση P. Ioannides Plastics Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 773 τονίστηκε ότι πρόνοια στο Άρθρο 34(2) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1990 (Ν. 245/90) για τη μη αφαίρεση ζημιών που προέκυψαν κατά τα προηγούμενα έτη, από το φορολογητέο εισόδημα του υπό αναφορά έτους, το οποίο έπετο της ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω πρόνοιας, δεν εισήγαγε, με οποιονδήποτε τρόπο, αναδρομικότητα.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την απόφαση ημερ. 2.8.2005, καθορίστηκε η πλεονάζουσα ποσότητα εισαγωγής ζάχαρης για την περίοδο 1.5.2003 - 30.4.2004, για τον κάθε αιτητή, και με την απόφαση ημερ. 21.8.2006 κλήθηκαν οι αιτητές, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5(1) του Ν. 40(Ι)/2005, να καταβάλουν στο Τμήμα Τελωνείων το ποσό που τους επιβλήθηκε για τη μη απομάκρυνση από την αγορά ή τη μετατροπή μέρους ή ολόκληρης της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης που τους καταλογίστηκε, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της παραγράφου (3) του Κανονισμού ΕΚ 60/2004, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό ΕΚ 651/2005. Σημειώνεται ότι ο Ν. 40(Ι)/2005 τέθηκε σε ισχύ στις 15.4.2005.

Το ζήτημα της αναδρομικότητας της επιβάρυνσης, ως συνταγματικό, εξετάζεται μόνο αν είναι απαραίτητο για την έκβαση της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι, εν όψει των όσων αναγράφονται στη συνέχεια, το ζήτημα δεν χρειάζεται να αποφασιστεί.

Για το ζήτημα της επάρκειας της έρευνας, στην οποίαν προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση, παρατηρούμε τα εξής:

Καταρχάς οι καθ' ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του Κανονισμού ΕΚ 60/2004 για τη διάθεση (δημιουργία), από την 1.5.2004, συστήματος για τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης που διατέθηκε στο εμπόριο ή παράχθηκε στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων ισογλυκόζης ή φρουκτόζης, όσον αφορά τους κυριότερους εμπλεκόμενους φορείς. Αυτό συνιστά παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να προβούν, έγκαιρα, σε επαρκή έρευνα.

Με αυτή την έννοια, οι καθ' ων η αίτηση δεν παρείχαν, στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που λειτουργούσαν στην Κυπριακή Δημοκρατία, το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τον έγκαιρο προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, τα κριτήρια και τη μέθοδο προσδιορισμού της. Είναι μόνο αργότερα, στις 15.4.2005, με το Άρθρο 6 του Ν. 40(Ι)/2005 που, οι καθ' ων η αίτηση, προσπάθησαν να επικυρώσουν (αναδρομικά) τις πράξεις τους και να καλύψουν το νομοθετικό κενό που υπήρχε. 

Διαπιστώνουμε επίσης ότι οι καθ' ων η αίτηση, κατά την έρευνα τους, παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους και το στοιχείο της κερδοσκοπίας, εκ μέρους των αιτητών. Κερδοσκοπία σημαίνει την αποκόμιση κέρδους κυρίως με αθέμιτα μέσα και όχι τη διεξαγωγή, με νόμιμο και θεμιτό τρόπο, επιχειρηματικής δραστηριότητας (Δέστε: Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2η έκδοση, σελ. 883).

Άλλο σημαντικό στοιχείο που παρέλειψαν να ερευνήσουν οι καθ' ων η αίτηση ήταν το ζήτημα των πλεοναζόντων αποθεμάτων. Αρκέστηκαν στο να ζητήσουν από τους αιτητές στοιχεία αναφορικά με τις εισαγωγές τους και τις αγορές τους από την επιτόπια αγορά. Δεν εξέτασαν όμως κατά πόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι αιτητές είχαν στην κατοχή ή την ιδιοκτησία τους πλεονάζοντα αποθέματα, δηλαδή αποθέματα που υπερέβαιναν το κανονικό απόθεμα μεταφοράς, όπως προνοείται στο προοίμιο του Κανονισμού ΕΚ 60/2004.

Στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C560/07 (Balbino A.S.), που αφορούσε την προσχώρηση της Εσθονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίστηκε ότι οι Κανονισμοί 1972/2003 και 60/2004 δεν απαγορεύουν την επιβολή επιβαρύνσεως επί του πλεονάζοντος αποθέματος ενός επιχειρηματία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτός είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν πραγματοποίησε κέρδος από τη διάθεση, στο εμπόριο, του αποθέματος αυτού, μετά την 1η Μαΐου 2004. Όμως στην υπόθεση εκείνη λήφθηκε ως δεδομένο ότι υπήρχαν πλεονάζοντα αποθέματα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ότι η διάθεση έγινε μετά την 1.5.2004, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε.

Άλλη σοβαρή παράλειψη των καθ' ων η αίτηση ήταν ότι δεν ερεύνησαν καθόλου τις πλεονάζουσες ποσότητες ισογλυκόζης.   Ενώ ο προαναφερόμενος κανονισμός μιλά για αποθέματα ζάχαρης ή ισογλυκόζης που υπερβαίνουν το κανονικό απόθεμα μεταφοράς, οι καθ' ων η αίτηση δεν φαίνεται να ασχολήθηκαν καθόλου με την ισογλυκόζη ή μεταποιημένα προϊόντα ισογλυκόζης και φρουκτόζης, όπως αναγράφεται στο Άρθρο 6 του προαναφερόμενου Κανονισμού.

Ακόμα ένα στοιχείο που καθιστά την έρευνα των καθ' ων η αίτηση ανεπαρκή και ελλειμματική είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση περιόρισαν την έρευνα τους μόνο στους εισαγωγείς ζάχαρης, όπως είναι οι αιτητές και όχι σε άλλους εμπλεκόμενους παράγοντες ή άτομα, όπως π.χ. τους εμπορευομένους ζάχαρη και μεταποιημένα προϊόντα ζάχαρης π.χ. εμπόρους, μεταπωλητές κλπ.. 

Ενόψει της κατάληξης για ανεπαρκή έρευνα, δεν κρίνεται σκόπιμη η παραπομπή οποιουδήποτε προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., όπως είχε γίνει εισήγηση.

Ακόμα θεωρούμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και λόγω ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας. Όπως ήδη αναφέραμε, η προσβαλλόμενη πράξη είναι σύνθετη διοικητική ενέργεια που περιλαμβάνει τόσο την απόφαση της 21.8.2006 όσο και την προηγούμενη συναφή απόφαση της 2.8.2005. Με την απόφαση της 2.8.2005 οι αιτητές πληροφορήθηκαν από τους καθ' ων η αίτηση, ότι οι τελευταίοι προέβησαν στον τελικό υπολογισμό της πλεονάζουσας ποσότητας εισαγωγής ζάχαρης για την περίοδο 1.5.2003 - 30.4.2004.  Ωστόσο δεν αναγράφονται στην απόφαση εκείνη ο τρόπος υπολογισμού, τα κριτήρια για τον υπολογισμό, ή η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό αυτής της πλεονάζουσας ποσότητας.

Το τελευταίο ζήτημα είναι εκείνο της αναρμοδιότητας του οργάνου που ενήργησε κατά τη λήψη της απόφασης της 21.8.2006.  Όπως ήδη παρατηρήσαμε, σύμφωνα με το Ν. 40(Ι)/2005, αρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ενώ την επιστολή ημερ. 21.8.2006 υπογράφει, προφανώς, λειτουργός του Υπουργείου, για τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή ή το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Δεν μας υποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό ή τουλάχιστον με την έγκριση και εξουσιοδότηση του. Επομένως και γι' αυτό το λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει. Καταστρατηγείται το αξίωμα Delegatus non potest Delegare, δηλαδή ότι εξουσία που ανατίθεται σε κάποιον, από το Νόμο, δεν μπορεί στη συνέχεια να ανατεθεί αλλού. 

Κατά συνέπεια και για τους προαναφερόμενους λόγους οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Έξοδα εις βάρος των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο