ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 731

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 998/2013)

 

29 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΙΝΑΚΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Α. Λαδάς με Δ. Λαδά, για τον  Αιτητή.

Κ. Βελάρης με Στ. Δαμιανού, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Χατζηχαμπή, Π.

­­­_ _ _ _ _ _


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Ο Αιτητής διορίσθη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας την 4.2.2013. Την 9.4.2013 ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας απεφάσισε την ανάκληση και τον τερματισμό του διορισμού, αναφέροντας στην πράξη ανάκλησης τα ακόλουθα:

 

«Επειδή με βάση το άρθρο 118(1) του Συντάγματος όταν τη θέση του Διοικητή της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου κατέχει μέλος της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας της Κύπρου τη θέση του Υποδιοικητή της Κεντρικής Τραπέζης  της Κύπρου οφείλει να την κατέχει μέλος της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας της Κύπρου, και

 

Επειδή την 4ην Φεβρουαρίου 2013 τη θέση του Διοικητή της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου κατείχε ο κ. Πανίκος Δημητριάδης ο οποίος είναι μέλος της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας της Κύπρου, και

 

Επειδή από το 1963 η θέση του Υποδιοικητή είναι κενή λόγω αποχώρησης του Τουρκοκύπριου που εδιορίσθη δυνάμει του Συντάγματος, και

 

Επειδή την 4ης Φεβρουαρίου 2013 διορίστηκε με απόφαση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στη θέση του Υποδιοικητή της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου ο κ. Σπύρος Σταυρινάκης ο οποίος επίσης είναι μέλος της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας, και

 

Επειδή κατά την 4ην Φεβρουαρίου 2013 δεν υφίσταντο οι έκτακτες συνθήκες ή οι ανάγκες ή/και τα δεδομένα εκείνα που θα δικαιολογούσαν επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης αναφορικά με το διορισμό του κ. Σπύρου Σταυρινάκη στη θέση του Υποδιοικητή της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου.

 

Η απόφαση διορισμού του κ. Σπύρου Σταυρινάκη αντιβαίνει προς τις διατάξεις του άρθρου 118(1) του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι άκυρη εν τη γενέσει της και ο δυνάμει αυτής διορισμός άκυρος εξ υπαρχής και ως αποτέλεσμα τούτου η απόφαση ανακαλείται και ο διορισμός τερματίζεται με άμεση ισχύ.»

 

 

 

Ο Αιτητής κατεχώρησε τότε την ενώπιόν μας Αίτηση δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος ζητώντας δήλωση ότι η εν λόγω απόφαση του Πρόεδρου της Δημοκρατίας ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητας και σε σύγκρουση με συγκεκριμένες συνταγματικές πρόνοιες και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, σε συνδυασμό και με τους περί της Κεντρικής Τράπεζας Νόμους και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.

 

Στην ΄Ενσταση του Προέδρου της Δημοκρατίας ηγέρθησαν προδικαστικές ενστάσεις των οποίων και κρίναμε ορθό να επιληφθούμε προδικαστικώς, εξετάζοντας κατά πρώτον την προδικαστική ένσταση ότι ο Αιτητής δεν είναι «όργανο» ή «αρχή» της Δημοκρατίας εν τη εννοία του ΄Αρθρου 139.1, το οποίο προνοεί: 

 

«1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. Η παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ο όρος 'δικαστήρια ή δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας' εν τη παρούση παραγράφω δεν περιλαμβάνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.»

 

 

Ορισμός των όρων «όργανο» και «αρχή» δεν δίδεται στο Σύνταγμα, έχουν όμως οι όροι εξετασθεί στη νομολογία. Στην υπόθεση Dr. Fuat  Celaleddin  and  Others  and  the  Council  of  Ministers  and   Others, 5 R.S.C.C. 102,  η έννοια των όρων «αρχή» και «όργανο» ήταν το επίδικο θέμα, με αναφορά στην όλη νομιμοποίηση του αιτούντος, ελέχθησαν δε τα ακόλουθα σχετικά (σ. 105):

 

«.. organs or authorities, in the aforesaid sense, are specific juridical creations bearing the features of individual and concrete organic institutions of government and functioning for and on behalf of a primary legal entity, such as the Republic of Cyprus, of which they are organs or authorities in the ordinary meaning of such terms.»

 

 

Εκρίθη λοιπόν ότι οι Αιτητές, υπό την ιδιότητά τους ως μέλη της Τουρκικής Κοινότητας και κάτοικοι της Λευκωσίας, δεν συνιστούσαν «αρχή» ή «όργανο» στα πλαίσια του ΄Αρθρου 139.

 

Στη    Muderrisoglou   and  Others  ν.  The  Council  of     Ministers, 5 R.S.C.C. 130, εκρίθη ότι οι Αιτητές, υπό την ιδιότητά τους ως Βουλευτές, δεν ήσαν όργανο εν τη εννοία του ΄Αρθρου 139, παρατηρώντας (σ. 132) ότι:

 

«... but they form, instead, a part of such an organ, viz. a part of the House of Representatives.»

 

 

Ηταν με αναφορά στα ανωτέρω λεχθέντα στην Cellalledin που στην Αυτοκέφαλος Ανωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4), (1990) 3 ΑΑΔ 338, εθεωρήθη ότι (σ. 351):

 

«Τα χαρακτηριστικά τα οποία συνιστούν αρχή, με την έννοια του όρου στο ΄Αρθρο 139, είναι:-

 

-        Να είναι θεσμοποιημένη αρχή.

-        Να ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία.

-        Να είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.»

 

 

Εκρίθη λοιπόν ότι η Εκκλησία δεν πληρούσε  τις προϋποθέσεις αυτές, παρατηρώντας ότι (σ. 356):

 

«Με βάση τα πιο πάνω, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου δεν είναι δημιούργημα ή/και δεν έχει υπόσταση θεσμοποιημένη από το Σύνταγμα ή το Νόμο, αλλά είναι ιδιάζων οργανισμός ιδιωτικού δικαίου. Δεν είναι όργανο κυβερνήσεως, ούτε ενεργεί για τη Δημοκρατία. Δεν έχει, ούτε ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία, ούτε υπόκειται στον κρατικό έλεγχο. Ως εκ τούτου δεν είναι «αρχή εν τη Δημοκρατία», με την έννοια του όρου στο εδάφιο 3(δ)  του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος και δε νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής κάτω από το ΄ Αρθρο αυτό.»

 

 

 

 

Κάνοντας αναφορά στην πιο πάνω νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 359 παρατήρησε ότι (σ. 396):

 

«Ο όρος «όργανο» ή «αρχή της Δημοκρατίας » περιλαμβάνει σώμα οργανικά συγκροτημένο, το οποίο ασκεί πολιτειακή εξουσία σε ένα ή περισσότερους τομείς της κρατικής λειτουργίας.»

 

 

 

 

Να σημειωθεί ότι στην υπόθεση εκείνη εθεωρήθη δεδομένο ότι οι Δήμοι συνιστούν όργανο της Δημοκρατίας.

 

Αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κα (2005) 3 ΑΑΔ 20, στην οποία εκρίθη ότι οι διάδικοι ήσαν όργανα της Δημοκρατίας.

 

Με αυτό το νομολογιακό υπόβαθρο υπ΄ όψη, είναι που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εισηγείται ότι ο Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δεν μπορεί να θεωρείται, για σκοπούς του ΄Αρθρου 139, όργανο ή αρχή της Δημοκρατίας. Δεν είναι, κατά την εισήγηση, ο Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας πρωτογενής φορέας κρατικής εξουσίας ούτε ανεξάρτητη αρχή, εν τη εννοία της αυτοτελούς αρχής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας παραπέμπει συναφώς στη φύση της Κεντρικής Τράπεζας (διαδόχου της Εκδοτικής Τράπεζας της Δημοκρατίας με αναφορά στο ΄Αρθρο 121) ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συνιστώντας θεσμοθετημένη αρχή ασκούσα κρατική πολιτειακή εξουσία, για να καταδείξει ότι ο Υποδιοικητής εντάσσεται στο πλαίσιο εκείνο και μάλιστα ως απλός βοηθός του Διοικητή ο οποίος, δυνάμει του ΄Αρθρου 118.2, προϊσταται αυτής, του Υποδιοικητή επομένου αυτού (΄Αρθρο 118.2) και αναπληρούντος τον Διοικητή (΄Αρθρο 120.2). Από μόνος του λοιπόν ο Υποδιοικητής, καταλήγει ο κ. Βελάρης, δεν είναι θεσμοθετημένη αρχή, ούτε ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία ούτε είναι πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ως φορέας εξουσίας με αποφασιστική αρμοδιότητα. Υποδεικνύεται μάλιστα ότι, δυνάμει του ΄Αρθρου 120, ο Υποδιοικητής δεν έχει καν χωριστές εξουσίες παρά μόνο εκείνες που του ανατίθενται από το Διοικητή, ως βοηθός και με τις υποδείξεις του οποίου και ενεργεί. Είναι, λοιπόν, ο Υποδιοικητής μόνο μέρος οργάνου ή αρχής στα πλαίσια του ΄Αρθρου 139.

 

Οι εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Υποδιοικητή δομούνται στην ιδιότητά του ως ανεξάρτητου αξιωματούχου και δη στα πλαίσια του δικοινοτικού χαρακτήρα της Δημοκρατίας, με αναφορά στο άρθρο 118.1 που ορίζει ότι ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής «δεν θα ανήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα». Επιχειρείται ακόμα, στα πλαίσια αυτά, να καταδειχθεί αναλογία μεταξύ του Διοικητή και Υποδιοικητή αφ΄ ενός και των άλλων «ζευγών» των ανεξάρτητων αξιωματούχων (Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, και Γενικού Ελεγκτή και Βοηθού Γενικού Ελεγκτή). Υποβάλλεται περαιτέρω από τον κ. Λαδά ότι ο Υποδιοικητής ασκεί πρωτογενείς εξουσίες δυνάμει του άρθρου 120.1 αλλά και του ΄Αρθρου 120.2 και ότι πληροί τις προϋποθέσεις της νομολογίας καθ΄ όσον είναι δημιούργημα του ιδίου του Συντάγματος, έχει τα χαρακτηριστικά ξεχωριστού οργανικού θεσμού διακυβέρνησης και λειτουργεί εκ μέρους της Δημοκρατίας.

 

Εχει πλήρες έρεισμα η προδικαστική ένσταση. Η ιδιότητα του Υποδιοικητή ως ανεξάρτητου αξιωματούχου δεν του προσθέτει αφ΄ εαυτής την ιδιότητα του «οργάνου» ή «αρχής» εν τη εννοία του ΄Αρθρου 139. Ούτε το γεγονός ότι το ΄Αρθρο 118.1 περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος κατά το Παράρτημα ΙΙΙ αυτού προσθέτει έρεισμα στη θέση ότι ο Υποδιοικητής είναι όργανο ή αρχή. Στην περίπτωση της Κεντρικής Τράπεζας, αυτή είναι η θεσμοποιημένη αρχή που, ως πρόσωπο δημοσίου δικαίου, και δη δυνάμει του Συντάγματος, ασκεί τη σχετική πολιτειακή εξουσία. Αυτής είναι οι αποφάσεις που δεσμεύουν την πολιτεία και υπόκεινται σε ανάλογο έλεγχο. Τόσο ο Διοικητής, όσο και ακόμα περισσότερο ο Υποδιοικητής, εντάσσονται στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής Τράπεζας, αρκεί δε να γίνει αναφορά στο ΄Αρθρο 119.1.4 το οποίο προνοεί:

 

«119.1. Ο διοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας βοηθούμενος υπό του υποδιοικητού, εφαρμόζει τους νομισματικούς νόμους της Δημοκρατίας, είναι επιφορτισμένος με την διοίκησιν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, ασκεί πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί πάσαν ετέραν υπηρεσίαν ή καθήκον εμπίπτον εις την αρμοδιότητα της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας.»

 

 

 

Ο Υποδιοικητής μάλιστα, όπως έχει επισημανθεί από τον κ. Βελάρη, δεν έχει καν δικές του πρωταρχικές και καθοριζόμενες από το Σύνταγμα αρμοδιότητες παρά μόνο αυτές που του ανατίθενται από το Διοικητή του οποίου είναι βοηθός.

 

Ισχύουν λοιπόν και στην προκειμένη περίπτωση τα λεχθέντα στη Muderrisoglou,  ώστε ο Υποδιοικητής να μην είναι «όργανο» ή «αρχή» της Δημοκρατίας αλλά  «a part of such an organ». Και βεβαίως, ως η νομολογία καταδεικνύει, συγκεκριμένο άτομο ως μέρος οργάνου δεν μπορεί να προσφύγει δυνάμει του ΄Αρθρου 139.

 

Με την αποδοχή της προδικαστικής ένστασης αυτής, δεν υπάρχει έδαφος για εξέταση οποιασδήποτε άλλης προδικαστικής ένστασης ή θέματος ουσίας και απορρίπτουμε την Αίτηση ως απαράδεκτη.

 

 

                                                        Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,Π.

                                                        Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                        Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

                                                        Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

                                                        ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

                                                        Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

                                                        Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                                        Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                        Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

                                                        Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,Δ.

                                                        Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                        Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο