ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 703

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 7/2010)

(Υπόθεση Αρ. 2243/2006)

 

14 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]

 

 

ΔΡ. ΕΛΕΝΗ ΜΕΛΗ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση,

_________

 

Α. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα.

 

Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Γ. Σεραφείμ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Δ. Χατζηχαμπή, Π.

_________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η   (E X - T E M P O R E)

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη εκπαίδευση, σε διαδικασία στην οποία συμμετείχε και η εφεσείουσα. Η εφεσείουσα καταχώρησε προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής στην οποία περιέλαβε αρκετούς και διάφορους λόγους ακύρωσης. Εξετάστηκε πρωτοδίκως όλο το φάσμα της προσφυγής, η οποία τελικά απορρίφθηκε, οπότε και καταχωρήθηκε η ενώπιόν μας έφεση.

 

Το πρώτο θέμα το οποίο αφορά η έφεση είναι κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών. Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή θεώρησε ότι ικανοποιείτο το προσόν αυτό με αναφορά στην όλη υπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους και, μάλιστα, ότι η υπηρεσία αυτή υπερέβαινε τα 15 έτη. Ενώπιόν μας υποστηρίχθηκε ουσιαστικά ότι δε θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοια υπηρεσία, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος είχε διακόψει την υπηρεσία του ως δασκάλα το 1987, με κατάληξη βέβαια, παρά το ότι διορίστηκε αργότερα ως καθηγήτρια, να μην υπάρχει συνεχής υπηρεσία 15 ετών.

 

Είναι χωρίς έρεισμα ο λόγος έφεσης αυτός και, βέβαια, διότι δεν υπήρχε ανάγκη η υπηρεσία αυτή να είναι συνεχής. Από το σύνολο της υπηρεσίας του ενδιαφερόμενου μέρους στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία σαφώς προέκυπτε ότι η υπηρεσία του υπερέβαινε τα 15 έτη.

 

Απορριπτέος είναι και ο λόγος έφεσης που αφορά τη μη συμπερίληψη της εφεσείουσας στον κατάλογο των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική  Επιτροπή, θέμα το οποίο είχε επίσης κριθεί πρωτοδίκως εναντίον της εφεσείουσας, στη βάση ότι η έλλειψη αιτιολογίας για τη μη συμπερίληψή της στον εν λόγω κατάλογο θεραπεύθηκε, εν πάση περιπτώσει, από το γεγονός ότι έγινε δεκτή η ένστασή της και η Επιτροπή την περιέλαβε στο δικό της τελικό κατάλογο. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσε να προσθέσουμε στην πρωτόδικη απόφαση που να χρειάζεται για να συμπληρώσει περαιτέρω την ορθότητα του σκεπτικού της.

 

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας βρίσκεται ο λόγος έφεσης που αφορά το θέμα της αρχαιότητας, αφού πρωτοδίκως εκρίθη ότι οι δύο υποψήφιες, εφεσείουσα και ενδιαφερόμενο μέρος, ήσαν ίσες σε αρχαιότητα. Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής έκρινε ότι η κρίση αυτή της Επιτροπής ήταν λανθασμένη, αφού η αρχαιότητα εκρίθη με βάση την υπηρεσία τους στη θέση που κατείχαν ως εκπαιδευτικό προσωπικό, ενώ σαφώς η αιτήτρια υπερείχε σε αρχαιότητα καθ΄ όσον ήταν σε μισθολογική κλίμακα ανώτερη εκείνης του ενδιαφερόμενου μέρους - και ο Νόμος παραπέμπει στο στοιχείο τούτο ως υπεροχή σε αρχαιότητα. Προχώρησε ο αδελφός μας Δικαστής να αναφέρει, σελίδες 11 έως 12,

 

«... Πρέπει όμως στη συνέχεια να εξετάσουμε κατά πόσο η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης ούτως ώστε να έχει επηρεάσει ουσιαστικά την Επιτροπή στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.»

 

Κρίση του αδελφού μας Δικαστή κατά πόσο η πρόνοια ήταν ουσιώδης δεν φαίνεται να υπάρχει τελικά. Αντ΄ αυτού, υπάρχει μια αναφορά στο ότι οι δύο υποψήφιες ήσαν ίσες όσον αφορά την αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση, κριθείς «σχεδόν εξαίρετα» και η αιτήτρια «σχεδόν πολύ καλά». Επίσης, παρατήρησε ότι η ίδια η Επιτροπή είχε σημειώσει ότι η απόδοση των υποψηφίων στις εν λόγω συνεντεύξεις λήφθηκε υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο της αξίας, και έκαμε επίσης αναφορά στα προσόντα για να παρατηρήσει ότι είχαν και οι δύο επιπρόσθετα προσόντα που δεν συνιστούσαν πλεονέκτημα αλλά ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και ότι σε αυτά υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Κατέληξε ο αδελφός μας Δικαστής ότι:

 

«Από τα πιο πάνω στοιχεία είναι φανερό ότι αντικρούεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση από την Επιτροπή.»

 

Προφανώς, ως εκ της αναφερθείσας σχετικής υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα. Είπε περαιτέρω ότι:

 

«Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται περί δύο πολύ καλών υποψηφίων, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος φαίνεται ότι, έστω και οριακά, υπερείχε της αιτήτριας.»

 

Υπάρχει έρεισμα στο λόγο έφεσης τον οποίο έχουμε ενώπιόν μας για περισσότερους του ενός λόγους. Κατά πρώτον, δεν φαίνεται να υπάρχει κρίση του Δικαστηρίου ως προς το αν η πλάνη την οποία το ίδιο διαπίστωσε ως προς τα δεδομένα της αρχαιότητας ήταν ουσιώδης ή όχι. Αντ΄ αυτού, η μόνη τοποθέτηση του Δικαστηρίου ήταν ως προς το θέμα της βαρύτητας που είχε κατ΄ ισχυρισμό δοθεί στην απόδοση στην προφορική εξέταση. Πέραν όμως τούτου, και εφ΄ όσον, ελλείψει κρίσης, το Εφετείο θα μπορούσε να διατυπώσει δική του κρίση ως προς το ουσιώδες της πλάνης, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αρχή ότι το Δικαστήριο κρίνει, σε περίπτωση πλάνης, κατά πόσο η πλάνη ήταν ουσιώδης, δεν αναιρεί την παράλληλη αρχή ότι το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση επί των δεδομένων τα οποία είναι αντικείμενο διαπίστωσης ενώπιόν του. Το ουσιώδες της πλάνης κρίνεται εκεί όπου βέβαια είναι δυνατό εξ αντικειμένου να μπορεί να λεχθεί ότι όντως η διαπιστωθείσα πλάνη δεν επηρέασε και δεν θα μπορούσε ποτέ να επηρέαζε την απόφαση, εφόσον ακριβώς κρίνεται το θέμα εξ αντικειμένου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση όμως, είχαμε μια διαπίστωση για λανθασμένη αντιμετώπιση της Επιτροπής ως προς την αρχαιότητα, η οποία δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε, ούτε είναι αρμόζον να κρίνουμε (και τούτο περιλαμβάνει το πρωτόδικο Δικαστήριο), κατά πόσο θα διαφοροποιούντο τα πράγματα ή όχι. Η κρίση εκείνη ανήκε στο όργανο το οποίο έχει την αρμοδιότητα και όχι στο δικαστήριο. Ρόλος του αναθεωρητικού δικαστηρίου είναι να αποκαταστήσει την ορθή κατάσταση πραγμάτων ενώπιον του οργάνου και να αφεθεί πλέον στο όργανο, κατά την επανεξέταση, εφόσον διαπιστώνεται λανθασμένη αντίληψη του πραγματικού καθεστώτος, να προβεί στη νέα του κρίση επί των ορθών δεδομένων. Τούτο αναμένεται να πράξει η Επιτροπή μετά από τη δική μας κατάληξη.

 

Υπάρχουν και άλλοι λόγοι βέβαια για τους οποίους δε θα μπορούσε ποτέ να κριθεί ότι η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης στην προκείμενη περίπτωση. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, το ίδιο το Δικαστήριο, και τούτο αποτελεί ισχύουσα διαπίστωση δεδομένου, θεώρησε ότι επρόκειτο περί δύο καλών υποψηφίων, με το ενδιαφερόμενο μέρος να υπερέχει έστω και οριακά όσον αφορά τα πρόσθετα προσόντα. Ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι και η υπεροχή στην αρχαιότητα ήταν οριακή, σαφώς δημιουργείται ανάγκη πρωτογενούς κρίσεως του αρμόδιου οργάνου προς άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

 

Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι θα πρέπει να παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση και διαταγή για έξοδα και να ακυρώσουμε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Επιδικάζονται €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, πρωτόδικα και κατ΄ έφεση.

 

Δε θα χρειαστεί να επιληφθούμε του άλλου λόγου έφεσης που αφορά το κατά πόσο δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, εφόσον αυτό άπτεται της τελικής κρίσεως του οργάνου ώστε να πρέπει να επανασταθμιστεί η όλη του προσέγγιση.

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο