ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 592
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 152/2009)
8 Ιουλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΟΣ ΜΕΣΗΣ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση, συνοψίζονται με περισσή λεπτομέρεια στην εν λόγω απόφαση. Τα παραθέτουμε:
"Ο Αιτητής διορίστηκε στη μόνιμη θέση καθηγητή Μουσικής, στις 25.8.1997. Οκτώ μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 25.4.1998, με επιστολή του ζήτησε από τους καθ'ων η αίτηση όπως του παραχωρήσουν άδεια άνευ απολαβών επειδή θα παρακολουθούσε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αμερική για την περίοδο 1.9.1998 μέχρι 31.8.2000. Τελικά του εγκρίθηκε άδεια μέχρι 31.8.1999, την οποία όμως στη συνέχεια ζήτησε να τερματίσει πρόωρα από της 6.1.1999, αφού διέκοψε τις σπουδές του στην Αμερική. Επανήλθε στην υπηρεσία του για μερικά χρόνια. Στη συνέχεια, προσλήφθηκε από το Δήμο Λεμεσού στη θέση του Διευθυντή Ωδείου για την περίοδο 1.12.2003 μέχρι 30.11.2005. Ως εκ τούτου, ζήτησε και εξασφάλισε νέα άδεια απουσίας άνευ απολαβών, από 1.12.2003 μέχρι 30.11.2004, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε μέχρι 30.11.2005 με σημείωση ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία παράταση που θα του δινόταν. Τελικά ο Αιτητής ζήτησε και διέκοψε την άδεια του και επανήλθε στα καθήκοντα του την 1.9.2005. Στο μεταξύ, στις 11.8.2005 υπέβαλε νέα αίτηση για άδεια άνευ απολαβών για επιμορφωτική απασχόληση στο Cary School of Music στις Η.Π.Α. Η άδεια εγκρίθηκε και του χορηγήθηκε άδεια από 1.9.2005 μέχρι 31.8.2006. Προτού λήξει η άδεια του, υπέβαλε νέα αίτηση, ζητώντας ανανέωση της άδειας απουσίας του στην πιο πάνω Σχολή Μουσικής για ακόμη μια περίοδο και για να αποτελέσει τον πιανίστα στην Εκκλησία «Carolina Baptist Church» στη Βόρειο Καρολίνα, από 1.9.2006 μέχρι 31.8.2007.
Το αίτημα του απορρίφθηκε γιατί σύμφωνα με τις διαδικασίες δεν μπορούσε να δοθεί άδεια απουσίας χωρίς απολαβές για τέταρτη συνεχή χρονιά. Του ζητήθηκε να αναλάβει τα καθήκοντα του από 1.9.2006 ή να υποβάλει παραίτηση από τη θέση του.
Ο Αιτητής με επιστολή του 30.8.2006 πράγματι υπέβαλε παραίτηση από τη θέση του, με ισχύ από 1.9.2006. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στο εξής ΕΕΥ, στις 22.9.2006 αποδέχθηκε την παραίτηση.
Στη συνέχεια όμως, με επιστολή του ημερομηνίας 22.1.2007 ο Αιτητής ζήτησε την ανάκληση της παραίτησης του. Η Διευθύντρια Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στην οποία απευθυνόταν η επιστολή, την κοινοποίησε στην ΕΕΥ, η οποία στις 19.4.2007 απέρριψε το αίτημα, υποδεικνύοντας στον Αιτητή να επανεγγραφεί, αν επιθυμούσε, στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Μουσικής.
Ο δικηγόρος του Αιτητή, με επιστολή του ημερομηνίας 2.5.2007, επανέφερε το θέμα και ζήτησε από την ΕΕΥ να αναθεωρήσει την απόφαση της. Ο Αιτητής με νέα επιστολή του ημερομηνίας 23.8.2007, προσκόμισε νέα στοιχεία. Εξήγησε ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να υποβάλει την παραίτηση του, οφείλονταν στη σοβαρή κατάσταση της υγείας του και στο ότι είχε τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση και αγωγή με αβέβαιη έκβαση. Μετά τη βελτίωση της υγείας του, αισθάνθηκε ότι μπορούσε να αποκαλύψει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον οδήγησαν στην υποβολή της παραίτησης του. Επειδή η παραίτηση του ξεκίνησε από 1.9.2006, εισηγήθηκε στην ΕΕΥ ότι θα μπορούσε να θεωρήσει την περίοδο 1.9.2006 μέχρι την ημερομηνία ανάκλησης της παραίτησης του, ως άδεια άνευ απολαβών.
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, απευθύνθηκε προς το Υπουργείο Οικονομικών και εισηγήθηκε όπως εγκρίνει στον Αιτητή την περίοδο 1.9.2006 μέχρι την ημερομηνία ανάκλησης της παραίτησης του, ως άδεια απουσίας χωρίς απολαβές, ώστε να διευκολυνθεί η ανάκληση της παραίτησης του.
Το Υπουργείο Οικονομικών, στην απαντητική επιστολή του, υιοθέτησε τη θέση ότι ο Αιτητής διέκοψε τη σχέση του με τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, από 1.9.2006 και δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του η σχετική Εγκύκλιος με αρ. 531, ημερομηνίας 11.11.1981 του Υπουργείου Παιδείας. Το Υπουργείο Οικονομικών επεσήμανε επίσης ότι ακόμη και αν ο Αιτητής δεν είχε παραιτηθεί, δεν θα μπορούσε να τύχει άλλης άδειας άνευ απολαβών, αφού η Εγκύκλιος 531 περιόριζε το χρόνο της άδειας στα 3 χρόνια, ενώ ο Αιτητής είχε ήδη υπερβεί το ανώτατο αυτό όριο. Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Οικονομικών θεωρούσε ότι δεν είχε καν αρμοδιότητα να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια, κατά παράβαση της Εγκυκλίου 531.
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ενημέρωσε τον Αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 23.11.2007 για την αρνητική απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών. Στη συνέχεια, η ΕΕΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.12.2007, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αποφάσισε ότι το αίτημα για ανάκληση της παραίτησης του Αιτητή, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό."
Πρόσθετα των ενστάσεων της αναφορικά με την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, η εφεσίβλητη είχε, πρωτόδικα, προβάλει με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, τη θέση ότι ο εφεσείων στερείται έννομου συμφέροντος και συνεπώς η προσφυγή του θα έπρεπε να απορριφθεί στο προδικαστικό στάδιο, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας των λόγων ακύρωσης.
Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης αναπτύχθηκε πρωτόδικα και στην ουσία επαναλήφθηκε και ενώπιον μας, με βασικό άξονα τη θέση ότι, η αποδοχή της παραίτησης του εφεσείοντα συνιστούσε νόμιμη διοικητική πράξη, η οποία ως τέτοια, δεν θα μπορούσε, ενόψει των προνοιών του εδαφίου 3 του άρθρου 54 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), να ανακληθεί ειμή μόνο για το λόγο που ρητά αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο και ο οποίος απουσιάζει, σύμφωνα με τη συνήγορο, στην περίπτωση του εφεσείοντα.
Έστω όμως και αν συνέτρεχε βάσιμος λόγος ανάκλησης της κατά τα άλλα νόμιμης διοικητικής απόφασης, η ανάκληση αυτή, επεσήμανε η συνήγορος, μόνο για το μέλλον θα είχε ισχύ και αυτό ενόψει των προνοιών του εδαφίου (5) του άρθρου 54 του Ν. 158(Ι)/99. Επομένως, υποστήριξε η κα Σπηλιωτοπούλου, ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ουδόλως θα ωφελούσε τον εφεσείοντα. Ο τελευταίος θα συνέχιζε, σύμφωνα με τη συνήγορο, να στερείται εννόμου συμφέροντος, εφόσον, η περίοδος 1/9/2006 - 30/8/2007, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άδεια άνευ απολαβών, ως ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα. Κάτι τέτοιο, υποστήριξε η συνήγορος, θα προσέδιδε αναδρομικό αποτέλεσμα στην ανάκληση της παραίτησης και συνεπώς θα ήταν παράνομο.
Στην αντίπερα όχθη, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, επικαλούμενη τη δυσμενή για τον ίδιο φύση της επίδικης διοικητικής απόφασης, απέρριψε τις πιο πάνω θέσεις της εφεσίβλητης και κατ' επέκταση την προδικαστική ένσταση. Με αιχμή του δόρατος της τις πρόνοιες του άρθρου 29[1] του Συντάγματος, όπως και αυτές του άρθρου 33[2] του Ν. 158(Ι)/99, η κα Ευγενίου άφησε την επιχειρηματολογία της να κυλίσει στις ίδιες ουσιαστικά γραμμές, όπως και πρωτόδικα. ’ξονα γύρω από τον οποίο η επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου περιστρέφεται, συνιστά η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα στηρίχθηκε στο ζήτημα ύπαρξης ή όχι δημόσιου συμφέροντος. Εφόσον, σύμφωνα με την κα Ευγενίου, εκείνο που ο εφεσείων επεδίωκε ήταν η ανάληψη των καθηκόντων του μελλοντικά και συγκεκριμένα από την 1/9/2007 και όχι αναδρομικά, η περίπτωση του ενέπιπτε στην εμβέλεια των προνοιών του εδαφίου 4 του άρθρου 54 του Νόμου, οι οποίες ρητά προνοούν για μελλοντική ισχύ της ανάκλησης, ενώ ταυτόχρονα αποκλείουν την περίπτωση αναδρομικής ισχύος της.
Επομένως, το ζητούμενο στην περίπτωση του εφεσείοντα ήταν, σύμφωνα με τη συνήγορο του τελευταίου, κατά πόσο ο εφεσείων με το αίτημα του, έθεσε ενώπιον της Ε.Ε.Υ. νέα στοιχεία και εάν αυτά εξετάστηκαν ή όχι από την Ε.Ε.Υ. νόμιμα. Ασκώντας απλά το δικαίωμα που του παρέχουν τα συγκεκριμένα άρθρα, ο εφεσείων απευθύνθηκε στα αρμόδια όργανα της Διοίκησης και έθεσε, σύμφωνα με τη συνήγορο, ενώπιον τους «ένα καθόλα νόμιμο αίτημα, επικαλέστηκε δε σοβαρούς λόγους υγείας που τον οδήγησαν στην απόφαση του για παραίτηση, όμως έλαβε αρνητικά απάντηση .... μετά από «έρευνα, άρα έχει έννομο συμφέρον για να κριθεί εάν νόμιμα ή αυθαίρετα αποφάσισε η Ε.Ε.Υ. Με την απόρριψη του αιτήματος, θίγονται δικαιώματα του αιτητή», υποστήριξε η συνήγορος, «ο οποίος έχει έννομο συμφέρον, λόγω ακριβώς της απόρριψης αυτής, να προσφύγει στο Δικαστήριο». (Η έμφαση είναι του κειμένου). Το Δικαστήριο «κινήθηκε», κατέληξε η κα Ευγενίου, «και έκρινε κατά τρόπο πρωτογενή και άρα ανεπίτρεπτο κατά τη Νομολογία. Μια αντίληψη που επηρέασε και την κρίση του για έλλειψη έννομου συμφέροντος».
Απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, παραπέμποντας στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Δήμος Παραλιμνίου ν. Ανδρέα Κακουλλή (2010) 3 Α.Α.Δ. 173, υπέβαλε ότι στην κρινόμενη περίπτωση, ο εφεσείων είχε δικαίωμα να αποσύρει την υποβληθείσα παραίτηση του εντός ευλόγου χρόνου, δικαίωμα το οποίο και άσκησε, έγκαιρα.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, η επιχειρηματολογία της κας Ευγενίου περιστράφηκε γύρω από τη θέση ότι η Ε.Ε.Υ., ως το μόνο αρμόδιο στη συγκεκριμένη περίπτωση, όργανο, αντί να διερευνήσει το θέμα και να τοποθετηθεί επί του αιτήματος του αιτητή, ως όφειλε, δεν το έπραξε. Αντ' αυτού, «ενήργησε δέσμια στην παράνομη και πεπλανημένη κρίση του Υπουργείου Οικονομικών περί δήθεν ύπαρξης πολιτικής». Η απόφαση του συγκεκριμένου Υπουργείου, αναρμόδιου, σύμφωνα με τη συνήγορο, οργάνου, ήταν, κατέληξε η συνήγορος, «ο καταλυτικός παράγοντας για την άρνηση της Επιτροπής».
Ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή πρωτόδικα, αφού έκρινε ότι η απουσία του εφεσείοντα κατά την περίοδο 1/9/2006 - 30/8/2007, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άδεια άνευ απολαβών και ότι η επαναφορά του στην ιδιότητα του δημόσιου εκπαιδευτικού λειτουργού δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να έχει αναδρομική ισχύ, έκαμε δεκτή την προδικαστική ένσταση και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη με το πιο κάτω σκεπτικό:
"Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με λόγο δημοσίου συμφέροντος, ώστε να αποκτά ο Αιτητής έννομο συμφέρον για να προσβάλει την απόρριψη του αιτήματος του. Ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της. Η αποκάλυψη στοιχείων από το ιατρικό ιστορικό του Αιτητή, ουδόλως αποτελεί μεταβολή των πραγματικών συνθηκών, εφόσον ο Αιτητής αρχικά δεν στηρίχθηκε σε ιατρικούς λόγους για να υποβάλει την παραίτηση του."
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, ο πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε και έκρινε παράλληλα ότι, «Η παραπομπή του θέματος στο Υπουργείο Οικονομικών ως μέρος της έρευνας που διεξήγαγαν οι καθ'ων η αίτηση, δεν είναι θέμα που επηρεάζει τη νομιμότητα της πράξης, την οποία αρμόδια να λάβει ήταν η ΕΕΥ».
Η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αμφισβητείται με ένα, ουσιαστικά, λόγο έφεσης, τον πρώτο λόγο. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται, επικουρικά θα λέγαμε προς τον πρώτο και βασικό λόγο έφεσης, η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή που περιέχεται στο δεύτερο σκέλος του σκεπτικού του.
Εξετάσαμε προσεκτικά τις πραγματικά ενδιαφέρουσες θέσεις και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία. Έχουμε την άποψη ότι προέχει η εξέταση της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την ύπαρξη ή μη έννομου συμφέροντος από πλευράς εφεσείοντα, γιατί μόνο σε περίπτωση που η επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση ανατραπεί, θα τεθεί θέμα εξέτασης της ουσίας των λόγων ακύρωσης.
Με όλο το σέβας προς την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα, οι επί του προκειμένου θέσεις της δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Αντίθετα, η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης, δηλαδή ότι ο εφεσείων στερείται έννομου συμφέροντος να επιδιώκει ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, για τους πιο κάτω λόγους μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Η παρούσα περίπτωση αφορά περίπτωση υποβολής παραίτησης άνευ όρων. Η παραίτηση, για τους λόγους που αυτή υποβλήθηκε έγινε δεκτή, προτού επιχειρηθεί η ανάκληση της, η σχετική δε περί τούτου απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα, επίσης πριν την ανάκληση. Υπό τις περιστάσεις, έχουμε την άποψη ότι με την αποδοχή από την εφεσίβλητη της παραίτησης του εφεσείοντα προτού αυτή ανακληθεί από τον τελευταίο, ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τις δύο πλευρές επαγγελματικά, απεκόπη, με αποτέλεσμα να επέλθει η οριστική λύση της υπαλληλικής σχέσης τους, γεγονός που αφαίρεσε από τον εφεσείοντα την ιδιότητα του κατόχου του έννομου συμφέροντος με την οποία ήταν μέχρι τότε ενδεδυμένος. Και εδώ είναι που εστιάζεται, κατά τη γνώμη μας, η ουσιώδης διαφοροποίηση της περίπτωσης του εφεσείοντα από την υπόθεση Κακουλλή (πιο πάνω). Σ' εκείνη την υπόθεση ο εφεσίβλητος είχε αποσύρει την παραίτηση του προτού αυτή εξεταστεί από τους εφεσείοντες και γίνει αποδεκτή, στοιχείο το οποίο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση για αποδοχή της παραίτησης του εφεσιβλήτου, κρινόμενη υπό τις εκεί συγκεκριμένες περιστάσεις, είχε παραμείνει internum μέχρι την απόσυρση της, μη συνιστώσα εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς μη επιφέρουσα τη λύση της υπαλληλικής σχέσης.
Μπορεί μεν ο εφεσείων με την επιστολή ανάκλησης να στόχευε σε ανάληψη των καθηκόντων του μελλοντικά και όχι αναδρομικά, η ανάκληση όμως της αποδοχής της παραίτησης του δεν θα συνεπαγόταν και επάνοδο του στη θέση που κατείχε πριν την υποβολή της παραίτησης του, εφόσον πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ενόψει των προνοιών του εδαφίου 5 του άρθρου 54 του Νόμου, δεν θα μπορούσε σε τέτοια απόφαση να προσδοθεί αναδρομική ισχύ, η μέχρι τότε απουσία του, όπως πολύ εύστοχα το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, «.... δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άδεια άνευ απολαβών». Συνεπώς, οποιαδήποτε περί του αντιθέτου απόπειρα θα ήταν ουσιαστικά παράνομη γιατί θα προσέδιδε στην ανάκληση της παραίτησης του εφεσείοντα αναδρομικό αποτέλεσμα. Επομένως, η προσφυγή είναι ουσιαστικά και αλυσιτελής, εφόσον ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης στην πραγματικότητα ουδόλως θα ωφελούσε τον εφεσείοντα.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε, ότι η πρωτόδικη κρίση ότι ο εφεσείων στερείται έννομου συμφέροντος είναι ορθή και συνεπώς δεν παρέχεται οποιοδήποτε περιθώριο για επέμβαση μας.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι η πλευρά του εφεσείοντα επικαλούμενη τη δυσμενή για τον ίδιο φύση της επίδικης διοικητικής απόφασης, υποστήριξε τη θέση της περί ύπαρξης έννομου συμφέροντος από πλευράς του τελευταίου να την προσβάλει. Η θέση αυτή ουδόλως διαφοροποιεί την πιο πάνω κατάληξη μας, εφόσον, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, η υπαλληλική σχέση του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη, είχε οριστικά και τελεσίδικα λυθεί με την απόφαση της εφεσίβλητης να αποδεχθεί την παραίτηση του εφεσείοντα, η λήψη της οποίας αναπόφευκτα συνεπαγόταν και την αφαίρεση από τον εφεσείοντα της ιδιότητας του δημόσιου εκπαιδευτικού λειτουργού προτού αυτός ανακαλέσει την παραίτηση του.
Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει κατά τη γνώμη μας και τη μοίρα του δεύτερου λόγου έφεσης, του οποίου ως αποτέλεσμα η εξέταση παρέλκει.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ
[1] 1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ' άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν' απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.
2. Εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν' αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.
[2] 33.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του ’ρθρου 29 του Συντάγματος, το δικαίωμα αναφοράς-
(α) ...............................................................
(β) καλύπτει την υποβολή παραπόνου ή αιτήματος για να προβεί η διοίκηση σε διοικητική ενέργεια ή για την ανάκληση ή τροποποίηση πράξης που έχει ήδη εκδοθεί ή για την αποτροπή ή επανόρθωση ηθικής ή υλικής βλάβης∙
(γ) ...............................................................
(2) ................................................................................................................
(3) ................................................................................................................
(4) .................................................................................................................