ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 341

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 93/2009)

 

6 Ιουνίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ  ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ  ΣΤΕΓΗΣ,

Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,

ν.

 

ΑΓΙ  ΜΕΤΑΞΑ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

_________________________

 

Νόρα Χρυσομηλά (κα), για Σκορδή και Παπαπέτρου, για τους Εφεσείοντες.

Μύρια Χάματσου (κα), για Λυκούργο και Παπαδόπουλο, για τον Εφεσίβλητο.

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

_________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο διορισμός στη θέση Ανώτερου Λειτουργού στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης, (ο «Οργανισμός»), των Χρίστου Ερωτοκρίτου και Σωτήρη Φωτίου - (ενδιαφερόμενα μέρη) - από 12/7/2007, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση από τον εφεσίβλητο της Προσφυγής Αρ. 1539/07, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη.  Ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών ακυρώθηκε, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε, αφού πρώτα παραθέσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης.

 

Τα έτη 1996 - 1997, οι εφεσείοντες είχαν προκηρύξει τη θέση Λειτουργού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Α, η οποία απαιτούσε, μεταξύ άλλων προσόντων, πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Η θέση αυτή όχι μόνο δεν πληρώθηκε αλλά καταργήθηκε από το έτος 2000 και δημιουργήθηκε άλλη θέση, αυτή του Λειτουργού Α και Β, χωρίς, όμως, να υπάρχει σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας και χωρίς αυτή να προκηρυχθεί.  Στη συνέχεια και στα πλαίσια συμφωνίας με τη συντεχνία των υπαλλήλων του Οργανισμού και τη συγκατάθεση του Υπουργείου Οικονομικών, όλοι οι Λειτουργοί Β τοποθετήθηκαν στην κλίμακα του Λειτουργού Α, λαμβάνοντας τις προσαυξήσεις της εν λόγω θέσης. 

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού, η οποία είναι θέση προαγωγής, μεταξύ άλλων, απαιτεί δεκαετή, τουλάχιστον, υπηρεσία στη θέση «Λειτουργού Α και Β ή/και στις προηγούμενες θέσεις Λειτουργού Χρηματοδότησης Στέγης ή/και Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης», ως και πολύ καλή γνώση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας.

 

Κατά την εξέταση των υποψηφίων για την πλήρωση των δύο κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού, οι εφεσείοντες, ενεργώντας στη βάση νομικής συμβουλής, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Λειτουργοί Β, που τοποθετήθηκαν στην κλίμακα του Λειτουργού Α, ουσιαστικά εντάχθηκαν, για όλους τους σκοπούς, στη θέση του Λειτουργού Α και θα έπρεπε να θεωρούνται ότι προήχθησαν στη θέση αυτή και ότι την κατείχαν, θεώρησαν ότι όλοι οι Λειτουργοί Α και Β κατείχαν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λειτουργού Α, περιλαμβανομένου και του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Σημειωτέον, το Σχέδιο Υπηρεσίας του Λειτουργού Β απαιτούσε μόνο καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. 

 

Ο αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, αποδεχόμενος τη θέση του εφεσίβλητου, έκρινε ότι εσφαλμένα οι εφεσείοντες στηρίχτηκαν εξ ολοκλήρου στη Γνωμάτευση των νομικών συμβούλων του Οργανισμού, (η «Γνωμάτευση»), και δεν εξέτασαν οι ίδιοι εάν οι υποψήφιοι κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Παραγνώρισαν εντελώς την επιφύλαξη που υπήρχε στη Γνωμάτευση, ότι, δηλαδή, ούτε στον περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμο του 1980, (Ν. 43/80), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), ούτε στους περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (Διάρθρωσις και ΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1981, (Κ.Δ.Π. 167/81), (οι «Κανονισμοί»), υπάρχουν πρόνοιες για συνδυασμένες θέσεις, αντίστοιχες με αυτές που υπάρχουν στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, (Ν. 1/90) και στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμούς του 1991, (Κ.Δ.Π. 98/91).  Εφόσον, έκρινε, οι εφεσείοντες έχουν το δικό τους Νόμο και τους δικούς τους Κανονισμούς, χωρίς σ' αυτούς να γίνεται πρόνοια, σε περίπτωση κενού, εφαρμογής των προβλεπομένων στο Ν. 1/90 και στην Κ.Δ.Π. 98/91, δεν ετίθετο θέμα προαγωγής των υποψηφίων στη θέση του Λειτουργού Α.  Τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης στην οποία, αρχικά, διορίστηκαν - Λειτουργού ή Λειτουργού Β - απαιτούσαν καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, η δε θέση του Λειτουργού Α, για την οποία απαιτείτο πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, δεν υπήρχε κατά το χρόνο διορισμού τους.  Οι εφεσείοντες, κατέληξε, ενήργησαν υπό πλάνη, θεωρώντας ότι οι υποψήφιοι κάτοχοι της θέσης Λειτουργού Β, για την οποία απαιτείτο μόνο καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, κατείχαν την προβλεπόμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού πολύ καλή γνώση αυτής, επειδή, απλά, το 2000, τοποθετήθηκαν στην κλίμακα του Λειτουργού Α και λάμβαναν τις προσαυξήσεις της θέσης αυτής.  Στη βάση της κατάληξής του ότι υπήρξε όχι προαγωγή αλλά απλή τοποθέτηση στη θέση Λειτουργού Α, για σκοπούς προσαυξήσεων, απέρριψε και τη θέση των εφεσειόντων ότι η πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας τεκμαίρεται από το γεγονός ότι η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Α δεν προσβλήθηκε με προσφυγή. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, οι οποίες οδηγούσαν σε ακύρωση της απόφασης των εφεσειόντων, εξέτασε και τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου αναφορικά με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού, (ο «Διευθυντής»), και την κρίση των εφεσειόντων σε σχέση με την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους Χρίστου Ερωτοκρίτου, το οποίο προάχθηκε στη βάση της.  ΄Εκρινε τη σύσταση του Διευθυντή, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Φωτίου, πεπλανημένη.  Εφόσον, διαπίστωσε, η αξιολόγηση των υποψηφίων ήταν η ίδια τα τελευταία δέκα χρόνια, η σύσταση ήταν πεπλανημένη και η αιτιολογία που δόθηκε λανθασμένη.  Ο Διευθυντής υπερτόνισε την, κατ' ισχυρισμό, υπεροχή του ως προς τη γνώση και αντίληψη όλων των θεμάτων που αφορούν τους εφεσείοντες.    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφασή του:-

 

«Στους παρουσιασθέντες όμως διοικητικούς φακέλους υπάρχουν τα σχετικά έντυπα από τα οποία και προκύπτει η εικόνα ότι στα επί μέρους στοιχεία, για παράδειγμα, της υπευθυνότητας, της απόδοσης, της πρωτοβουλίας και ιδιαίτερα της διευθυντικής ικανότητας, ο αιτητής είχε κατά τα έτη 2002-2006 εκτιμηθεί ως 'εξαίρετος', όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Φωτίου, ενώ ο τελευταίος είχε κριθεί ως 'πολύ ικανοποιητικός' στο στοιχείο της πρωτοβουλίας που περιλαμβάνει και την προθυμία να αναλαμβάνει ευθύνες, ενώ ο αιτητής είχε κριθεί 'εξαίρετος'.  Στο στοιχείο του 'υπηρεσιακού ενδιαφέροντος', ο αιτητής κρίθηκε 'πολύ ικανοποιητικά' έναντι 'εξαίρετα' του Σ. Φωτίου.  Αυτές οι ομοιότητες, αλλά και οι διαφορές (εντός όμως της ίδιας συνολικής εικόνας των 5 'εξαίρετων' και 3 'πολύ ικανοποιητικών'), δεν έτυχαν εξειδικευμένης αναφοράς από τον Γενικό Διευθυντή κατά τις συστάσεις του, ούτε από τους καθ' ων.»

 

 

 

΄Οσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Χρ. Ερωτοκρίτου, εκτός από τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά στην αρχαιότητα εντοπιζόταν μόνο στην ημερομηνία πρόσληψής του στον Οργανισμό.  Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν έγινε, επίσης, επαρκής σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων με τέσσερις λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε με τη σειρά που αναπτύχθηκαν.

 

Λόγοι έφεσης 1 και 2:

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο διαχωρισμός τον οποίο έκαμε το πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ της «τοποθέτησης» και της «προαγωγής» είναι τεχνητός, με αποτέλεσμα η κατάληξή του για τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας σε σχέση με την κατοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας να είναι εσφαλμένη.  Τα ενδιαφερόμενα μέρη, ισχυρίζονται, από τη στιγμή που εντάχθηκαν στις θέσεις Λειτουργού Α και Λειτουργού Β, οι οποίες, με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών, έγιναν συνδυασμένες, κατείχαν αυτές για όλους τους σκοπούς και όχι μόνο για σκοπούς προσαυξήσεων.

 

Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν ευσταθούν.  Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 11 του Νόμου, το Συμβούλιο του Οργανισμού, (το «Συμβούλιο»), μπορεί να διορίζει λειτουργούς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τους Κανονισμούς.   Τα καθήκοντα και οι ευθύνες θέσεων στους εφεσείοντες αλλά και τα απαιτούμενα για διορισμό ή προαγωγή προσόντα καθορίζονται από σχέδια υπηρεσίας, που καταρτίζει το Συμβούλιο και εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών.  Σύμφωνα με τον Κ. 6(1) των Κανονισμών, οι θέσεις διαιρούνται σε θέσεις Πρώτου Διορισμού, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και Προαγωγής.  Προαγωγή υπαλλήλου σε άλλη θέση, σύμφωνα με τον Κ. 12(1) των Κανονισμών, δε γίνεται, εκτός, μεταξύ άλλων, εάν ο υποψήφιος κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.  Στο Νόμο ή τους Κανονισμούς δε γίνεται οποιαδήποτε πρόνοια για συνδυασμένες θέσεις ή για, κατ' αναλογία, εφαρμογή των προβλεπομένων σε σχέση με αυτές στο Ν. 1/90 ή την Κ.Δ.Π. 98/91, όπου, βέβαια, και πάλι, η προαγωγή δε συντελείται με τη συμπλήρωση και μόνο της προβλεπόμενης υπηρεσίας, αλλά απαιτείται βεβαίωση από τον Προϊστάμενο του Τμήματος ως προς την ικανοποίηση των οποιωνδήποτε άλλων απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Η απουσία πρόβλεψης στο Νόμο ή τους Κανονισμούς συνδυασμένων θέσεων δεν μπορεί, καθ' οιονδήποτε τρόπο, να δικαιολογήσει την εισήγηση των εφεσειόντων σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι, δηλαδή, αυτά, επειδή εντάχθηκαν στη θέση Λειτουργού Α και έπαιρναν τις προσαυξήσεις της, προήχθησαν στην εν λόγω θέση και, συνεπώς, κατείχαν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Με βάση το θεσμικό πλαίσιο των εφεσειόντων, δεν παρεχόταν δυνατότητα προαγωγής τους.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ένταξη, μετά τη συμφωνία του 2000, των υποψηφίων που κατείχαν τη θέση Λειτουργού Β στην κλίμακα του Λειτουργού Α ήταν απλή τοποθέτηση, για σκοπούς προσαυξήσεων. 

 

Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε, για πρώτη φορά, ενώπιόν μας, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Φωτίου, ότι, δηλαδή, αυτό κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, επειδή το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Λογιστικού Λειτουργού, την οποία κατείχε, προβλέπει το προσόν αυτό, δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον αυτός δεν προβλήθηκε πρωτόδικα.  Ανεξάρτητα από αυτό, οι εφεσείοντες δεν εξέτασαν την περίπτωσή του στη βάση των πιο πάνω.  Θεώρησαν ότι και αυτό κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, επειδή κατείχε τη θέση Λειτουργού Α.  Συνεπώς, υπάρχει και στην περίπτωσή του θέμα μη δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 3:

Ο λόγος αυτός αφορά στη διαπίστωση του πεπλανημένου της σύστασης του Διευθυντή.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν ανεπίτρεπτη, επειδή οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις του εφεσίβλητου και των ενδιαφερομένων μερών, τα τελευταία χρόνια, ήταν οι ίδιες.  Η σύσταση, υπέβαλαν, δεν έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε συγκεκριμένη αξιολόγηση των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των ετών που λήφθηκαν υπόψη.  Αντίθετα, αυτή στηρίζεται στη γνώση και αντίληψη του ενδιαφερομένου μέρους για όλα τα θέματα που αφορούν τον Οργανισμό και της, εκ τούτου, δυνατότητάς του να αντικαταστήσει επάξια τους Διευθυντές, σε περίπτωση απουσίας τους.

 

Ανάλογα ισχυρίζονται και τα ενδιαφερόμενα μέρη.    

 

Ο εφεσίβλητος, κατ' επίκληση των αποφασισθέντων στην Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης διαπίστωσης, επισημαίνοντας ότι δεν είναι επιτρεπτό να αναγνωρίζονται υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου ιδιότητες για θέματα τα οποία έχουν, ήδη, αξιολογηθεί, και να αναδεικνύεται αυτός ως καταλληλότερος από άλλους υποψήφιους οι οποίοι έχουν αξιολογηθεί ισάξια.

 

Συμφωνούμε με τα αποφασισθέντα στην Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), τα οποία εδώ τυγχάνουν εφαρμογής.  Στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής, συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος Φωτίου, επεσήμανε την υπεροχή του έναντι των άλλων υποψηφίων, στη βάση, ήδη, ισάξια με τον αιτητή αξιολογημένων στοιχείων της επαγγελματικής αξίας.  Η αναφορά του Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί «... να χειριστεί με επάρκεια κάθε πρόβλημα που μπορεί να προκύψει στον Οργανισμό και να αντικαταστήσει επάξια τους Διευθυντές κατά την απουσία τους.  ...» εμπίπτει στα στοιχεία της υπευθυνότητας, του υπηρεσιακού ενδιαφέροντος και της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας.  Συνεπώς, είναι ορθή η εκτίμηση του αδελφού μας Δικαστή ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αφού αντίκειται προς το περιεχόμενο των φακέλων. 

 

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 4:

Αφορά στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να προβούν σε επαρκή σύγκριση των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων.  Με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά του Συμβουλίου, ημερομηνίας 11/7/2007, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω διαπίστωση είναι εσφαλμένη:-

 

«΄Οσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων, το Συμβούλιο σημείωσε ότι κάποιοι υποψήφιοι κατέχουν προσόντα πέραν του απαραίτητου προσόντος του πτυχίου πανεπιστημίου.  Επειδή όμως το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης δεν προνοεί ότι οποιοδήποτε προσόν θα θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν ή ως πλεονέκτημα, έκρινε ότι τα προσόντα αυτά δεν μπορούν να παρακάμψουν την αξία στην περίπτωση του κ. Φωτίου και τη σημαντική αρχαιότητα στην περίπτωση του κ. Ερωτοκρίτου.»

 

 

 

Κατέχουν:  το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Φωτίου Πτυχίο Ανώτατης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Αθηνών) (Τμήμα Διοικήσεως Επιχειρήσεων), το ενδιαφερόμενο μέρος Χρ. Ερωτοκρίτου Πτυχίο Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών (Τμήμα Οικονομικών Επιστημών) και ο εφεσίβλητος BSc Engineering (University College London) και MSc in Architecture (Building Economics and Management) (University College London).  Τα πιο πάνω προσόντα των υποψηφίων ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και συνυπολογίστηκαν.  Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή, έχουμε την άποψη ότι, από το απόσπασμα των πρακτικών που έχουμε παραθέσει, προκύπτει ότι το Συμβούλιο προέβη σε επαρκή σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων.  ΄Οτι μερικοί εκ των υποψηφίων είχαν πρόσθετα προσόντα, τα οποία, όμως, δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα, το έλαβε υπόψη του, σημειώνοντας, ταυτόχρονα, ότι αυτά δεν μπορούσαν να παρακάμψουν την, κατά τα άλλα, υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών.  Δεν ήταν υποχρεωμένο να αναφερθεί στα πρόσθετα προσόντα του κάθε υποψηφίου με λεπτομέρεια.

 

Εσφαλμένη φαίνεται να είναι και η διαπίστωση σε σχέση με την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους Σ. Φωτίου, ότι, δηλαδή, αυτό έπεται σε αρχαιότητα του εφεσίβλητου.  Το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς προκύπτει από το φάκελό του, διορίστηκε στη θέση του Λογιστικού Λειτουργού την 1/7/1982, ο δε εφεσίβλητος την 9/4/1987 στη θέση Διοικητικού Λειτουργού.  Μετά το διορισμό τους στις πιο πάνω θέσεις, δεν υπήρξε οργανική μεταβολή.  Οι όποιες τοποθετήσεις ή μετονομασίες στις θέσεις δε μεταβάλλουν την αρχαιότητά τους.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 4 ευσταθεί.

 

Η έφεση, ενόψει της αποτυχίας των λόγων έφεσης 1, 2 και 3, απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

 

 

                                                                  Π. Αρτέμης, Π.

                                                                 

 

 

 

                                                                  Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Κ. Κληρίδης, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο