ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 178

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Aναφορά 1/2012

Αναφορικά με το άρθρο 140 του Συντάγματος.

 

2 Απριλίου, 2013

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Π., Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ,

Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Κ. ΚΛΗΡΙΔΗ,

Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ,

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΔΔ.

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Αιτητής,

και

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ΄ης η αίτηση.

---------------------

 

Γ. Σεραφείμ,  για τον αιτητή.

Λ. Λουκαϊδης, για την καθ΄ης η αίτηση

 

Η Γνωμάτευση  του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

 

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Με την παρούσα Αναφορά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητά τα πιο κάτω:

 

«Γνωμάτευση κατά πόσο «ο Περί Υδρογονανθράκων (Αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2012» και/ή οποιοδήποτε μέρος και/ή διάταξη αυτού βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος με κάθε μία ξεχωριστά ή όλες μαζί ή συνδυασμό αυτών με τις διατάξεις των Άρθρων 41, 46, 47, 48, 50, 51, 54, 57, 58, 59, 112, 113, 115, 116, 117, 122, 127, 128, και 179(1)(2) του Συντάγματος και/ή προς την κατοχυρωμένη αρχή (entrenched principle) του Συντάγματος της διάκρισης μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και διοίκησης/διοικητικής λειτουργίας και/ή της κατοχυρωμένης αρχής (entrenched principle) του Συντάγματος του ανεπίτρεπτου και ασυμβίβαστου διπλής ιδιότητας από πρόσωπα με την ταυτόχρονη άσκηση από αυτά αφενός αμερολήπτου, έξω από οποιοδήποτε πολιτικό χώρο, διοικητικής εξουσίας και/ή ανεξάρτητης εξουσίας και, αφετέρου, πολιτικής εξουσίας και/ή βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.»

 

Οι βουλευτές Αβέρωφ Νεοφύτου, Λευτέρης Χριστοφόρου και Γεώργιος Γεωργίου του Δημοκρατικού Συναγερμού, Δημήτρης Συλλούρης του Ευρωπαϊκού Κόμματος και Ζαχαρίας Κουλίας, βουλευτής Αμμοχώστου, κατέθεσαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων Πρόταση Νόμου, με τίτλο «ο περί Υδρογονανθράκων (Αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2011», ο οποίος τροποποιούσε τον περί Υδρογονανθράκων (Αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) Νόμο του 2007.

 

Τελικά, η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθέτησε την Πρόταση Νόμου και ψήφισε το σχετικό Τροποποιητικό Νόμο του 2012.  Ο Νόμος ανεπέμφθη στη Βουλή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με βάση το Άρθρο 51(1) του Συντάγματος και αφού ο Νόμος επανεξετάσθη από την Ολομέλεια της Βουλής, απεφασίσθη όπως η Βουλή εμμείνει στην προηγούμενη απόφασή της.

 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, να καταχωρήσει την παρούσα Αναφορά μέσω του δικηγόρου κ. Γ. Σεραφείμ.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Βουλής των Αντιπροσώπων πρόβαλε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι, εφόσον νομικός σύμβουλος του κράτους είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος προφανώς αρνήθηκε να αναλάβει την καταχώρηση και προώθησή της Αναφοράς, δεν εδικαιούτο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αναθέσει σε ιδιώτη δικηγόρο την υπόθεση.

 

Τα γεγονότα, όπως τα εξέθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Προέδρου, κ. Σεραφείμ και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την άλλη πλευρά, ήταν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, κ. Πέτρος Κληρίδης, είχε επιμεληθεί τον επίδικο Νόμο και παρέδωσε στη Βουλή ένα κείμενο, που κατά την άποψη του, ήταν συνταγματικό.  Ο Πρόεδρος όμως διαφώνησε και, με την συγκατάθεσή του Γενικού Εισαγγελέα ζήτησε και την άποψη του κ. Αλέκου Μαρκίδη, αλλά τελικά ο κ. Πέτρος Κληρίδης δεν έδωσε άδεια, όταν του ζητήθηκε, στον κ. Μαρκίδη για να προχωρήσει με Αναφορά, λέγοντας, κατά την εισήγηση του κ. Σεραφείμ, ότι δεν δίδει σε κανένα ιδιώτη τέτοια άδεια, αφού διαφωνεί και αφού θεωρεί ότι ο ίδιος είχε επιμεληθεί το Νόμο, ούτε ο ίδιος είχε δικαίωμα να καταχωρήσει την Αναφορά, αλλά ούτε και κανένας άλλος. 

 

Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό για να καταλήξουμε πως η προδικαστική αυτή ένσταση πρέπει να απορριφθεί.

 

Το δικαίωμα αναφοράς στο Ανώτατο Δικαστήριο διασφαλίζεται από το Άρθρο 140 του Συντάγματος.  Το γεγονός ότι σύμφωνα με το Άρθρο 113 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καθίσταται ο νομικός σύμβουλος του Προέδρου, δε συνεπάγεται, κατά την κρίση μας, και υποχρέωση εκ μέρους του Προέδρου να δεχθεί την άποψή του, ιδιαιτέρως όπου, όπως στην παρούσα περίπτωση, αυτό θα του στερούσε δικαίωμα που έχει, με βάση το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Εφόσον μεν ο Γενικός Εισαγγελέας είχε επεξεργασθεί το κείμενο του υπό κρίση Νόμου και θεωρούσε αυτό ως συνταγματικό, έκρινε  ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να καταχωρήσει και να προωθεί την Αναφορά.  Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκπροσωπηθεί από άλλο δικηγόρο της επιλογής του, για να ασκήσει το συνταγματικό του δικαίωμα.  Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Όπως έχει νομολογηθεί σε πολλές υποθέσεις, συμπεριλαμβανόμενης και της Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ.3) 1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 «η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου . . . σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος.  Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό.  Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος»

 

Στην παρούσα περίπτωση, στον καθορισμό του θέματος , επί του οποίου ζητείται η Γνωμάτευση, δεν περιλαμβάνονται τα συγκεκριμένα άρθρα του Τροποποιητικού Νόμου, για τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι αντίθετα με πρόνοιες του Συντάγματος.  Εντούτοις, τα άρθρα αυτά προκύπτουν από τον πίνακα που συνοδεύει την Αναφορά, το περιεχόμενο του οποίου και παραθέτουμε:

 

«1.  Σε συνδυασμό και με όσα αναλυτικά αναφέρονται στην παράγραφο 2 κατωτέρω του παρόντος Πίνακα, τα Άρθρα 2, 4 και 6 του επίδικου Νόμου του περί Υδρογονανθράκων (αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) (Τροποποιητικός) Νόμου του 2012» (εφεξής ο «επίδικος Νόμος») παραβιάζουν την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, αφού κατά παράβαση των προνοιών του Συντάγματος, ως κατωτέρω στην παράγραφο 2 της παρούσης αναλυτικά επεξηγείται, η Βουλή των Αντιπροσώπων, αφαίρεσε αποφασιστικής αρμοδιότητας πολιτειακή/πολιτική εξουσία από την εκτελεστική εξουσία (Υπουργό/Υπουργικό Συμβούλιο) και την εναπόθεσε σε άλλο συνταγματικά ανύπαρκτο και αναρμόδιο όργανο (Τεχνική Επιτροπή).

 

2.  Τα Άρθρα 2, 4 και 6  του επίδικου Νόμου είναι έκαστο και όλα μαζί αντισυνταγματικά, διότι:

2.1 αφαιρούν-κατά αντίθεση και ασυμφωνία με το Σύνταγμα και κατά παραβίαση του άρθρου 179 του Συντάγματος - από την εκτελεστική εξουσία και, συγκεκριμένα, από τον αρμόδιο κατά το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας εκάστοτε Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και/ή το Υπουργικό Συμβούλιο (Άρθρα 58 και 54 του Συντάγματος αντίστοιχα) την αποφασιστικής φύσεως ύψιστη πολιτική και/ή πολιτειακή αρμοδιότητα και ευθύνη διαπραγμάτευσης των όρων και προϋποθέσεων σύναψης συμβολαίου με αιτητή/αιτητές αναφορικά με χορήγηση άδειας έρευνας υδρογονανθράκων και άδεια εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (θέμα που αφορά, μεταξύ άλλων, μείζον οικονομικό θέμα και θέμα ασφάλειας  και γενικής ή ειδικής πολιτικής), καθώς και να αποφασίζει εάν και πότε τέτοια διαπραγμάτευση κρίνεται επιτυχής ή όχι, και την εναποθέτει σε νέο όργανο (Τεχνική Επιτροπή), το οποίο απαρτίζεται από Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων (ή εκπροσώπους τους), ανεξάρτητα κατά Σύνταγμα όργανα που δεν ασκούν εκτελεστική εξουσία (Γενικό Λογιστή, Γενικό Εισαγγελέα ή εκπροσώπους τους), Διευθυντές Τμημάτων και/ή Υπηρεσιών (ή εκπροσώπους τους) Υπουργείων και με ενεργώς παρακαθήμενο και συμμετέχοντα τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

 

2.2. Περαιτέρω δε, οι πιο πάνω πρόνοιες του Άρθρου 6 του επίδικου Νόμου παραβιάζουν σωρευτικά, συνδυασμένα αλλά και κάθε ένα ξεχωριστά:

 

2.2.1 τα άρθρα 54, 58 του Συντάγματος (όσον αφορά την αφαίρεση αρμοδιοτήτων),

2.2.2. την κατοχυρωμένη αρχή (entrenched principle) του Συντάγματος της διάκρισης μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και διοίκησης/διοικητικής λειτουργίας και/ή της κατοχυρωμένης αρχής (entrenched principle) του Συντάγματος του ανεπίτρεπτου και ασυμβίβαστου διπλής ιδιότητας από πρόσωπα με την ταυτόχρονη άσκηση από αυτά αφενός αμερολήπτου, έξω από οποιοδήποτε πολιτικό χώρο, διοικητικής εξουσίας και/ή ανεξάρτητης εξουσίας (λόγω της ανάθεσης εξέχουσας σημασίας εκτελεστικής εξουσίας και αποφασιστικής αρμοδιότητας σε Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων-κατά παράβαση του άρθρου 122 του Συντάγματος- και σε ανεξάρτητες κατά Σύνταγμα αρχές και, συγκεκριμένα, τον Γενικό Εισαγγελέα, Γενικό Λογιστή και/ή Γενικό Ελεγκτή),

2.2.3. το άρθρο 59 σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Συντάγματος αναφορικά με τις προαναφερόμενες ανεξάρτητες αρχές (αφού ουσιαστικά καλούνται να ασκήσουν καθήκοντα Υπουργού ενώ κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή θέση), ενώ

2.2.4 παραβιάζονται οι πρόνοιες των άρθρων 112 και113 σε συνδυασμό με τα άρθρα 54 και 58 του Συντάγματος (αναφορικά με την φύση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα και τις αρμοδιότητες του),

2.2.5 παραβιάζονται τα άρθρα 115 και 116 σε συνδυασμό με τα άρθρα 54 και 58 του Συντάγματος (αναφορικά με την φύση του θεσμού του Γενικού Ελεγκτή και τις αρμοδιότητες του-αλλά και το άρθρο 117, όταν καλείται ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής να ασκήσει αρμοδιότητες του Γενικού Ελεγκτή σύμφωνα με τον επίδικο Νόμο),

2.2.6 παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 127 του Συντάγματος (αναφορικά με την φύση και τις αρμοδιότητες του Γενικού Λογιστή-αλλά και το άρθρο 128 όταν καλείται ο Βοηθός Γενικός Λογιστής να ασκήσει αρμοδιότητες του Γενικού Λογιστή σύμφωνα με τον επίδικο Νόμο),

2.2.7 παραβιάζονται οι πρόνοιες των άρθρων 46 (διασφάλιση της εκτελεστικής εξουσίας από τον Πρόεδρο) σε συνδυασμό με τα άρθρα 54 και 58 του Συντάγματος και/ή

2.2.8. το άρθρο 48 σε συνδυασμό με τα άρθρα 54 και 58 του Συντάγματος (αφού επηρεάζεται το δικαίωμα αρνησικυρίας ή αναπομπής του Προέδρου της Δημοκρατίας αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου -βλ. Άρθρα 50 και 57 του Συντάγματος-, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η διαπραγμάτευση και λήψη αποφασιστικής αρμοδιότητας αποφάσεων για άδειες υδρογονανθράκων ως ανωτέρω επεξηγήθηκε).

 

3.     άνευ βλάβης των ανωτέρω, τα Άρθρα 2, 4 και 6 του επίδικου Νόμου παραβιάζει την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, αφού κατά παράβαση του Συντάγματος, ως ανωτέρω αναλυτικά επεξηγήθηκε, η Βουλή των Αντιπροσώπων, αφαίρεσε αποφασιστικής αρμοδιότητας πολιτειακή/πολιτική εξουσία από την εκτελεστική εξουσία (Υπουργό/Υπουργικό Συμβούλιο) και την εναπόθεσε σε άλλο συνταγματικά ανύπαρκτο και αναρμόδιο όργανο (Τεχνική Επιτροπή).

4.     Επειδή η ανάθεση της αρμοδιότητας για την διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του περί Υδρογονανθράκων Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών καθώς και των όρων των αδειών που εκδίδονται δυνάμει του εν λόγω Νόμου, στους «εξουσιοδοτημένους λειτουργούς», ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 58 του Συντάγματος η αρμοδιότητα της εκτέλεσης των νόμων και των δυνάμει αυτών εκδιδομένων Κανονισμών απονέμεται στον αρμόδιο Υπουργό, το άρθρο 7 του επίδικου Νόμου εκφεύγει των ορίων της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος Νομοθετικής Εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και παραβιάζει την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

5.     Το άρθρο 7 του επίδικου Νόμου-κατά αναλογία των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1 των γεγονότων, ανωτέρω- θεσπίστηκε κατά παράβαση του Άρθρου 58 του Συντάγματος βάσει πρότασης νόμου και συνεπάγεται την αφαίρεση Συνταγματικά προβλεπομένων αρμοδιοτήτων από του Υπουργούς και την ανάθεσή τους σε «εξουσιοδοτημένους  λειτουργούς, οι οποίοι, μάλιστα, είναι και πρόσωπα που συμμετέχουν στην λήψη αποφάσεων (διαπραγμάτευση) που καλούνται να ελέγξουν.  Το άρθρο 7 του επίδικου Νόμου, επειδή βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς τα Άρθρα  46, 54, 58 και 61 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο και προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος.

6.     Το άρθρο 9 του επίδικου Νόμου (και ως άρρηκτα συνδεδεμένο με το άρθρο 6 του επίδικου Νόμου) καταργεί συνταγματικώς ανεπίτρεπτα και ασύμφωνα προς τα άρθρα 54 και/ή 58 του Συντάγματος και της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, κανονιστική πράξη και, συγκεκριμένα, τον Κανονισμό 7 των περί Υδρογονανθράκων (Αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) Κανονισμών του 2007, ΚΔΠ 51/07 και/ή συγκρούεται με τις καθιερωμένες αρχές που διέπουν την επεξεργασία και τον νομοτεχνικό έλεγχο νομοθετικών κειμένων.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

 

(Η έμφαση είναι δική μας)

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος που καταχώρησε την Αναφορά εκ μέρους του Προέδρου κος Γ. Σεραφείμ, προέβη σε μία ενδελεχή μελέτη του θέματος και έρευνα επί του προκειμένου και εξέθεσε με σαφήνεια ενώπιόν μας, τόσο γραπτώς, όσο και προφορικά, τις θέσεις του, τονίζοντας ότι οι επιδιωκόμενες τροποποιήσεις στερούν μείζονα εξουσία, που με βάση το Σύνταγμα θα πρέπει να έχει η Εκτελεστική Εξουσία και την αναθέτουν σε «Τεχνική Επιτροπή» και παραβιάζουν τις πάγιες αρχές διάκρισης μεταξύ των εξουσιών και ιδιαίτερα, μεταξύ της Πολιτικής Εξουσίας και της Διοικητικής Λειτουργίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Βουλής κ. Λ. Λουκαϊδης, αντέκρουσε τις πιο πάνω θέσεις, παρέθεσε τις αρχές κρίσης συνταγματικότητας νόμου και επιχειρηματολόγησε  ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει αντισυνταγματικότητα, είτε σε σχέση με συγκεκριμένο Άρθρο του Συντάγματος, ή αναφορικά με παραβίαση των Αρχών της Διάκρισης των Εξουσιών και μεταξύ της Πολιτικής Εξουσίας και της Διοικητικής Λειτουργίας. 

 

Σχετικές επί του προκειμένου είναι και οι Αναφορές 5/10 και 6/10 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 7.11.11.  Στην απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Aνωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

 

«Τα νομικά  σημεία στα οποία βασίζεται ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας, εκ μέρους του Αιτητή, είναι βασικά τα εξής:

 

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας διακρίνει σαφώς μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης της χώρας.  Πολιτικό αξίωμα είναι κάθε αξίωμα που συνεπάγεται πρωτογενή άσκηση κρατικής εξουσίας.  Η άσκηση πολιτικής εξουσίας από την μια και διοίκησης από την άλλη, από το ίδιο πρόσωπο ή όργανο, όπως προνοείται από τους επίδικους νόμους, συγκρούεται με το πνεύμα και τη δομή του Κυπριακού Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις υπό το φως των γεγονότων των υπό εξέταση Αναφορών.  Θεωρούμε ότι το Κυπριακό Σύνταγμα κάμνει διάκριση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της διοικητικής λειτουργίας.  Απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους.  Υπάρχει συνταγματική, δηλαδή, επιταγή, αναγνωρισμένη από την νομολογία μας, για την τήρηση της αρχής της λειτουργίας των Δημοσίων Υπηρεσιών μακριά από την πολιτική επιρροή.  Αυτή η συνταγματική επιταγή και η προαναφερόμενη διάκριση μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας αναγνωρίστηκαν στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, από την απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

Ακόμα στην υπόθεση Pavlou v. Returning Officer and Others (1987) 1 C.L.R. 252 αναγνωρίστηκε η διάκριση μεταξύ κρατικής πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας.  Πολιτικό αξίωμα είναι εκείνο το οποίο συνεπάγεται πρωτογενώς την άσκηση κρατικής λειτουργίας.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Έχοντας κατά νουν τις προαναφερόμενες αυθεντίες, κρίνουμε πως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας πράγματι κάνει διάκριση μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και διοίκησης.  Αυτή η διάκριση, κατά την εκτίμησή μας, θα πρέπει να θεωρηθεί ως βασισμένη σε κατοχυρωμένη αρχή (entrenched principle) του Συντάγματος μας, η οποία προσδιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένες και ρητές διατάξεις του Συντάγματος μας, και σε όσα αυτές οι διατάξεις συνεπάγονται.»

 

Με βάση το άρθρο 4(1) του υφιστάμενου Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία ορισμού του χώρου που διατίθεται για την αναζήτηση, εξερεύνηση και παραγωγή υδρογονανθράκων, ενώ με το άρθρο 4(3) το Υπουργικό Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα για λόγους εθνικής ασφάλειας να αρνείται σε φορείς πρόσβαση σε  περιοχές ή και δραστηριότητα ως ανωτέρω. 

 

Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 6 του Νόμου, η Συμβουλευτική Επιτροπή (η οποία τώρα αντικαθίσταται με την Τεχνική Επιτροπή) προβαίνει σε μελέτη και αξιολόγηση των αιτήσεων και συμβουλεύει αναλόγως τον αρμόδιο Υπουργό για οποιαδήποτε θέματα προκύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου.

 

Επίσης, οι όροι αξιολόγησης και τα κριτήρια αξιολόγησης των αιτήσεων τίθενται από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το άρθρο 12 του Νόμου, σε συνδυασμό με το Άρθρο 54 του Συντάγματος.  Όλα τα δικαιώματα και η αποφασιστική αρμοδιότητα για την παροχή, την αναστολή, την ανάκληση και ακύρωση άδειας, ανήκουν στο Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση το άρθρο 20 του Νόμου.

 

Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις του υφιστάμενου Νόμου, ο Υπουργός και το Υπουργικό Συμβούλιο διατηρούν σε όλα τα στάδια αποφασιστική  και όχι απλώς εγκριτική αρμοδιότητα.  Άλλωστε, ο Υπουργός έχει, με βάση το Άρθρο 58 του Συντάγματος, την σχετική Εκτελεστική Εξουσία  και ευθύνη για ότι αφορά θέματα του Υπουργείου του. 

 

Με τον προτεινόμενο τροποποιητικό νόμο, καταργείται η Συμβουλευτική Επιτροπή και στη θέση της καθιδρύεται Τεχνική Επιτροπή, η σύνθεση της οποίας παραμένει ουσιαστικά η ίδια, με την προσθήκη του Γενικού Λογιστή ή εκπροσώπου του και του δικαιώματος να παρακάθηται  ως παρατηρητής ο Γενικός Ελεγκτής, αλλά η ουσία είναι ότι με το προτεινόμενο νέο εδάφιο 3 του άρθρου 8, η Τεχνική Επιτροπή αποκτά το αποκλειστικό δικαίωμα διαπραγμάτευσης των όρων και των προνοιών συμβολαίων για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.  Παραμένει μόνο στον Υπουργό, εφόσον η Τεχνική Επιτροπή κρίνει ότι μία διαπραγμάτευση είναι επιτυχής, να ενημερωθεί σχετικά και να υποβάλει στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόφαση της Τεχνικής Επιτροπής για έγκριση, απόρριψη ή παραπομπή  στην Τεχνική Επιτροπή για περαιτέρω διαπραγμάτευση.

 

Είναι έτσι προφανής από τα πιο πάνω η παραβίαση της αρχής της διάκρισης μεταξύ της Πολιτικής Εξουσίας και της Διοικητικής Λειτουργίας, αλλά  και της διάκρισης των εξουσιών, διότι η τυχόν τελική έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι απλώς διαπιστωτική και χωρίς ουσία, εφόσον η διαπραγμάτευση  και οι όροι των συμβολαίων γίνονται αποκλειστικά από την Τεχνική Επιτροπή, χωρίς ο Υπουργός ή το Υπουργικό Συμβούλιο να μπορούν να διαπραγματευτούν οι ίδιοι.

 

Από δε την έκθεση της Πρότασης Νόμου, διαφαίνεται ότι σκοπός του νόμου είναι η στέρηση των εξουσιών της Πολιτικής και Εκτελεστικής Εξουσίας, που τους παρέχονται από τα σχετικά Άρθρα του Συντάγματος σε ένα μείζον θέμα άσκησης Πολιτικής Εξουσίας.  Όπως αναφέρεται στην Πρόταση Νόμου, σκοπός της είναι «ο έλεγχος και η σωστή εκτίμηση των συμβολαίων σε θέματα υδρογονανθράκων» και ότι έτσι «διασφαλίζεται επίσης ότι η ευθύνη για τέτοια εργασία δεν θα την έχει ο εκάστοτε Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού γιατί η θέση του Υπουργού είναι πολιτική».

 

Γνωματεύουμε πως τα άρθρα 2, 4, 6, 7 και 9 του επίδικου νόμου είναι αντίθετα με τις πρόνοιες των Άρθρων 46,  54 και 58 του Συντάγματος και οδηγούν σε παραβίαση της Συνταγματικής Επιταγής της Αρχής της Διάκρισης μεταξύ Πολιτικής Εξουσίας και Διοικητικής Λειτουργίας και είναι ασύμφωνες με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.     

 

 

 

 

Π. Αρτέμης, Π.

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

Μ. Νικολάτος, Δ.

 

Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

Κ. Κληρίδης, Δ.

 

Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο