ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 102/2009)
14 Μαρτίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Κωνσταντινίδης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή 10/4/2003, συγκεκριμένη οικοδομή του τελευταίου στο χωριό Κόρνος της επαρχίας Λάρνακας, κηρύχθηκε με βάση το άρθρο 18 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 (όπως τροποποιήθηκε), ως ετοιμόρροπη και συνιστώσα κίνδυνο για τους διερχομένους. Θα πρέπει να πούμε πως η οικοδομή, για την οποία γίνεται λόγος, είναι ένα δωμάτιο - γκαράζ, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του αποβιώσαντος πατέρα του εφεσείοντα και πως ο εφεσείων είναι διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του. Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι στην επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης, το τεμάχιο επί του οποίου βρίσκεται το ακίνητο αναφερόταν με τον αριθμό 110, αντί 210, που είναι ο ορθός αριθμός του τεμαχίου.
Τη νομιμότητα της απόφασης της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας, ο εφεσείων αμφισβήτησε με διοικητική προσφυγή, μετά την καταχώριση της οποίας η Επαρχιακή Διοίκηση με επιστολή της ημερομηνίας 11/7/2003, του απηύθυνε νέα ειδοποίηση κατεδάφισης με τον ορθό αυτή τη φορά αριθμό τεμαχίου. Η διοικητική προσφυγή που άσκησε ο εφεσείων απορρίφθηκε στις 20/10/2004.
Αντιδρώντας ο εφεσείων προσέφυγε με επιτυχία στο Ανώτατο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η μονογραφή του Υπουργού και η αναγραφή της ημερομηνίας «20/10», δίπλα από τις λέξεις «Κύριε Υπουργέ» σε σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού, δεν ήταν δυνατό να δεικνύει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη αρμοδίως, έκαμε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απορριπτική απόφαση του Υπουργού. (Χωματένου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 9/2005, ημερομηνίας 13/2/2006).
Την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 9/2005, ακολούθησε ανάκληση της απόφασης του Υπουργού και ακολούθως επανεξέταση της διοικητικής προσφυγής του εφεσείοντα, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου στις 21/8/2006. Η σχετική απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα στις 24/10/2006. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 5/11/2006, ο εφεσείων απηύθηνε επιστολή προς τον Υπουργό, στην οποία ανέφερε ότι δεν του είχε κοινοποιηθεί η διεξαγωγή επανεξέτασης της ιεραρχικής του προσφυγής. Παράλληλα, παραπονείτο ότι η επισκευή της οικοδομής είναι πολυδάπανη και ως εκ τούτου, θα έπρεπε να του είχε δοθεί η δυνατότητα να θέσει τους λόγους για τους οποίους η οικοδομή δεν είναι επικίνδυνη.
Εναντίον της εκ νέου απόρριψης της διοικητικής προσφυγής του, ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, καταχωρώντας την προσφυγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση (Προσφυγή 5/2007).
Στην απόφαση του ο αδελφός Δικαστής που εξέτασε τη νέα προσφυγή του εφεσείοντα, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης, απέρριψε μία προς μία τις θέσεις που ο τελευταίος είχε προωθήσει στα πλαίσια των εκεί προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ταυτόσημες με τις θέσεις που προώθησε ενώπιον μας στα πλαίσια των έξι λόγων έφεσης, με τους οποίους αμφισβητεί την ορθότητα της επί του προκειμένου κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, συνιστά το προϊόν δέουσας έρευνας και δεν ελήφθη υπό καθεστώς νομικής ή πραγματικής πλάνης. Οι θέσεις που ο εφεσείων προώθησε στα πλαίσια των τεσσάρων αυτών λόγων έφεσης, στην ουσία τους συμπλέκονται και αλληλοκαλύπτονται, ενώ παράλληλα οι ισχυρισμοί που ο εφεσείων προβάλλει έχουν το ίδιο ουσιαστικά νομικό και πραγματικό υπόβαθρο. Συνεπώς θα εξετάσουμε τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης μαζί.
Παραπονείται ο εφεσείων ότι ουδέποτε προσδιορίστηκε με σαφήνεια από τη διοίκηση το τεμάχιο επί του οποίου βρισκόταν η ετοιμόρροπη οικοδομή, ούτε και ποτέ του κοινοποιήθηκε το πιστοποιητικό έρευνας που η διοίκηση είχε εξασφαλίσει από τις αρχές του Κτηματολογίου και στο οποίο το εν λόγω τεμάχιο αναφέρεται με τον ορθό αριθμό, φέροντας ως ιδιοκτήτη τον πατέρα του.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι, η μεν παράλειψη της διοίκησης να προσδιορίσει με σαφήνεια τον αριθμό του τεμαχίου, επενέργησε ανασταλτικά στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, καθότι του στέρησε την ευκαιρία να θέσει στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής του τις δικές του θέσεις, ο δε Υπουργός παίρνοντας ως δεδομένο ότι το πιστοποιητικό έρευνας του Κτηματολογίου είχε κοινοποιηθεί και συνεπώς του ήταν γνωστό, λαμβάνοντας την επίδικη απόφαση ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα, καθότι στηρίχτηκε επί ανύπαρκτου γεγονότος.
Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα είναι αβάσιμη. Το θέμα του αριθμού του τεμαχίου στο οποίο βρίσκεται η οικοδομή η οποία κρίθηκε ετοιμόρροπη, ξεκαθάρισε κατά τρόπο σαφή και τελεσίδικο με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση 9/2005. Όπως πολύ ορθά ο αδελφός μας Δικαστής επισημαίνει στην εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφασή του, η απόφαση στην Υπόθεση 9/2005 καταλήγει ότι η οικοδομή είναι κτισμένη στο τεμάχιο 210 και όχι στο τεμάχιο 110, όπως λανθασμένα αναφερόταν αρχικά στην επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης. Επίσης στο πιστοποιητικό έρευνας που η Διοίκηση εξασφάλισε από τις αρχές του Κτηματολογίου, το σωστό τεμάχιο διευκρινίζεται με κόκκινο μελάνι, πολύ περισσότερο όμως γίνεται ως αποδεκτό το γεγονός ότι το τεμάχιο στο οποίο βρίσκεται η ετοιμόρροπη οικοδομή είναι ιδιοκτησία του πατέρα του εφεσείοντα και πως ο εφεσείων είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του, στην οποία περιουσία περιλαμβάνεται και το συγκεκριμένο τεμάχιο. Συνεπώς, πολύ ορθά, κατά τη γνώμη μας, ο αδελφός Δικαστής με αναφορά στο σημείωμα του ανώτερου διοικητικού λειτουργού στο οποίο στηρίχτηκε ο αρμόδιος Υπουργός για να καταλήξει στην απόφαση του και στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά τόσο στον λανθασμένο, όσο και στον ορθό αριθμό τεμαχίου, όπως και στο γεγονός ότι ο εφεσείων είναι ο διορισμένος διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του, καταλήγει ότι πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα μπορούσε, αν επιθυμούσε, να εξασφαλίσει πιστοποιητικό έρευνας από το Κτηματολόγιο, ο εφεσείων, ως διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του «είχε υποχρέωση να γνωρίζει ή να είναι σε θέση να εντοπίσει ποια είναι η εγγεγραμμένη επ' ονόματι του πατέρα του περιουσία και όχι να επιζητεί, στην ουσία, άλλοθι και δικαιολογίες».
Στα πλαίσια πάντα των πρώτων τεσσάρων λόγων έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται επίσης, παράπονο το οποίο εντάσσει στο ευρύτερο πλαίσιο της θέσης του περί ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, απουσίας αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα, ότι η ιεραρχική προσφυγή του απορρίφθηκε χωρίς να έχει προηγουμένως εξεταστεί εκ νέου η απόφαση της διοίκησης.
Σύμφωνα με την πάγια αρχή της νομολογίας μας, σκοπός της ιεραρχικής προσφυγής δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου. Το ιεραρχικά ανώτερο όργανο δεν δεσμεύεται με οποιοδήποτε τρόπο με την απόφαση του κατώτερου οργάνου. Στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής η υπόθεση εξετάζεται εξ' υπαρχής (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, E. Kyriakou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1207 και Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΔΕΠΑ) Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837).
Στην κρινόμενη περίπτωση, ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση 9/2005, ο αρμόδιος Υπουργός ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του.
Στα πλαίσια της επανεξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του εφεσείοντα που ακολούθησε, υποβλήθηκε στον αρμόδιο Υπουργό σημείωμα που ετοιμάστηκε από συγκεκριμένο ανώτερο διοικητικό λειτουργό, στον οποίο είχε ανατεθεί από τον Υπουργό, δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται στον τελευταίο από το άρθρο 18(2) του Κεφ. 96, η εξέταση θεμάτων που προβάλλοντο στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής. Στο εν λόγω σημείωμα παρατίθενται τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα και επισύρεται η προσοχή του Υπουργού στη διαπίστωση στην οποία κατέληξε ο Επαρχιακός Μηχανικός του Τμήματος Δημοσίων Έργων κατόπιν που επιθεώρησε την οικοδομή που βρίσκεται στο τεμάχιο 210 στον Κόρνο ο ίδιος, ότι η εν λόγω οικοδομή είναι ετοιμόρροπη και χρήζει επιδιόρθωσης.
Έχουμε την άποψη ότι η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι,
"Η διαπίστωση από τον Επαρχιακό Μηχανικό περί του ακατάλληλου της οικοδομής δεν πρόκειται να αλλάξει. Αναφέρεται σε διαπίστωση της πραγματικής επί τόπου κατάστασης, όπως για παράδειγμα στο ότι η στέγη είναι κατασκευασμένη με κεραμίδια και ο πισινός τοίχος έχει καταρρεύσει."
είναι, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, ορθή και την υιοθετούμε, όπως ορθή είναι και η διαπίστωση ότι,
"Περαιτέρω πρόκειται για τεχνικό θέμα στο οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει. Συνεπώς κάτω από τις περιστάσεις, δεν νοείται νέα εξέταση της απόφασης της Επαρχιακής Διοίκησης.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι ο αιτητής υποχρεούται είτε να προβεί σε επιδιόρθωση της οικοδομής είτε σε κατεδάφιση της. Μάλιστα η απαίτηση του αιτητή προς τον Υπουργό την οποία έθεσε με την επιστολή του 5.11.2006, ότι δηλαδή επειδή ενδεχόμενη επιδιόρθωση στοιχίζει πολύ, αξιώνει να του δοθεί η ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους η οικοδομή δεν αποτελεί κίνδυνο για κανένα, κρίνεται ως απαράδεκτη."
Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Οποιοδήποτε κενό που η απουσία αιτιολογίας ενδεχομένως να δημιουργεί, μπορεί να πληρωθεί με στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της». (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220 και η σχετική νομολογία στην οποία η απόφαση παραπέμπει). Αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι το κατά πόσο η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί με το αντικείμενο της έρευνας παράγοντες. Η έρευνα, όπως και η συλλογή στοιχείων, μπορεί να ανατεθεί από το διορίζον όργανο σε άλλο όργανο, εφόσον στόχος είναι η συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών γεγονότων. (Γ. Χριστοδούλου κ.ά. ν. Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 180).
Έχουμε την άποψη ότι, ενόψει όλων όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω, οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα στην κρινόμενη περίπτωση, για έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο, που προβάλλονται στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1-4, κρίνονται ως έκδηλα αβάσιμοι. Συνακόλουθα, ως έκδηλα αβάσιμη και ανεδαφική κρίνεται και η θέση του περί εσφαλμένης επί του προκειμένου κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία επίσης απορρίπτεται. Ιδιαίτερα σε σχέση με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί πλάνης περί το Νόμο, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε τις πρόνοιες του άρθρου 15Α του Νόμου[1] στις οποίες παραπέμπει και η πρωτόδικη απόφαση, οι οποίες προβλέπουν ότι σε περίπτωση επικίνδυνων οικοδομών είναι επιβεβλημένη η λήψη μέτρων προς άρση του κινδύνου. Περαιτέρω, οι εν λόγω πρόνοιες προβλέπουν και τη διαδικασία που πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να τηρηθεί.
Δεν μας έχει διαφύγει ότι ο εφεσείων συναρτά τον ισχυρισμό του περί ελλιπούς έρευνας και με τη θέση του ότι, στην περίπτωση του, είχε παραβιασθεί το δικαίωμα του να ακουστεί. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και συνεπώς στερήθηκε της ευκαιρίας να θέσει ενώπιον της διοίκησης τους λόγους για τους οποίους η οικοδομή δεν είναι επικίνδυνη. Ο εφεσείων βασίζει το συγκεκριμένο δικαίωμα του στις πρόνοιες του άρθρου 18 του Κεφ. 96[2]. Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι η συγκεκριμένη θέση ηγέρθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, πλην όμως η επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί. Παρά ταύτα, θεωρούμε σκόπιμο όπως παραπέμψουμε στις πρόνοιες του εδαφίου 2 του εν λόγω άρθρου, από την ανάγνωση των οποίων προκύπτει ότι ο Νόμος εναποθέτει στον Υπουργό διακριτική ευχέρεια να ζητήσει να ακούσει το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή σχετικά με τους λόγους που προβάλλει, και όχι υποχρέωση. Οι απόψεις του εφεσείοντα τέθηκαν με την ιεραρχική προσφυγή και λήφθηκαν υπόψη από το αρμόδιο όργανο.
Η πιο πάνω κατάληξη μας αναπόφευκτα σφραγίζει και τη μοίρα του λόγου έφεσης 5, στα πλαίσια του οποίου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και συνεπώς η περί αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε ότι ο εφεσείων τόσο στα πλαίσια αιτιολογίας του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, όσο και στα πλαίσια του περιγράμματος του, σε ένα μεγάλο βαθμό συναρτά το συγκεκριμένο λόγο έφεσης με τη θέση του περί παράλειψης της διοίκησης να προσδιορίσει με σαφήνεια το τεμάχιο επί του οποίου βρισκόταν η ετοιμόρροπη οικοδομή. Έχουμε ήδη ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη θέση του εφεσείοντα πιο πάνω, στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 1-4 και για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, την απορρίψαμε ως έκδηλα αβάσιμη. Απορρίψαμε επίσης ως έκδηλα αβάσιμο τον ισχυρισμό του περί παραβίασης του δικαιώματος του να ακουστεί, με τον οποίο συναρτά σε κάποιο βαθμό τη θέση του περί παραβίασης της χρηστής διοίκησης. Θεωρούμε περιττό να επαναλάβουμε τα όσα έχουμε ήδη επί του προκειμένου αναφέρει, τα οποία και υιοθετούμε.
Ως αποτέλεσμα, ούτε ο λόγος έφεσης 5 μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον έκτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «το δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν υπήρχε πρακτικό της Διοίκησης πρέπει να απορριφθεί», περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι αυτός δεν έχει προωθηθεί και συνεπώς θεωρούμε ότι έχει εγκαταλειφθεί και ως εκ τούτου, δεν θα μας απασχολήσει. Συνακόλουθα και ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ
[1]15Α.-(1) Όταν κάποια αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη ότι οποιαδήποτε οικοδομή, κατοικημένη ή όχι, η οποία βρίσκεται στην περιοχή της αρμοδιότητας αυτής, είναι σε τέτοια κατάσταση ώστε να γίνεται επικίνδυνη για τα πρόσωπα που διαμένουν σε αυτή ή στη γειτονική οικοδομή ή για τους διερχόμενους, ή για τις γειτονικές οικοδομές, και ότι είναι επιβεβλημένη η λήψη μέτρων για άρση του τέτοιου κινδύνου, η αρμόδια αυτή αρχή δύναται να εκδώσει την απόφαση για αυτό, οπότε και θα ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) η αρμόδια αρχή, με έγγραφη ειδοποίηση της που επιδίδεται στον ιδιοκτήτη, πληροφορεί αυτόν για την απόφαση που λήφθηκε καθώς και για τους λόγους οι οποίοι υποστηρίζουν την απόφαση αυτή, και καλεί αυτόν όπως εντός προθεσμίας που καθορίζεται στην ειδοποίηση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν είναι μικρότερη των τριών ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης (η προθεσμία αυτή αναφέρεται στο άρθρο αυτό ως "καθορισμένη προθεσμία") να επισκευάσει, απομακρύνει, προστατεύσει, ή να περιφράξει, την οικοδομή και γενικά όπως λάβει όλα τα μέτρα που καθορίζονται στην ειδοποίηση, τα οποία κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής θα ήταν επαρκή για την άρση κάθε κινδύνου που απορρέει από τέτοια οικοδομή.
(β) αν μετά την επίδοση της ειδοποίησης στον ιδιοκτήτη αυτός δεν συμμορφωθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας με τις απαιτήσεις που περιέχονται σε αυτή, η αρμόδια αρχή δύναται να μεριμνήσει για τη διενέργεια τέτοιων έργων ως ήθελε κριθεί κατάλληλα για την επισκευή, απομάκρυνση, προστασία ή περίφραξη, ή για την πραγματοποίηση των μέτρων που καθορίζονται στην ειδοποίηση, και τα έξοδα αυτών θα καταβάλλονται από τον ιδιοκτήτη, δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικώς με αγωγή ως αστικό χρέος:
Νοείται ότι δεν είναι δυνατή η λήψη οποιουδήποτε μέτρου δυνάμει της παραγράφου αυτής, αναφορικά με οικοδομή η οποία χρησιμοποιείται ως κατοικία χωρίς διάταγμα του Δικαστηρίου που επιτρέπει είσοδο σε τέτοια οικοδομή και τη λήψη των μέτρων που προτείνονται, τηρουμένου κάθε Διαδικαστικού Κανονισμού το Διάταγμα αυτό εκδίδεται κατόπι διαδικασίας που αρχίζει με αίτηση διά κλήσεως σύμφωνα με τους οικείους δικονομικούς κανόνες.
[2] 18.-(2) Ο Υπουργός Εσωτερικών εξετάζει αμέσως κάθε προσφυγή που γίνεται σ' αυτόν, και αν, σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση ήθελε θεωρήσει αυτό αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει ή με άλλο τρόπο δίνει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή. Ο Υπουργός αποφασίζει σε κάθε προσφυγή το ταχύτερο και κοινοποιεί αμέσως την απόφαση του στον προσφεύγοντα:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του να εξετάσει ορισμένα θέματα που προβάλλονται στην προσφυγή και να υποβάλει σ' αυτόν το πόρισμα της εξέτασης αυτής προτού ο Υπουργός εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή.