ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 68
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ.97/09
(Υπόθεση Αρ. 1594/07)
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β.Ε. ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ων η αίτηση.
― ― ― ―
Κ. Κακουλλή (κα) για Χ. Δημητριάδη, για εφεσείοντες
Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα) με ασκούμενη δικηγόρο Χριστίνα Μάρκου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Τα γεγονότα και το ιστορικό της υπόθεσης εκτίθενται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση, στην οποία παραπέμπει και στο περίγραμμα αγόρευσης η δικηγόρος των εφεσιβλήτων. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολούνται με τη βιομηχανική παρασκευή αλλαντικών και κρεατοπαρασκευασμάτων.
Το Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2004-2005 περιλάμβανε Πρόγραμμα για την Ενθάρρυνση της Βελτίωσης και Ανάπτυξης της Μεταποίησης και Εμπορίας Γεωργικών Προϊόντων - Μέτρο 1.2. αυτό, αποτελούσε πρόγραμμα χορηγηιών συγχρηματοδοτούμενο κατά 50% από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και κατά 50% από εθνικούς πόρους. Φορέας υλοποίησης του Προγράμματος ορίστηκε αρμοδίως το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού («το Υπουργείο»).
Η πρώτη προκήρυξη του Μέτρου 1.2. έγινε το Μάϊο του 2004 και εγκρίθηκαν συνολικά 117 επιχειρήσεις για συνολική χορηγία ύψους 116,6 εκ. Η δεύτερη προκήρυξη του Μέτρου 1.2 έγινε τον Ιούλιο του 2005.
Οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για χορηγία με βάση την πρώτη προκήρυξη του Προγράμματος τον Ιούνιο 2004. Το επενδυτικό τους πρόγραμμα ήταν συνολικού ύψους ΛΚ1.089.090 και αφορούσε βελτιώσεις κτιρίων και αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού. Η αίτηση εγκρίθηκε και στις 23.1.2006 υπογράφηκε η σχετική Συμφωνία Δημόσιας Χρηματοδότησης για παραχώρηση χορηγίας ύψους ΛΚ297.187.
Οι αιτητές, μετά τη δεύτερη προκήρυξη του μέτρου υπέβαλαν νέα αίτηση στις 14.9.2005 για ανακατασκευή του εργοστασίου τους στον Υψωνα που καταστράφηκε από φωτιά καθώς και για την αγορά νέων μηχανημάτων και εξοπλισμού συνολικού ύψους ΛΚ8.400.508.
Το Υπουργείο ζήτησε από τους αιτητές να υποβάλουν πρόσθετα στοιχεία προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση της αίτησης τους. Τα εν λόγω στοιχεία υποβλήθηκαν από τους αιτητές με επιστολές τους ημερ. 19.10.2005 και 25.11.2005 αντίστοιχα.
Η δεύτερη προκήρυξη διαλάμβανε την πιο κάτω περιοριστική πρόνοια:
«Υπάρχει πιθανότητα το ανώτατο ποσό χορηγίας ανά επιχείρηση για την δεύτερη προκήρυξη να ορισθεί στις Λ.Κ.300.000(510.000) Ευρώ, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Επίσης και στις περιπτώσεις ομίλων εταιρειών υπάρχει πιθανότητα η χορηγία να συμψηφίζεται έτσι ώστε η χορηγία που θα δικαιούνται όλες οι εταιρείες του ομίλου να μην ξεπερνά τις Λ.Κ.300.000(510.000 Ευρώ). Επιχειρήσεις που εξασφάλισαν χορηγία πέραν του πιο πάνω αναφερόμενου ποσού από την πρώτη προκήρυξη του Προγράμματος δεν έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης κατά τη δεύτερη προκήρυξη. Επιχειρήσεις που εξασφάλισαν χορηγία λιγότερη των Λ.Κ.300.000 (510.000 Ευρώ) μπορούν να υποβάλουν αίτηση αλλά το ύψος της συνολικής χορηγίας και για τις δύο προκηρύξεις δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό αυτό. Για όλα τα πιο πάνω δεν υπάρχει τελική επίσημη απόφαση αλλά είναι ενδεχόμενο να εφαρμοστούν κατά την πορεία εφαρμογής του προγράμματος.»
Στη συνεδρία ημερ. 13.12.06 διαπιστώθηκε ότι το διαθέσιμό ποσό δεν επαρκούσε για κάλυψη των αναγκών των αιτήσεων που θα εξασφάλιζαν βαθμολογία πέραν των 60 μονάδων. Η Υπηρεσία Βιομηχανικής Ανάπτυξης, ως η αρμόδια για την εφαρμογή του προγράμματος, αποφάσισε όπως ανασταλεί η εξέταση των αιτήσεων που επηρεάζονται από τη πιο πάνω πρόνοια για την οποία ζητήθηκε γνωμάτευση από την αρμόδια Διεύθυνση της ΕΕ πριν ενεργοποιηθεί.
Μετά την ενημέρωση από το Υπουργείο, ότι η σχετική πρόνοια εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησης και βαθμολόγησης των αιτήσεων, σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 6.7.07, αποφάσισε, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Οι αιτήσεις των εταιρειών που κατά την πρώτη προκήρυξη του Προγράμματος εγκρίθηκαν για χορηγία πέραν των ΛΚ300.000 δεν θα αξιολογηθούν/βαθμολογηθούν.
Η αίτηση της εταιρεία ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΒΕ ΛΤΔ δεν θα αξιολογηθεί/βαθμολογηθεί αφού κατά την 1ην προκήρυξη του Προγράμματος εγκρίθηκε για χορηγία ύψους ΛΚ297.187. Το υπόλοιπο της επένδυσης που απαιτείται για να εξασφαλίσει τη διαφορά της χορηγίας μέχρι ΛΚ300.000 δηλαδή ποσό ΛΚ2.813 απαιτεί επένδυση ΛΚ7.032, που είναι χαμηλότερη από την ελάχιστη επένδυση που απαιτείται για την υποβολή αίτησης (ελάχιστο ύψος επένδυσης €30.000 ή ΛΚ17.558).»
Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση της Διαχειριστικής Αρχής του Σχεδίου Αγροτικής ανάπτυξης καθώς και για την πιο πάνω απόφαση με επιστολή ημερ. 28.8.07.»
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-αιτητές προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 19.5.2009, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους εναντίον της απόφασης της διοίκησης, για μη παραχώρηση χορηγίας σε αυτούς με βάση τη δεύτερη προκήρυξη του σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης 2004-2006 Μέτρο 1.2. Στην ουσία οι τρεις λόγοι έφεσης επαναλαμβάνουν τους λόγους ακυρότητας, στους οποίους βασίστηκε και η προσφυγή, εξαιρουμένου του λόγου αντισυνταγματικότητας ο οποίος απορρίφθηκε και δεν εφεσιβλήθηκε, και είναι οι ακόλουθοι:
Πρώτος λόγος Έφεσης
Εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος ακύρωσης ότι η απόφαση λήφθηκε με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή ότι η αίτηση των Εφεσειόντων εσφαλμένα εξετάστηκε με το καθεστώς που ίσχυε μετά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου εξέτασης της αίτησης τους και/ή ότι εφαρμόστηκε πρόνοια στην οποία δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης
Εσφαλμένα δεν εξέτασε και/ή απέρριψε το Δικαστήριο τη θέση των Εφεσειόντων ότι η απόφαση λήφθηκε με πλάνη καθ΄ότι το Σχέδιο τελικά δεν τροποποιήθηκε κατά τον τρόπο που υπονοεί η προσβληθείσα απόφαση του Εφεσίβλητου.
Τρίτος Λόγος Έφεσης
Εσφαλμένα απέρριψε το Δικαστήριο το λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση βασίζεται σε πραγματική πλάνη και/ή εσφαλμένη αντίληψη των προνοιών του Σχεδίου αγροτικής Ανάπτυξης και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι δικαιολογημένα αποφασίστηκε η αίτηση των Εφεσειόντων με βάση την εγκριθείσα και όχι την εξασφαλισθείσα χορηγία και/ή ότι η κρίση ότι είχε όντως σημασία το ελάχιστο ύψος επένδυσης του απαιτείτο με βάση το Σχέδιο και όχι το πραγματικό ύψος της επένδυσης για την οποία αξιούσαν οι Εφεσείοντες χορηγία.»
Η πάγια αρχή της νομολογίας είναι ότι η διοίκηση εξετάζει και αποφασίζει μία αίτηση από ένα πολίτη με το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά την ημέρα της εξέτασης της αίτησης, εκτός εάν υπάρχει καθυστέρηση πέραν εύλογου χρόνου για να επιληφθεί της αίτησης η αρμόδια αρχή. Τούτο, βασικά, υποβάλλουν οι εφεσείοντες-αιτητές με την έφεσή τους, ισχυριζόμενοι ότι πράγματι υπήρξε καθυστέρηση πέραν του εύλογου χρόνου. Είχαν καταθέσει την αίτηση τους πριν την εφαρμογή της σχετικής πρόνοιας και οι εφεσίβλητοι όφειλαν να την εξετάσουν αμέσως και όχι να εξετάσουν κατά προτεραιότητα αιτήσεις που υποβλήθηκαν από αιτητές που πρώτη φορά υπέβαλλαν τέτοια αίτηση.
Περαιτέρω, εισηγήθηκαν ότι οι ενέργειες των εφεσιβλήτων έγιναν κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, καθώς και ότι ενήργησαν κατά πλάνη, καθόσον, όπως λέγουν, το σχέδιο και μετά την τροποποίηση του συνεχίζει «να ορίζει ρητά ότι οι αιτήσεις εξετάζονται κατά προτεραιότητα και μέχρι εξαντλήσεως του προϋπολογισμού». Είναι προφανές ότι οι αιτήσεις που θα έμεναν ανεπηρέαστες από την εφαρμογή της πρόνοιας, δηλαδή εκείνες όσων αιτητών δεν είχαν αποταθεί προηγουμένως, εξετάστηκαν κατά προτεραιότητα και χωρίς καθυστέρηση, ενώ, υπό το φως του δεδομένου της αναμενόμενης σχετικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το θέμα, αφέθηκαν να εξετασθούν αργότερα, γεγονός που προκάλεσε την αργοπορία.
Ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ενεργοποίηση και εφαρμογή της επίμαχης πρόνοιας κατέστη αναγκαία για την «ορθολογική και δίκαιη διαχείριση του προγράμματος προκειμένου να υπάρξει ορθότερη κατανομή των περιορισμένων πόρων χρηματοδότησης της δεύτερης προκήρυξης σε περισσότερους δικαιούχους».
Περαιτέρω, το Δικαστήριο ορθά παρατηρεί ότι η εξουσία του Υπουργού και της αρμόδιας Διαχειριστικής Αρχής να ενεργοποιήσει την επίμαχη πρόνοια της παραγράφου 12 θα επηρέαζε την εξέλιξη της αίτησης των αιτητών, και οι αιτητές γνώριζαν και ήσαν ενημερωμένοι όταν υπέβαλαν την αίτηση τους για όλους τους όρους και είχαν αποδεχθεί την πρόνοια, χωρίς να έχουν καταληφθεί εξ απροόπτου. Έτσι, κρίνουμε ότι η καθυστέρηση δεν οφειλόταν σε κωλυσιεργία ώστε να θεωρηθεί ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση εντός ευλόγου χρόνου και κατά συνέπεια κρίνουμε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Αντίθετα, η πορεία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή και δίκαιη γιατί έδιδε την ευκαιρία και σε άλλους αιτητές να επωφεληθούν χορηγίας για πρώτη φορά και κατά προτεραιότητα, σε αντίθεση με όσους είχαν ήδη ευνοηθεί από χορηγίες της πρώτης προκήρυξης. Το ότι ζητήθηκαν περαιτέρω στοιχεία από τους εφεσείοντες δεν αποτελούσε οποιαδήποτε δέσμευση των εφεσίβλητων για τελική έγκριση, αλλά ήταν στοιχεία που απαιτούνταν για περαιτέρω εξέταση της αίτησης.
Περαιτέρω, κρίνουμε και εμείς ότι η ανάγκη ενεργοποίησης της πρόνοιας ήταν απαραίτητη, καθότι για να ικανοποιηθούν όλες οι αιτήσεις απαιτείτο πενταπλάσιο ποσό από το διαθέσιμο, εξ ου και μεσολάβησε μία προσπάθεια περαιτέρω πιστώσεων για σκοπούς χρηματοδότησης, που απέβηκε άκαρπη. Τότε ήταν, δηλαδή το Δεκέμβριο του 2006, που ζητήθηκε η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ανώτατο ποσό των Λ.Κ.300.000, η οποία και δόθηκε τον Ιούλιο του 2007.
Κάτω από τις συνθήκες, όπως τις περιγράφει και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, συμφωνούμε με αυτό ότι δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη στο σκεπτικό που ακολούθησαν οι εφεσίβλητοι για να απορρίψουν την αίτηση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π. Ε. Παπαδοπούλου, Δ. Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ. Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/Χ.Π.