ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 29
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[AΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στες]
11 Φεβρουαρίου, 2013
ΒΑΣΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ,
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - - - -
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα
Λ.Ουστά, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Εφεσίβλητη
-------- ----------- --------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι υποψίες που υπήρχαν σε βάρος του εφεσείοντα, ο οποίος υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στη θέση Βοηθού Φοροθέτη (Φόρου Εισοδήματος) στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, για δόλια κατοχή αδασμολογήτων εμπορευμάτων, οδήγησε, στις 2 Μαρτίου 2004, στη δίμηνη διαθεσιμότητα του. Ταυτοχρόνως, η μισθοδοσία του είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Πριν τη λήξη της δίμηνης περιόδου, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών πληροφόρησε την ΕΔΥ ότι είχε αρχίσει η ποινική δίωξη του αιτητή, με βάση την ποινική υπόθεση αρ.7371/2004, που καταχωρήθηκε στις 29 Απριλίου 2004. Ως αποτέλεσμα τούτου, ο εφεσείων τέθηκε εκ νέου σε διαθεσιμότητα, που άρχισε στις 30 Απριλίου 2004, μέχρι τη λήξη της ποινικής υπόθεσης. Η μισθοδοσία του και πάλι είχε μειωθεί, κατά το ήμισυ, για την εν λόγω περίοδο. Με παραδοχή του ιδίου σε 6 συνολικά κατηγορίες, του επιβλήθηκε στις 7 Αυγούστου 2006, πρόστιμο £8,800.
Η ΕΔΥ στηριζόμενη στις πρόνοιες του άρθρου 84 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90), ζήτησε γνωμοδότηση από το Γενικό Εισαγγελέα εάν και κατά πόσο, τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, ενείχαν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Η απάντηση που δόθηκε από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα με επιστολή ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 2006, υπογεγραμμένη από την Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Τούλα Πολυχρονίδου, ήταν θετική. Στη συνέχεια, ο εφεσείων κλήθηκε ενώπιον της ΕΔΥ, στις 16 Νοεμβρίου 2006. Υπέβαλε τις παραστάσεις του, συνοδευόμενος από το δικηγόρο του, ο οποίος είχε αγορεύσει για μετριασμό της ποινής και τελικώς η ΕΔΥ, στις 20 Νοεμβρίου 2006, επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή του υποβιβασμού της μισθολογικής του κλίμακος και την τοποθέτηση του στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α7. Ταυτοχρόνως, αποφασίστηκε η μη επιστροφή των απολαβών του εφεσείοντα που είχαν κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του. Το ποσό που κατακρατήθηκε για την περίοδο της αρχικής του διαθεσιμότητας, ήτοι της περιόδου 2 Μαρτίου 2004 μέχρι 30 Απριλίου 2004 που αφορούσε την αρχική πειθαρχική έρευνα εναντίον του, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, επιστράφηκε στον εφεσείοντα. Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα της επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού, όπως επίσης και την κατακράτηση και μη καταβολή των απολαβών του, για την περίοδο της διαθεσιμότητας του. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε όλα τα επιχειρήματα τα οποία είχαν προταθεί και ως αποτέλεσμα τούτου, την προσφυγή.
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση η οποία εδράζεται σε 5 συνολικά λόγους, οι οποίοι είναι, ως επί το πλείστον, επανάληψη των ιδίων θεμάτων τα οποία είχαν εγερθεί και πρωτοδίκως.
Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή εστιάζεται στη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί, με βάση το άρθρο 84 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90), «ο Νόμος». Παραθέτουμε το κείμενο του εν λόγω άρθρου για σκοπούς πληρέστερης εικόνας.
«84. - (1) Όταν δημόσιος υπάλληλος καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε, δεν ασκηθεί έφεση η Επιτροπή λαμβάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και του δικαστηρίου στο οποίο τυχόν ασκήθηκε έφεση.
(2) Μέσα σε προθεσμία που θα καθοριστεί, μέχρις ότου δε η προθεσμία αυτή καθοριστεί μέσα σε δυο εβδομάδες από τη λήψη του αντίγραφου των πρακτικών της διαδικασίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή ζητά τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο το αδίκημα ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφαίνεται πάνω σ΄αυτό το γρηγορότερο και σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης η Επιτροπή, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία να ακουστεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.»
΄Ηταν επί του προκειμένου, η εισήγηση του κ.Αγγελίδη ότι η γνωμοδότηση που δόθηκε από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και συγκεκριμένα από την Εισαγγελέα Τούλα Πολυχρονίδου, έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες της πιο πάνω παραγράφου (2), του άρθρου 84 του Νόμου. Δεν υπάρχει δυνατότητα εκχώρησης εξουσίας σε λειτουργό της νομικής υπηρεσίας από τη στιγμή που με σαφήνεια η συγκεκριμένη πρόνοια, απαιτεί όπως δοθούν οι απόψεις του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υποστήριξε ο συνήγορος.
Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε, βασιζόταν στο γεγονός ότι η όποια γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, από τη στιγμή που ήταν επιβαρυντική και ως εκ τούτου δυσμενής για τον εφεσείοντα, έπρεπε, με βάση τις πρόνοιες του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1989, Ν.158(Ι)/89, και συγκεκριμένα του άρθρου 43 να κληθεί ο αιτητής ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα για να εκφράσει τη δική του θέση. Αν γινόταν αυτό ενδεχομένως, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως είπε, να ήταν διαφορετική.
Το τρίτο θέμα στο οποίο επικέντρωσε την προσοχή του ο συνήγορος, άπτεται της δεσμίας, όπως την χαρακτήρισε, εξουσίας της ΕΔΥ να προχωρήσει και να επιβάλει πειθαρχική ποινή στον εφεσείοντα χωρίς περαιτέρω έρευνα, από τη στιγμή που δόθηκε η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα.
Το τελευταίο σκέλος των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα εδράζονται στις πρόνοιες του άρθρου 84 του Ν.1/90 και ειδικότερα έγινε εισήγηση ότι η επιβολή στον εφεσείοντα πειθαρχικής ποινής, αντιβαίνει προς τις πρόνοιες του Συντάγματος γιατί ο αιτητής τιμωρήθηκε δύο φορές, για το ίδιο αδίκημα.
Το τελευταίο επιχείρημα που πρόβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα έχει σχέση με τη σύνθεση της ΕΔΥ και την απουσία συμμετοχής του Ανδρέα Κενεβέζου, μέλους της Επιτροπής. ΄Ηταν λανθασμένη εισηγήθηκε ο κ.Αγγελίδης η κατ΄επιλογήν μη συμμετοχή του κ.Κενεβέζου, κατά τη λήψη της απόφασης για επιβολή της πειθαρχικής ποινής.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε με τη δική της αγόρευση του συνόλου της πρωτόδικης απόφασης εισηγούμενη την απόρριψη της έφεσης.
Θα προχωρήσουμε με την εξέταση, κατ΄αρχήν, της νομιμότητας της γνωμοδότησης, η οποία νομοτύπως ζητήθηκε από την ΕΔΥ, κατ΄εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 84(2) του Νόμου. Όπως είναι διατυπωμένη η σχετική πρόνοια, είναι έκδηλο ότι η ΕΔΥ επιζητά την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με την ερμηνεία του αδικήματος για το οποίο έχει βρεθεί ένοχος και καταδικαστεί ένας δημόσιος υπάλληλος με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (1) του άρθρου 84. Για να προχωρήσει η ΕΔΥ στην περαιτέρω ακρόαση της υπόθεσης και την επιβολή πειθαρχικής ποινής, θα πρέπει να έχει τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα.
Όπως αναλύεται στη πρωτόδικη απόφαση, ο Γενικός Εισαγγελέας, ως ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας, με βάση τις πρόνοιες του Συντάγματος και συγκεκριμένα στο ΄Αρθρο 112 και επόμενα, προϊσταται και είναι μέλος «της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας». Ταυτοχρόνως, ο Γενικός Εισαγγελέας δυνάμει των προνοιών του ΄Αρθρου 113 του Συντάγματος είναι «ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας» και άλλων αξιωματούχων του κράτους. Η άσκηση των λειτουργιών του Γενικού Εισαγγελέα εμπίπτει μεν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κατόχου του αξιώματος, πλην, όμως, αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων του ως νομικού συμβούλου του κράτους και τη συνακόλουθη παροχή γνωμοδοτήσεων, ορθώς, κατά τη γνώμη μας, αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι, από τη σχετική διατύπωση του εν λόγω ΄Αρθρου, η ύπαρξη της νομικής υπηρεσίας, της οποίας ο ίδιος προϊσταται, ευλόγως συνάγεται ότι η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, της παροχής νομικής συμβουλής, μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε μέλος της υπηρεσίας αυτής, ενεργούντος κατ΄εξουσιοδότηση και εντός των πλαισίων των σχετικών οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα. Η εν λόγω επιστολή, για την οποία γίνεται λόγος και βρίσκεται στο παράρτημα 10 της Ενστάσεως που κατατέθηκε πρωτοδίκως, η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κα.Πολυχρονίδου, υπέγραψε «για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας». Συνακόλουθα, δεν βρίσκουμε έρεισμα στον πρώτο λόγο έφεσης.
Η παροχή του δικαιώματος ακρόασης στον εφεσείοντα που, όπως εισηγήθηκε με το δεύτερο λόγο έφεσης ο συνήγορος του, έπρεπε να προηγηθεί της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 84 του Νόμου, ο Γενικός Εισαγγελέας, και συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση επί τούτου, δεν ασκεί οποιαδήποτε διοικητική ή πειθαρχική δραστηριότητα στην προκείμενη περίπτωση, έτσι ώστε, να μπορεί να γίνει επίκληση του δικαιώματος ακρόασης. Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται από πλευράς εφεσείοντα, ότι στο πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης, από την ΕΔΥ, το όργανο που είχε, δυνάμει του Νόμου, εξουσία επιβολής πειθαρχικής ποινής, ο αιτητής κλήθηκε, εμφανίστηκε με δικηγόρο και ο τελευταίος είχε την ευκαιρία να αγορεύσει για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Συνακόλουθα και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Υποστηρίχθηκε, όπως έχουμε σημειώσει, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι η εξουσία της ΕΔΥ ήταν «δεσμία», λόγω της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή γιατί, από το ίδιο το κείμενο της πρόνοιας της παραγράφου 2 του άρθρου 84, η εξέταση και επιβολή πειθαρχικής ποινής ενεργοποιείται μετά που ο δημόσιος υπάλληλος έχει καταδικαστεί από δικαστήριο της Δημοκρατίας. Η ΕΔΥ με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 2 ενεργεί μετά τη λήψη των πρακτικών της διαδικασίας. Συναφώς, ούτε αυτός ο λόγος έχει οποιονδήποτε έρεισμα.
Αναφορικά με το θέμα της «διπλής τιμωρίας» του εφεσείοντα, η αναφορά που γίνεται από τον αδελφό μας δικαστή που εκδίκασε την υπόθεση, και ιδιαιτέρως η αναφορά του ότι η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της ποινικής καθότι η κάθε μια από αυτές εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό, είναι ορθή. Κάμνοντας αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στις σελ.363, 364 ο εκδικάσας δικαστής αναλύει την έννοια της διαφοροποίησης που υπάρχει μεταξύ ποινικής ευθύνης, και της δυνατότητας επιβολής και πειθαρχικής ποινής μετά από μια ποινική καταδίκη. Καταλήγει δε η απόφαση με το εξής, με το οποίο συμφωνούμε.
«Ακριβώς διότι ο υπάλληλος του δημοσίου πρέπει να διακατέχεται από τις αρετές εκείνες που είναι αυτονόητες για τη θέση του, ώστε να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κοινού προς τη δημοσία διοίκηση, είναι επιτρεπτό να τιμωρείται πειθαρχικά εκείνος ο υπάλληλος ο οποίος διαπράττει αδίκημα το οποίο έχει τα στοιχεία της έλλειψης τιμιότητας και της ηθικής αισχρότητας».
Με τον επόμενο λόγο έφεσης αμφισβητείται η νομιμότητα της συνθέσεως της ΕΔΥ και συγκεκριμένα της μη συμμετοχής του κ.Κενεβέζου, όταν επιβλήθηκε στον εφεσείοντα η πειθαρχική του ποινή. Αναλύεται σε έκταση στην πρωτόδικη απόφαση η αναγκαιότητα παρουσίας όλων των συμμετεχόντων, σε μια διαδικασία, μελών, πολυμελούς οργάνου. Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μη συμμετοχή του κ.Κενεβέζου, από τη στιγμή που δεν είχε λάβει μέρος στην προηγούμενη διαδικασία, κατά την οποία ο εφεσείων, μέσω του δικηγόρου του υπέβαλε τις παραστάσεις του, ήταν η ενδεδειγμένη. Είναι εύστοχη η παρατήρηση ότι, αν τελικώς ο κ.Κενεβέζος ελάμβανε μέρος στην τελική διαμόρφωση της ποινής, χωρίς να είχε ακούσει τα όσα ανέφερε ο συνήγορος, θα υπήρχε κακή σύνθεση.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.