ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/09
(Υπόθεση Αρ. 1661/06)
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡIΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
και
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Εφεσίβλητος-Καθ΄ου η αίτηση.
― ― ― ―
Σάββας Αγγελίδης με Γ. Ζαχαρία (κα), για εφεσείοντα
Ν. Στυλιανού-Λοττίδη(κα), για εφεσίβλητο
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα πιο κάτω:
«Ο αιτητής, πρώην μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, κατηγορήθηκε πειθαρχικά ότι ενώ του είχε στις 2.1.06 γνωστοποιηθεί μετάθεση στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας, δεν παρουσιάστηκε στο καθήκον του μέχρι και τις 26.3.06, ενώ την ίδια ημερομηνία δηλαδή στις 2.1.06, όταν ο λοχίας αρ. 4062 Κ. Αγαθαγγέλου επικοινώνησε μαζί του για να τον ρωτήσει γιατί δεν είχε παρουσιαστεί, ο αιτητής χρησιμοποίησε σ΄απάντηση αισχρή, υβριστική και προσβλητική γλώσσα.
Ακολούθησε στις 26.5.06 με πλειοψηφική απόφαση η επιβολή της ποινής της απόλυσης από την Πειθαρχική Επιτροπή προς την οποία αποστάληκε προς εκδίκαση η υπόθεση, λόγω της σοβαρότητος των κατηγοριών στη βάση απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον αιτητή, το δε Συμβούλιο Εφέσεων στις 27.7.06, μετά από σχετική παράθεση των γεγονότων και εξέταση των νομικών σημείων που ηγέρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή, απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας και την ποινή που επιβλήθηκε.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την διοικητική απόφαση.
Στην παρούσα έφεση, ο εφεσείων προβάλλει δύο λόγους: Πρώτον ότι έσφαλλε το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε «ότι η συμμετοχή του Αρχηγού Αστυνομίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του εφεσείοντα-αιτητή μπορούσε να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για την αμερόληπτη κρίση του οργάνου» και, δεύτερον, ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική.
Όπως φαίνεται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου, η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, με το να εξετάσει το φάκελο και το πόρισμα της πειθαρχικής υπόθεσης και να προαποφασίσει ότι τα αδικήματα που είχαν διαπραχθεί από τον εφεσείοντα-αιτητή ήταν τόσο σοβαρά, ώστε να πρέπει να εκδικασθούν από την Επιτροπή και όχι από τον Προεδρεύοντα Αξιωματικό, στερούσε την όλη διαδικασία της εγγύησης για αμερόληπτη κρίση, αφού στο τέλος ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήταν και μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων, με βάση τον Κανονισμό 27 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989-2004, το οποίο Συμβούλιο έκρινε την έφεσή του αιτητή από την καταδίκη και ποινή της Επιτροπής.
Υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ότι είναι ανεπίτρεπτο το ίδιο πρόσωπο να είναι και κατήγορος και κριτής, αναφέροντας και τα ακόλουθα στη γραπτή του αγόρευση:
«Ο Αναστάσιος Τάχος στο σύγγραμμα του Σύγχρονοι Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητος εις το Διοικητικόν Δίκαιον, Έκδοση 1973, στην σελ. 137, αναφερόμενος στη διοικητική μεροληψία τονίζει ότι «ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων». Βάσιμα τεκμαίρεται ότι το διοικητικό όργανο που εκδίδει κάποια διοικητική πράξη θα μεροληπτήσει υπέρ της γνώμης του, που έχει ήδη διατυπωθεί, αν τυχόν αυτή τεθεί εκ νέου υπό την κρίση του. Αναφορικά με τον αποκλεισμό συμμετοχής στο πειθαρχικό συμβούλιο μέρος που διεξήγαγε και τις ανακρίσεις και υπέβαλε πόρισμα. [sic]
Σχετική είναι με την [sic] Υπόθεση Άννα Γιοκαρή ν. Δήμου Στροβόλου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 512/95 και 522/95, ημερομηνίας 15.10.1997, στην οποία τονίστηκε ότι:
΄Το πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας στοιχειοθετείται από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Republic v. Antonios Mozoras (1966) 3 C.L.R. 356). Στην υπόθεση Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 1061/94, ημερ. 28.5.1996 το Δικαστήριο θεώρησε τη συμμετοχή του Δημάρχου, που ήταν το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία, παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι ο κατήγορος δεν μπορεί να είναι παράλληλα και κριτής του κατηγορούμενου.΄»
Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα να δικαστεί από αμερόληπτο δικαστήριο, βασισμένο στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Εξετάσαμε με προσοχή τις πιο πάνω θέσεις και το όλο ιστορικό και γεγονότα της υπόθεσης. Όσον αφορά την αρχική κρίση του Δικαστή, ότι το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο καταγγέλθηκε ο εφεσείων-αιτητής ήταν σοβαρής μορφής, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτή ήταν μιας γενικής μορφής διαπίστωση, που αφορούσε αυτό και μόνο το αδίκημα και όχι την εμπλοκή ή ακόμη και την ενοχή του κατηγορούμενου, ούτως ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Αρχηγός είχε εμπλακεί ως κατήγορος στην υπόθεση. Περαιτέρω, όμως, εξετάζοντας τους ίδιους του Κανονισμούς, επισημάναμε τα ακόλουθα: Όπου ο πειθαρχικός παραβάτης δικάζεται από Προεδρεύοντα Αξιωματικό, που διορίζεται όπως προνοείται στο Άρθρο 20 των Κανονισμών, τότε αυτός, με βάση τον Κανονισμό 22(1) έχει το δικαίωμα να επιβάλει τις ακόλουθες ποινές:
«(i) κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης˙
(ii) χρηματική ποινή που να μην υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών˙
(iii) πειθαρχική μετάθεση˙
(iv) αυστηρή επίπληξη˙
(v) επίπληξη˙»
Όπου, όμως, κρίνεται ότι η κατηγορία είναι τόσο σοβαρή ώστε να παραπεμφθεί στην Επιτροπή από τον Αρχηγό, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, τότε η Επιτροπή, με βάση το Άρθρο 16(1), πέρα από τις πιο πάνω πειθαρχικές ποινές, έχει και την εξουσία για (α) απόλυση, (β) εξαναγκασμό σε παραίτηση, και (γ) υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι ο Αρχηγός, με το να θεωρήσει το διαπραχθέν πειθαρχικό αδίκημα ως σοβαράς μορφής και να το παραπέμψει στην Επιτροπή για εκδίκαση, ήταν ωσάν να προαποφάσιζε ότι δυνατόν να απαιτούσε η περίπτωση και ποινή σοβαρότερη από εκείνες που είχε την εξουσία να επιβάλει ο Προεδρεύων Αξιωματικός. Έτσι, καταλήγουμε πως με αυτό τον τρόπο, δεν υπήρχε η εγγύηση εξασφάλισης τεκμηρίου αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στο στάδιο της εκδίκασης και ιδιαίτερα της επιβολής της ποινής. Κρίνουμε πως είχαν παραβιασθεί οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δε χρειάζεται να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η διοικητική πράξη ακυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.