ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 166/2009)

 

28 Ιουνίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

 ΦΩΤΙΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

L.S. LIMOUSINE SALES & SERVICES LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/Η

ΕΦΟΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Χατζηχάννα, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες κατέχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος οδικού μεταφορέα (εσωτερικές οδικές μεταφορές). Για τις ανάγκες των εργασιών τους εισήγαγαν από το Ηνωμένο Βασίλειο  αυτοκίνητα τύπου «λιμουζίνα» για τα οποία ζήτησαν (27.7.2006) να τους χορηγηθούν άδειες ενοικίασης πολυτελών οχημάτων (λιμουζίνων) με οδηγό. Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 6.10.2006 πληροφόρησαν τους εφεσείοντες ότι «στο παρόν στάδιο δεν υφίσταται οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο που να διέπει τόσο την υπηρεσία λιμουζίνας όσο και τον τύπο του οχήματος αυτού.» Τους πληροφόρησαν επίσης ότι το Τμήμα Οδικών Μεταφορών ετοιμάζει προσχέδιο νομοσχεδίου με το οποίο θα ρυθμίζεται το θέμα της εγγραφής και αδειοδότησης οχημάτων τύπου λιμουζίνας. Ακολούθησε αλληλογραφία καταλήγουσα με επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 7.11.2007 με την οποία πληροφόρησαν τους εφεσείοντες ότι δεν ήταν δυνατή η εγγραφή και έκδοση αδειών κυκλοφορίας των υπό αναφορά οχημάτων επειδή δεν υπήρχε η προς τούτο αναγκαία νομοθετική βάση (ρύθμιση) επί της οποίας θα ενεργούσε η διοίκηση προς ικανοποίηση του αιτήματος. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τις 7.11.2007 οι εφεσείοντες, δι΄ επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 31.7.2007, κλήθηκαν να παρουσιάσουν και παρουσίασαν προς επιθεώρηση τα υπό αναφορά οχήματα.

 

Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης των εφεσιβλήτων ημερ. 7.11.2007. Οι λόγοι ακύρωσης που πρόβαλαν κρίθηκαν αβάσιμοι και η προσφυγή απορρίφθηκε. Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ελέγχεται με την παρούσα έφεση.

 

Στα πλαίσια της προσφυγής οι εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστικές ενστάσεις περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η εξέτασή τους αφέθηκε στο τέλος της πρωτόδικης απόφασης, μετά την επίλυση των επίδικων θεμάτων που κυρίως αφορούσαν στην ουσία της προσφυγής.

 

Αναφορικά με το θέμα του κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, «..θα μπορούσε να θεωρηθεί η προσβαλλόμενη πράξη ως απλά βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 6.10.06.». Από τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη η εν λόγω κρίση μας φαίνεται αιωρούμενη η  αμφιβολία. Ωστόσο, πρόκειται για διαπίστωση η ορθότητα της οποίας βάλλεται, ορθά κατά τη γνώμη μας, με τον τρίτο λόγο έφεσης. Προφανώς θα διέφυγε της προσοχής του συναδέλφου μας ότι μεταξύ της πρώτης απόφασης ημερ. 6.10.2006 και της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 7.11.2007 πραγματοποιήθηκε επιθεώρηση των οχημάτων, γεγονός το οποίο εκ πρώτης όψεως υποδηλώνει διεξαγωγή νέας έρευνας. Ενόψει τούτου θεωρούμε λανθασμένη τη διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική. Η επιτυχία του λόγου αυτού της έφεσης δεν δημιουργεί συνέπειες καθότι της σχετικής απόφανσης είχε προηγηθεί η κρίση επί των άλλων θεμάτων που αφορούσαν και στην ουσία της προσφυγής.

 

Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της προδικαστικής ένστασης η οποία αναφέρεται στη μη εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω απουσίας νομοθεσίας ρυθμιστικής του θέματος και στην εκ τούτου προκύπτουσα αδυναμία της διοίκησης να αποφασίσει επί του αιτήματος των εφεσειόντων, προσβάλλεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εξέταση του οποίου θα γίνει σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης 1 και 2 εφόσον τα θέματα συμπλέκονται με τη βασική θέση των εφεσειόντων ότι η άρνηση των εφεσιβλήτων να προχωρήσουν στην εγγραφή κλπ των τριών οχημάτων, κατ΄ επίκληση νομοθετικού κενού,  συνιστά παραβίαση κειμένων υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας απορρεουσών ευθέως από τις πρόνοιες των άρθρων 3(γ)(στ)(ζ), 28 και 30 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ιδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας («η Συνθήκη») όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή, πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβώνας στις 13 Δεκεμβρίου 2007 με έναρξη ισχύος από 1η Δεκεμβρίου 2009.

 

Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση στερήθηκαν των δικαιωμάτων τους για ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος και απόλαυση της περιουσίας τους, δικαιώματα τα οποία αντιστοίχως προστατεύονται από τα άρθρα 23 και 25 του Συντάγματος και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών  της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 

Κατά την έκδοση της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα για εσωτερικές μεταφορές, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών έθεσε όρο ότι η άδεια δεν νομιμοποιούσε τους εφεσείοντες στην πραγματοποίηση μεταφορών προτού τα επίδικα οχήματα καταστούν αδειούχα για σκοπούς οδικών μεταφορών. Η ενσωμάτωση του προαναφερόμενου όρου στην άδεια και το γεγονός ότι οι εφεσείοντες κλήθηκαν δύο φορές να παρουσιάσουν τα οχήματα προς επιθεώρηση είναι στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι η έγκριση του αιτήματος των εφεσειόντων δεν ήταν προδιαγεγραμμένη ενώ η εν γένει στάση των εφεσιβλήτων δεν ήταν τέτοια που θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη προσδοκία έγκρισης του αιτήματος τους. Το παράπονο των εφεσειόντων ότι υπήρξε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης είναι αβάσιμο. Από τη στιγμή που διαπιστώθηκε η απουσία νομοθετικής ρύθμισης στη βάση της οποίας θα μπορούσε να εξεταστεί το αίτημα των εφεσειόντων σαφώς δεν υπήρχαν περιθώρια άσκησης διακριτικής εξουσίας ώστε εκ του αποτελέσματος να κρίνεται κατά πόσο υπήρξε ή όχι παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τα άρθρα 3(γ)(στ)(ζ), 28 και 30 της Συνθήκης δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση και δεν δημιουργούν άμεσα εφαρμόσιμα δικαιώματα υπέρ τους τα οποία να επηρεάζουν την έκβαση της υπόθεσης τους. Η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου είναι ότι οι πιο πάνω διατάξεις έχουν άμεση ισχύ στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και  οποιαδήποτε πράξη εθνικής Αρχής η οποία αντίκειται προς τις αρχές, δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προαναφερόμενες διατάξεις είναι παράνομη.

 

Οι πρόνοιες της Συνθήκης οι οποίες, κατά τους εφεσείοντες, έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί αλλά δεν εφαρμόστηκαν είναι οι ακόλουθες:

 

«Αρθρο 2

 

Η κοινότητα έχει ως αποστολή, με τη δημιουργία κοινής αγοράς, οικονομικής και νομισματικής ένωσης και με την εφαρμογή των κοινών πολιτικών ή δράσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, να προάγει στο σύνολο της Κοινότητας την αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, αειφόρο, μη πληθωριστική ανάπτυξη, υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας και σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων, υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ κρατών μελών.

 

Αρθρο 3

 

Για τους σκοπούς του άρθρου 2, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη:

 

α) ....................................

 

β) ....................................

 

γ) μια εσωτερική αγορά την οποία θα χαρακτηρίζει η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, μεταξύ των κρατών μελών.

 

δ) ...................................

 

ε)  ...................................

 

στ) μια κοινή πολιτική στον τομέα των μεταφορών.

 

ζ) ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά.

 

η) ..................................

 

Αρθρο 28

 

Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών.

 

Αρθρο 30

 

Οι διατάξεις των άρθρων 28 και 29 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.»

 

 

 

Ο κ. Ευσταθίου επανέλαβε την αρχική του εισήγηση ότι οι πιο πάνω πρόνοιες της Συνθήκης εφαρμόζονται ευθέως στην περίπτωση των πελατών του. Με κάθε εκτίμηση η εισήγηση του κ. Ευσταθίου δεν είναι πειστική. Οι προαναφερόμενες πρόνοιες της Συνθήκης αποτελούν μέρος του καθορισμένου πλαισίου δράσης της Κοινότητας η οποία στοχεύει στην επίτευξη των σκοπών της Κοινότητας που σε αδρές γραμμές καθορίζονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης. Οι πρόνοιες του άρθρου 3(γ)(στ) και (ζ) αναφέρονται στους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκε η Κοινότητα χωρίς να δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των εφεσειόντων τα οποία θα μπορούσε να τύχουν ευθέως εφαρμογής στην περίπτωση τους.

 

Το άρθρο 28 της Συνθήκης προβλέπει κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών καθώς και των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος με την εξαίρεση ορισμένων λόγων που τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλεστούν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 30. Στο σύγγραμμα Β. Σκουρής, «Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα», εκδ. 2003, η έννοια του όρου «ποσοτικοί περιορισμοί» του άρθρου 28 της Συνθήκης ερμηνεύεται ως εξής:

 

«Ποσοτικοί περιορισμοί. Πρόκειται για κρατικά «μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα τον ολικό ή μερικό περιορισμό των, ανάλογα με τις συνθήκες, εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομιζομένων αγαθών». [ΔΕΚ 2/73, Geddo, Συλλ 1973, 865, σκ. 27-28, 118/78, Meijer, Συλλ. 1979, 1387 και 34/79, Henn & Darby, Συλλ. 1979, 3795]. Γενικά, ποσοτικός περιορισμός είναι ο πλήρης ή μερικός περιορισμός της εισαγωγής ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος με βάση την αξία, τον όγκο, την ποσότητα ή το βάρος του, κυρίως μέσω της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος παροχής αδειών εισαγωγής του εμπορεύματος από το Κράτος.»

 

 

 

 

Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την προσφυγή αφού άντλησε καθοδήγηση από το σύγγραμμα Cases and Materials on E.U. Law του Stephen Weatherill, 6η έκδ., κεφ. 11, σελ. 341 κ.επ. όπου εξηγούνται τα προαναφερόμενα άρθρα 28, 29 και 30, ορθά διαπίστωσε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής στην περίπτωση των εφεσειόντων εφόσον δεν έχει επιβληθεί οποιαδήποτε απαγόρευση ή περιορισμός σε σχέση με τα συγκεκριμένα οχήματα (εμπορεύματα) τα οποία είχαν εισαχθεί από την Αγγλία και ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην ανυπαρξία νομικού πλαισίου στη βάση του οποίου να ρυθμίζεται  η περίπτωση της ενοικιάσεως υπηρεσιών πολυτελών οχημάτων (λιμουζίνας) με οδηγό, θέμα το οποίο προφανώς βρίσκεται εκτός της εμβέλειας των πιο πάνω διατάξεων της Συνθήκης οι οποίες διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων χωρίς να σχετίζονται με την υπηρεσία που θέλουν να προσφέρουν οι εφεσείοντες. Σχετική επί του προκειμένου είναι και η πιο κάτω ορθή παρατήρηση του συναδέλφου μας που αναφερόταν βεβαίως στην προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων περί της μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω «νομοθετικού κενού». Στα λεχθέντα προσθέτουμε ότι η παράλειψη έκδοσης νομοθετικής πράξης δεν εμπίπτει στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Βλ. Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 300.

 

 

«Επίσης ως προς το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη παρατηρώ ότι αυτή λήφθηκε μεν από διοικητικό όργανο, όπως προνοείται στο άρθρο 2 του Νόμου που κωδικοποιεί τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου (Ν. 158(Ι)/1999), όμως η άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα των αιτητών οφείλεται ουσιαστικά στο νομοθετικό κενό που υπάρχει. Το όλο ζήτημα που αναφύεται, ουσιαστικά ανάγεται στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς το ποιους νόμους θεσπίζει και ποιους όχι, ζήτημα στο οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει απεριόριστη διακριτική εξουσία (Δέστε: την Πολιτική Εφεση στην Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 907).»

 

 

Οι εφεσίβλητοι προσεγγίζοντας το θέμα και από μια άλλη οπτική γωνία, εισηγούνται ότι η παροχή υπηρεσιών με λιμουζίνα και οδηγό δεν είναι ζήτημα το οποίο ενέχει κάποια κοινοτική διάσταση και συνεπώς η ρύθμιση του επαφίεται αποκλειστικά στο κάθε κράτος μέλος. Εχουμε την άποψη ότι αυτή η προσέγγιση είναι ορθή και συνεπώς η όποια ρύθμιση, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή.

 

Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι είναι λανθασμένη η διαπίστωση πως δεν υπήρξε παραβίαση των άρθρων 23, 25 και 35 του Συντάγματος και του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με κάθε εκτίμηση θεωρούμε λανθασμένη την εισήγηση. Δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε παραβίαση δικαιωμάτων των εφεσειόντων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Η κυπριακή νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα εγγραφής των επίδικων οχημάτων σε μια από τις προβλεπόμενες στο νόμο κατηγορίες καθιστώντας έτσι εφικτή τη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευσή τους από τους εφεσείοντες. Το γεγονός ότι ο νόμος δεν προβλέπει για εγγραφή των επίδικων οχημάτων σε κάποια άλλη κατηγορία σαφώς δεν καθιστά αντισυνταγματικές τις υφιστάμενες ρυθμίσεις ενώ από την άλλη δεν ανακύπτει οποιαδήποτε υποχρέωση του κράτους να θεσπίζει νομοθεσία η οποία να ρυθμίζει το επάγγελμα που κάθε πολίτης θέλει να ασκεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

                                                        Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                        ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,                                                         

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                        Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                        Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.                                                           


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο