ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 114/2009 και 125/2009)
(Υπόθεση Αρ. 1123/2006)
12 Ιουνίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 114/2009)
ΙΩΣΗΦ ΠΕΚΡΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
-----------
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 125/2009)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα/Καθ΄ης η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΙΩΣΗΦ ΠΕΚΡΗΣ,
Εφεσίβλητος/Αιτητής.
-----------
Α.Ε.114/2009
Μ. Καλλιγέρου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, με Ε. Μόντη και Μ. Παπούλα, ασκούμενες δικηγόρους, για την Εφεσίβλητη.
Α.Ε.125/2009
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, με Ε. Μόντη και Μ. Παπούλα, ασκούμενες δικηγόρους, για την Εφεσείουσα.
Μ. Καλλιγέρου, για τον Εφεσίβλητο.
-----------
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αρ. 1123/2006 ο αιτητής Ιωσήφ Πεκρής προσέβαλε την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ με την οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, αντί του αιτητή-εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 114/2009, επτά ενδιαφερόμενα πρόσωπα από την 1.6.2006, ήτοι τα ενδιαφερόμενα μέρη 1. Έλενα Φοινικαρίδου, 2. Αγάθη Θεοδούλου-Χατζηπαντελή, 3. Αναστασία Μενοικέα-Παπαϊωάννου, 4. Μαρία Ματθοπούλου-Ποστέκκη, 5. Γενοβέφη Αττικουρή, 6. Άρτεμις Αχιλλέως και 7. Μόνικα Στυλιανού και ακόμα ένα από την 15.6.2006, ήτοι το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 8 Κυριάκος Καπρής.
Το πώς μέσα από μια εξελικτική πορεία, η καθ΄ης η αίτηση οδηγήθηκε σε διαδικασία για πλήρωση οκτώ συνολικά θέσεων Εκτελεστικού Μηχανικού, συνδέεται με κάποιους από τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης πρωτόδικα και λόγους έφεσης ενώπιόν μας, γι΄ αυτό και θα παραθέσουμε στη συνέχεια λεπτομερή στοιχεία που σχετίζονται με το θέμα τούτο.
Προέκυψε αρχικά ανάγκη για πλήρωση τεσσάρων θέσεων. Επειδή όμως τις δύο θα καταλάμβαναν υπάλληλοι οι οποίοι θα επανήρχοντο σ΄ αυτές τις θέσεις λόγω ακύρωσης της προαγωγής τους από το Ανώτατο Δικαστήριο, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η πλήρωση δύο μόνο θέσεων, για τις οποίες επέδειξαν ενδιαφέρον 83 άτομα.
Μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή αιτήσεων, η αρμόδια Αρχή ζήτησε στις 20.4.2004 από την ΕΔΥ την πλήρωση ακόμα μιας θέσης, επειδή αυτή αναμενόταν να κενωθεί κατά την 1.12.2004 λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της.
Η ΕΔΥ τότε, αποφάσισε όπως η τρίτη αυτή θέση πληρωθεί μέσα στο πλαίσιο της αρξάμενης διαδικασίας πλήρωσης των δύο αρχικών θέσεων, χωρίς άλλη δημοσίευση.
Στη συνέχεια, με επιστολή 11.10.2004, η αρμόδια Αρχή ζήτησε από την ΕΔΥ την πλήρωση ακόμα δύο θέσεων, οι οποίες προέκυψαν λόγω αναδρομικής προαγωγής των κατόχων τους από την 15.12.2000. Η ΕΔΥ αποφάσισε τότε όπως και αυτές οι δύο θέσεις ενταχθούν στην αρξάμενη διαδικασία για πλήρωση των τριών θέσεων, έτσι ώστε να πληρωθούν συνολικά πέντε θέσεις.
Έπετο όμως και συνέχεια. Με νέα επιστολή της ημερομηνίας 15.12.2004, η αρμόδια Αρχή ζήτησε από την ΕΔΥ την πλήρωση ακόμα τριών θέσεων οι οποίες προέκυψαν λόγω της υπεράριθμης προαγωγής του κατόχου μιας από αυτές και λόγω της αναδρομικής προαγωγής των κατόχων των δύο άλλων θέσεων.
Μετά και αυτή την εξέλιξη, η ΕΔΥ αποφάσισε όπως εντάξει και αυτές τις τρεις θέσεις στην υπό εξέλιξη διαδικασία και έτσι οι υπό πλήρωση θέσεις ανήλθαν τελικά σε οκτώ.
Στην εξέλιξη της διαδικασίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος με έκθεσή της ημερομηνίας 20.12.2006 προχώρησε στον καταρτισμό προκαταρκτικού καταλόγου εξ οκτώ υποψηφίων, οι οποίοι κρίθηκαν ως οι καταλληλότεροι. Στον κατάλογο τούτο δεν περιλαμβανόταν ο αιτητής.
Μετά από παρατηρήσεις της ΕΔΥ υποβλήθηκαν διαδοχικά δύο συμπληρωματικές εκθέσεις από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η τελευταία ημερομηνίας 9.12.2005 με προκαταρκτικό κατάλογο από 8 υποψηφίους στους οποίους δεν περιλαμβανόταν και πάλι ο αιτητής.
Η ΕΔΥ, αφού μελέτησε την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης που διενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή και άλλα σχετικά στοιχεία, προέβηκε στις 13.2.2006 στον καταρτισμό τελικού καταλόγου με δώδεκα υποψηφίους στον οποίο περιλήφθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως ο αιτητής. Η ΕΔΥ διενήργησε αργότερα προφορική εξέταση των δώδεκα υποψηφίων, και με την απόφασή της ημερομηνίας 3.4.2006 έκρινε ότι οι επτά πρώτοι από τα προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους προσέφερε διορισμό από την 1.6.2006 στις ισάριθμες υπό πλήρωση θέσεις, καθώς επίσης και σε όγδοη υποψήφια η οποία περιλαμβανόταν στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτή όμως δεν αποδέχτηκε διορισμό, οπότε και προσφέρθηκε διορισμός σε άλλο υποψήφιο, ο οποίος επίσης δεν αποδέχτηκε, με αποτέλεσμα τελικά η όγδοη θέση να προσφερθεί στο όγδοο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήτοι τον Κυριάκο Καπρή, ο οποίος και την αποδέχτηκε, με ισχύ από 15.6.2006.
Σημειώνεται ότι ο αιτητής, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας εκδίκασης της προσφυγής του, απέσυρε το αίτημά του σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 3 και 4, ήτοι τους Αγάθη Θεοδούλου-Χατζηπαντελή, Αναστασία Μενοικέα-Παπαϊωάννου και Μαρία Ματθοπούλου-Ποστέκκη, άρα αντικείμενο της διαδικασίας παρέμεινε ο διορισμός των προαναφερθέντων ενδιαφερόμενων μερών αρ. 1, 5, 6, 7 και 8, ήτοι Έλενα Φοινικαρίδου, Γενοβέφη Αττικουρή, Άρτεμις Αχιλλέως, Μόνικα Στυλιανού και Κυριάκος Καπρής.
Μερικοί από τους λόγους ακύρωσης τους οποίους ήγειρε ο αιτητής πρωτόδικα ήσαν ότι:
α. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 33(1) και (9) του Νόμου αρ. 1/1990, αφού η ΕΔΥ προχώρησε στην πλήρωση των πρόσθετων θέσεων, χωρίς προηγουμένως αυτές να δημοσιευθούν.
β. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 33(7) του Νόμου αρ. 1/1990, ως προς τον αριθμό των συστηθέντων προς την ΕΔΥ.
γ. Ότι το άρθρο 33(9) που αφορά στην ετοιμασία του Προκαταρκτικού Καταλόγου είναι αντισυνταγματικό επειδή παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της χρηστής διοίκησης.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε στη μη δημοσίευση των πρόσθετων θέσεων κατά παράβαση του άρθρου 33(1) και (9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, δεν μπορούσε να εγερθεί από τον αιτητή, εφόσον ο ίδιος υπέβαλε αίτηση και ήταν υποψήφιος για όλες τις θέσεις, πλην όμως δεν επιλέγηκε. Το ίδιο δε ισχύει, σύμφωνα πάντα με την πρωτόδικη απόφαση, και για το λόγο (γ) ανωτέρω περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 33(9) του Νόμου.
Αναφορικά με το λόγο ακύρωσης (β) ανωτέρω, σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση του άρθρου 33(7) του Νόμου ως προς τον αριθμό των συστηθέντων υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ήσαν οκτώ και ακολούθως η ΕΔΥ πρόσθεσε ακόμα τέσσερις, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε πως, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης των αρχικών θέσεων, δηλαδή στις 30.1.2004, το άρθρο 33(2) του Νόμου προτού τροποποιηθεί, προνοούσε ότι στον προκαταρκτικό κατάλογο θα έπρεπε να περιλαμβάνετο αριθμός υποψηφίων τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που είχαν δημοσιευτεί. Όμως, διαρκούσας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων, και συγκεκριμένα στις 28.4.2006, το προαναφερθέν άρθρο τροποποιήθηκε με το Νόμο 96(Ι)/2006, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των υποψηφίων που περιέχεται σε προκαταρκτικό κατάλογο, αν έχει διεξαχθεί μόνο γραπτή εξέταση, είναι τριπλάσιος του αριθμού των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί ή δημιουργηθεί ή κενωθεί μέχρι το χρόνο ετοιμασίας του καταλόγου, ενώ σε περίπτωση που έχει διεξαχθεί μόνο προφορική εξέταση ή προφορική και γραπτή εξέταση, ο αριθμός των υποψηφίων που περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο, θα είναι τετραπλάσιος. Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ΄ εφαρμογή του τροποποιημένου άρθρου 33(7), ο αριθμός των υποψηφίων στον προκαταρκτικό κατάλογο θα έπρεπε να ήταν τετραπλάσιος των κενών θέσεων (όχι των δημοσιευθεισών), δηλαδή τριάντα-δύο και όχι οκτώ, όπως εσφαλμένα θεώρησαν η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ. Αυτό δε το σφάλμα επηρέασε δυσμενώς τον αιτητή και ο σχετικός λόγος ακύρωσης έγινε δεκτός. Ακολούθως και αφού εξετάστηκε μόνο ακόμα ένας λόγος ακύρωσης, ο οποίος αφορούσε στη μη τήρηση άρτιου πρακτικού, ο οποίος και απορρίφθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να εξετάσει άλλους λόγους ακύρωσης οι οποίοι είχαν εγερθεί.
Η πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή αρ. 1123/2006 προσβλήθηκε με εφέσεις οι οποίες έχουν καταχωρηθεί τόσο από πλευράς της καθ΄ης η αίτηση (η Α.Ε. 125/2009), όσο και από πλευράς του αιτητή (η Α.Ε. 114/2009). Οι δύο εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί.
Θα εξετάσουμε πρώτα την Α.Ε. 125/2009, η οποία καταχωρήθηκε από την καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ και στρέφεται κατά της αποδοχής του λόγου ακύρωσης στον οποίο έχουμε αναφερθεί και, συνακόλουθα, κατά της ορθότητας της απόφασης για ακύρωση της προσβληθείσας διοικητικής πράξης.
Η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 125/2009.
Ένας και μοναδικός λόγος έφεσης εγείρεται από τη Δημοκρατία στο πλαίσιο αυτής της έφεσης. Σύμφωνα με αυτόν, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε, κατά τον καταρτισμό του προκαταρκτικού καταλόγου των υποψηφίων, να εφαρμόσει τις τροποποιημένες πρόνοιες του άρθρου 33(7) του Νόμου αρ. 1/1990, οι οποίες δεν εφαρμόζονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Με αυτή τη θέση συμφωνεί και η πλευρά του εφεσίβλητου αιτητή.
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς, εξ αβλεψίας, θεώρησε ότι ο καταρτισμός του Καταλόγου είχε γίνει μετά την τροποποίηση του άρθρου 3(7) του Νόμου. Όπως εσφαλμένα είχε αναφερθεί στην πρωτόδικη απόφαση, η Συμβουλευτική Επιτροπή "κατάρτισε τον πρώτο Προκαταρκτικό Κατάλογο στις 20.12.2004, δηλαδή 8 περίπου μήνες μετά την τροποποίηση του άρθρου 33(7).".
Δεδομένου ότι η τροποποίηση είχε γίνει στις 28.4.2006 (όπως άλλωστε αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση) και όχι στις 28.4.2004, η ημερομηνία καταρτισμού του Καταλόγου προηγείτο της τροποποίησης κατά μεγάλο χρονικό διάστημα και, επομένως, δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής της.
Με αυτό ως δεδομένο, ο σχετικός λόγος έφεσης γίνεται δεκτός.
Αυτή μας η κατάληξη εξυπακούει ότι εσφαλμένα είχε γίνει αποδεκτός ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε στην εφαρμογή του άρθρου 33(7), λόγος ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν είχε εγερθεί από τον αιτητή με τον τρόπο που έτυχε προσέγγισης στην πρωτόδικη απόφαση, και συνακόλουθα, εσφαλμένα ακυρώθηκε η διοικητική πράξη για το λόγο τούτο.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Ενόψει της επιτυχίας της έφεσης, η κα Καλλιγέρου εισηγήθηκε και η κα Ουστά συμφώνησε, πως θα πρέπει να εξετασθούν οι ισχυρισμοί που δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα.
Συμφωνούμε και θα τους εξετάσουμε στη συνέχεια στο πλαίσιο των λόγων έφεσης που έχουν εγερθεί από τον αιτητή ως εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 114/2009.
Η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 114/2009.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία δεν μπορούσε ο εφεσείων να εγείρει τους λόγους ακύρωσης που αφορούσαν σε παραβίαση του άρθρου 33(1) του Νόμου ως προς τη μη δημοσίευση πρόσθετων θέσεων και/ή ως προς την κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα του ίδιου άρθρου, με την αιτιολογία ότι ο αιτητής είχε και ο ίδιος υποβάλει αίτηση και ήταν υποψήφιος για όλες τις θέσεις, αλλά δεν επιλέγηκε και επομένως τα συμφέροντά του δεν επηρεάστηκαν.
Αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να ευσταθήσει αφού, σύμφωνα με νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περίπτωση όπως η παρούσα, ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον. Όπως είχε επεξηγηθεί και στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 171, στη σελίδα 177:
"...Δεδομένου ότι η θέση δεν μπορούσε να πληρωθεί στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας, δεν βλέπουμε πώς η παρανομία της πλήρωσης της θα μπορούσε να αγνοηθεί με την επίκληση της απουσίας εννόμου συμφέροντος των Εφεσειόντων κατά το ότι δεν επηρεάσθησαν αρνητικά παρά μόνο θετικά εφ΄όσον ήσαν και αυτοί υποψήφιοι για την τέταρτη θέση. Κατ΄αρχή, θίγεται το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων να διαγωνισθούν όχι με τους υποψηφίους που ενδιαφέρθησαν για τις τρεις θέσεις αλλά με εκείνους που ενδεχόμενα να ενδιαφέροντο όταν θα εδημοσιεύετο και θα επληρούτο η τέταρτη θέση. Ποιοι θα ήσαν αυτοί και ποιες οι δυνατότητες τους δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Σε τέτοια περίπτωση ενδεχόμενα να υπερείχαν έναντι των άλλων τότε υποψηφίων και επί των υφισταμένων προσόντων τους αλλά και επί των προσόντων τους όπως αυτά ενδέχετο να είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε. Η εισήγηση ότι δεν θίγεται το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων καθ' όσον εθεωρήθησαν και αυτοί υποψήφιοι για την τέταρτη θέση δεν απαντά στη θεώρηση αυτή. Σχετικά είναι και τα σχόλια στην πρωτόδικη απόφαση στην Βασιλείου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων (1993) 4 Α.Α.Δ. 2470, του αδελφού μας Κωνσταντινίδη, Δ.:
"Η δημοσίευση των θέσεων υποχρεωτικά θα μετέθετε σε χρόνο μέλλοντα όσα θα συναρτώνταν τόσο προς την κατοχή των προσόντων όσο και προς τη συγκριτική αξία των υποψηφίων που θα μπορούσε να ήταν ή να μην ήταν οι ίδιοι. Η επιλογή των εννέα καταλληλότερων από τον τελικό κατάλογο που καταρτίστηκε για τους σκοπούς άλλης διαδικασίας και η ουσιαστική συγχώνευση των δυο διαδικασιών, ανεπίτρεπτα και χωρίς νομοθετική κάλυψη πρόσδωσε στα όσα προηγήθηκαν διαχρονική σημασία."
Κατά δεύτερο λόγο, όπως τονίσθηκε στη Μενελάου, ανωτέρω, η προκήρυξη θέσεων διέπεται και από το δημόσιο συμφέρον για αξιοκρατική στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας. Μόνο όταν και εφ΄όσον η θέση δημοσιευθεί είναι δυνατό να γνωρίζουμε ποίοι ενδιαφέρονται γι΄αυτή. Αν η τέταρτη θέση δημοσιεύετο και πληρούτο νόμιμα θα παρείχετο η δυνατότητα επιλογής από όλους εκείνους που ενδεχόμενα να εκδήλωναν ενδιαφέρον για αυτή και όχι μόνο από εκείνους που ενδιαφέρθησαν για τις τρεις δημοσιευθείσες θέσεις, όπως παρατηρήθηκε και από τον αδελφό μου Καλλή, Δ., στις υποθέσεις Κουπεπίδου ν. Δημοκρατίας, 1028/96, κ.ά., 22.12.1998.
Τέλος, εδώ έχουμε σαφή παράβαση ουσιώδους νομοθετικού τύπου και μάλιστα συναρτουμένου προς θεμελιακές αρχές δικαίου. Δεν μπορεί να είναι επιτρεπτή η παρανομία. Όπως δε ελέχθη στην υπόθεση Αρχή Λιμένων ν. Βασιλείου (ανωτέρω) στη σ. 62:
"..... η δημοσίευση θέσης πρώτου διορισμού αποτελεί προαπαιτούμενο για την πλήρωσή της [βλ. Maroulla Constantinidou and Others v. Republic (1976) 3 C.L.R. 86], και επομένως θέμα ουσιώδους τύπου με την έννοια που ο όρος προσδιορίζεται στην Alvanis v. CY.T.A. (1985) 3 C.L.R. 2695....."
Μπορούμε μάλιστα να διερωτηθούμε, αν εκρίνετο άλλως το πράγμα, γιατί η παραγνώριση της παρανομίας να μην μπορούσε να επεκταθεί και σε οποιαδήποτε περίπτωση που ήθελε πληρωθεί θέση κατά παράβαση του Νόμου, όπως στην περίπτωση πλήρωσης θέσης χωρίς προκήρυξη ένα ή δύο ή τρία έτη πριν αυτή κενωθεί.
Και το ίδιο το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων και το δημόσιο συμφέρον και οι κανόνες της χρηστής διοίκησης καταδεικνύουν ότι η διαπιστωθείσα παρανομία στην πλήρωση της τέταρτης θέσης δεν μπορεί να αναιρεθεί. Οι παράμετροι αυτές συνοψίσθησαν στην Αρχή Λιμένων ν. Βασιλείου (ανωτέρω) και πάλι στη σ. 62:
"Η παράλειψη δημοσίευσης των θέσεων κατέστησε το θεμέλιο της απόφασης ακροσφαλές. Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων ήταν εξαρχής παράνομη. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλει την κίνηση του μηχανισμού εκ νέου προς θεμελίωση του βάθρου για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας, γεγονός που, όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα μεταβάλει όλα τα δεδομένα για την πλήρωση των θέσεων. Η ακύρωση της απόφασης θα αποκαταστήσει, αφενός, τη νομιμότητα και, αφετέρου, θα αποβεί προς όφελος των αιτητών, οι οποίοι θα έχουν το δικαίωμα να επιδιώξουν διορισμό στις θέσεις που θα πληρωθούν.""
Κρίνουμε επομένως ότι οι λόγοι ακύρωσης τους οποίους ήγειρε ο αιτητής ως προς τη μη δημοσίευση των θέσεων και/ή την αντισυνταγματικότητα της σχετικής νομοθετικής διάταξης θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί και θα έπρεπε να εξετασθούν πρωτόδικα. Θα τους εξετάσουμε στη συνέχεια.
Η μη δημοσίευση των πρόσθετων θέσεων πέραν των δύο αρχικών θέσεων που είχαν δημοσιευτεί.
Σύμφωνα με τις θέσεις του εφεσείοντα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 33(1) και (9) του Νόμου, ορθά ερμηνευομένων, η εφεσίβλητη παρέλειψε να προβεί στη δημοσίευση των έξι πρόσθετων νέων θέσεων και περιορίστηκε στη δημοσίευση μόνο των δύο αρχικών θέσεων. Τοσούτο μάλλον, καθόσον η πρώτη από τις πρόσθετες θέσεις, δηλαδή η τρίτη στη σειρά που αποφασίστηκε όπως πληρωθεί, δεν είχε καν κενωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλ΄ αναμενόταν η κένωσή της σε 7½ μήνες μετά που ζητήθηκε η πλήρωσή της και σε 10 μήνες μετά τη δημοσίευση πλήρωσης των δύο κενωθεισών θέσεων.
Ειδικότερα, για την τρίτη αυτή θέση, ήταν η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι εάν συμφωνήσει το Εφετείο ότι η μη δημοσίευση της έγινε πράγματι κατά παράβαση του Νόμου, τότε ολόκληρη η διαδικασία πλήρωσης όλων των θέσεων καταρρέει και θα πρέπει να ακυρωθεί. Με τη θέση αυτή, συμφώνησε και η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση.
Τα γεγονότα που αφορούσαν στην εξελικτική πορεία της πλήρωσης των αρχικά δύο και τελικά οκτώ επίδικων θέσεων τα έχουμε συνοψίσει προηγουμένως.
Το κείμενο των εδαφίων (1), (7) και (9) του άρθρου 33 του Νόμου όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε ως εξής:
"33.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 29 μέσα στο πρώτο τετράμηνο κάθε έτους δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας από την Επιτροπή με βάση τα στοιχεία που της παρέχει η αρμόδια αρχή, όλες οι θέσεις Πρώτου Διορισμού που είναι κενές ή προβλέπεται ότι θα κενωθούν μέχρι το τέλος του έτους."
"(7) Ο αριθμός των υποψηφίων ο οποίος περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί, εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι."
"(9) Μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου όλες οι θέσεις που έχουν δημοσιευτεί ή οποιεσδήποτε άλλες θέσεις με τον ίδιο τίτλο οι οποίες θα κενωθούν ή θα δημιουργηθούν μέχρι το τέλος του έτους θα πληρούνται από αυτόν".
Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι πρώτες δύο θέσεις ήσαν κενές και η πρόθεση πλήρωσής τους δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά την 30.1.2004. Εντός δηλαδή του πρώτου τετραμήνου του έτους 2004, όπως προνοείται στο άρθρο 33(1). Είναι η θέση της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσής της ότι μόνο αυτές οι δύο θέσεις μπορούσαν να δημοσιευτούν όπως προνοείται στο άρθρο 33(1) του Νόμου, αφού μόνο αυτές ήσαν κενές ή επροβλέπετο από την εφεσίβλητη ότι θα εκενώνοντο μέχρι το τέλος του 2004.
Αυτή η θέση είναι έκδηλα εσφαλμένη.
Η τρίτη θέση ζητήθηκε όπως πληρωθεί από την ΕΔΥ, με επιστολή ημερομηνίας 20.4.2004 του αρμόδιου Υπουργείου, επειδή επρόκειτο να κενωθεί από την 1.12.2004, λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της. Και η πρόσθετη αυτή θέση προβλεπόταν όπως κενωθεί μέχρι το τέλος του έτους και, επομένως, σύμφωνα με το ίδιο εδάφιο (1) του άρθρου 33, θα έπρεπε να δημοσιευθεί μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2004, αφού η κένωση της δεν ήταν απλά προβλεπτή, αλλά ζητήθηκε η πλήρωσή της από την αρμόδια Αρχή μέσα στο τετράμηνο (στις 20.4.2004).
Όπως περαιτέρω εισηγήθηκε η συνήγορος της εφεσίβλητης, μετά την 30.4.2004 απαγορευόταν από το Νόμο η δημοσίευση της τρίτης αυτής θέσης, καθώς και οποιαδήποτε από τις έξι πρόσθετες θέσεις και, επομένως, θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής το εδάφιο (9) του άρθρου 33, δηλαδή να πληρωθούν οι έξι θέσεις από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, χωρίς οποιαδήποτε άλλη δημοσίευση. Να πληρωθούν έτσι συνολικά οκτώ μόνιμες θέσεις με τη δημοσίευση μόνο δύο από τον κατάλογο των υποψηφίων. Σύμφωνα πάντα με τις θέσεις της εφεσίβλητης, μετά την 30.4.2004, τύγχανε εφαρμογής το εδάφιο (9) που προνοούσε ότι άλλες ομότιτλες θέσεις που θα κενώνονταν, μέχρι το τέλος του έτους, δηλαδή του 2004, θα πληρούνταν από τον ίδιο τελικό κατάλογο, δηλαδή τον τελικό που σχηματίζεται από τη διαδικασία πλήρωσης των δύο δημοσιευθεισών θέσεων.
Κατά την άποψή μας, αυτή η θέση είναι το αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας του εδαφίου (9) του άρθρου 33. Όπως είναι ξεκάθαρο από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 33(9), θα πληρούνταν από τον τελικό κατάλογο όλες οι θέσεις που έχουν δημοσιευτεί ή οι οποίες θα κενωθούν μέχρι το τέλος του έτους και οι οποίες όμως προέκυψαν "μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου.". Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο τελικός (και όχι ο προκαταρκτικός) κατάλογος, η ετοιμασία του οποίου επιβάλλεται από το εδάφιο (8) του άρθρου 33, ετοιμάστηκε από την ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.2.2006. Υπενθυμίζεται ότι η τρίτη από τις επίδικες θέσεις είχε κενωθεί πολύ πριν τον καταρτισμό του καταλόγου από την 1.12.2004 και, επομένως, δε συγκαταλέγεται στις θέσεις εκείνες "οι οποίες θα κενωθούν" μέχρι το τέλος του έτους, έτσι ώστε να μπορούσε να πληρωθεί από τον τελικό κατάλογο.
Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τις άλλες πέντε θέσεις, εφόσον επρόκειτο για θέσεις οι οποίες δεν είχαν δημοσιευτεί, ούτε και κενώθηκαν ή θα εκενώνοντο μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, δηλαδή μετά την 13.2.2006, αλλά πολύ προηγουμένως.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, οι οποίες προκύπτουν από την ανάγνωση και ορθή ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, αναπόδραστο είναι το συμπέρασμα ότι όλες οι οκτώ επίδικες θέσεις, η κένωση των οποίων προέκυψε πριν από τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, δεν μπορούσαν απλά να πληρωθούν από τους υποψηφίους του καταλόγου, χωρίς δηλαδή δημοσίευση.
Ασφαλώς δε, όπως άλλωστε συμφώνησε και η συνήγορος της εφεσίβλητης κα Ουστά, η παράλειψη δημοσίευσης κατέστησε την όλη διαδικασία παράνομη, αφού ανάλογα με τον αριθμό των δημοσιευθεισών θέσεων θα ήταν και ο ορθός αριθμός των υποψηφίων που θα έπρεπε να περιληφθούν και δεν περιλήφθηκαν στον προκαταρκτικό κατάλογο και, ακολούθως, στον τελικό κατάλογο. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(7) του Νόμου, ο αριθμός των υποψηφίων που συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή θα είναι τετραπλάσιος του αριθμού των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί.
Όπως έχει νομολογηθεί, "η υποχρέωση για δημοσίευση θέσεων πρώτου διορισμού οι οποίες υφίστανται ή θα προκύψουν κατά τη διάρκεια του έτους, δεν υπόκεινται σε καμιά εξαίρεση. Αυτό προκύπτει από το κείμενο του άρθρου 33(1) του νόμου". [Αρχή Λιμένων ν. Βασιλείου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 54]. [Βλ. επίσης Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)].
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεών μας:
α. Η έφεση αρ. 125/2009 επιτυγχάνει και επομένως δεν μπορεί να θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν άκυρη για το λόγο που εξειδικεύτηκε πρωτόδικα. Ως προς αυτή την έφεση, δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.
β. Η έφεση αρ. 114/2009 επίσης επιτυγχάνει και συναφώς η προσφυγή αρ. 1123/2006 επιτυγχάνει εν μέρει. Η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ακυρούται σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών 1, 5, 6, 7 και 8, ήτοι των Έλενα Φοινικαρίδου, Γενοβέφης Αττικουρή, Αρτέμιδος Αχιλλέως, Μόνικας Στυλιανού και Κυριάκου Καπρή.
Τα έξοδα αυτής της έφεσης, πλέον ΦΠΑ, όπως επίσης και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ