ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 92/2009)
28 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
επιτροπησ δημοσιασ υπηρεσιασ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Αλ. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου (κα), για την αιτήτρια.
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, αντί της ίδιας.
Μετά την αφυπηρέτηση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, με επιστολή του ημερομηνίας 14.1.2008, ζήτησε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), πληροφόρησε τον Πρόεδρο της Βουλής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να διοριστεί στη θέση επειδή δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα και ειδικότερα το απαιτούμενο προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Βουλής τροποποίησε το σχέδιο υπηρεσίας, αντικαθιστώντας το απαιτούμενο προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής με αυτό της πολύ καλής γνώσης. Επιπροσθέτως τροποποίησε περαιτέρω το σχέδιο υπηρεσίας αντικαθιστώντας την κατηγορία της θέσης, από θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, σε θέση μόνο προαγωγής, αυξάνοντας συνάμα την απαιτούμενη δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε δεκαπενταετή.
Μετά την πιο πάνω τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας η Επιτροπή διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος ως Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Επακολούθησαν έντονες αντιδράσεις της Παγκύπριας Συντεχνίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.). Ο Πρόεδρος της Βουλής τροποποίησε και πάλι το σχέδιο υπηρεσίας, επαναφέροντας τη θέση σε πρώτου διορισμού και προαγωγής. Επανέφερε ακόμα την πρόνοια του παλαιού σχεδίου υπηρεσίας για απαιτούμενη δεκαετή πείρα, όχι όμως σε «διευθυντική θέση» που ζητούσε το παλιό σχέδιο υπηρεσίας, αλλά σε «διοικητικά/εποπτικά καθήκοντα». Η πρόνοια για την πολύ καλή γνώση της ελληνικής παρέμεινε.
Η αιτήτρια, μέσω επιστολής του δικηγόρου της προς την Επιτροπή ημερομηνίας 25.1.2008, διαμαρτυρήθηκε, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι το τροποποιηθέν σχέδιο υπηρεσίας έγινε κατά παράβαση εξουσίας. Η θέση τελικά προκηρύχθηκε στις 12.9.2008 και τόσο η αιτήτρια, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλαν αίτηση.
Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης. Υποστηρίζει ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα κατά τέσσερα έτη, ενώ η βαθμολογία της ίδιας και του ενδιαφερόμενου μέρους για τα τελευταία πέντε έτη ήταν ακριβώς ίση. Ισχυρίζεται ακόμα ότι εμφιλοχώρησε πλάνη της Επιτροπής ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ της ίδιας και του ενδιαφερόμενου μέρους. Ακόμα ότι δεν έγινε δέουσα αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων τα οποία διαθέτει και τέλος ότι το τροποποιημένο σχέδιο υπηρεσίας με το οποίο έγινε η επιλογή, είναι άκυρο γιατί εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/1990. Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, το άρθρο 7 του περί Υπηρεσιών και του Προσωπικού της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1961, Ν.24/61 δεν τυγχάνει εφαρμογής, ενώ το σχέδιο υπηρεσίας εκδόθηκε κατά τρόπο αντισυνταγματικό.
Το ενδιαφερόμενο μέρος προέβαλε προδικαστική ένσταση στον τελευταίο λόγο ακυρότητας, υποστηρίζοντας ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος προβολής του λόγου αυτού επειδή βάλλει κατά της νομιμότητας του σχεδίου υπηρεσίας βάσει του οποίου διεκδικεί και η ίδια τη συγκεκριμένη προαγωγή. Το ενδιαφερόμενο μέρος υποδεικνύει ότι κατά την υποβολή της υποψηφιότητας για τη θέση, η αιτήτρια δεν εκδήλωσε καμιά επιφύλαξη για τη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας. Τυχόν επιτυχία του λόγου αυτού εκθεμελιώνει τη διαδικασία από το αρχικό στάδιό της, οπότε βλάπτεται, εκτός από το ενδιαφερόμενο μέρος και η ίδια. Στην αιτούμενη θεραπεία παραπονείται για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί της ιδίας.
Απαντώντας την πιο πάνω ένσταση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, υποστηρίζει ότι στην ουσία βάλλει κατά των τροποποιήσεων και αξιώνει την επαναφορά του σχεδίου υπηρεσίας που ίσχυε πριν από τις εν λόγω τροποποιήσεις, ισχυριζόμενος ότι με τον τρόπο αυτό καταρρίπτεται το επιχείρημα του ενδιαφερόμενου μέρους ότι με την ακύρωση του σχεδίου υπηρεσίας καταρρέει και η όλη διαδικασία, με την αιτήτρια να μην έχει όφελος, αφού διεκδικεί και η ίδια τη θέση. Υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η αιτήτρια διατηρεί το δικαίωμα να στραφεί εναντίον του τροποποιημένου σχεδίου υπηρεσίας επειδή οι τροποποιήσεις έγιναν κατά κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης.
Η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να επιτύχει. Το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις δεν μπορεί να επανέλθει μέσω της παρούσας διαδικασίας. Ακόμη και αν ήταν δυνατή η ακύρωση της θέσης για το λόγο αυτό, δεν θα επανερχόταν με τη δικαστική απόφαση το αρχικό σχέδιο υπηρεσίας.
Είναι αλήθεια ότι η αιτήτρια διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένα για τις διάφορες τροποποιήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, όμως υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση χωρίς να επιφυλάξει τα δικαιώματά της ή να διαμαρτυρηθεί κατά την υποβολή της αίτησης για τη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας. Η αίτηση, όπως υποβλήθηκε, συνιστούσε την υποψηφιότητα της αιτήτριας για τη θέση βάσει του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας.
Δεδομένης της συμμετοχής της αιτήτριας στη διαδικασία, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ΄ εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας του σχεδίου υπηρεσίας. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία, δεν μπορούσε στη συνέχεια επειδή η προσδοκία της δεν πραγματοποιήθηκε, να επιδιώξει το μηδενισμό της διαδικασίας. Δηλαδή να επιδοκιμάσει και να αποδοκιμάσει (Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406, 415).
Η αιτήτρια παρέλειψε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της προκήρυξης της θέσης ή την, στη συνέχεια, τυχόν επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους. Με άλλα λόγια η αιτήτρια θα έπρεπε να είχε αμφισβητήσει την προκήρυξη της θέσης χωρίς να συμμετάσχει στη διαδικασία. Η προκήρυξη μιας θέσης συνιστά από μόνη της διοικητική πράξη και συνεπώς, αν η αιτήτρια πίστευε ότι η προκήρυξη ήταν παράνομη ή κατά κατάχρηση εξουσίας, θα μπορούσε να αξιώσει την ακύρωσή της. ΄Ετσι, παρ΄ όλον ότι η διαδικασία που τηρήθηκε δεν φαίνεται να ήταν και η πλέον χρηστή, η αιτήτρια έχει απωλέσει το δικαίωμα να την αμφισβητήσει.
Πριν προχωρήσω στην εξέταση της υπόθεσης θα ήθελα να εκφράσω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο το άρθρο 7 του Νόμου 24/61 παρέχει στον Πρόεδρο της Βουλής το δικαίωμα να τροποποιεί τα σχέδια υπηρεσίας. Τα σχέδια υπηρεσίας συντάσσονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και υπόκεινται σε έγκριση της Βουλής. Το άρθρο 7 του Νόμου 24/61 παρέχει την εξουσία στον Πρόεδρο της Βουλής να ρυθμίζει τα καθήκοντα των υπαλλήλων της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Το άρθρο 27 (1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, προβλέπει ότι τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της, καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 87 (3).
΄Εχω σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο παρέχεται σε οποιονδήποτε εκτός του Υπουργικού Συμβουλίου, η εξουσία καθορισμού των προσόντων για τις διάφορες θέσεις. Κάτι τέτοιο ίσως μάλιστα να παραβίαζε και την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών.
Επιστρέφουμε στους λόγους ακύρωσης όπως αυτοί έχουν εκτεθεί προηγουμένως. Τόσο η αιτήτρια, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και επιπλέον κατέχουν μεταπτυχιακά. Στο κριτήριο αξία και οι δύο έχουν τις ίδιες εξαίρετες αξιολογήσεις, τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η αιτήτρια υπερτερεί στο κριτήριο αρχαιότητας κατά τέσσερα περίπου χρόνια, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει οριακά στην εντύπωση που έδωσε στην Επιτροπή κατά την προφορική συνέντευξη.
Είναι αλήθεια ότι η νομολογία μας έχει δεχθεί τη θέση ότι σε διευθυντικές θέσεις η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι πολύ ευρεία, με αποτέλεσμα η αρχαιότητα να μην συνιστά αποφασιστικό παράγοντα (Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468).
Αιτιολογώντας την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους, η Επιτροπή σημείωσε ότι υστερεί από πλευράς αρχαιότητας της αιτήτριας κατά τέσσερα περίπου χρόνια, όμως λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο από αυτήν επίπεδο στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, έκρινε ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν μπορεί να αποβεί καθοριστικό στοιχείο και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την απόφασή της για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους. Η Επιτροπή βάσισε την επιλογή της, παρά την προφανή αρχαιότητα της αιτήτριας, στην οριακή διαφορά κατά τη συνέντευξη.
Είμαι της γνώμης ότι λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι από τη μια οι δύο υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, με την αιτήτρια να υπερτερεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε αρχαιότητα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος να υπερτερεί οριακά στη συνέντευξη, κρίνω ότι η Επιτροπή πλανήθηκε ως προς τη σημασία που έδωσε στη συνέντευξη και κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση. Η επιλογή ενός κατά τεκμήριο υποκειμενικού στοιχείου, όπως είναι η εντύπωση στη συνέντευξη, όταν μάλιστα η διαφορά μεταξύ δύο υποψηφίων είναι, στην ουσία ανύπαρκτη, έναντι ενός καθαρά αντικειμενικού, νομοθετημένου κριτηρίου, όπως είναι η αρχαιότητα, δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Η αρχαιότητα δεν παύει, παρά την τάση υποβάθμισής της, να είναι ένα από τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος. Θα ήθελα στο σημείο αυτό, με κάθε σεβασμό στη δεσμευτική, εν πάση περιπτώσει νομολογία της Ολομέλειας, να εκφράσω την άποψη ότι άνκαι έχει αποφασιστεί ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπ΄ όψιν μόνο όταν τα άλλα κριτήρια είναι ίσα, εν τούτοις, δεν φαίνεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν η κλιμάκωση της σπουδαιότητας των τριών κριτηρίων, με την αρχαιότητα να κατατάσσεται τελευταία. Η αρχαιότητα δεν παύει να είναι ένα από τα, κατά τη γνώμη μου ισότιμα, κριτήρια. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις, όπως στην παρούσα περίπτωση, όταν η διαφορά είναι μεγάλη. Δεν βλέπω το λόγο γιατί η αρχαιότητα θα πρέπει να υποτιμάται.
Η διαφορά στην απόδοση κατά τη συνέντευξη μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και της αιτήτριας, ήταν οριακή, («εξαίρετος» με «σχεδόν εξαίρετη»). Μεγαλύτερη διαφορά («εξαίρετη» με «πάρα πολύ καλή») κρίθηκε ως οριακή (Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).
Η απόδοση της αιτήτριας ήταν ουσιαστικά ισάξια με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους και συνεπώς δεν συνιστά ικανοποιητική αιτιολογία για να παραγνωριστεί η μεγάλη διαφορά στην αρχαιότητα. Η διαφορά στη συνέντευξη δεν ήταν μόνο προφανώς καθοριστικής σημασίας στην επιλογή. ΄Ηταν ο μόνος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αποφάσισε να παραγνωρίσει την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ