ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.77/2009)

 

31 Μαϊου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 25, 26, 28, 35 και 146 του Συντάγματος

 

ΒLADE ENTERPRISES LTD

 

                                                              Αιτήτρια,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Α.Σ.Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ρ.Παπαέτη, (κα.), Ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  To Yπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως γνωστοποίησε στους αιτητές, και σε μια άλλη εταιρεία, την πρόθεση του να ζητήσει προσφορές για την εξασφάλιση συνδρομής σε ηλεκτρονικό πρόγραμμα παρακολούθησης ειδήσεων/ειδησεογραφικών προγραμμάτων, των παγκύπριων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. 

 

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2008, το Υπουργείο απέστειλε στους αιτητές, και σε μια τρίτη εταιρεία, έγγραφο προσφορών για την εξασφάλιση του πιο πάνω αναφερόμενου προγράμματος.  Τελικώς υπεβλήθη, στις 3 Οκτωβρίου 2008, μόνο μια προσφορά από τους αιτητές.

 

Συνήλθε για το σκοπό αυτό στις 6 Οκτωβρίου 2008 μια τριμελής επιτροπή αξιολόγησης η οποία, αφού ενημερώθηκε για την ύπαρξη μιας μόνο προσφοράς, ανέβαλε τη συνεδρία της για τις 17 Οκτωβρίου, με στόχο την αξιολόγηση της.   Κατά την πιο πάνω ημερομηνία και κατά το στάδιο της αξιολόγησης της προσφοράς των αιτητών, διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν ανταποκρινόταν στους όρους και τις προδιαγραφές των εγγράφων του διαγωνισμού.  Μετά από αυτό, η εν λόγω επιτροπή ετοίμασε έκθεση με την οποία εισηγείτο την ακύρωση του διαγωνισμού.  Ακολούθησε νέα συνεδρία της Επιτροπής, στις 31 Οκτωβρίου 2008, στην οποία καταγράφηκαν οι λόγοι για τους οποίους η υποβληθείσα, από τους αιτητές προσφορά, βρισκόταν εκτός προδιαγραφών. 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση γνωστοποίησαν στους αιτητές με επιστολή ημερ. 11 Νοεμβρίου 2008, ότι μετά την εξέταση της έκθεσης της αξιολόγησης της προσφοράς, αποφασίστηκε η ακύρωση της προσφοράς.  Οι αιτητές ζήτησαν με επιστολή τους, ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2008, πληροφορίες ως προς την ακύρωση της προσφοράς και εάν η αρμοδία αρχή θα προχωρούσε να συμβληθεί με μια τρίτη εταιρεία.  Οι καθ΄ων η αίτηση απαντώντας με επιστολή τους, ημερ. 12 Ιανουαρίου 2009, πληροφόρησαν τους αιτητές ότι η ακύρωση της προσφοράς έγινε με βάση τον Καν.14(1) των περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών ΄Εργων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών του 2007 (ΚΔΠ201/2007). 

 

Οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 11 Νοεμβρίου 2008, για ακύρωση της προσφοράς, που επαναλήφθηκε και με την επιστολή ημερ. 12 Ιανουαρίου 2009. 

 

Η έλλειψη αιτιολογίας είχε προταθεί ως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.  Η συγκεκριμένη επιστολή ημερ. 11 Νοεμβρίου 2008, με την οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές η ακύρωση της προσφοράς ήταν, όπως προβλήθηκε, παντελώς αναιτιολόγητη.  Στη συνέχεια εισηγήθηκαν οι αιτητές ότι αποφασίστηκε αρχικώς η ακύρωση της προσφοράς και εν συνεχεία αποφασίστηκαν οι λόγοι για την εν λόγω ακύρωση. 

 

Η προταθείσα έλλειψη αιτιολογίας στο κείμενο της επιστολής ημερ. 11 Νοεμβρίου 2008, είναι βάσιμη.  Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης έγκειται στην έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στη λήψη της εν λόγω απόφασης και ταυτοχρόνως η παράθεση των κριτηρίων με βάση τα οποία ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια, αν και εφόσον υπάρχει.  (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1997)3 Α.Α.Δ. 259).  Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι η αιτιολογία μπορεί να εξαχθεί από τη μελέτη και τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο.  (Βλ. Δημοκρατία ν. Βellfoods (2008) 3 A.A.Δ. 517).  Ταυτοχρόνως η αιτιολογία δεν χρειάζεται να είναι απαραιτήτως μακροσκελής, μπορεί να είναι και λακωνική, αναλόγως της περιπτώσεως.  Η αιτιολογία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη νομιμότητα της εκδοθείσας διοικητικής πράξης. 

 

Συνακόλουθα, αναφύεται το ερώτημα κατά πόσο από τα ενώπιον μου στοιχεία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει αιτιολογία.  Το ερώτημα απαντάται καταφατικά.  Η αιτιολογία που έδωσαν οι καθ΄ων η αίτηση εξάγεται με ακρίβεια από το διοικητικό φάκελο.  Ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης είναι το άρθρο 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν.158(Ι)/99).  Στο Σύγγραμμα του Μ.Στασινόπουλου Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών 3η έκδοση, σελ.227-228 τονίζεται ότι «η αναπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου, είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία που έχει κατ΄αρχήν επικουρικό χαρακτήρα, πάντοτε βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα.

 

΄Εχοντας  εξετάσει όλα τα στοιχεία θεωρώ ότι τα χαρακτηριζόμενα, ως συμπληρωματικά, της αιτιολογίας, προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης.  Τόσο στην ίδια την προσφορά των αιτητών (τεκμ.Γ) στην ένσταση, όσο και στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης (τεκμ.Στ.) στην ένσταση, αναπληρώνεται η αιτιολογία της απόφασης η οποία επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η προσφορά των αιτητών δεν πληρούσε τους όρους του διαγωνισμού.  Η εξέταση από την αναθέτουσα αρχή της αρχικής έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης, οδήγησε και σε δεύτερη έκθεση, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τον οποίο έγινε εισήγηση για ακύρωση της προσφοράς, που ισοδυναμεί με απόρριψη.  Το σημαντικό είναι ότι οι καθ΄ων η αίτηση όταν έλαβαν τη σχετική απόφαση για ακύρωση του διαγωνισμού, είχαν ενώπιον τους πλήρη και αιτιολογημένη έκθεση.  Οι ίδιοι οι αιτητές με τη δική τους προσφορά γνωστοποιούν στους καθ΄ων η αίτηση, ότι αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τους όρους 2 και 4-7.  Συνακόλουθα, δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση από τους καθ΄ων η αίτηση.  Ταυτοχρόνως οι αιτητές αναφέρουν, με την προσφορά τους, ότι η παρεχόμενη από αυτούς υπηρεσία του όρου 8, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που ζητούσαν οι καθ΄ων η αίτηση. 

 

Οι αιτητές περαιτέρω πρόβαλαν ότι η νομική βάση της απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης και της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση για ακύρωση, διαφέρει.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης εισηγήθηκε την ακύρωση του διαγωνισμού στη βάση του Καν.34(5)(β) των Κανονισμών (ΚΔΠ201/2007) το οποίο προβλέπει ότι ακύρωση διαγωνισμού δύναται να αποφασιστεί μεταξύ άλλων «όταν διαπιστώνεται ότι κανένας από τους προσφέροντες δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους και στις προδιαγραφές των εγγράφων του διαγωνισμού ...».

 

Στην απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για ακύρωση της προσφοράς, γίνεται αναφορά στον Καν.14(1), το οποίο προβλέπει ότι ο προϊστάμενος της Αναθέτουσας Αρχής δύναται να αποδεχθεί ή απορρίψει τις αποφάσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης. 

 

Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω, είμαι της γνώμης, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση ή αντίφαση μεταξύ των προνοιών των δύο Κανονισμών.  Ο μεν πρώτος καθορίζει τους λόγους για τους οποίους ένας διαγωνισμός μπορεί να ακυρωθεί, ενώ ο δεύτερος προσδιορίζει τις εξουσίες της Αναθέτουσας Αρχής, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των εισηγήσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης.  Στην προκείμενη περίπτωση η Αναθέτουσα Αρχή έκαμε αποδεκτή την υποβληθείσα εισήγηση και ακύρωσε το διαγωνισμό.  Δεν θεωρώ ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό. 

 

Με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης, πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης.  Αυτή, πρόβαλαν, εμπεριείχε δυσμενή γι΄αυτούς αποτελέσματα, συνακόλουθα θα έπρεπε να τους είχε δοθεί το δικαίωμα να ακουστούν πριν τη λήψη της, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Νόμου 158(1)/99. 

 

 

Όπως είχα την ευκαιρία να σχολιάσω στην υπόθεση υπ΄αριθμ.545/08 Μαχαιρίνας Μεταφορές (Κύπρου) Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερ. 8 Ιανουαρίου 2008, το δικαίωμα ακρόασης του άρθρου 43(1) αναγνωρίστηκε ως θεμελιακό άρθρο της χρηστής διοίκησης από τη μια και της νομικής αρχής ότι κανείς δεν τιμωρείται χωρίς να ακουστεί. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ΄ων η αίτηση, ως Αναθέτουσα Αρχή, δεν ασκεί εξουσία πειθαρχικής φύσης, και οι αποφάσεις της δεν έχουν χαρακτήρα κύρωσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 43(1) του Ν.158(1)/99.  Ούτε με οποιονδήποτε τρόπο τίθεται θέμα αφαίρεσης κεκτημένου δικαιώματος από τον αιτητή, για να μπορεί να χαρακτηριστεί, ως δυσμενής, έτσι ώστε να ενεργοποιείται η αναγκαιότητα παροχής δικαιώματος ακρόασης.  Οι καθ΄ων η αίτηση ασκώντας τη διακριτική τους εξουσία, με βάση μεταξύ άλλων και με τα στοιχεία που οι ίδιοι οι αιτητές έθεσαν ενώπιον τους, αποφάσισαν την ακύρωση του διαγωνισμού, εφόσον η μόνη προσφορά που είχε υποβληθεί δεν πληρούσε τους όρους του διαγωνισμού.  Συναφώς δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων των αιτητών επί τούτου.  Σχετικό επί του θέματος είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση G.P.Iron & Wood Μakers Ltd ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155

 

"Ως προς το πρώτο ερώτημα είναι σαφές από το καθαρό λεκτικό του Νόμου ότι ρητά δεν παρέχεται δικαίωμα ακρόασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής σε εκείνους προς τους οποίους έχουν κατακυρωθεί από την αναθέτουσα αρχή οι προσφορές. Το ΄άρθρο 43(1) του Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, προνοεί για το δικαίωμα ακροάσεως «. εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά .». Ο καθορισμός των προσώπων που η Αναθεωρητική Αρχή οφείλει εκ του Νόμου να καλέσει, έμμεσα αποκλείει οποιοδήποτε άλλο. Αν, πρόθεση του Νομοθέτη, τόσο από πλευράς Ευρωπαϊκής Οδηγίας, όσο και από πλευράς της Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν η παροχή του δικαιώματος ακρόασης και σε προσφοροδότες όπως η εφεσείουσα, θα αναμενόταν η σαφής προς τούτο τοποθέτηση. Αντίθετα, καθορίστηκαν τα συγκεκριμένα άτομα που η Αναθεωρητική Αρχή οφείλει να ακούσει.

 

Αλλά, κρίνεται ότι και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική. Ο Νόμος 158(Ι)/99 και ιδιαίτερα το ΄άρθρο 43(1) αυτού, προβλέπει δικαίωμα ακρόασης, σε εκείνες τις πράξεις της διοίκησης οι οποίες επηρεάζουν πρόσωπο ή συνιστούν μέτρο πειθαρχικής φύσης ή άλλως έχουν το χαρακτήρα της κύρωσης ή θεωρούνται δυσμενούς φύσης. Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης η διοίκηση δεν έχει λάβει κάποιο δυσμενές μέτρο ή εξέδωσε πράξη από την οποία επηρεάστηκε η εφεσείουσα με την έννοια του ΄άρθρου 43(1). Η εφεσείουσα ως προσφοροδότρια υπέβαλε αίτηση για να της κατακυρωθεί η επίδικη προσφορά και δεν θα είχε δικαίωμα να ακουστεί από την αναθέτουσα αρχή, όπως ρητά αναγνώρισε και ο κ. Ξενοφώντος ενώπιον της Ολομέλειας κατά την ακρόαση της υπόθεσης, εφόσον η απόφαση της αναθέτουσας αρχής αποτελούσε έργο εντός της διακριτικής ευχέρειας της, πάντοτε βεβαίως μετά από δέουσα έρευνα και με ορθή αιτιολογία. Εφόσον η εφεσείουσα δεν θα είχε δικαίωμα ακρόασης ενώπιον της αναθέτουσας αρχής, στο πρώτο δηλαδή διοικητικό βαθμό, τότε δεν μπορεί να έχει δικαίωμα ακρόασης ούτε στο δεύτερο διοικητικό βαθμό, δηλαδή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία και ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της αναθέτουσας αρχής."

 

Οι αιτητές εισηγήθηκαν περαιτέρω, ότι τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν κατείχαν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για αξιολόγηση των προσφορών. 

 

Το ζήτημα της συγκρότησης της Επιτροπής Αξιολόγησης ρυθμίζεται από τον Καν.10 των ΚΔΠ201/07 «τα μέλη κάθε Επιτροπής αξιολόγησης είναι κρατικοί υπάλληλοι που κατέχουν την τεχνική ή/και επαγγελματική κατάρτιση επί του εξεταζομένου θέματος». 

 

Επί του προκειμένου, στην Επιτροπή Αξιολόγησης μετείχαν δύο διοικητικοί λειτουργοί και ένας λειτουργός Τύπου και Πληροφοριών.  Οι αιτητές προβάλλουν αυτό τον ισχυρισμό κατά τρόπο γενικό που δεν μπορεί να τεκμηριώσει αυτή την εισήγηση.  Ανάλογο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση αρ. 444/2006 Medaforum Business Services Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 26 Ιουνίου 2007 στην οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Δεν υπάρχει καμία νομοθετική πρόβλεψη για μισθολογική κλίμακα ή συγκεκριμένα προσόντα που συναρτώνται προς το διορισμό των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης. Η επιλογή υπαλλήλων επαφίεται στην κρίση του προϊσταμένου της ενδιαφερόμενης υπηρεσίας που είναι βέβαια στην καλύτερη θέση να γνωρίζει, λαμβανομένου υπόψη του εξεταζόμενου θέματος και του αντικειμένου του διαγωνισμού, ποιά είναι τα καταλληλότερα πρόσωπα για να απαρτίζουν την τριμελή Επιτροπή.»

 

Σημειώνω επί του προκειμένου ότι οι ίδιοι οι αιτητές όπως σημείωσα πιο πάνω, ανέφεραν ότι δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες που ζητούσαν οι αιτητές με τους όρους 2-7. 

 

Τέλος οι αιτητές προβάλλουν ως λόγο ακυρώσεως το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση επέλεξαν την πλέον δυσμενή γι΄αυτούς απόφαση, επικαλούμενοι το άρθρο 52(3) του Ν.158(1)/99.  Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Οι καθ΄ων η αίτηση έχοντας ως δεδομένο, δηλωθέν και από τους ίδιους τους αιτητές ότι δεν πληρούσαν όλους τους όρους της προσφοράς, και το γεγονός ότι δεν είχε υποβληθεί οποιαδήποτε άλλη προσφορά, θεωρώ ότι ορθώς ενήργησαν.  Η ανυπαρξία εναλλακτικής προσφοράς καθορίζει και την τύχη της εισήγησης αφού δεν θα μπορούσε να επιλεγεί, έτσι ώστε να τεκμηριώνεται θέμα δυσμενούς απόφασης. 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                                      Κ. Παμπαλλής,

                                                                                 Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο