ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 8/2009)

 

27 Απριλίου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.]

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείουσα - Καθ' ης η Αίτηση,

ν.

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ  ΦΙΛΙΠΠΟΥ  ΣΙΑΚΑΛΛΗ,

 

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.

_________________________

 

Ρένα Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.

Ιωνάς Νικολάου, για την Εφεσίβλητη.

΄Αντης Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Ευαγγέλου.

_________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Στις 11/5/2006, το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης Αρ. 3585 - Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 265 - επικύρωσε την απόφαση στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 863/01, 902/01 και 978/01, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), για προαγωγή του Ευάγγελου Ευαγγέλου - (το «ενδιαφερόμενο μέρος») - στη θέση Επιμελητή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Δερματολογίας, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας, οι τέσσερις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος και η εφεσίβλητη στην παρούσα έφεση, (η «εφεσίβλητη»), ήταν ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία και προσόντα, ενώ η εφεσίβλητη και ακόμη ένα υποψήφιος, ο οποίος δεν ενδιαφέρει εδώ, είχαν πενταετή αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.  Ως προς την αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, (ο «Διευθυντής»), η οποία βάρυνε στην κρίση της Ε.Δ.Υ. για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους και η οποία, πρωτοδίκως, οδήγησε σε ακύρωση της προαγωγής του, αναφέρθηκαν τα εξής:-

 

«Είναι ασφαλώς αναντίλεκτο, με βάση τη νομολογία, πως όπου η σύσταση του Διευθυντή αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων, αυτή δεν έχει καμμία αξία και δεν πρέπει να ακολουθείται.  Επισημαίνουμε πως στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός και παρατηρούμε πως, αν υπήρχε, θα ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία, αφού κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.  Εδώ η σύσταση δεν τα αντιμαχόταν και ήταν νόμιμη.  ΄Ομως έχοντας υπόψη μας την ισοδυναμία των υποψηφίων, τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα και γνωρίζοντας ότι δύο από τους υποψηφίους υπερτερούσαν σημαντικά σε αρχαιότητα, θεωρούμε πως η μη αιτιολογημένη σύσταση, ήταν στην παρούσα περίπτωση τόσο μικρής αξίας, που κάτω από τις συνθήκες δεν μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ΕΜ σε βαθμό που να προτιμηθεί από τους άλλους υποψηφίους.  Απομένει βέβαια η διαφορά στην απόδοση των υποψηφίων όσον αφορά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, αλλά δεν υπήρξε ουσιαστική στάθμιση ώστε να εξηγείται ικανοποιητικά η εν τέλει προτίμηση της ΕΔΥ.»

 

 

 

Στις 28/6/2006, η Ε.Δ.Υ., ενόψει των διαπιστώσεων της Ολομέλειας, προχώρησε, συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση, σε επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης.  Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν νόμιμη και ότι η κρίση της, υπό την προηγούμενη της σύνθεση, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δεν έπασχε, καθώς και τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του ΄Αρθρου 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), (όπως τροποποιήθηκε), αποφάσισε ότι δε χρειαζόταν, κατά την επανεξέταση, νέα σύσταση και νέα προφορική εξέταση.  Στις 28/9/2006, αφού έλαβε υπόψη της, ως μέρος της επανεξέτασης, το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την πρώτη απόφαση, θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και το επέλεξε για προαγωγή στη θέση, με αναδρομική ισχύ από 1/9/2001.  Επιλέγοντάς το, ανέφερε ότι αυτό:-

 

«... αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στο ίδιο ή/και σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο σε σύγκριση με τους λοιπούς υποψήφιους, και απέδωσε καλύτερα από τους ανθυποψηφίους του κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, αξιολογούμενος ως Εξαίρετος, στοιχείο στο οποίο η Επιτροπή, σύμφωνα με την κρατούσα Νομολογία, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα.  Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή η οποία, όπως κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει περιορισμένη σημασία.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη ότι ο Ευαγγέλου ουδενός υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, ούτε σε προσόντα.  Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς υστερεί έναντι των Μικελλίδη Γεώργιου και Σιακαλλή-Φιλίππου Χριστίνας, ωστόσο έκρινε ότι η αρχαιότητα αυτή από μόνη της δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας ειδικότερα όταν πρόκειται για την πλήρωση θέσης Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία του τμήματος (Κλ. Α14), όπως η παρούσα, και εν πάση περιπτώσει και οι δύο πιο πάνω υποψήφιοι υστέρησαν έναντι του επιλεγέντος κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, αξιολογηθέντες ο μεν Μικελλίδης ως Σχεδόν εξαίρετος η δε Σιακαλλή-Φιλίππου ως Σχεδόν πάρα πολύ καλή.  Επίσης, η Σιακαλλή-Φιλίππου αξιολογήθηκε και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε χαμηλότερο επίπεδο.

 

Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της για επιλογή του Ευαγγέλου καθοδηγούμενη και από σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη η Προσφυγή Αρ. 2357/06, στην οποία αδελφός μας Δικαστής εξέδωσε την υπό έφεση ακυρωτική απόφαση.  ΄Εκρινε ότι, κατά φαινομενική και μόνο συμμόρφωση με την απόφαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι η τότε σύσταση του Διευθυντή ήταν νόμιμη και ότι τα αποτελέσματα της τότε προφορικής εξέτασης δεν έπασχαν και, επομένως, δεν ήταν απαραίτητο να ληφθεί νέα σύσταση και να διεξαχθεί νέα προφορική εξέταση.  Η λήψη υπόψη από την Ε.Δ.Υ., κατέληξε, αυτούσιας της προηγούμενης αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και της σύστασης του Διευθυντή συνιστά παραβίαση του δεδικασμένου.  Η χρησιμοποίηση της ίδιας αιτιολογίας, με διαφορετικό, έστω, λεκτικό, δεν αιτιολογεί την απόφαση, ιδιαίτερα, ενόψει απουσίας ουσιαστικής στάθμισης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., όπως αυτή καταγράφτηκε στα πρακτικά της 7/8/2001.  Θεώρησε ότι η Ολομέλεια στο σκεπτικό της δεν αναφέρθηκε στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ώστε αυτή να αποτελεί μέρος του δεδικασμένου.  Η αναφορά της σε ισοδυναμία των υποψηφίων σε αξία και προσόντα ήταν σε συνάρτηση με τη σύσταση του Διευθυντή, με αποτέλεσμα τα στοιχεία που είχε υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή, της οποίας η αξιολόγηση λήφθηκε υπόψη, να παραμείνουν αυτούσια, αφήνοντας, έτσι, κενό στη στάθμιση των παραγόντων στους οποίους διέφεραν η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, κατέγραψε σειρά δεδομένων για την επιστημονική εργασία τους και άλλα σχετικά με αυτή δεν ήταν αρκετό.  Η Ε.Δ.Υ. δεν τοποθετήθηκε, ούτε αξιολόγησε τα επί μέρους στοιχεία των επιστημονικών παρουσιάσεων, αλλά, απλά, υιοθέτησε την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Σε διάσταση με την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ένα μέλος της οποίας χαρακτήρισε την αιτήτρια ως «εξαίρετη» και τρία μέλη ως «πάρα πολύ καλή» - το ενδιαφερόμενο μέρος χαρακτηρίστηκε από όλα τα μέλη ως «εξαίρετο» - χαρακτήρισε την αιτήτρια ως «Σχεδόν πάρα πολύ Καλή» και το ενδιαφερόμενο μέρος «Εξαίρετο».  Με δεδομένη, κατέληξε, την αρχαιότητα της εφεσίβλητης κατά πέντε χρόνια, και την ισοδυναμία των υποψηφίων, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας, η Ε.Δ.Υ. πεπλανημένα υιοθέτησε, χωρίς οτιδήποτε άλλο, τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.

 

Με την έφεση, αμφισβητούνται οι πρωτόδικες διαπιστώσεις καθ' όλη τους την έκταση.  Υποστηρίζεται από την εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος ότι εσφαλμένα κρίθηκε πως δεν υπήρξε συμμόρφωση με το δεδικασμένο.  Ως προς τις διαπιστώσεις σε σχέση με τη νομιμότητα και την ορθότητα της ΄Εκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είναι η εισήγησή τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι ορθά αποδέχτηκε τη θέση της εφεσείουσας ότι δεν μπορούσε να τεθεί θέμα σύνθεσης ή συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, γιατί αυτό προηγείτο της πλημμέλειας που διαπίστωσε η Ολομέλεια, στη συνέχεια, έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. κακώς έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της ενώπιόν της προφορικής εξέτασης και την κρίση που κατέγραψε η Συμβουλευτική Επιτροπή.  Η Ε.Δ.Υ., υπέβαλαν, έδωσε τη δέουσα σημασία και βαρύτητα στη σύσταση του Διευθυντή, όπως αυτή καθορίστηκε από την Ολομέλεια. 

 

Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή, δε συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις του ότι η Ε.Δ.Υ. εσφαλμένα έλαβε υπόψη της την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα αποτελέσματα της ενώπιόν της, υπό την προηγούμενη σύνθεσή της, προφορικής εξέτασης.  Καίτοι καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατό διάδικος να εγείρει θέματα τα οποία μπορούσε να εγείρει και να εξεταστούν σε προηγούμενη διαδικασία και ότι ο έλεγχος που γίνεται σε μια διοικητική απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από επανεξέταση δεν είναι εφ' όλης της ύλης αλλά αφορά μόνο τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα - (βλ., μεταξύ άλλων, Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38) - δεν την εφάρμοσε ορθά στα γεγονότα της υπόθεσης.  Δεν ήταν δυνατό, στα πλαίσια της προσφυγής, να εξεταστεί εκ νέου ζήτημα που προηγείτο της πλημμέλειας που διαπίστωσε η Ολομέλεια και το οποίο αφορούσε μόνο στη βαρύτητα της σύστασης του Διευθυντή, η οποία, κατά τα άλλα, ήταν νόμιμη.  ΄Οσα προηγήθηκαν της σύστασης ήταν νόμιμα και ορθά λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ.  Η εφεσίβλητη, εάν επιθυμούσε να εξεταστούν τα θέματα που έθεσε με την πρώτη προσφυγή της, θα μπορούσε να ασκήσει έφεση, έστω και αν είχε επιτύχει, ή αντέφεση στα πλαίσια της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης Αρ. 3585 - (βλ. Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 796). 

 

Ενόψει των πιο πάνω, το ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η Ε.Δ.Υ., με τα όσα είχε ενώπιόν της, άσκησε εύλογα, μετά από δέουσα έρευνα, τη διακριτική της εξουσία.  Το ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν μειωμένης αξίας και απαιτείτο στάθμιση των υπολοίπων στοιχείων που υπήρχαν ενώπιόν της, όπως και η ισοδυναμία των μερών από άποψης βαθμολογημένης αξίας αποτελούσαν δεδικασμένο.

 

Η διαπίστωση της αξίας των υποψηφίων, βασικό κριτήριο για προαγωγή - διορισμό - (βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 560) - αποτελούσε, κατά την επανεξέταση, ευθύνη της Ε.Δ.Υ., η οποία, ενόψει του γεγονότος ότι η θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία - Κλίμακα Α14 - είχε τη δυνατότητα να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση - (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18).  Δε συμμεριζόμαστε τη θέση της εφεσίβλητης ότι, από άποψη αξίας, αυτή ήταν ισοδύναμη με το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η ισοδυναμία που διαπιστώθηκε από την Ολομέλεια αφορούσε στη βαθμολογημένη αξία. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου, η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία, αυτό να μην αποδίδει, σε περιπτώσεις θέσεων ψηλά στην ιεραρχία, ουσιαστική σημασία στο κριτήριο της αρχαιότητας, καταλήγουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Ε.Δ.Υ. δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας.  Δεδομένης της καλύτερης απόδοσης του ενδιαφερομένου μέρους στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση[1] και της καλύτερης απόδοσής του στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.[2], στοιχεία που πρόσθεταν στην αξία του, καταλήγουμε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για επιλογή του δε βρίσκεται εκτός των ορίων της ευρείας διακριτικής ευχέρειάς της και αιτιολογείται με επάρκεια, γιατί η αρχαιότητα της εφεσίβλητης, η οποία συνεκτιμήθηκε, δεν μπορούσε να βαρύνει την πλάστιγγα υπέρ της - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Επιμελητή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Δερματολογίας, επικυρώνεται, βάσει του ΄Αρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

 

 

 

 

 

                                                               Π. Αρτέμης, Π.

 

 

 

                                                               Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                               Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

                                                               Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

/ΜΠ



[1] Ενδιαφερόμενο μέρος «εξαίρετο», εφεσίβλητη «πάρα πολύ καλή»

 

[2] Ενδιαφερόμενο μέρος «εξαίρετο», εφεσίβλητη «σχεδόν πάρα πολύ καλή»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο