ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 37/2009)
(Υπόθ. Αρ. 2365/06)
2 Απριλίου 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δικαστές]
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΙΜΟΥ
Εφεσείοντα/Καθ΄Ου η Αίτηση αρ. 1
ΚΑΙ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΜΠΟΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΓΑΠΙΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡ. 21.12.03
Εφείβλητη/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ΄Ου η Αίτηση αρ. 2
_________
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Σιακαλλής για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
Θ. Πιπερή (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Θ. Χατζηγεωργίου, ασκούμενο δικηγόρο, για τη Δημοκρατία εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα
_________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: H έφεση αφορά απαλλοτρίωση από τον Εφεσείοντα, το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου, δυνάμει του άρθρου 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/1999). Κατά την ακρόαση ηγέρθη από το Δικαστήριο θέμα κατά πόσον Κοινοτικό Συμβούλιο έχει εξουσία να διενεργεί απαλλοτριώσεις δυνάμει του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος, και επί τούτου ακούσθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, πέραν των περιγραμμάτων που είχαν καταχωρηθεί επί της ουσίας της έφεσης.
Το θέμα ανάγεται στο κατά πόσο τα Κοινοτικά Συμβούλια, έστω και αν τους δίδεται δικαίωμα απαλλοτρίωσης από το άρθρο 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου, περιλαμβάνονται στους ρητώς προνοούμενους στο Άρθρο 23.4 και μόνους δικαιουμένους να διενεργούν απαλλοτρίωση, εν όψει του ότι τούτο ορίζει ότι ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί «. υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως . ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου ,,,». Να σημειωθεί ότι και το άρθρο 2 του Ν. 15/1962 ορίζει την απαλλοτριούσα αρχή (και δεν θα μπορούσε να ήταν άλλως πως) με τους ιδίους όρους του Άρθρου 23.4.
Το θέμα εξετάσθηκε ευθέως μόνο πρωτοδίκως στην υπόθεση Μανέτζου ν. 1. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου 2. Δημοκρατίας, 997/2010, 10.5.2011 (στην οποία έγινε αναφορά και στην Καραογλαγιάν κ.α. ν. Δημοκρατίας, 1238/2008, 7.2.2011), όπου και εκρίθη ότι τα Κοινοτικά Συμβούλια δεν εμπίπτουν στον όρο «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» του Άρθρου 23.4, ο οποίος εσκοπείτο να περιλάβει μόνο οργανισμούς και ιδρύματα, όπως τα αναφερόμενα στο Άρθρο 23.4, και δεν επεκτείνεται σε τοπικές αρχές. Να σημειωθεί ότι κατά της απόφασης αυτής κατεχωρήθη η ΑΕ78/2011.
Η υπόθεση Κανέλλης κ.α. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου (2005) 3 ΑΑΔ 610 δεν αφορούσε το εδώ εγειρόμενο θέμα παρά μόνο το θέμα του συσχετισμού του περί Ταφής Νόμου, Κεφάλαιο 247 (η υπόθεση αφορούσε απαλλοτρίωση για ανέγερση νεκροταφείου), του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 και του Ν. 15/1962. Δεν ηγέρθη θέμα κατά πόσον Κοινοτικά Συμβούλια έχουν το δικαίωμα απαλλοτρίωσης δυνάμει του Άρθρου 23.4, παρά μόνο αρμοδιότητάς τους σε συνάρτηση με τους εν λόγω νόμους. Ανάλογα ισχύουν ως προς την υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας κ.α., 1569/2008, 14.10.2010, που απευθύνθηκε στην αυτοτέλεια της διαδικασίας απαλλοτρίωσης δυνάμει του Ν. 86(Ι)/1999 από εκείνη του Ν. 15/1960. Ούτε η υπόθεση Κυπριανού ν. ΑΤΗΚ (αρ. 1)(1998) 3 ΑΑΔ 255, που απεφάσισε ότι η ΑΤΗΚ δεν είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου για σκοπούς του Ν. 150/1990, εν όψει του ότι έχει αποκτήσει οικονομική αυτοτέλεια χωρίς κρατική παρέμβαση ώστε τα κεφάλαια της να μην παρέχονται ή να είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, αφορά ευθέως το θέμα.
Έχουμε εκθέσει τους προβληματισμούς μας ως προς το θέμα, δεν θεωρούμε όμως αναγκαίο ή πρόσφορο να το αποφασίσουμε εν όψει του ότι, όχι μόνο το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου και η Δημοκρατία, αλλά και η ίδια η Εφεσίβλητη, ως πρωτίστως ενδιαφερόμενη στο θέμα εφ΄όσον θα επηρεάζετο ευμενώς από οριστική κατάληξη επ΄αυτού, δεν εμφισβητούν ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο έχει εξουσία να προβαίνει σε απαλλοτριώσεις, αλλά και εν όψει της ακόλουθης κατάληξής μας επί της ουσίας.
Η απαλλοτρίωση έγινε για το σκοπό ανέγερσης των κοινοτικών κτιρίων. Το επηρεαζόμενο ακίνητο, του οποίου η Εφεσίβλητη είναι συνιδιοκτήτρια, είχε επιλεγεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο το οποίο, επιδιώκοντας να ακολουθήσει τη διαδικασία στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (Ν. 15/1962), προέβη, μετά από τη δημοσίευση της σχετικής Ειδοποίησης, σε δημοσίευση σε δύο εφημερίδες, εφ΄όσον, όπως έκρινε, δεν κατέστη δυνατή η απαιτούμενη προσωπική επίδοση προς τους ιδιοκτήτες επιστολών με τις οποίες εκαλούντο να υποβάλουν ένσταση μέσα σε 30 μέρες. Ήταν κατόπιν τούτου, και εφ΄όσον δεν υπεβλήθησαν ενστάσεις, που ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την απαλλοτρίωση, οπότε δημοσιεύθηκε και η Γνωστοποίηση. Ακολούθως και πάλιν, εφ΄όσον το Κοινοτικό Συμβούλιο έκρινε ότι δεν κατέστη δυνατή η περαιτέρω απαιτούμενη προσωπική επίδοση προς τους ιδιοκτήτες επιστολών με τις οποίες εκαλούντο να υποβάλουν ένσταση μέσα σε 30 μέρες, προέβη σε δημοσίευση σε δύο εφημερίδες. Η Αιτήτρια, έξι μήνες μετά, υπέβαλε ένσταση εκ μέρους όλων των κληρονόμων συνιδιοκτητών του ακινήτου, αυτή όμως δεν έγινε δεκτή ως εκπρόθεσμη και ακολούθησε δημοσίευση του Διατάγματος.
Η προσφυγή της Εφεσίβλητης που ακολούθησε εστρέφετο τόσο εναντίον του Κοινοτικού Συμβουλίου όσο και εναντίον του Υπουργού Εσωτερικών ο οποίος είχε εγκρίνει την απαλλοτρίωση, κατόπιν όμως προδικαστικής Ένστασης της Δημοκρατίας η προσφυγή κατά της Δημοκρατίας απερρίφθη ως απαράδεκτη και παρέμεινε μόνο κατά του Κοινοτικού Συμβουλίου. Να παρατηρηθεί περαιτέρω ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είχε εμφανισθεί στη διαδικασία και έτσι ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής δεν είχε ενώπιον του τις όποιες θέσεις του. Εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή επέτυχε εφ΄όσον εκρίθη ότι κακώς δεν εξετάσθηκε η ένσταση της Εφεσίβλητης ως εκπρόθεσμη αφού το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να ανεύρει τους ιδιοκτήτες του ακινήτου και να τους επιδώσει τις επιστολές ειδοποιήσεως. Η απόφαση εβασίσθη στις πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/1962) για επίδοση αντιγράφου της Γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης σε κάθε ενδιαφερόμενο εκτός αν «καθίσταται αδύνατη η επίδοση λόγω μη ανεύρεσης του και η τοπική αρχή επιβεβαιώνει ότι έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή», οπότε μπορεί να γίνει δημοσίευση σε δύο εφημερίδες. Ο αδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι είχε γίνει «κάθε δυνατή προσπάθεια» για επίδοση, αφού η αναφορά του Προέδρου του σε επιστολή προς τον Έπαρχο ότι «δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης» δεν ικανοποιούσε την προϋπόθεση του νόμου.
H βασική επιχειρηματολογία του Κοινοτικού Συμβουλίου εδράζεται στη θέση ότι κακώς το θέμα εκρίθη στα πλαίσια του Ν. 15/1962 αφού υπάρχουν ειδικές πρόνοιες στο άρθρο 63, δυνάμει του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, οι οποίες ρυθμίζουν διαφορετικά το θέμα της ειδοποίησης των ιδιοκτητών, περιορίζοντας την σε ανάρτηση της Ειδοποίησης σε περίοπτη θέση στα όρια της κοινότητας.
Είναι ανεδαφική η εισήγηση του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αν είχε ακολουθηθεί μόνο η διαδικασία του άρθρου 63, τότε θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 63 και όχι ο Νόμος 15/1962 θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί. Εδώ όμως δεν ακολουθήθηκε μόνο η διαδικασία του άρθρου 63, έστω και αν έγινε ανάρτηση στην κοινότητα, αλλά εκείνη του Ν. 15/1962, ώστε το Κοινοτικό Συμβούλιο να μην μπορεί να αρνείται την ισχύ προνοιών της νομοθεσίας η οποία ακολουθήθηκε από το ίδιο.
Η άλλη εισήγηση του Κοινοτικού Συμβουλίου είναι ότι είναι λανθασμένη η διαπίστωση του αδελφού μας Δικαστή για έλλειψη δέουσας έρευνας. Παραπέμπει προς τούτο στο ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου είχε αποβιώσει και οι κληρονόμοι του ήσαν εκτός της κοινότητας, τα δε ονόματα και οι διευθύνσεις τους εδόθησαν από το Κτηματολόγιο. Η εισήγηση παραγνωρίζει όμως ορισμένα βασικά πράγματα. Κατά πρώτον, δεν εξηγεί, δεδομένου ότι οι διευθύνσεις εδόθησαν την 16.4.2004, δεν κατέστη δυνατή η επίδοση αφού δεν υπάρχει αναφορά στις ενέργειες που έγιναν, αν έγιναν, προς επίδοση. Κατά δεύτερον, και πολύ σημαντικό, η Εφεσίβλητη είχε διορισθεί διαχειρίστρια την 21.12.2003. Ασφαλώς θα μπορούσε να είχε επιδιωχθεί η ανεύρεση της διεύθυνσης της ιδίας ώστε η ειδοποίηση να επιδίδετο στην ίδια ως κατ΄εξοχήν ενδιαφερόμενη υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Το Κοινοτικό Συμβούλιο θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ»Π