ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 115/2009)
11 Απριλίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
CROWN RESORTS LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_________________
Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσείοντες.
Μιχ. Μουαΐμης, για τους Εφεσίβλητους.
__________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας στο Παραλίμνι. Οι εφεσίβλητοι τους επέβαλαν στις 18.7.2007 τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας για το 2007, σύμφωνα με το άρθρο 74 του περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν.111/1985, ύψους £2.670. Για το ίδιο ακίνητο τους επιβλήθηκε φορολογία και από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου του 1980, Νόμος 24/1980.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την επιβολή του τέλους από τους εφεσίβλητους υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 74 του Νόμου 111/1985 είναι αντισυνταγματικό, αφού αντίκειται στο ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος. Υποστηρίζουν ακόμα ότι στην ουσία επιβάλλεται διπλή φορολογία, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 24.4 του Συντάγματος, ενώ, τέλος, ότι η διπλή φορολογία συνιστά φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης.
Την απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσείοντες προσέβαλαν με την παρούσα έφεση. Με τα επιχειρήματά τους, όπως αυτά εμφαίνονται στο περίγραμμα αγόρευσής τους, εγείρουν, λίγο πολύ, τους ίδιους λόγους ακύρωσης, που ήγειραν πρωτοδίκως, αλλά και νέους.
Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο και δη το ΄Αρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα, αφού η επιβολή διπλής φορολογίας αντίκειται στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που προστατεύεται τόσο από τη Συνθήκη, όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Υποστηρίζουν, ακόμα, ότι η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει το ΄Αρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ατομικών Ελευθεριών, όπως έχει τροποποιηθεί από το Πρωτόκολλο 11.
Οι δύο αυτοί λόγοι ακύρωσης δεν έχουν εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με αυτούς.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφασή του ότι το άρθρο 74 του Νόμου 111/1985 δεν είναι αντισυνταγματικό και δεν αντίκειται στο ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος. Ισχυρίζονται ότι λανθασμένα ερμηνεύτηκε η απόφαση στην υπόθεση Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910 και ότι η επιβολή φόρου επί της ίδιας ακίνητης ιδιοκτησίας δύο φορές στο ίδιο έτος, καταστρατηγεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 23.1. Το δικαστήριο, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, λανθασμένα κατέληξε επίσης ότι ο φόρος που επιβάλλεται με βάση το άρθρο 74 του Νόμου 111/1985 δεν είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης, αφού μειώνει καθοριστικά τη βιωσιμότητα των εφεσειόντων και τους επηρεάζει δυσμενώς. Τέλος, υποστηρίζουν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, αποφάσισε ότι τέτοιου είδους διπλή φορολογία δεν επιτρέπεται.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί και όπως εύστοχα επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 23.1 του Συντάγματος, δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που προβλέπονται. Περαιτέρω οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 23, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα του κράτους να θεσπίσει νόμους οι οποίοι κρίνονται αναγκαίοι προς εξασφάλιση της επιβολής φόρου.
Το ΄Αρθρο 24 του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων του, αλλά κανένας φόρος, τέλος ή εισφορά, μπορεί να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης. Καμιά επιβολή φόρου, τέλους ή εισφοράς επιβάλλεται εκτός διά νόμου ή κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου.
Η φορολογία για να χαρακτηριστεί ως καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επαχθής. Η διπλή φορολογία δεν συνιστά από μόνη της φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης (Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου κ.α., ανωτέρω).
Στην παρούσα υπόθεση η συγκεκριμένη ιδιοκτησία των εφεσειόντων φορολογήθηκε δύο φορές με διαφορετικούς συντελεστές και σύμφωνα με όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου, ανωτέρω, η επιβολή δύο φορολογιών για την ίδια ιδιοκτησία πράγματι αποτελεί διπλή φορολογία. Η επιβολή όμως, διπλής φορολογίας, δεν συνιστά αυτομάτως και φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης. Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, φόρος είναι καταστρεπτικής φύσης αν είναι τόσο δυσανάλογος με τη φορολογική ικανότητα του φορολογουμένου, ώστε να επιφέρει την οικονομική καταστροφή του ή το αποτέλεσμά του να απολήγει, ουσιαστικά, στη στέρηση ή δήμευση της περιουσίας του. Απαγορευτικής φύσης, από την άλλη, είναι η φορολογία που χρησιμοποιείται για σκοπούς περιορισμού της άσκησης ορισμένου επαγγέλματος ή της διεξαγωγής ορισμένης εργασίας.
Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα γενικά και αόριστα επιχειρήματα των εφεσειόντων επί του σημείου δεν ήταν πειστικά. Οι εφεσείοντες δεν έδειξαν με οποιονδήποτε τρόπο πως η φορολογία της ίδιας ακίνητης περιουσίας, βάσει δύο εντελώς ξεχωριστών νόμων, απολήγει ουσιαστικά στη στέρηση της περιουσίας τους ή ότι είναι καταστρεπτικής φύσης.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι η απόφαση του δικαστηρίου ότι το άρθρο 74 του Νόμου 111/1985 δεν είναι αντισυνταγματικό, είναι λανθασμένη. Η φορολογική ισότητα μεταξύ των πολιτών δεν επιτυγχάνεται όταν υπάρχει διπλή φορολόγηση ενός τύπου ιδιοκτησίας, ενώ η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι πράγματι έχει επιβληθεί διπλή φορολογία, θα έπρεπε να το οδηγήσει σε συμπέρασμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 74 του Νόμου 111/1985. Η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 74 έγκειται στην επιβάρυνση του ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας κατά τρόπο αυθαίρετο και άδικο.
Οι εφεσείοντες επαναλαμβάνουν την ίδια επιχειρηματολογία του πρώτου λόγου έφεσης, αφού ουσιαστικά υποστηρίζουν ξανά ότι η διπλή φορολογία είναι από μόνη της καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης. Φέρνουν ως παράδειγμα την απαγόρευση επιβολής φόρου εισοδήματος δύο φορές μέσα στο ίδιο έτος. Καταλήγουν ότι όταν καλούνται να πληρώνουν διπλά για ένα περιουσιακό τους στοιχείο, στερούνται της κατοχής και απόλαυσης της ακίνητής τους περιουσίας.
Έχουμε ήδη επιβεβαιώσει ότι η επιβολή της φορολογίας δεν αποτελεί εκ προοιμίου και επιβολή καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης φορολογίας. Και τα πιο πάνω επιχειρήματα θα πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω. Η φορολογία που επιβλήθηκε στην περιουσία των εφεσειόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί καταστρεπτικής φύσης, αφού δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι δυσανάλογη με τη φορολογική τους ικανότητα, ώστε να επιφέρει την οικονομική τους καταστροφή ή ότι απολήγει ουσιαστικά στη στέρηση ή δήμευση της περιουσίας τους.
Βέβαια, ούτε απαγορευτικής φύσης είναι αφού δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς περιορισμού της άσκησης ορισμένου επαγγέλματος ή διεξαγωγής ορισμένης εργασίας. Τέλος, η φορολογία δεν είναι ιδιαίτερα επαχθής και όπως τονίσαμε και πιο πάνω, η διπλή φορολογία από μόνη της δεν συνιστά φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης.
Τέλος, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι στην παρούσα περίπτωση έχει πληγεί η αρχή της ισότητας που επιβάλλει την ίση μεταχείριση των πολιτών της Δημοκρατίας από τη διοίκηση, αλλά και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση πλήττεται με την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Η υποχρέωση για συνεισφορά στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, προνοείται από το ΄Αρθρο 24.1 του Συντάγματος. Από την άλλη, πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχείρισης (΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος).
Όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί, η αρχή της ισότητας δεν έχει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζεται μόνο έναντι της αυθαίρετης δυσμενούς διάκρισης, χωρίς να αποκλείονται εύλογες διαφοροποιήσεις. Μάλιστα όταν προσβάλλονται φορολογικοί νόμοι με τον ισχυρισμό ότι παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, τα δικαστήρια επιτρέπουν στη διακριτική ευχέρεια της νομοθετικής εξουσίας πλατιά περιθώρια, ούτως ώστε το φορολογικό σύστημα να προσαρμόζεται με ορθό και εύλογο τρόπο (Antoniades & others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641, 658 και M. C. Sports Cars Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 42, 47).
Κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου, το δικαστήριο δεν ελέγχει κατά πόσο ο νόμος είναι δίκαιος, ορθός ή σκόπιμος, αλλά κατά πόσο παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις.
Οι εφεσείοντες δεν αναλύουν γιατί, κατά την άποψή τους, επηρεάζεται η αρχή της ισότητας. Δεν αναφέρουν ακόμα, με ποιον συγκρινόμενοι έχουν τύχει διαφορετικής μεταχείρισης. Τα τέλη που επιβλήθηκαν από τους εφεσίβλητους, όσο και η επιβολή φόρου από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, βαρύνουν όλους τους κατόχους ακίνητης περιουσίας και τα ίδια κριτήρια ισχύουν για όλους.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε με το τελευταίο επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η επιβολή διπλής φορολογίας παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, αλλά και της αμεροληψίας.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΔ