ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 44/2009)

 

2 Φεβρουαρίου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

                                                                 Εφεσείοντας/Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση.

_________________________________

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Γ. Αμπίζας, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου και με αυτή συμφωνούν, εγώ, η Ε. Παπαδοπούλου, Δ. και ο Α. Πασχαλίδης, Δ. 

Ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη συγκεκριμένη θέση, η οποία ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, μεταξύ άλλων, προέβλεπε με την παράγραφο (5) ότι απαιτείται «Πολύ καλή γνώση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας.».

 

Η ΕΔΥ, ως προς την παράγραφο 5 του Σχεδίου Υπηρεσίας, θεώρησε ότι ο Εφεσείων «ικανοποιούσε τις απαιτήσεις αφού τουλάχιστον τα ίδια προέβλεπε και το Σχέδιο Υπηρεσίας βάσει του οποίου είχε πρωτοδιοριστεί».  Όμως για το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), για το οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν διέθετε οποιοδήποτε τεκμήριο γνώσης της αγγλικής γλώσσας, αποφασίστηκε να παρακαθίσει σε εξετάσεις.  Σε κατοπινό στάδιο (16.8.2002 και 19.8.2002) ο Ανώτερος Αστυνόμος, Γ. Παναγιώτου, Διευθυντής του Τμήματος Μελετών και Ανάπτυξης στο Αρχηγείο Αστυνομίας, απέστειλε με τηλεομοιότυπα μηνύματα, συμπληρωματικά στοιχεία που υποστήριζαν ότι το ΕΜ γνώριζε την αγγλική γλώσσα σε πολύ καλό επίπεδο, τόσο γραπτώς, όσο και προφορικώς.  Το τι ακριβώς ανέφερε, το παραθέτουμε πιο κάτω για σκοπούς ευκολίας:-

«Υπό την ιδιότητα μου ως Διευθυντής του Τμήματος Μελετών και Ανάπτυξης και του Κλάδου Μηχανογράφησης του Αρχηγείου Αστυνομίας, βεβαιώνω πως έχω εξετάσει μετά προσοχής τα μηχανογραφημένα προσωπικά στοιχεία ήτοι Προσωπικό Φάκελο και Ατομικό Δελτίο του Αστυνόμου Β΄ Πανίκκου Κυριάκου, ο οποίος είναι υποψήφιος για τη θέση του Διευθυντή Φυλακών και σ΄ ότι αφορά τα Ακαδημαϊκά του προσόντα, αναφέρω συμπληρωματικά τ΄ ακόλουθα:

 

Γνώση Αγγλικής γλώσσας: Πολύ Καλού Επιπέδου (Γραφή/Ομιλία)

 

Η βεβαίωση μου εδράζεται επί των ακολούθων στοιχείων και ιδιαίτερα στις επιτυχίες του στις εξετάσεις Αγγλικών του Μορφωτικού Μέρους των εξετάσεων για Προαγωγή στους βαθμούς Λοχία και Υπαστυνόμου, που είναι του αυτού πολύ καλού επιπέδου των αντιστοίχων σχεδίων υπηρεσίας της Δημόσιας Υπηρεσίας:-

 

12.12.80 - Επιτυχής εξέταση στο θέμα των Αγγλικών κατά τις εξετάσεις Προαγωγής Μορφωτικού Μέρους σε Λοχία.

 

1983-1984 - Επιτυχής συμπλήρωση 3ετούς σειράς μαθημάτων Αγγλικής Γλώσσας.

 

11.1.85-9.4.85 - Επιτυχής εξέταση στο θέμα «Legal English» του British Council.

 

10.5.1992 - Επιτυχής εξέταση στο θέμα των Αγγλικών κατά τις εξετάσεις Μορφωτικού Μέρους σε Υπαστυνόμο.

 

16.6.-21.6.96 - Παρακολούθηση στην Ολλανδία σειράς μαθημάτων Management στα Αγγλικά.

 

20.3.-24.3.2000 - Παρακολούθηση στις Η.Π.Α. σειράς Μαθημάτων "Senior Crisis Management» στα Αγγλικά.

 

29.6-4.7.2001 - Συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στην Τεχεράνη για καταρτισμό, στα Αγγλικά, συμφωνίας Διμερούς συνεργασίας μεταξύ Κύπρου-ΙΡΑΝ.»

 

Ενόψει των πιο πάνω, η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 19.8.2002 αναθεώρησε την απόφασή της όπως το ΕΜ παρακαθίσει σε εξετάσεις για την αγγλική γλώσσα.  Στην απόφαση της η ΕΔΥ αναφέρει ότι «αφού μελέτησε τα εξεταστικά δοκίμια Αγγλικής γλώσσας, που της στάληκαν σχετικά με εξετάσεις προαγωγής (Μορφωτικό Μέρος) σε Υπαστυνόμο, έκρινε ότι οι πιο πάνω εξετάσεις είναι σε υψηλότερο επίπεδο από το πολύ καλό επίπεδο όπως το καθόρισε με τις εξετάσεις το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και, ως εκ τούτου, ο ΚΥΡΙΑΚΟΥ Παναγιώτης κατέχει το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.»  Σε άλλη συνεδρία, στις 23.8.2002 η ΕΔΥ αφού ικανοποιήθηκε και για τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας, επέλεξε το ΕΜ για διορισμό στη θέση Διευθυντή Φυλακών. 

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την πιο προαγωγή του ΕΜ, με την προσφυγή Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (Aρ. 1), Υπόθ. Αρ. 1028/02, ημερ. 4.3.2004.  Ο Νικολάου, Δ., ο οποίος την εκδίκασε, διαπίστωσε έλλειψη δέουσας έρευνας και συνακόλουθα και έλλειψη αιτιολογίας στην κατάληξη της ΕΔΥ ότι το ΕΜ ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 του Σχεδίου Υπηρεσίας και προχώρησε στην ακύρωση της προαγωγής.  Στη σελ. 6 της απόφασής του, εξηγεί τα σημεία στα οποία η έρευνα ήταν ελλιπής:-

«Ως προς το δεύτερο και πάλι διαπιστώνω ανεπάρκεια. Ακόμα και αν αναγνωρίσει κανείς στην Ε.Δ.Υ. τη δυνατότητα να προβαίνει η ίδια σε συγκρίσεις επί ειδικών θεμάτων - τεχνικών με την ευρεία έννοια - στα οποία συγκαταλέγονται κατά την άποψη μου και οι ξένες γλώσσες, χωρίς να έχει το όφελος αρμόδιας επαγγελματικής γνώμης, δεν φαίνεται από τα πρακτικά να απασχόλησαν την Ε.Δ.Υ. ορισμένα βασικά ερωτήματα. Μεταξύ αυτών και τα ακόλουθα: πρώτο, το γιατί στάληκαν τα εξεταστικά δοκίμια για τα έτη 1993 και 1994, όχι και για το έτος 1992. δεύτερο, αν όντως δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστεί το δοκίμιο του 1992, το κατά πόσο μπορούσε να βεβαιωθεί η ταύτιση του επιπέδου των εξετάσεων μεταξύ του 1992 και των δύο μεταγενεστέρων χρόνων. και τρίτο, το κατά πόσο η επιτυχία στις εν λόγω εξετάσεις σήμαινε γνώση όχι μόνο του γραπτού αλλά και του προφορικού λόγου. Υπενθυμίζω ότι δεν επρόκειτο εδώ για περίπτωση όπου ίσχυε κάποιο από τα τεκμήρια που αναγνώριζε η Ε.Δ.Υ. αλλά για περίπτωση της εξ υπαρχής διακρίβωσης της γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, με τρόπο που υποκαθιστούσε την εξέταση.»

Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ για να ικανοποιήσει το δεδικασμένο της έλλειψης έρευνας ως προς τα πιο πάνω, «ζήτησε και πήρε από την Αστυνομική Δύναμη, στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσε, πριν από τον εν λόγω διορισμό του: (α) αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων των θέσεων που κατείχε· (β) περιγραφή των καθηκόντων που πράγματι εκτελούσε· και (γ) το εξεταστικό δοκίμιο Αγγλικής για το 1992.  Το δοκίμιο η Ε.Δ.Υ. το διαβίβασε εν συνεχεία για αξιολόγηση στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.  Στις 2 Απριλίου 2004 το Υπουργείο γνωμάτευσε ότι η εν λόγω εξέταση:- "ανταποκρίνεται στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας"».[1]  Όλα αυτά ως προς τον γραπτό λόγο.  Όσον αφορά στην πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και στον προφορικό λόγο, «η Επιτροπή προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσον ο Κυριάκου την κατείχε, αποφάσισε όπως καλέσει τον εν λόγω υποψήφιο σε σχετική προφορική εξέταση ενώπιόν της», στις 7.4.2004.  Έτσι η ΕΔΥ αφού ολοκλήρωσε την επανεξέταση και ικανοποιήθηκε από την προφορική εξέταση, ότι το ΕΜ ήταν και στον προφορικό λόγο πολύ καλός γνώστης της αγγλικής γλώσσας, τον επαναδιόρισε στη θέση Διευθυντή Φυλακών. 

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε εκ νέου την απόφαση της ΕΔΥ.  Πρόκειται για την προσφυγή Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), Υπόθ. Αρ. 561/04, ημερ. 8.9.2005.  Ο Νικολάου, Δ., ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή, ακύρωσε για δεύτερη φορά το διορισμό του ΕΜ.  Το πιο κάτω απόσπασμα αποτελεί την αιτιολογία του δικαστηρίου:-

«..το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πέτυχε στις σχετικές εξετάσεις του 1992, οι οποίες ήταν επιπέδου πολύ καλής γνώσης της γλώσσας αλλά μόνο σε σχέση με τον γραπτό λόγο. Γι΄ αυτό υπέβαλε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε προφορική εξέταση ως αποτέλεσμα της οποίας ικανοποιήθηκε ότι το ίδιο ίσχυε και για τον προφορικό λόγο. Έχει όμως νομολογηθεί ότι η Ε.Δ.Υ. δεν διατηρεί στο στάδιο επανεξέτασης τη δυνατότητα τέτοιου είδους διερεύνησης για τη γνώση γλώσσας: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Αυγή Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 3273 κ.α., ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 2004. Υπήρξε λοιπόν και σ΄ αυτό πλημμέλεια. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε άλλα ζητήματα.»

 

Ακολούθησε δεύτερη επανεξέταση στις 19.4.2008.  Το δεδικασμένο περιορίστηκε πλέον στον προφορικό λόγο.  Θα έπρεπε να διακριβωθεί, χωρίς τη δυνατότητα εξέτασης από την ίδια την ΕΔΥ.  Ως αποτέλεσμα, η ΕΔΥ προχώρησε στην εξέταση εξ υπαρχής του θέματος της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, στον προφορικό λόγο.  Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ ημερ. 19.4.2006, έχει ως εξής:-

«Στη συνέχεια, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τον κατοχή από μέρους του Κυριάκου της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφ. αρ. 561/04, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δε διατηρεί, στο στάδιο επανεξέτασης, τη δυνατότητα διερεύνησης για τη γνώση γλώσσας στον προφορικό λόγο και, ως εκ τούτου, κακώς ο Κυριάκου κλήθηκε σε σχετική προφορική εξέταση.

 

Η Επιτροπή, εξετάζοντας το θέμα εξ' υπαρχής, έλαβε υπόψη ότι ο Κυριάκου είχε επιτύχει το 1992 σε εξετάσεις για την Αγγλική γλώσσα, μέσα στα πλαίσια προαγωγών στην Αστυνομία, το επίπεδο δε των εξεταστικών δοκιμίων που χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα και με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ήταν επίπεδο πολύ καλής γνώσης της εν λόγω γλώσσας.

 

Η Επιτροπή έκρινε ότι η επιτυχία στην εν λόγω εξέταση αποτελεί τεκμηρίωση κατοχής του προσόντος τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο και η απόφασή της αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι όλες οι εξετάσεις που διεξάγονται, είτε από την Επιτροπή είτε από Συμβουλευτικές Επιτροπές, για διαπίστωση κατοχής κάποιας γλώσσας σε διάφορα επίπεδα είναι μόνο γραπτές. Εξάλλου, και άλλες εξωτερικές εξετάσεις που θεωρούνται αποδεκτά τεκμήρια κατοχής κάποιας γλώσσας, όπως π.χ. G.C.E., είναι μόνο γραπτές.»

 

Ως αποτέλεσμα η ΕΔΥ προχώρησε στον επαναδιορισμό στις 18.5.2006 του ΕΜ στην επίδικη θέση.  Και πάλιν ο Εφεσείων προσέβαλε την απόφαση.  Πρόκειται για την προσφυγή Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3), Υπόθ. Αρ. 1506/06, ημερ. 12.2.2009.

 

O Κραμβής, Δ., ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή, έκρινε ότι:-

«Όταν το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης μιας ξένης γλώσσας αυτό σημαίνει ότι η γνώση τεκμηριώνεται από την ευχέρεια χρήσης της συγκεκριμένης γλώσσας στον απαιτούμενο βαθμό, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Βλ. Θεοδοσιάδου ν. ΡΙΚ (2001) 3(Α) ΑΑΔ 143 και Επαμεινώνδας ν. ΡΙΚ (1998) 3 ΑΑΔ 376.

 

Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο τα στοιχεία που η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της κατά την επανεξέταση ήταν επαρκώς ικανοποιητικά για να τεκμηριώσουν την κατοχή του προσόντος της αγγλικής γλώσσας από το ενδ. πρόσωπο. Τα στοιχεία αυτά είναι:

 

- Οι Εβδομαδιαίες Διαταγές με αύξοντα αριθμό 20 ημερ. 27/7/92, στις οποίες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων Προαγωγής Μορφωτικού Μέρους του 1992 στο βαθμό του Υπαστυνόμου - περιλαμβανόταν και το θέμα των Αγγλικών - και στους επιτυχόντες (σελ. 212) περιλαμβάνονταν και τα στοιχεία του Ε/Μ (Τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής με επιστολή ημερ. 26/3/2004 του Αναπληρωτή Αρχηγού της Αστυνομίας Χαράλαμπου Κουλέντη στα πλαίσια της προηγηθείσας επανεξέτασης.

 

- Το εξεταστικό δοκίμιο που χρησιμοποιήθηκε για το έτος 1992, στις αστυνομικές εξετάσεις Προαγωγής που παρακάθισε το Ε/Μ για σκοπούς προαγωγής του σε Υπαστυνόμο (Τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής με επιστολή ημερ. 18/3/2004 του Αναπληρωτή Αρχηγού της Αστυνομίας Χαράλαμπου Κουλέντη στα πλαίσια της προηγηθείσας επανεξέτασης.

 

- Η αξιολόγηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 2/4/2004 αναφορικά με το εξεταστικό δοκίμιο του 1992 που χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς προαγωγής του Ε/Μ σε Υπαστυνόμο, σύμφωνα με την οποία, αυτό ανταποκρινόταν στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας. Τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής στα πλαίσια της προηγηθείσας επεναξέτασης.

 

Το επίπεδο των γραπτών δοκιμίων και ο βαθμός επιτυχίας των εξεταζόμενων δεν αποτέλεσαν προκαθορισμένο μέτρο τεκμηρίωσης του επιπέδου γνώσης της γλώσσας και συνεπώς η ΕΔΥ ορθά αναζήτησε στοιχεία και πληροφορίες προς τεκμηρίωση της κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος. Η βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 2.4.2004 ότι το εξεταστικό δοκίμιο που είχε χρησιμοποιηθεί στις αστυνομικές εξετάσεις προαγωγών σε Υπαστυνόμο (στις οποίες το ενδ. μέρος παρακάθισε με επιτυχία), ανταποκρίνεται στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης αγγλικής γλώσσας, αποτελεί στοιχείο τεκμηρίωσης του απαιτούμενου βαθμού γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας των στοιχείων τεκμηρίωσης του επιπέδου γνώσης μιας ξένης γλώσσας για το συγκεκριμένο σκοπό. Η εκτέλεση αυτού του καθήκοντος ανήκει στην ΕΔΥ, η οποία έχει και την ευχέρεια της επιλογής των μέσων για τη διαπίστωση της κατοχής των προσόντων. Η αναζήτηση της άποψης του Υπουργείου Παιδείας με αναφορά στο επίπεδο των εξεταστικών δοκιμίων κλπ, συνιστά ενέργεια η οποία εντάσσεται στα όρια του καθήκοντος της ΕΔΥ για διεξαγωγή δέουσας έρευνας προκειμένου να αποδώσει τη δέουσα σημασία στο επίπεδο των εξεταστικών δοκιμίων. Βλ. ΕΕΥ ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 ΑΑΔ 270 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας κα (2004) 3 ΑΑΔ 481. Τα στοιχεία που κατά την κρίση της ΕΔΥ ήταν απαραίτητα για το συγκεκριμένο σκοπό, αξιολογήθηκαν δεόντως και ακολούθως η ΕΔΥ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Βλ. Stylianou & Another v. Republic (1988) 3(B) CLR 1007 και Συμεωνίδου κα ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145.»

 

Γι' αυτούς και για άλλους λόγους, η προσφυγή του Εφεσείοντος απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

 

Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι η πρωτόδικη απόφαση ότι το ΕΜ κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, είναι εσφαλμένο και ότι η ΕΔΥ με την απόφασή της παραβίασε το δεδικασμένο που προέκυψε από την πρώτη ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1028/02.

 

Δεν έχουμε πεισθεί ότι παραβιάζεται το δεδικασμένο.  Στην προσφυγή 1028/02, το δεδικασμένο εμπόδιζε την ΕΔΥ, χωρίς έρευνα, να συνεχίσει να θεωρεί:- (α) ότι επιτυχία στις εξετάσεις που αφορούν τα δοκίμια εξετάσεων 1993-1994, χωρίς να ληφθεί υπόψη και το δοκίμιο εξετάσεων του 1992, ικανοποιούσε το απαιτούμενο επίπεδο της γνώσης της αγγλικής γλώσσας και (β) κατά πόσον επιτυχία στις εν λόγω εξετάσεις, σήμαινε γνώση όχι μόνο του γραπτού, αλλά και του προφορικού λόγου.

 

Η ΕΔΥ, ως όφειλε σύμφωνα με το δεδικασμένο, προχώρησε σε νέα έρευνα για το θέμα της γλώσσας και ιδιαίτερα τον προφορικό λόγο.  Εξασφάλισε το δοκίμιο αγγλικής γλώσσας για το 1992, το διαβίβασε στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το οποίο γνωμάτευσε ότι το δοκίμιο ανταποκρίνεται στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, όπως ακριβώς απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας.  Όμως, επειδή έκρινε ότι το επίπεδο αφορά μόνο τον γραπτό λόγο, υπέβαλε το ΕΜ σε προφορική εξέταση.  Σύμφωνα με το δεδικασμένο στην 561/04, δεν υπήρχε δυνατότητα για τέτοια πρωτογενή διερεύνηση για τη γνώση της αγγλικής γλώσσας κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Επομένως η ΕΔΥ, κατά τη νέα επανεξέταση, θα έπρεπε μετά από δέουσα έρευνα να αναζητήσει στοιχεία που να υποδεικνύουν γνώση της αγγλικής γλώσσας και ιδιαίτερα του προφορικού λόγου, που αποτελούσε το δεδικασμένο στην προσφυγή 1028/02.  Η ΕΔΥ προχώρησε σε εξέταση του θέματος εξ' υπαρχής.  Τα στοιχεία που εξέτασε και έλαβε υπόψη, για να καταλήξει ότι το ΕΜ πληρούσε το προσόν γνώσης της αγγλικής γλώσσας, τόσο στο γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο, περιλαμβάνονται στο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει από την απόφαση του Κραμβή, Δ..  Όπως η ίδια η ΕΔΥ αναφέρει, επιτυχία στις εξετάσεις στη βάση του δοκιμίου του 1992 στα πλαίσια προαγωγής σε Υπαστυνόμο, ήταν, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (και όχι πρωτογενών διαπιστώσεων), του «επιπέδου της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» (βλ. επιστολή Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 2.4.2004).  Η ΕΔΥ έκρινε περαιτέρω ότι επιτυχία στις πιο πάνω εξετάσεις και επίπεδο «αποτελεί τεκμηρίωση κατοχής του προσόντος, τόσο στο γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο.»

 

Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε και έκρινε την απόφαση της ΕΔΥ ως προς το θέμα της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, συμπεριλαμβανομένου και του προφορικού λόγου.  Η ΕΔΥ κατά την κρίση μας συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο, τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης προσφυγής.  Ερεύνησε πλήρως τα όσα επισημάνθηκαν από το Νικολάου, Δ στην 1028/02 και στη συνέχεια ερεύνησε εκ νέου το θέμα του προφορικού λόγου, κρίνοντας ότι είχε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού την απαιτούμενη «τεκμηρίωση κατοχής του προσόντος, τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο»

 

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τα «αποδεχτά Τεκμήρια για Γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής Γλώσσας σε Απαιτούμενα από Σχέδια Υπηρεσίας Επίπεδα», τα οποία ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο:-

«Δημόσιοι υπάλληλοι που είναι υποψήφιοι για ανώτερες θέσεις θεωρείται ότι κατέχουν την απαιτούμενη Ελληνική και Αγγλική γλώσσα στο καθοριζόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας των εν λόγω θέσεων επίπεδο, αν το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης την οποία κατέχουν ή κατείχαν, απαιτεί τα ίδια επίπεδα γνώσης των γλωσσών αυτών.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, τα πιο πάνω ισχύουν απόλυτα, αφού σύμφωνα με τη Βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 2.4.2004 «Το εξεταστικό δοκίμιο που είχε χρησιμοποιηθεί σε αστυνομικές εξετάσεις προαγωγών σε Υπαστυνόμο στις 10 Μαΐου 1992», που ήταν προηγούμενη θέση που κατείχε το ΕΜ, «ανταποκρίνεται στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.»  Τα στοιχεία αυτά, δεν ήταν διαθέσιμα από την αρχή και ήρθαν στην επιφάνεια μετά από περαιτέρω δέουσα έρευνα που η ΕΔΥ διεξήγαγε, ώστε να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που προέκυπτε από την 1028/02.

 

Υπό τις περιστάσεις, βρίσκουμε τις εξηγήσεις και την αιτιολογία της ΕΔΥ και τις διαπιστώσεις του αδελφού μας Δικαστή, σε σχέση με τη γνώση της αγγλικής γλώσσας, εύλογες και καθόλα πειστικές.  Με την πιο πάνω κατάληξή μας, είναι φανερό ότι οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί.  Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τους εναπομείναντες τρεις λόγους έφεσης.

 

Με τον τρίτο, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η διαπίστωση της ΕΔΥ ότι το ΕΜ κατείχε την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας δεκαετή διοικητική πείρα, συνάδει με τα στοιχεία που είχε ενώπιον της ΕΔΥ και ότι η κρίση της δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή.

 

Αναφορικά με την πείρα, το Σχέδιο Υπηρεσίας, με την παράγραφο 2 προέβλεπε «Δεκαετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση ή δεκαετή άσκηση της δικηγορίας».  Στην προσφυγή 1028/02 το δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε «έλλειψη δέουσας έρευνας ακόλουθα δε και έλλειψη αιτιολογίας στην κατάληξη της ΕΔΥ» ότι το ΕΜ ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Έκρινε ότι δεν ήταν έργο του Δικαστηρίου να συζητήσει τα στοιχεία τα οποία υπήρχαν στο φάκελο σε σχέση με τα καθήκοντα και ευθύνες του ΕΜ στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στην Αστυνομική Δύναμη, για να διαμορφώσει πρωτογενώς άποψη και να την εξηγήσει.  Θεώρησε ότι ήταν έργο της ΕΔΥ να το πράξει. 

 

Με δεδικασμένο την έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας, η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση των προσόντων του ΕΜ.  Στη συνεδρία της ημερ. 6.4.2004, αφού ερεύνησε τα στοιχεία έκρινε ότι το ΕΜ κατείχε δεκαετή τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση.  Αιτιολογώντας την απόφαση της ανάφερε:-

«Όσον αφορά την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας δεκαετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση ή δεκαετή άσκηση της δικηγορίας, ο Κυριάκου κρίθηκε ότι ικανοποιεί την πρώτη διάζευξη της εν λόγω πρόνοιας, με βάση την πολύχρονη απασχόλησή του στην Αστυνομία.

 

Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην απόφαση αυτή, έλαβε υπόψη τη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία η έννοια της διοικητικής πείρας συνδέεται με την άσκηση διοικητικών καθηκόντων, η οποία δεν προϋποθέτει, απαραιτήτως, εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού, αλλά είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την εμπλοκή, στο πλαίσιο της υπηρεσίας ενός λειτουργού, στο καθόλα διοικητικό έργο.

 

Η Επιτροπή, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι η διοικητική πείρα που ο Κυριάκου απέκτησε από την ημερομηνία προαγωγής του σε θέση στην Κλίμακα Α8 (Λοχίας, από 18.5.92) ικανοποιεί την έννοια της διοικητικής πείρας, όπως ερμηνεύτηκε πιο πάνω, και, ως εκ τούτου, αυτός ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια ως προς την απαιτούμενη δεκαετή διοικητική πείρα, λαμβανομένου υπόψη ότι ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων, στην παρούσα περίπτωση, ήταν η 5.8.02.».

 

Στην προσφυγή 561/04 που ακολούθησε, το Δικαστήριο έκρινε ότι:-

«Η αυτοκαθοδήγηση, όπως διατυπώνεται στην ανωτέρω μεσαία παράγραφο, απηχεί την απόφαση της Ολομέλειας στην Ολυμπία Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 (σελ. 393) και είναι βέβαια ορθή. Ελλείπει όμως από τα πρακτικά οποιαδήποτε ένδειξη αναφορικά με τα ποιά από τα καθήκοντα του ενδιαφερόμενου προσώπου, στις θέσεις που βρισκόταν μετά την προαγωγή του σε Λοχία, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ως διοικητικά. Σημειώνω και την εξής επί μέρους πτυχή. Από τις 26 Οκτωβρίου 1996 μέχρι 2 Αυγούστου 1998 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο φαίνεται να υπηρετούσε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ως Αξιωματικός Σύνδεσμος της Αστυνομίας. Τα καθήκοντα του σε εκείνο τον τομέα δεν έγιναν όμως γνωστά. Το Αρχηγείο Αστυνομίας με την επιστολή του, ημερ. 18 Μαρτίου 2004, εξήγησε - βλ. Παράρτημα 'Β' - ότι:

 

«Έγιναν εξετάσεις για εντοπισμό των καθηκόντων της θέσης τα οποία καθορίζονται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, πλην όμως τούτο δεν κατέστει δυνατόν.»

 

Καθώς αντιλαμβάνομαι, δεν υπήρξε άλλη εξέλιξη. Αλλά ούτε αναφέρθηκε ο,τιδήποτε από το οποίο συγκεκριμένα να συνδέεται ο βαθμός Λοχία - από όπου η Ε.Δ.Υ. άρχισε να μετρά - με την απαίτηση για απόκτηση της διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση. Και, βέβαια, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να συζητήσει αυτές τις πτυχές για να συμπεράνει πρωτογενώς το ένα ή το άλλο. Η κρίση της Ε.Δ.Υ. παραμένει λοιπόν χωρίς αιτιολογία.»

 

Με δεδικασμένο αυτή τη φορά την έλλειψη αιτιολογίας, η ΕΔΥ, στα πλαίσια της επανεξέτασης, όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 3 της προσβαλλόμενης απόφασής του (βλ. Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1506/06, ημερ. 12.2.2009), «συγκέντρωσε στοιχεία αναφορικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που είχε το ΕΜ ως μέλος της αστυνομικής δύναμης τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, από 26.10.96 μέχρι 2.8.1998 ως Αξιωματικός Σύνδεσμος της Αστυνομίας».  Αφού βεβαιώθηκε ότι είχε πλήρη εικόνα της σταδιοδρομίας του ΕΜ έκρινε ότι:-

«.. Σύμφωνα με την πάγια τακτική που ακολουθεί, «υπεύθυνη θέση» θεωρείται η θέση με Κλίμακα Α8 και άνω, για την οποία απαιτείται πανεπιστημιακό δίπλωμα.  Ενόψει της ερμηνείας αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε όπως θεωρήσει ως αφετηρία τη θέση Λοχία (Κλ. Α8), στην οποία ο Κυριάκου προήχθη το 1990, και, με βάση τις πληροφορίες που είχε από τον Αρχηγό Αστυνομίας και το Γενικό Διευθυντή, Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, να αποφασίσει κατά πόσον τα καθήκοντά του στην εν λόγω θέση καις τις μετέπειτα θέσεις που κατείχε θεωρούνται διοικητικά.

 

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη ότι, με βάση την περιγραφή που δόθηκε τόσο από τον Αρχηγό Αστυνομίας όσο και από το Γενικό Διευθυντή, Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, τα καθήκοντα που ο Κυριάκου εκτελούσε από το 1992 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο περιλάμβαναν υποβολή απόψεων και εισηγήσεων σε νομικής φύσεως θέματα, ερωτήματα και προβλήματα, παρακολούθηση και ενημέρωση του Υπουργού για θέματα που αφορούν την Αστυνομία, τα οποία, όπως αναφέρεται στην επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, είναι βασικά διοικητικά καθήκοντα, έλεγχο, εποπτεία και καθοδήγηση του προσωπικού του Γραφείου στη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας, θέματα προσωπικού, διαχείριση παραπόνων και άλλα καθώς και οποιαδήποτε καθήκοντα που θα του ανατίθεντο από το Διευθυντή Διοίκησης του Υπουργείου, έκρινε ότι αυτά όλα συνιστούν διοικητικά καθήκοντα, βάσει των οποίων ικανοποιείται η σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για δεκαετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση.»

 

Με την προσβαλλόμενη απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο επιλαμβανόμενο λόγου ακύρωσης σχετικά με την πείρα του ΕΜ, έκρινε ότι:-

«Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά επειδή η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο το ενδ. μέρος κατείχε το προσόν της δεκαετούς τουλάχιστον διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, είναι αβάσιμος. Προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης ότι η ΕΔΥ συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία αναφορικά με τη σταδιοδρομία του ενδ. μέρους στην αστυνομική δύναμη από το 1992 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο. Η διαπίστωση ότι το ενδ. μέρος κατείχε τουλάχιστο δεκαετή διοικητική πείρα όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, συνάδει με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η ΕΔΥ και η κρίση της επί του προκειμένου είναι ευλόγως επιτρεπτή. Η επέμβαση του Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η ΕΔΥ, ως το διορίζον όργανο, έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας.»

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι είναι εσφαλμένη η πιο πάνω κρίση του αδελφού μας δικαστή.  Θεωρεί ότι είναι ιδιαίτερα παράδοξο αρχικά να μη βρίσκονταν στο φάκελο τα στοιχεία για την υπηρεσία του ΕΜ στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και κατά την επανεξέταση να εντοπιστούν.  Περαιτέρω θεωρεί ότι η ΕΔΥ δεν εξηγεί για ποιους λόγους έκρινε ότι τα καθήκοντα που άσκησε το ΕΜ στο Υπουργείο, είναι διοικητικής φύσεως και μάλιστα σε υπεύθυνη θέση.

 

Δεν συμφωνούμε.  Η ΕΔΥ συμμορφούμενη με το δεδικασμένο, διεξήγαγε περαιτέρω έρευνα και αφού συνέλεξε πρόσθετα στοιχεία, τόσο από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όσο και από τον Αρχηγό Αστυνομίας αναφορικά με τα καθήκοντα του ΕΜ, προχώρησε στην επανεξέταση.  Τα στοιχεία αυτά παρατίθενται στις σελ. 3-5 της απόφασής της, ημερ. 19.4.2006.  Στη συνέχεια προχώρησε στην κρίση της ότι τα καθήκοντα, όπως προέκυψαν μετά την περαιτέρω έρευνα, πληρούσαν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Συμφωνούμε με τον αδελφό μας δικαστή ότι είναι αβάσιμο το παράπονο του Εφεσείοντος, αφού από τα διαθέσιμα στοιχεία ήταν απόλυτα εύλογη η κρίση της ΕΔΥ, ότι το ΕΜ κατείχε τουλάχιστον δεκαετή διοικητική πείρα.

 

Με τον λόγο έφεσης 4 ο Εφεσείων θεωρεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τόσο η σύσταση του Γενικού Διευθυντή όσο και οι προφορικές συνεντεύξεις που ήταν στάδια της διοικητικής διαδικασίας, παρέμειναν αλώβητες μετά το δικαστικό αναθεωρητικό έλεγχο και συνεπώς νόμιμα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση και τούτο κατ' εφαρμογή του άρθρου 34(3) του Νόμου.  Κατά την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος, η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε αρχίσει από το κριθέν ως πάσχον προπαρασκευαστικό σημείο και δεν έπρεπε να εφαρμοστεί η πρόνοια των εδαφίων (3) και (6) του άρθρου 34Α, αλλά η επιφύλαξη του εδαφίου (3) και η επιφύλαξη του εδαφίου (6) του άρθρου 34Α.  Στα πλαίσια της επανεξέτασης η ΕΔΥ όφειλε, είπε, να καλέσει ενώπιον της το νέο Γενικό Διευθυντή, να του ζητήσει να υποβάλει νέα σύσταση και επίσης η ίδια να μη λάβει υπόψη τις συνεντεύξεις που διεξήχθηκαν τον ουσιώδη χρόνο χωρίς της δική του συμμετοχή και οι οποίες ακυρώθηκαν με την πρώτη δικαστική απόφαση στην προσφυγή 1028/02, ημερ. 4.3.2004.

 

Με κάθε σεβασμό στα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, τα αποφασισθέντα στις δύο προηγούμενες προσφυγές δεν επηρέαζαν καθόλου τη σύσταση του Διευθυντή και τις προφορικές συνεντεύξεις, αφού με την απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώθηκε έλλειψη έρευνας από την ΕΔΥ αναφορικά με την πείρα και τη γνώση της αγγλικής γλώσσας και όχι της νομιμότητας της σύστασης ή των συνεντεύξεων.

 

Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του αδελφού μας Δικαστή ότι η αρχική προφορική εξέταση εξήλθε αλώβητη κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο και ότι ορθά η ΕΔΥ εφαρμόζοντας το άρθρο 34Α(3) την έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση, η οποία δεν γίνεται εφ' όλης της ύλης, αλλά αφορά μόνο σε όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που διαπιστώνεται η πλημμέλεια (βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 601 και Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38).  Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή του άρθρου 34Α(6) αφού η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελεί μέρος του προηγούμενου καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.  Κατά την κρίση μας, ορθά λήφθηκε υπόψη το άρθρο 34(6) και (7) και όχι οι επιφυλάξεις του εδαφίου (6), αφού με το δεδικασμένο δεν επηρεαζόταν ούτε η σύσταση, ούτε η προφορική συνέντευξη, αλλά αφορούσε στα προσόντα και πείρα του ΕΜ.

 

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο της προσφυγής, χωρίς να εξετάσει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντος ότι παραγνωρίστηκε αναιτιολόγητα η έκδηλη υπεροχή του και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στα κριτήρια της προφορικής εξέτασης.  Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Κατ' αρχάς δεν συμφωνούμε ότι υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Εφεσείων υπερείχε «έκδηλα» του ΕΜ. Πέραν τούτου, δεν προβλήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία ισχυρισμός περί έκδηλης υπεροχής του Εφεσείοντος, γι' αυτό και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα.  Ανεξάρτητα των πιο πάνω, ο Εφεσείων προβάλλει την ανάθεση σ' αυτόν διοικητικών καθηκόντων για να ισχυριστεί ότι υπερέχει του ΕΜ.  Τονίζει έντονα την ανάθεση σ' αυτόν των διοικητικών καθηκόντων του Αναπληρωτή Διευθυντή Φυλακών για λιγότερο από 5 μήνες το 2002.  Όπως στην επιστολή ημερ. 17.5.2002 με την οποία του ανατέθηκαν τα συγκεκριμένα καθήκοντα, στην παράγραφο 3 διευκρινίζεται ότι «ο αναπληρωματικός διορισμός σας έγινε γιατί ήταν υπηρεσιακά πρόσφορος και χωρίς να γίνει αξιολογική σύγκριση σας με οποιοδήποτε άλλο υπάλληλο που κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης.  Επομένως, ο διορισμός σας αυτός δε θα ληφθεί υπόψη κατά την κανονική πλήρωση της θέσης».

 

Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, αφού ανεξάρτητα αν του διευκρινίστηκε κατά την ανάθεση, το γεγονός ότι δεν θα λαμβάνονταν υπόψη σε μελλοντικές συγκρίσεις με άλλους υπαλλήλους, εφαρμόζεται η νομολογιακή αρχή που επιβάλλει την ίση μεταχείριση των υποψηφίων και η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο, η ανάθεση καθηκόντων εκτός του Σχεδίου Υπηρεσίας, αποτελεί εσωτερικό θέμα το οποίο δεν επιτρέπει διάκριση μεταξύ των υποψηφίων.  Όπως τονίστηκε στη Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 249, διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι η διοίκηση θα αφήνετο να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται (βλ. επίσης Ioannídes v. Republic (1986) 3 CLR 1089).

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.  Καμιά διαταγή αναφορικά με τα έξοδα του ΕΜ.

  

Π. Αρτέμης, Π.                                          Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.                                 Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

/ΕΠσ



[1] Απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), Υπόθ. Αρ. 561/04, ημερ. 8.9.2005.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο