ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 824
16 Νοεμβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΣΕΜΗ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 138/2008)
Δεδικασμένο ― Όροι δημιουργίας και περιεχόμενο ― Πορίσματα της νομολογίας και της επιστήμης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεδικασμένο δεν παρήχθη και κατά συνέπεια δεν παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο εφεσείων ενέμεινε με την έφεσή του, στην αξίωση του για ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών και Αερολιμένων, η οποία είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι οι αποφάσεις του δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων «αναφορικά με το κριθέν, και μόνο, ζήτημα».
Στην παρούσα περίπτωση η αποτίμηση των στοιχείων κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου στην Προσφυγή 1144/2004 και η συνακόλουθη κατάληξή του περί «ισότητας» των υποψηφίων σε αξία, κάθε άλλο παρά στόχευαν την εκ των προτέρων δέσμευση της διοίκησης. Αποκλειστικός στόχος ήταν η ανάδειξη του ουσιώδους επίδικου θέματος, της ουσίας με άλλα λόγια της διαφοράς, για την επίλυση της οποίας απαιτείτο η κρίση του δικαστηρίου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, δεν είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα περί παραβίασης του δεδικασμένου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 19,
Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7,
Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2329/06), ημερ. 17/7/08.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση που λήφθηκε στις 23/9/2004, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) προήξε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών και Αερολιμένων, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, το ενδιαφερόμενο μέρος. Την απόφαση πρόσβαλαν με επιτυχία τόσο ο εφεσείων (Προσφυγή 1144/2004), όσο και τρίτο πρόσωπο, ο Γρ. Πιθαράς (Προσφυγή 1170/2004). Και οι δύο προσφυγές συνεκδικάστηκαν. Η ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 20/6/2006. Ως προς τον εφεσείοντα, η απόφαση ακυρώθηκε λόγω παράλειψης της Ε.Δ.Υ. να αξιολογήσει το μεταπτυχιακό του προσόν. Ενόψει των όσων ακολούθησαν, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, η οποία να σημειωθεί δεν εφεσιβλήθηκε:
"Ένας από τους λόγους που εγείρει ο Χατζηγιασεμής είναι και ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ασχοληθεί και αξιολογήσει το μεταπτυχιακό του προσόν. Είναι αλήθεια ότι σ' αυτό αναφορά γίνεται μόνο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ η ΕΔΥ δεν φαίνεται να απασχολήθηκε με το θέμα.
Από το ενώπιόν μου υλικό, αλλά και από την αιτιολογία που δόθηκε, φαίνεται ότι οι διαφορές, αν υπάρχουν, μεταξύ του Χατζηγιασεμή και του ενδιαφερόμενου μέρους, είναι οριακές. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει συμβολικά του αιτητή ως προς την αρχαιότητα, αφού η διαφορά περιορίζεται στην ηλικία, ενώ στη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής αξιολογήθηκε ελαφρά ψηλότερα. Σημειώνεται ακόμα πως στις αξιολογήσεις, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ισάξιοι. Στην αξία εν όψει της συμβολικής, θα έλεγα, διαφοράς μεταξύ των δύο υποψηφίων, παρατηρείται ισότητα. Έτσι, η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του Χατζηγιασεμή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα επηρέαζε την απόφαση της Επιτροπής αν λαμβανόταν υπ' όψιν. Το μεταπτυχιακό δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά από την άλλη θα έπρεπε η Επιτροπή να το αξιολογήσει και να αποφασίσει κατά πόσο αυτό ήταν σχετικό ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης."
Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε, προήχθη και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος. Το σχετικό απόσπασμα από τη νέα απόφαση της Ε.Δ.Υ. έχει ως ακολούθως:
"Τέλος, η Επιτροπή καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο υποψήφιος Χατζηγιασεμής Παναγιώτης, που δεν επιλέγηκε, είναι κάτοχος Postgraduate Diploma in Business Administration, από το Stirling University, το οποίο, παρόλο που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα/ πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα και συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να ανατρέψει την απόφασή της για επιλογή της Χριστοδούλου-Γεττίμη. Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση της, καθοδηγούμενη και από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα. Ενδεικτικά, παρατίθεται η απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 69, στη σελ. 73, όπως αναφέρεται ότι:
"Η θέση είναι διευθυντική, ψηλά στην ιεραρχία και εφόσον είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής η προφορική εξέταση ήταν σημαντική στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.""
Οι συνυποψήφιοι του ενδιαφερόμενου μέρους, μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων, προσέφυγαν εκ νέου στο δικαστήριο με στόχο την ακύρωση της νέας απόφασης. Πρόκειται για τις Προσφυγές 2329/2006 και 181/2007, οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Με απόφαση του, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ έκαμε δεκτή την προσφυγή του Γρ. Πιθαρά (Προσφυγή 181/2007), απέρριψε αυτή του εφεσείοντα (Προσφυγή 2329/2006) βασικά γιατί δεν δέχθηκε τη θέση του ότι η νέα απόφαση της Ε.Δ.Υ. παραβίαζε το δεδικασμένο πως η διαφορά στην αρχαιότητα ήταν μόνο συμβολική και στην προφορική εξέταση ελαφρά ώστε, μεταξύ του ιδίου και του ενδιαφερόμενου μέρους, στην αξία να «παρατηρείται ισότητα», που η πρώτη ακυρωτική απόφαση, η οποία υπενθυμίζουμε, δεν εφεσιβλήθηκε, είχε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δημιουργήσει. Επειδή στο στόχαστρο του μοναδικού λόγου έφεσης βρίσκεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει τη συγκεκριμένη θέση του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σκεπτικό με το οποίο ο αδελφός μας Δικαστής οδηγήθηκε στην εν λόγω κατάληξή του:
"Ο αιτητής Π. Χατζηγιασεμή υποστηρίζει πως δεν μπορούσε η ΕΔΥ να καταλήξει σε τέτοια απόφαση αφού είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο πως η διαφορά στην αρχαιότητα ήταν μόνο συμβολική και στην προφορική εξέταση ελαφρά ώστε, στη βάση των δεδομένων, στην αξία να «παρατηρείται ισότητα». Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτές τις σκέψεις. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις αλλά αναθεωρεί εκείνες της διοίκησης με γνώμονα το κατά περίπτωση εύλογο. Πολύ λιγότερο όταν η βαρύτητα του καθενός από τα νόμιμα στοιχεία κρίσης δεν προκαθορίζεται ως ορισμένη και σταθερή, ανεξάρτητα δηλαδή από τους συσχετισμούς που στην κάθε περίπτωση υπεισέρχονται. Ώστε εκείνο που στη μια, ανάλογα με τα δεδομένα, να έχει μόνο μικρή ή και αμελητέα σημασία σε άλλη να αποκτά διαφορετική, ακόμα και αποφασιστική (βλ. συναφώς την Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275). Είναι, νομίζω, πρόδηλο πως, ακριβώς, στην ακυρωτική απόφαση κάθε άλλο παρά στοχεύθηκε η πρωτογενής αποτίμηση των στοιχείων κρίσης, προς εκ των προτέρων δέσμευση της διοίκησης. Στόχος ήταν να υποδειχθεί, όπως προκύπτει από το σύνολο του σχετικού αποσπάσματος, η σημασία της παράλειψης της ΕΔΥ να ασχοληθεί και να αξιολογήσει το μεταπτυχιακό του Π. Χατζηγιασεμή. Γι' αυτό και η φράση «Έτσι, η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του Χατζηγιασεμή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα επηρέαζε την απόφαση της Επιτροπής αν λαμβανόταν υπ' όψιν». Εννοείται προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα προς τις εκτιμήσεις της ίδιας της ΕΔΥ οι οποίες, βεβαίως, υπόκεινται σε αναθεώρηση με αναφορά στο εύλογα επιτρεπτό τους. Και, ακριβώς, ήταν συναφής η εναλλακτική θέση του Π. Χατζηγιασεμή πως, ούτως ή άλλως, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα με αναφορά στην ηλικία και στη διαφορά στις εκτιμήσεις αναφορικά με την απόδοση στην προφορική εξέταση. Είχαν την ίδια βαθμολογία στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τα τελευταία χρόνια, την ίδια αξιολόγηση στην προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (πάρα πολύ καλοί), την ίδια γενική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (σχεδόν εξαίρετοι), είχαν και οι δυο το πλεονέκτημα, συστήθηκαν και οι δυο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και είχαν την ίδια αξιολόγηση από τον Αν. Διευθυντή για την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση με την ΕΔΥ. Ενώ και αφ' εαυτής η διαφορά στην αποτίμηση της ΕΔΥ (εξαίρετη για την ενδιαφερόμενη και πάρα πολύ καλός για τον ίδιο) χαρακτηρίστηκε σε διάφορες υποθέσεις ως ελαφρά.
Όλα αυτά, όμως, στο πλαίσιο ποιας τελικής εισήγησης; Να προσδοθεί μεγαλύτερη συγκριτική βαρύτητα σε μεταπτυχιακό προσόν που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης αλλά δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας. Δεν μπορώ να δεχτώ πως δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτό για την ΕΔΥ να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα σε συνδυασμό προς τη συγκριτικά καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση."
Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι οι αποφάσεις του δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων «αναφορικά με το κριθέν, και μόνο, ζήτημα» (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 19). «Ως κριθέν δε ζήτημα θεωρείται», όπως με αναφορά στη νομολογία λέχθηκε στην ίδια υπόθεση, «εκείνο το οποίο, αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενομένου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για την συναγωγή του συμπεράσματος όπως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης».
Στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7, λέχθηκαν και τα εξής σχετικά από το Δικαστή Πική, στα οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625, 634:
"Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος .................................................................................................
Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση."
Στο σύγγραμμα Ι.Δ. Σαρμά, Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Β΄ Έκδοση, σελ. 637, διαβάζουμε και τα εξής σχετικά:
"Ζήτημα γεννάται αν ο δεσμός του δεδικασμένου καλύπτει, όχι μόνο την έννομη σχέση που απετέλεσε αυτό καθ' εαυτό το αντικείμενο της αρχικής δίκης, αλλά και τις έννομες σχέσεις που συνιστούσαν αναγκαίο στήριγμα της κρίσεως περί της κυρίας σχέσεως. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζον ακυρωτικώς αποδέχεται την δυνατότητα εκπηγάσεως του δεδικασμένου και εξ επικουρικών κρίσεων, περιορίζει όμως την δυνατότητα αυτή κρίνον ότι «κατά κρατούσαν γενικώς δικονομικήν αρχήν, θεωρείται ως κριθέν δικαστικώς το ζήτημα εκείνο, το οποίον ευρίσκεται εν συναρτήσει προς το γενόμενον δεκτόν υπό της αποφάσεως συμπέρασμα και αποτελεί αναγκαίον τούτου στήριγμα ουχί δε έτερα περιστατικά ιστορικώς αναφερόμενα, άτινα δεν είναι αναγκαία προς συναγωγήν του εν τω διατακτικώ διατυπουμένου συμπεράσματος της αποφάσεως»."
Στην παρούσα περίπτωση η αποτίμηση των στοιχείων κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου στην Προσφυγή 1144/2004 και η συνακόλουθη κατάληξη του περί «ισότητας» των υποψηφίων σε αξία, κάθε άλλο παρά στόχευαν την εκ των προτέρων δέσμευση της διοίκησης. Αποκλειστικός στόχος ήταν η ανάδειξη του ουσιώδους επίδικου θέματος, της ουσίας με άλλα λόγια της διαφοράς, για την επίλυση της οποίας απαιτείτο η κρίση του δικαστηρίου. Και αυτή η διαφορά δεν ήταν άλλη από τη «σημασία», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται από τον αδελφό Δικαστή στην εκκαλούμενη απόφαση «της παράλειψης της ΕΔΥ να ασχοληθεί και να αξιολογήσει το μεταπτυχιακό του Π. Χατζηγιασεμή (του εφεσείοντα)». Άλλως, προς τι η φράση «Έτσι, η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του Χατζηγιασεμή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα επηρέαζε την απόφαση της Επιτροπής αν λαμβανόταν υπ' όψιν», φράση η οποία εμμέσως πλην σαφώς αφήνει να νοηθεί ότι η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του εφεσείοντα κάθε άλλο παρά θα κλίνει αποκλειστικά την πλάστιγγα προς την κατεύθυνση που ο τελευταίος εισηγείται. Το ενδεχόμενο και μετά την αξιολόγηση η πλάστιγγα να κλίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, παραμένει αμείωτο. Το ζήτημα ανάγεται στις εξουσίες της Επιτροπής, οι εκτιμήσεις της οποίας υπόκεινται σε αναθεώρηση, με αναφορά πάντα βέβαια στο εύλογα επιτρεπτό τους.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η θέση του εφεσείοντα περί παραβίασης του δεδικασμένου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αντίθετα, συνιστά και δική μας διαπίστωση, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, «ήταν ευλόγως επιτρεπτό για την ΕΔΥ να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα σε συνδυασμό προς τη συγκριτικά καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση».
Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.