ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 468
2 Ιουνίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ (Ε/Μ 1),
2. ΠΕΤΡΟΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ (Ε/Μ 2),
3. ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Α. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ (Ε/Μ 3),
4. ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ (Ε/Μ 4),
5. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ (Ε/Μ 5),
6. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ (Ε/Μ 6),
7. ΑΝΝΑ ΚΑΣΙΝΗ (Ε/Μ 7),
8. ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Ε/Μ 8),
9. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΠΑΝΑΓΗ (Ε/Μ 9),
10. ΠΑΝΙΚΟΣ Λ. ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ (Ε/Μ 10),
11. ΠΑΝΙΚΟΣ Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ (Ε/Μ 11),
12. ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΔΗΣ (Ε/Μ 12),
13. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΣΙΗΤΤΗ (Ε/Μ 13),
14. ΣΑΒΒΑΣ ΤΑΒΕΛΗ (Ε/Μ 15),
15. ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ (Ε/Μ 16),
16. ΝΙΚΟΛΑΣ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ (Ε/Μ 17),
Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη,
ν.
1. ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΜΑΛΙΩΤΗ,
2. ΜΑΡΙΟΥ ΣΠΑΘΑΡΗ,
3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,
Εφεσιβλήτων - Αιτητών,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 119/2008)
Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Καν. 27(2) της Κ.Δ.Π. 114/97 ― Ο Κανονισμός δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ότι καλύπτει και τα πανεπιστημιακά διπλώματα, που δεν είναι μεταπτυχιακά ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.
Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Περιστάσεις υπό τις οποίες επικυρώθηκαν οι επίδικες προαγωγές, παρόλο που πρωτοδίκως είχαν ακυρωθεί.
Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Ανάλυση των παραμέτρων της εγκυρότητάς της, που οδήγησαν στην επικύρωσή της στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχαν ακυρωθεί οι προαγωγές τους σε Ανώτερους Λιμενικούς Λειτουργούς.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Αναφορικά με το ζήτημα του Κανονισμού 27(2) της Κ.Δ.Π. 114/97, είναι αρκετό να σημειωθεί πως, όπως δέχτηκαν και οι εφεσίβλητοι-αιτητές, αυτοί κατείχαν πανεπιστημιακά και όχι μεταπτυχιακά διπλώματα. Τη θέση των εφεσιβλήτων-αιτητών ότι ο Κανονισμός, αναφερόμενος σε μεταπτυχιακά εννοεί και απλά πανεπιστημιακά διπλώματα, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Επομένως δεν μπορούσε να τεθεί θέμα πίστωσης των εφεσιβλήτων-αιτητών με περαιτέρω χρόνο εξαιτίας κατοχής μεταπτυχιακών διπλωμάτων.
Επιπρόσθετα, δεν υιοθετείται η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν εσφαλμένη, επειδή έδιδε παραπλανητική συγκριτική εικόνα των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών και επομένως ότι και η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή, έπασχε. Η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη, ούτε και ως δίδουσα εντύπωση διαφορετική απ' εκείνη των υπηρεσιακών φακέλων.
Σε αντίθεση με το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίνεται η σύσταση του Διευθυντή ως αιτιολογημένη και βασισμένη στα στοιχεία των φακέλων. Ήταν θεμιτό για το Διευθυντή να συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, έναντι των αιτητών, δίνοντας ουσιαστικά βαρύτητα στη 15μήνη αρχαιότητά τους έναντι της ίσης αξίας των αιτητών με μερικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη και της οριακά μεγαλύτερης αξίας των αιτητών 2 και 3 έναντι άλλων ενδιαφερομένων μερών. Κατ' επέκταση κρίνεται ως θεμιτή η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη, βασισμένη στην αρχαιότητά τους και την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή και πάλι έναντι της οριακά μεγαλύτερης αξίας μερικών από τους αιτητές σε σχέση με μερικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Δεν ήταν αδικαιολόγητη η σύσταση του Διευθυντή υπέρ κάποιων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία είχαν ίση αξία με τους αιτητές και ήταν και αρχαιότερά τους.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υποθέσεις Aρ. 1260/05, 1377/05), ημερ. 6/6/08.
Cur. adv. vult.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-13 και 15-17.
Ε. Μιχαήλ (κα.) για Α. Νεοκλέους και Σία, για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές.
Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Σία, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενδιαφερόμενα μέρη προήχθησαν, με απόφαση της καθ' ης η αίτηση, στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, από τις 24.7.2001.
Οι προαγωγές τους ακυρώθηκαν με διαδοχικές αποφάσεις και τελικά με την ακυρωτική απόφαση ημερ. 6.6.2008 στις Προσφυγές 1260/05 και 1377/05 οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Η τελευταία ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στις 6.6.2008 και εναντίον της καταχωρήθηκε η παρούσα αναθεωρητική έφεση.
Οι λόγοι εφέσεως είναι τρεις:
1. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων-αιτητών ότι αυτοί ενέπιπταν στις πρόνοιες του Καν. 27(2) της Κ.Δ.Π. 114/97, καθότι το ζήτημα αυτό καλύπτετο από δεδικασμένο και επομένως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο το εξέτασε πρωτογενώς και υποκατέστησε την κρίση του με εκείνη της καθ' ης η αίτηση. Εν πάση περιπτώσει ο πιο πάνω κανονισμός, τον οποίο ουδέποτε επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση, λανθασμένα ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και μάλιστα πρωτογενώς.
2. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τη σύσταση του προϊσταμένου (Διευθυντή) ως μη αιτιολογημένη επειδή, κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν επεξηγήθηκε γιατί δόθηκε προβάδισμα στα ενδιαφερόμενα μέρη έναντι των αιτητών.
3. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το διοικητικό συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση ενήργησε κατά τρόπο που παραβίαζε την αρχή της νομιμότητας, επειδή βασίστηκε στην εσφαλμένη σύσταση του προϊσταμένου, δεν προέβηκε σε δική του έρευνα και δεν έδωσε επαρκή αιτιολογία για την απόφασή του.
Οι εφεσίβλητοι-αιτητές απορρίπτουν όλους τους λόγους έφεσης και υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή. Υπογραμμίζουν ιδιαίτερα ότι οι αιτητές υπερείχαν σε αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών και επομένως ορθά ο προϊστάμενος, τους σύστησε για προαγωγή, εφόσον η υπεροχή των αιτητών σε αξία υπερακόντιζε τη, σχετικά μικρή, υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών-εφεσειόντων, σε αρχαιότητα.
Η καθ' ης η αίτηση ουσιαστικά δεν προέβαλε θέσεις υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στο ιστορικό των προαγωγών των ενδιαφερομένων μερών, των ακυρώσεων που ακολούθησαν και τον επαναδιορισμό τους αναδρομικά από 24.7.2001. Αφού εξέτασε, ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε των προσφυγών, ζήτημα κακής σύνθεσης του διορίζοντος οργάνου και το απέρριψε, προχώρησε στην εξέταση των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων-αιτητών (α) για πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή και (β) για το αναιτιολόγητο της προσβληθείσας απόφασης και την έλλειψη δέουσας έρευνας και βρήκε ότι οι δύο λόγοι ευσταθούσαν.
Αναφορικά με το ζήτημα των προσόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές κατείχαν πανεπιστημιακά διπλώματα τα οποία ο προϊστάμενος ανέφερε μεν δεν τους έδωσε όμως την απαιτούμενη σημασία. Αναφερόμενος στον Καν. 27(2) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 114/97) σημείωσε την πρόνοια για δικαίωμα αναγνώρισης του χρόνου που διανύθηκε για απόκτηση μεταπτυχιακών διπλωμάτων ή πείρας, μέχρι 2 χρόνια κατά ανώτατο όριο, και έκρινε ότι ο προϊστάμενος έσφαλε, με τη σύσταση του, εφόσον αλλοίωσε την πραγματική εικόνα των υποψηφίων, εις βάρος των εφεσιβλήτων-αιτητών, σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και παραβιάζοντας την προαναφερόμενη πρόνοια του Καν. 27(2). Κατ' επέκταση το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η καθ' ης η αίτηση όφειλε να είχε αγνοήσει την εσφαλμένη σύσταση του προϊσταμένου, εφόσον αυτή δεν συνήδε με τα στοιχεία των φακέλων και δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και όφειλε να είχε προβεί, η ίδια, σε περαιτέρω έρευνα και να δώσει τη δική της αιτιολογία.
Αναφορικά με το ζήτημα του δεδικασμένου το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ετίθετο τέτοιο θέμα, εφόσον η προηγούμενη απόφαση της καθ' ης η αίτηση είχε ακυρωθεί από το δικαστήριο στην Προσφυγή 635/03, με κύριο αιτιολογικό αυτό της πάσχουσας σύστασης, ενώ κατά την τελευταία (την κρινόμενη) επανεξέταση, δόθηκε νέα σύσταση.
Σε σχέση με την πάσχουσα, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, σύσταση του Διευθυντή, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα εξής σχετικά:
Βάσει των υπηρεσιακών εκθέσεων της περιόδου 1998-2000, οι δύο αιτητές Σπαθάρης και Αυγουστή είχαν εξασφαλίσει σε όλα τα έτη εξαίρετα όπως και τα Ε/Μ 3, 4, 5, 8, 16 και 17, με αποτέλεσμα να ισοβαθμούν. Οι δύο προαναφερόμενοι αιτητές, υπερείχαν των Ε/Μ 1, 2, 6, 7, 9, 12, 13, 14 και 15, σε αξία, εφόσον τα προαναφερόμενα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν εξασφαλίσει για την ίδια περίοδο 23 εξαίρετα και 1 πολύ ικανοποιητικά, έναντι των 24 εξαιρέτων των δυο προαναφερόμενων αιτητών. Περαιτέρω οι δύο αιτητές υπερείχαν σε αξία έναντι των Ε/Μ 10 και 11 με 24 εξαίρετα έναντι 22. Ο προϊστάμενος είχε συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, αναφερόμενος στην αρχαιότητα τους κατά 15 μήνες έναντι των αιτητών, εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν διοριστεί, στην αμέσως προηγούμενη από την επίδικη θέση, την 1.10.1986 ενώ οι τρεις αιτητές την 1.1.1988. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η σύσταση του προϊσταμένου, σύμφωνα με την οποία ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ίσα με τους αιτητές σε αξία και άλλα υστερούσαν οριακά σε αξία, αλλά όλα (τα ενδιαφερόμενα μέρη) υπερείχαν σε αρχαιότητα έναντι των αιτητών, και γι΄ αυτό σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν αναιτιολόγητη επειδή «δεν επεξηγείται γιατί αυτή η σχετικά μικρή περίοδος (15 μηνών) υπεροχής σε αρχαιότητα των Ε/Μ θα πρέπει να έχει προβάδισμα έναντι δύο από τους αιτητές (Σπαθάρη και Αυγουστή), οι οποίοι υπερέχουν σε αξία, έναντι 10 Ε/Μ, ενώ είναι ίσοι σε αξία (24 εξαίρετα) με τα υπόλοιπα 7 Ε/Μ. Επίσης, δεν επεξηγείται γιατί η μικρή περίοδος αρχαιότητας των Ε/Μ 1, 2, 6, 7, 9, 11, 14 και 15 θα πρέπει να έχει προβάδισμα έναντι της ίσης αξίας με τον αιτητή Μαλιώτη, ακόμα δε περισσότερο έναντι των Ε/Μ 10 (Παναγίδη) και Ε/Μ 11 (Παναγιώτου) που ο Μαλιώτης έχει μικρή υπεροχή σε αξία με 23 εξαίρετα έναντι 22 εξαίρετα.»
Αναφορικά με το ζήτημα του Κανονισμού 27(2) της Κ.Δ.Π. 114/97 μας φαίνεται πως είναι αρκετό να σημειώσουμε πως, όπως δέχτηκαν και οι εφεσίβλητοι-αιτητές, αυτοί κατείχαν πανεπιστημιακά και όχι μεταπτυχιακά διπλώματα. Τη θέση των εφεσιβλήτων-αιτητών ότι ο Κανονισμός, αναφερόμενος σε μεταπτυχιακά εννοεί και απλά πανεπιστημιακά διπλώματα, δεν μπορούμε να τη δεχτούμε. Επομένως δεν μπορούσε να τεθεί θέμα πίστωσης των εφεσιβλήτων-αιτητών με περαιτέρω χρόνο εξαιτίας κατοχής μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Αυτό, ανεξάρτητα από τις περαιτέρω βάσιμες, όπως εκτιμούμε, επισημάνσεις των εφεσειόντων όπως τις έχουμε επισημάνει πιο πάνω και επίσης ανεξάρτητα από το ζήτημα της προηγούμενης ή μη έγερσης του θέματος, το οποίο δεν χρειάζεται, κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να ερευνήσουμε.
Επιπρόσθετα, και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και ως προς την κρίση του ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν εσφαλμένη, επειδή έδιδε παραπλανητική συγκριτική εικόνα των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών και επομένως ότι και η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή, έπασχε. Κατά την κρίση μας η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη ούτε και ως δίδουσα εντύπωση διαφορετική απ' εκείνη των υπηρεσιακών φακέλων. Ο Διευθυντής ορθά επεσήμανε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αρχαιότητα 15 μηνών, στην αμέσως προηγούμενη θέση, έναντι των αιτητών, την οποίαν δεν θεωρούμε ως οριακή ή αμελητέα. Επεσήμανε επίσης ορθά ο Διευθυντής ότι οι δύο αιτητές, Σπαθάρης και Αυγουστή, ισοβαθμούσαν σε αξία με κάποια ενδιαφερόμενα μέρη (έξι) ενώ υπερείχαν οριακά έναντι άλλων ενδιαφερομένων μερών (εννέα), (24 εξαίρετα έναντι 23). Όσον αφορά τον αιτητή Μαλιώτη, και πάλι ορθά, επεσήμανε ο Διευθυντής, ότι αυτός ισοβαθμούσε σε αξία με κάποια ενδιαφερόμενα μέρη (οχτώ). Ο κ. Μαλιώτης υπερείχε οριακά (23 έναντι 22 εξαίρετα) των Ε/Μ 10 και 11. Των ιδίων ενδιαφερομένων μερών υπερείχαν και οι κ.κ. Σπαθάρης και Αυγουστή (με 24 εξαίρετα έναντι 22).
Σε αντίθεση με το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρούμε τη σύσταση του Διευθυντή ως αιτιολογημένη και βασισμένη στα στοιχεία των φακέλων. Ήταν θεμιτό για το Διευθυντή να συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, έναντι των αιτητών, δίνοντας ουσιαστικά βαρύτητα στη 15μήνη αρχαιότητά τους έναντι της ίσης αξίας των αιτητών με μερικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη και της οριακά μεγαλύτερης αξίας των αιτητών 2 και 3 έναντι άλλων ενδιαφερομένων μερών Κατ' επέκταση θεωρούμε και ως θεμιτή την απόφαση της καθ' ης η αίτηση να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη βασισμένη στην αρχαιότητα τους και την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή και πάλι έναντι της οριακά μεγαλύτερης αξίας μερικών από τους αιτητές σε σχέση με μερικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ειδικά διαφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ότι ήταν αδικαιολόγητη η σύσταση του Διευθυντή υπέρ κάποιων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία είχαν ίση αξία με τους αιτητές και ήταν και αρχαιότερά τους.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε σχέση με τους εφεσείοντες-ενδιαφερόμενα μέρη. Η προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με τους εφεσείοντες-ενδιαφερόμενα μέρη 1-13 και 15-17, επικυρώνεται. Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.