ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 3 ΑΑΔ 383
12 Μαΐου, 2011
[KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, XΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
NAWAF MEFAALANI,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. YΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΗΣ
3. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΘΕΙΣΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΕΔΑΦΙΟ (7) ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 113 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2002 (ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΦΕΞΗΣ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ),
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 82/2008)
Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από πολιτογραφημένο πρόσωπο ― Άρθρο 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(Ι)/02) ― Ερμηνεία και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου κρίθηκε έγκυρη ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση στέρησης της κυπριακής υπηκοότητας, από πρόσωπο που την είχε αποκτήσει με πολιτογράφηση.
Ο εφεσείων ενέμεινε με την έφεσή του, στην αξίωσή του για ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία του αφαιρέθηκε η κυπριακή υπηκοότητα και η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το Υπουργικό Συμβούλιο, ενεργώντας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, (Ν.141(Ι)/2002) αποστέρησε την κυπριακή υπηκοότητα από τον εφεσείοντα, την οποία απέκτησε ως αποτέλεσμα γάμου με κυπρία υπήκοο. Το Υπουργικό Συμβούλιο βασίστηκε στην παραγ.(α) του εδαφίου (3) του Άρθρου 113 του Νόμου.
Υπήρξε εισήγηση από τον εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του για ακρόαση. Μια αναδρομή στα γεγονότα που ακολούθησαν την αρχική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, καταδεικνύει το αβάσιμο του επιχειρήματος.
Η θέση του κ. Ευσταθίου πως θα έπρεπε ο εφεσείων να ήταν παρών κατά την εξέταση μαρτύρων και ενδεχομένως να του προσφερόταν η δυνατότητα αντεξέτασης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι δεν επρόκειτο περί δίκης, αλλά περί έρευνας και κάτω από τις περιστάσεις, δόθηκε στον εφεσείοντα επαρκώς η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του.
Η περίπτωση του εφεσείοντα συνιστά κλασική περίπτωση έλλειψης νομιμοφροσύνης από ένα πολιτογραφημένο πρόσωπο, που ζει στην Κύπρο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν με βάση τα δεδομένα γεγονότα, μπορεί να τεκμηριωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ευλόγως «ικανοποιηθεί» για τη στάση του εφεσείοντα πριν καταλήξει στην απόφασή του, (Άρθρο 113(3) του Νόμου). Η απάντηση είναι καταφατική. Οι ενδείξεις και πληροφορίες που υπήρχαν ενισχύθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από το πόρισμα της Επιτροπής Έρευνας. Συνακόλουθα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, στα πλαίσια του Νόμου, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1226/07), ημερ. 7/5/08.
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χριστοδουλίδου - Ζαννέτου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το Υπουργικό Συμβούλιο, ενεργώντας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002, (Ν.141(Ι)/2002) (ο «Νόμος»), αποστέρησε την κυπριακή υπηκοότητα από τον εφεσείοντα την οποία απέκτησε ως αποτέλεσμα γάμου με κυπρία υπήκοο.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή δεν αμφισβητούνται και περιγράφονται ως εξής στην πρωτόδικη απόφαση.
«Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, έφθασε νόμιμα στην Κύπρο το 1991 και αρχικά εργάστηκε ως εργάτης σε γεωργικές εργασίες. Το 1992 βαπτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος και το 1993 παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Μικέλλη από την Αμμόχωστο, η οποία εργαζόταν στην εταιρεία Ορεινός στη Λευκωσία με μισθό £250 το μήνα. Από τον πιο πάνω γάμο ο αιτητής δεν απέκτησε παιδιά, αλλά ως επακόλουθο της σύναψης του γάμου το 2000 απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα. Δύο χρόνια μετά την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας διέλυσε το γάμο του και παντρεύτηκε με μια γυναίκα που καταγόταν από τη Συρία και αφού παρέμεινε στην Κύπρο άνοιξε ένα δικό του κρεοπωλείο στη Λευκωσία, πάνω από το οποίο λειτουργούσε internet cafe στο οποίο σύχναζαν Άραβες, κυρίως Σύριοι. Η πρόσβαση στο πιο πάνω internet cafe ήταν δύσκολη, αν όχι αδύνατη, για ανεπιθύμητους. Επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είχε πληροφορίες ότι στα πιο πάνω υποστατικά διεξαγόταν μεγάλη εμπορία λαθραίων τσιγάρων και ότι ο αιτητής ενεχόταν ως υπεύθυνος μεγάλου κυκλώματος μεταφοράς λαθρομεταναστών από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές και ως αποτέλεσμα της έκθεσης της Επιτροπής Έρευνας που είχε διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για να εξετάσει τις πιο πάνω πληροφορίες, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 23/7/2007 να αποστερήσει από τον αιτητή την κυπριακή υπηκοότητα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2003».
Αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης. Προβλήθηκαν ενώπιον μας, όπως και πρωτοδίκως, επιχειρήματα που εστιάζονται πρώτο, σε παράβαση της υφιστάμενης νομοθεσίας και κατά δεύτερο, σε απουσία παροχής στον αιτητή δυνατότητας ακρόασης, πριν την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν, απόφασης.
Το Υπουργικό Συμβούλιο βασίστηκε στην παρα.(α) του εδαφίου (3) του Άρθρου 113 του Νόμου όπου προνοείται:
«3. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει από οποιοδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, το οποίο είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, την ιδιότητα του πολίτη εάν ικανοποιηθεί ότι ο πολίτης αυτός -
(α) Με έργα ή με λόγια επέδειξε, έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια στη Δημοκρατία, ή»
Τα «λόγια ή έργα» δεν έχουν στοιχειοθετηθεί, υποστήριξε ο εφεσείων, αφού καμιά ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε εναντίον του και το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε το θέμα με τα αναλογούντα κριτήρια σε «αλλοδαπούς». Τα δε συμπεράσματα της Επιτροπής Έρευνας, πρόβαλε, ήταν αντιφατικά.
Από πλευράς εφεσιβλήτων προτάθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με ιδιαίτερη αναφορά σε νομολογία που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να αποτρέπουν την παραμονή ενός αλλοδαπού, στη χώρα, εφόσον αυτή η ενέργεια τους έγινε καλόπιστα. Κατά το στάδιο της έρευνας ενώπιον της Επιτροπής, συνέχισε η συνήγορος της Δημοκρατίας, δόθηκε μαρτυρία τόσο από τον αιτητή όσο και από άλλα πρόσωπα.
Υπήρξε εισήγηση από τον εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για ακρόαση. Μια αναδρομή στα γεγονότα που ακολούθησαν την αρχική απόφαση, του Υπουργικού Συμβουλίου είναι απαραίτητη για να καταδειχθεί το αβάσιμο του επιχειρήματος.
Το Υπουργικό Συμβούλιο γνωστοποίησε στον εφεσείοντα, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, την κατ' αρχήν απόφαση για έκδοση Διατάγματος στέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, καθότι:
«α) Έχετε προβεί σε ενέργειες, οι οποίες επιδεικνύουν έλλειψη νομιμοφροσύνης και δυσμένεια στη Δημοκρατία, ειδικά σε σχέση με την υποβοήθηση της λαθρομετανάστευσης μέσω Τουρκίας και του κατεχόμενου μέρους της Δημοκρατίας.
β) Δεν συντελεί στο δημόσιο συμφέρον να εξακολουθήσετε να είσαστε πολίτης της Δημοκρατίας»
Στην ίδια επιστολή εξηγήθηκε στον εφεσείοντα το προσφερόμενο σ' αυτόν δικαίωμα, βάσει του εδαφίου (6) του Άρθρου 113 του Νόμου, να ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας. Με απαντητική επιστολή του δικηγόρου του, ο εφεσείων απορρίπτει τους προβληθέντες ισχυρισμούς για εμπλοκή του σε υποθέσεις λαθρομετανάστευσης και ζητά τη διεξαγωγή έρευνας.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2006, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Έρευνας γνωστοποίησε στο δικηγόρο του εφεσείοντα τη σύσταση της Επιτροπής, τα μέλη της και καθόρισε την 18 Σεπτεμβρίου 2006, ως την πρώτη ημερομηνία διεξαγωγής της πρώτης συνεδρίας και καταλήγει:
«Κατ' αυτή θα γίνει ενημέρωση σχετικά με τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Επίσης ο πελάτης σας θα εκθέσει τις απόψεις του, είτε προφορικά, είτε γραπτώς».
Η Επιτροπή προχώρησε στην έρευνα της καθορίζοντας, στην παρουσία του εφεσείοντα και του δικηγόρου του, τη διαδικασία που θα ακολουθείτο, βασιζόμενη στις πρόνοιες του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου Κεφ.44, που προσομοίαζε με δικαστική είχε όμως το χαρακτήρα της διερεύνησης και όχι της αντιπαράθεσης. Ο εφεσείων κλήθηκε ως πρώτος μάρτυρας, του υποβλήθηκαν ερωτήσεις και έδωσε τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση. Στη συνέχεια η Επιτροπή, στην απουσία του εφεσείοντα κλήτευσε υπαλλήλους του Τμήματος Αλλοδαπών, αστυνομικά όργανα τόσο της ΚΥΠ, όσο και άλλων υπηρεσιών και τέλος κλήτευσε και τρία άτομα που ο εφεσείων, μέσω του δικηγόρου, ζήτησε να κλητευθούν και να καταθέσουν. Η θέση του κ.Ευσταθίου πως θα έπρεπε ο εφεσείων να ήταν παρών και ενδεχομένως να του προσφερόταν η δυνατότητα αντεξέτασης, δεν μπορούμε να τη δεχτούμε, δεν επρόκειτο περί δίκης αλλά περί έρευνας και πιστεύουμε, κάτω από τις περιστάσεις, του δόθηκε επαρκώς η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του παραθέτει τα γεγονότα, όπως αυτά πηγάζουν από την έκθεση της Επιτροπής Έρευνας, και ιδιαιτέρως έγινε αναφορά στις δραστηριότητες του εφεσείοντα που άπτονται του λαθρεμπορίου τσιγάρων και του κυκλώματος προώθησης λαθρομεταναστών από τη Συρία, μέσω των κατεχομένων από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχών, επ' αμοιβή, συνδυαζόμενων με ναύλωση σκάφους για την εν λόγω μεταφορά, και τις συχνές μεταβάσεις του στα κατεχόμενα και στη Συρία. Τούτων συναρτωμένων προς τη φιλική του σχέση με τον Ιμάμη του Τεμένους Ομιριέ, που είχε εμπλοκή με τη διαμονή, στο συγκεκριμένο χώρο, λαθρομεταναστών. Περαιτέρω, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή βασίστηκε στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και τις μη ικανοποιητικές εξηγήσεις του εφεσείοντα, τη διασύνδεση του με μουσουλμανικά στοιχεία, ενώ ισχυρίστηκε ότι ασπάστηκε το χριστιανισμό, τον εντοπισμό λαθρομεταναστών που ερχόμενοι από τα κατεχόμενα έδιδαν ως τόπο διαμονής τη διεύθυνση ενός internet cafe που διατηρούσε ο εφεσείων. Είχε εντοπισθεί ένας πακιστανός πλαστογράφος διαβατηρίων που χρησιμοποιούσε το τηλεομοιότυπο που ανήκε στον εφεσείοντα.
Τα πιο πάνω γεγονότα οδήγησαν στην καταληκτική προσέγγιση της Επιτροπής, που διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, ότι οι πληροφορίες εναντίον του εφεσείοντα ήταν βάσιμες και το Υπουργικό πήρε την τελική απόφαση για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον εφεσείοντα.
Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πιο χαρακτηριστική περίπτωση έλλειψης νομιμοφροσύνης από ένα πολιτογραφημένο πρόσωπο, που ζει στην Κύπρο, χώρα ημικατεχόμενη, που με τις ενέργειες του επιτείνει το υφιστάμενο πρόβλημα τη λαθρομετανάστευσης, ιδιαιτέρως μέσω της κατεχόμενης από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχής.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν με βάση τα πιο πάνω μπορεί να τεκμηριωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ευλόγως «ικανοποιηθεί» για τη στάση του εφεσείοντα πριν καταλήξει στην απόφαση του. (Άρθρο 113(3) του Νόμου). Η απάντηση είναι καταφατική. Οι ενδείξεις και πληροφορίες που υπήρχαν ενισχύθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από το πόρισμα της Επιτροπής Έρευνας. Συνακόλουθα, θεωρούμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, στα πλαίσια του Νόμου, ως ορθή.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή για να υποβληθούν στο Δικαστήριο προς έγκριση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.