ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 218
18 Μαρτίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΤΟΥΒΛΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ «Ο ΓΙΓΑΣ» ΛΤΔ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 44/2008)
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή άδειας οικοδομής, να προσβάλει την απόρριψη της αίτησής του, παρόλο που κατά την υποβολή της δεν διέθετε την προαπαιτούμενη πολεοδομική άδεια.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή τους κατά της απόρριψης αιτήσεώς τους για χορήγηση άδειας οικοδομής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Εξετάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο ένσταση των εφεσιβλήτων για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων, λόγω μη ύπαρξης πολεοδομικής άδειας, έκρινε ότι αυτή ευσταθούσε. Οι εφεσείοντες, εφόσον δεν παρουσίασαν πολεοδομική άδεια, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξέταση αίτησης για άδεια οικοδομής, στερούνταν εννόμου συμφέροντος να αμφισβητήσουν την απόφαση.
Οι εφεσείοντες, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης.
Οι εφεσείοντες, όντως δε στερούνταν εννόμου συμφέροντος, εφόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε αίτημά τους, για το οποίο είχαν εξασφαλίσει προηγουμένως παρέκκλιση και, σύμφωνα με τους ιδίους, δεν απαιτείτο πολεοδομική άδεια. Προσεκτική όμως εξέταση της πρωτόδικης απόφασης, αποκαλύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της προδικαστικής ένστασης, πραγματεύθηκε την προσφυγή στην ουσία της. Η απουσία πολεοδομικής άδειας, προαπαιτούμενο για την εξέταση αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής, ήταν καταλυτική για το αίτημα των εφεσειόντων και, συνακόλουθα, για την τύχη της προσφυγής τους. Εφόσον η αίτησή τους δεν προσδιόριζε τα υποστατικά που καλύπτονταν από την υπουργική απόφαση για παρέκκλιση, ο Έπαρχος αναζήτησε, μέσα από τον όγκο των εγγράφων, να διαπιστώσει ποια υποστατικά ήταν αδειούχα το 1986, πράγμα, όμως, το οποίο ήταν αδύνατο και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την απόρριψη της αίτησης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 485.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 611/05), ημερ. 19/2/08.
Χ. Ιωσηφίδης, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες - αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 611/05, η οποία απορρίφθηκε ελλείψει εννόμου συμφέροντος, με την παρούσα έφεση, αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητούνται, οι εφεσείοντες διατηρούν τουβλοποιείο στην περιοχή του Δήμου Ιδαλίου - (πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου). Για τους σκοπούς των εργασιών τους, εξασφάλισαν, το 1976, άδεια οικοδομής για την ανέγερση εντός συγκεκριμένων τεμαχίων γης τεσσάρων υποστατικών. Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης και της έκδοσης της άδειας οικοδομής, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με τη χρήση των τεμαχίων τους. Αργότερα, με τις Κ.Δ.Π. 103/78 και 149/80, στην περιοχή απαγορεύθηκε η ανέγερση βιομηχανικών μονάδων, τα δε τεμάχιά τους εντάχθηκαν: το 1980, στη Γεωργική Ζώνη - (Γ1), στην οποία συνέχισε η απαγόρευση ανέγερσης βιομηχανικής χρήσης οικοδομών και το 1981 στην Οικιστική Ζώνη - (Η3), στην οποία, επίσης, ισχύει η ίδια απαγόρευση.
Οι εφεσείοντες, το 1980, εξασφάλισαν, μετά από αίτησή τους, άδεια οικοδομής για την ανέγερση εντός των ιδίων τεμαχίων ενός μικρού ηλεκτρικού υποσταθμού. Το 1983, αίτησή τους στον Υπουργό Εσωτερικών, (ο «Υπουργός»), για καλυπτική άδεια οικοδομής για διάφορες επεκτάσεις, στις οποίες είχαν προβεί στο τουβλοποιείο τους την περίοδο 1978 - 1980 χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσουν σχετική άδεια οικοδομής, απορρίφθηκε. Επανήλθαν το 1985 και ζήτησαν επανεξέταση του αιτήματός τους. Η αίτησή τους, παρά τη θετική περί τούτου άποψη του Επάρχου Λευκωσίας, (ο «Έπαρχος»), απορρίφθηκε από τον Υπουργό.
Ακολούθως, στις 19/7/1986, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ζήτησε εκ νέου τις απόψεις των διαφόρων εμπλεκομένων τμημάτων και ο Υπουργός, τελικά, αποφάσισε να εγκρίνει την αιτούμενη άδεια οικοδομής κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της Κ.Δ.Π. 50/81, σε σχέση με επεκτάσεις σε ποσοστό 79% του όγκου των αρχικά αδειοδοτημένων οικοδομών. Οι εφεσείοντες, ταυτόχρονα, κλήθηκαν να υποβάλουν αίτηση για καλυπτική άδεια οικοδομής, σύμφωνα με την εγκριθείσα παρέκκλιση. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις και, στις 11/12/1986, αυτοί υπέβαλαν νέα σχέδια και αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής. Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου, εξετάζοντας την αίτηση, διαπίστωσε ότι οι αυθαίρετες προσθήκες, για τις οποίες ζητείτο καλυπτική άδεια οικοδομής, υπερέβαιναν κατά πολύ το 79% του όγκου των αρχικά αδειοδοτημένων οικοδομών - ήταν 123% - και κάλεσε τους εφεσείοντες να υποβάλουν νέα σχέδια, περιορίζοντας τον όγκο στον εγκριθέντα από τον Υπουργό.
Οι εφεσείοντες αποτάθηκαν εκ νέου στον Υπουργό για νέα παρέκκλιση. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, στις 31/3/1988, ζήτησε από τον Έπαρχο όπως, προτού εξεταστεί η αίτησή τους, αυτοί κατεδαφίσουν δύο αυθαίρετα υποστατικά, για τα οποία δεν υπέβαλαν σχέδια. Οι εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερομηνίας 10/9/1988, ενημέρωσαν το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ότι κατεδάφισαν τα εν λόγω υποστατικά. Μετά τα πιο πάνω, δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόφαση σε σχέση με την αιτούμενη περαιτέρω παρέκκλιση.
Το 1993, διαπιστώθηκε ότι οι εφεσείοντες προχώρησαν, χωρίς την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, στην ανέγερση εντός των ιδίων τεμαχίων νέων υποστατικών, σε αντικατάσταση προηγούμενων αυθαίρετων. Το 1994 υπέβαλαν νέα αίτηση για εξασφάλιση καλυπτικής άδειας, η οποία και απορρίφθηκε. Επανήλθαν το 1997 και, με νέα αίτησή τους προς το Δήμο Ιδαλίου, ζήτησαν καλυπτική άδεια οικοδομής. Η αίτησή τους, καθώς πληροφορήθηκαν, δεν μπορούσε να εξεταστεί, εάν αυτοί δεν προσκόμιζαν πολεοδομική άδεια, τουλάχιστο για τα τμήματα του εργοστασίου που ανεγέρθηκαν ή κατεδαφίστηκαν μετά την 1/12/1990, ημερομηνία που τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, (Ν. 90/72), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος») - (βλ. Κ.Δ.Π. 292/90).
Οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν πολεοδομική άδεια, υπέβαλαν, όμως, στις 17/5/2002, στο Δήμο Ιδαλίου, νέα αίτηση για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής για τις προσθηκομετατροπές που έγιναν στο τουβλοποιείο τους χωρίς την απαιτούμενη πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής. Ο Δήμος τους ενημέρωσε ότι εμμένει στην προηγούμενη απόφασή του να μην προχωρήσει σε εξέταση της αίτησής τους, εάν προηγουμένως αυτοί δεν παρουσιάσουν πολεοδομική άδεια.
Οι εφεσείοντες αντέδρασαν, υποβάλλοντας στον Υπουργό ιεραρχική προσφυγή, η οποία εξετάστηκε ως παράπονο προς το Υπουργικό Συμβούλιο για παράλειψη του Δήμου Ιδαλίου να αποφασίσει επί της αίτησής τους ημερομηνίας 17/5/2002 για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής - (Άρθρο 21(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96) - με κατάληξη την αποδοχή του. Δόθηκε στο Δήμο Ιδαλίου προθεσμία 60 ημερών, για να εκδώσει την απόφασή του και, σε περίπτωση παράλειψής του, διορίστηκε ο Έπαρχος, ως αρμόδιος για να επιληφθεί του θέματος. Τελικά, η αίτηση εξετάστηκε από τον Έπαρχο και απορρίφθηκε. Αναφέρθηκε στους εφεσείοντες ότι:-
«..., ενόψει των ενεργειών που έχετε προβεί κατά καιρούς για κατεδάφιση/κατασκευή/ανακατασκευή/ανύψωση των υποστατικών που βρίσκονται στα πιο πάνω τεμάχια, είναι αδύνατο να διαπιστωθεί ποια ακριβώς υποστατικά ήταν υφιστάμενα και εγκριμένα κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης για χαλάρωση από τον Υπουργό Εσωτερικών δηλαδή στις 6.9.1986.
Από το περιεχόμενο των πιο πάνω φακέλων έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, τα πλείστα, αν όχι όλα τα κτίρια που υπήρχαν κατά τις 6.9.1986 δεν ήταν αδειούχα ως ερμηνεύεται η έννοια των αδειούχων υποστατικών από το Άρθρο 2 και 3 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου.»
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, προβάλλοντας για απόρριψή της ότι αυτή εκδόθηκε χωρίς έρευνα, ήταν αναιτιολόγητη, πεπλανημένη, αντιφατική με προηγούμενη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων και, τέλος, παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής, εξετάζοντας ένσταση των εφεσιβλήτων για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων, λόγω μη ύπαρξης πολεοδομικής άδειας, έκρινε ότι αυτή ευσταθούσε. Απέρριψε τα επιχειρήματα των εφεσειόντων ότι το θέμα της μη ύπαρξης πολεοδομικής άδειας δεν ήταν ο λόγος της απόρριψης της αίτησής τους και ότι οι εφεσίβλητοι μέχρι τότε δεν έθεσαν τέτοιο ζήτημα. Εφόσον, έκρινε, η αίτησή τους για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής αφορούσε σε αυθαίρετες προσθηκομετατροπές, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η επιφύλαξη του Άρθρου 21* του Νόμου - (βλ. Ν. 7/90). Με αναφορά στη Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 485, όπου τονίστηκε η συνάφεια των δύο αδειών - πολεοδομικής και οικοδομής - κατέληξε ότι οι εφεσείοντες, εφόσον δεν παρουσίασαν πολεοδομική άδεια, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξέταση αίτησης για άδεια οικοδομής, στερούνταν εννόμου συμφέροντος να αμφισβητήσουν την απόφαση.
Οι εφεσείοντες, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης. Δεδομένου, ισχυρίζονται, ότι η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής υποβλήθηκε από αυτούς πολύ πριν τεθεί σε ισχύ ο Νόμος, ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση την ύπαρξη πολεοδομικής άδειας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα αυτό στα πλαίσια της ουσίας της προσφυγής και όχι της προδικαστικής ένστασης. Καίτοι αποδέχονται ότι η πολεοδομική άδεια είναι προαπαιτούμενο για εξέταση αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής, στην παρούσα περίπτωση, εισηγούνται ότι, δεδομένου του ιστορικού της υπόθεσης και της παραχώρησης στις 6/9/1986 από τον Υπουργό άδειας κατά παρέκκλιση στις επεκτάσεις και μετατροπές που έγιναν στο τουβλοποιείο, η πολεοδομική άδεια δεν είναι απαραίτητη. Οι παρεκκλίσεις για τις οποίες ζητήθηκε η καλυπτική άδεια οικοδομής το 2002 ήταν στα πλαίσια του 79% της χαλάρωσης που δόθηκε το 1986.
Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι αποδέχονται ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης από τον Έπαρχο δεν απασχόλησε το ζήτημα της πολεοδομικής άδειας, υπέβαλαν ότι ορθά απορρίφθηκε η αίτηση για άδεια οικοδομής, αφού δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ποια από τα υποστατικά ήταν υφιστάμενα και εγκεκριμένα κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 6/9/1986.
Με δεδομένη τη σύμφωνη με τη νομολογία θέση των εφεσειόντων, ότι, δηλαδή, η πολεοδομική άδεια αποτελεί προϋπόθεση για εξέταση αίτησης για παραχώρηση άδειας οικοδομής - (Άρθρο 21 του Νόμου*), θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, η ουσία των οποίων έγκειται στο ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες, επειδή δεν είχαν πολεοδομική άδεια, στερούνταν εννόμου συμφέροντος για προώθηση της προσφυγής τους.
Σε συμφωνία με τους εφεσείοντες, θεωρούμε ότι αυτοί δε στερούνταν εννόμου συμφέροντος, εφόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε αίτημά τους, για το οποίο είχαν εξασφαλίσει προηγουμένως παρέκκλιση και, σύμφωνα με τους ιδίους, δεν απαιτείτο πολεοδομική άδεια. Η συμφωνία μας, όμως, ως προς αυτήν την πτυχή δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην επιτυχία της έφεσης. Προσεκτική εξέταση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της προδικαστικής ένστασης, πραγματεύθηκε την προσφυγή στην ουσία της. Η απουσία πολεοδομικής άδειας, προαπαιτούμενο για την εξέταση αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής, ήταν καταλυτική για το αίτημα των εφεσειόντων και, συνακόλουθα, για την τύχη της προσφυγής τους. Εφόσον η αίτησή τους δεν προσδιόριζε τα υποστατικά που καλύπτονταν από την υπουργική απόφαση για παρέκκλιση, ο Έπαρχος - και τούτο στα πλαίσια εφαρμογής της επιφύλαξης του Άρθρου 21 του Νόμου - αναζήτησε, μέσα από τον όγκο των εγγράφων, να διαπιστώσει ποια υποστατικά ήταν αδειούχα το 1986, πράγμα, όμως, το οποίο ήταν αδύνατο και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την απόρριψη της αίτησης.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
* «Νοείται ότι δεν εμποδίζεται ή επηρεάζεται η ανάπτυξη οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, εφόσον για την ανάπτυξη αυτή υφίσταται κατά την ορισθείσα ημέρα άδεια που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου.»
* «21. Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, από της ορισθείσης ημέρας απαγορεύεται η έναρξις οιασδήποτε αναπτύξεως ακινήτου ιδιοκτησίας εκτός εάν έχη χορηγηθή πολεοδομική άδεια υπό της Πολεοδομικής Αρχής εξουσιοδοτούσα την ανάπτυξιν ταύτην :»