ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία και Άλλοι ν. Aνδρέα Γιαλλουρίδη και Άλλων (1990) 3 ΑΑΔ 4316
Μικελλίδου Γεωργία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 105
Aναστασιάδης Xαράλαμπος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 139
Παπανδρέου Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 1) (2009) 3 ΑΑΔ 507
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 10/1969 - Ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι του 1969
Ν. 10/1969 - Ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι του 1969
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 3 ΑΑΔ 195
17 Μαρτίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, NIKΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/2008)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αξία ― Η διαφορά σε ένα βαθμό μόνο και για τα δύο τελευταία έτη μεταξύ εφεσείοντα και ενδιαφερομένων μερών δεν ήταν διαφορά σημαντική ώστε να θεωρηθεί πεπλανημένη η αναφορά της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας σε ισοδυναμία στις βαθμολογίες.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αρχαιότητα ― Η αρχαιότητα του εφεσείοντα λήφθηκε υπόψη, αλλά η διαφορά υπέρ των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική συνέντευξη αποτέλεσε την αιτία για επιλογή τους ― Εύλογη η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ― Απορρίφθηκε ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ― Οριακής σημασίας.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά το κριτήριο της εντύπωσης από τις προσωπικές συνεντεύξεις ― Ερμηνεία υπό το φως του Άρθρου 35Β(10)(α) του Ν.10/69 και των σχετικών νομολογιακών πορισμάτων ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες δεν κρίθηκε υπέρμετρη η βαρύτητα που αποδόθηκε στις συνεντεύξεις στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Επιθεωρητή (Δημοτική Εκπαίδευση).
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Υπήρξε εν προκειμένω κρίση της ΕΕΥ, ως προς τη συνάφεια των προσόντων του Εφεσείοντα και των ΕΜ με τα καθήκοντα της θέσης που δικαιολογούσε και την καταληκτική της αναφορά στο σκεπτικό της ότι «Όσον αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι κρίνονται περίπου ισοδύναμοι», άλλως δεν θα είχαν νόημα και τα σχόλια ως προς «την οριακή σημασία που έχουν τα πιο πάνω προσόντα», αναφορά που σαφώς παραπέμπει σε κατά την κρίση της ΕΕΥ προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης αφού, αν δεν ήσαν σχετικά, δεν θα ετίθετο ζήτημα συνυπολογισμού τους.
2. Η ΕΕΥ, αφού παρέθεσε τις βαθμολογίες εκάστου υποψηφίου, απεφάνθη ότι «όλοι οι υποψήφιοι μπορούν να χαρακτηριστούν εξαίρετοι», για να καταλήξει στο σκεπτικό της ότι υπήρχε ισοδυναμία στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτό δεν ήταν λανθασμένο, αφού η διαφορά βαθμολογίας, στο προηγούμενο μάλιστα και όχι στο τελευταίο έτος, ήταν τόσο οριακή, που να μην αλλοίωνε τη συνολική εντύπωση ισοδυναμίας και εξαίρετης απόδοσης στις υπηρεσιακές εκθέσεις, έστω και αν παρέμενε, ως τέτοια οριακή διαφορά, προς συνεκτίμηση στο στάδιο της τελικής κρίσης.
3. Η αρχαιότητα του εφεσείοντα δεν παρεγνωρίσθη, αλλά επεσημάνθη από την ΕΕΥ το θέμα δε κατά πόσο δεν της εδόθη η δέουσα βαρύτητα συναρτάται με τη σημασία η οποία εδόθη στην προφορική εξέταση.
4. Η εισήγηση του Εφεσείοντα, ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, συναρτάται και προς το Άρθρο 35Β(10)(α) του περί της Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/1969). Η αναφορά στην απόδοση στην προφορική εξέταση, ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης της αξίας, έχει εξετασθεί στη νομολογία σε σχέση με την έννοια «συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης». Η Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105, είναι καθοριστική της διάστασης της προφορικής εξέτασης. Η απόφαση της πλειοψηφίας βεβαιώνει ότι ουσιαστικά η προφορική εξέταση, ως συμπληρωματικό στοιχείο αξίας, έχει τη σημασία που αποδίδεται γενικώς στην προφορική εξέταση και όχι την περιορισμένη σημασία, που η αυστηρή γραμματική έννοια του όρου «συμπληρωματικό» μπορεί να έχει. Η οριακή υπεροχή του Εφεσείοντα σε αξία κατά το προτελευταίο έτος και εφ' όσον μάλιστα τέτοια υπεροχή δεν υπήρχε κατά το τελευταίο έτος, όπως και η σχετικά περιορισμένη υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι των ΕΜ Γιαννάκη, Πολυκάρπου και Χριστοφόρου, ήταν επιτρεπτό να μην εβάρυναν την πλάστιγγα, εν όψει της σαφούς υπεροχής των ΕΜ στην προφορική εξέταση. Το ΕΜ Αριστείδου μάλιστα, υπερείχε του Εφεσείοντα και σε αρχαιότητα, ώστε ως προς αυτόν οι εισηγήσεις του Εφεσείοντα να είχαν εν πάση περιπτώσει μειωμένη βαρύτητα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 8,
Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105,
Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 139,
Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 507.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2402/06), ημερ. 22/5/08.
Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδη (κα) και Ειρ. Τουμάζου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Λοϊζίδου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά πρωτοδίκως επικυρωθείσα σε προσφυγή του Εφεσείοντα απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) με την οποία τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΕΜ) προήχθησαν στη θέση Επιθεωρητή στη Δημοτική Εκπαίδευση. Ο Εφεσείων ήταν μεταξύ των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η δε επιλογή της ΕΕΥ εβασίσθη στο ακόλουθο σκεπτικό:
«5.1 Οι υποψήφιοι Γιαννάκης Ιωάννης, Πολυκάρπου Λαυρέντιος, Αριστείδου Σάββας και Χριστοφόρου Χρύσω υπερέχουν των ανθυποψηφίων τους σε αξία. Ενώ είναι ίσοι με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων, και στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων, υπερέχουν έναντί τους όσον αφορά την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή σημειώνει, ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία κ.ά. v. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316 και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή με Αρ. 854/2001 - Κώστας Μάρκου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, οι επιλεγέντες υποψήφιοι έπεισαν την Επιτροπή ότι έχουν ισχυρή προσωπικότητα και ταυτόχρονα είναι άρτια ενημερωμένοι για τις σύγχρονες τάσεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι είναι σε θέση να αναλάβουν τον ηγετικό ρόλο που προδιαγράφεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
5.2 Όσον αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι κρίνονται περίπου ισοδύναμοι.
5.3 Στο κριτήριο αρχαιότητα οι πιο πάνω υποψήφιοι δεν υπερέχουν έναντι κάποιων από τους ανθυποψηφίους τους και υστερούν έναντι άλλων. Η Επιτροπή, όμως, κρίνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.»
Ο Εφεσείων ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως ότι υπερείχε των ΕΜ σε όλα τα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης ώστε η απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΕΥ να αποτέλεσε ανεπίτρεπτα αποφασιστικό κριτήριο, δοθέντος ότι σε αυτή τα μεν ΕΜ Γιαννάκης και Πολυκάρπου αξιολογήθησαν «Εξαίρετα» και Αριστείδου και Χριστοφόρου «Πολύ Καλά», ο δε ίδιος αξιολογήθηκε «Μέτρια».
Ο Αδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι, όπως θεώρησε και η ΕΕΥ, ο Εφεσείων και τα ΕΜ ήσαν ουσιαστικά ισοδύναμοι ως προς την αξία και τα προσόντα, και ότι το ίδιο ίσχυε ως προς την αρχαιότητα (την οποία η ΕΕΥ σχολίασε ειδικά). Και απεφάσισε ότι, εφ΄όσον μάλιστα επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, η ΕΕΥ εδικαιούτο να δώσει στην προφορική εξέταση την καθοριστική σημασία που της έδωσε, ενεργώντας στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. (Δεν θα μας απασχολήσει μια άλλη πτυχή της απόφασης του ως προς τη σύνθεση της ΕΕΥ αφού ο σχετικός με αυτή λόγος έφεσης απεσύρθη).
Η έφεση έχει δύο κατευθύνσεις. Η μια αφορά την κρίση ότι ο Εφεσείων ήταν ισοδύναμος σε προσόντα με τα ΕΜ, ο ίδιος παραπονούμενος ότι υπερείχε. Στηρίζει δε το λόγο έφεσης στην εισήγηση ότι δεν υπήρξε κρίση της ΕΕΥ επί της συνάφειας των προσόντων του με τα καθήκοντα της θέσης παρά μόνο ανεπίτρεπτη πρωτογενής κρίση του Δικαστηρίου. Παραπέμπει μάλιστα σε παλαιότερες αποφάσεις της ΕΕΥ, οι οποίες όμως δεν εξειδικεύονται, στις οποίες τα προσόντα του Εφεσείοντα εκρίθησαν ως συναφή αλλά και σε απόφαση της Ολομέλειας (Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 8), στην οποία εκρίθη, ως προς την ίδια θέση, ότι η ΕΕΥ δεν διεξήγαγε έρευνα προς εξακρίβωση της συνάφειας των προσόντων του με τα καθήκοντα της ίδιας θέσης.
Ανατρέχοντας στα πρακτικά της ΕΕΥ, διαπιστώνουμε ότι ο λόγος έφεσης στερείται ερείσματος. Η ΕΕΥ όχι μόνο παρέθεσε πλήρως τα προσόντα του Εφεσείοντα, όπως και των ΕΜ, αλλά και είχε τούτο να πει:
«Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν προνοεί ότι πρόσθετα προσόντα συνιστούν πλεονέκτημα και, συνεπώς, με βάση την υφιστάμενη νομολογία, τα προσόντα αυτά δεν δίνουν προβάδισμα στον υποψήφιο που τα κατέχει, πλην όμως έχουν οριακή σημασία. Παρά την οριακή σημασία που έχουν τα πιο πάνω προσόντα, η Επιτροπή θα τα λάβει υπόψη όταν θα γίνει η συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων (βλέπε Παράρτημα «Β» στο πρακτικό με ημερομηνία 12.7.2006).»
Υπήρξε λοιπόν κρίση της ΕΕΥ ως προς τη συνάφεια των προσόντων του Εφεσείοντα και των ΕΜ με τα καθήκοντα της θέσης που δικαιολογούσε και την καταληκτική της αναφορά στο σκεπτικό της ότι «Όσον αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι κρίνονται περίπου ισοδύναμοι», άλλως δεν θα είχαν νόημα και τα σχόλια ως προς «την οριακή σημασία που έχουν τα πιο πάνω προσόντα» (υπογράμμιση δική μας), αναφορά που σαφώς παραπέμπει σε κατά την κρίση της ΕΕΥ προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης αφού, αν δεν ήσαν σχετικά, δεν θα ετίθετο ζήτημα συνυπολογισμού τους.
Η άλλη κατεύθυνση της έφεσης αφορά ακριβώς την ουσία της υπόθεσης, τη βαρύτητα δηλαδή που εδόθη στην προφορική εξέταση. Με δεδομένο τώρα ότι ο Εφεσείων ορθώς εκρίθη ότι δεν υπερείχε στα προσόντα, παρατηρούμε ότι λανθασμένη είναι και η εισήγηση του ότι υπερείχε σε αξία και ότι πεπλανημένα η ΕΕΥ θεώρησε ότι υπήρχε ισοδυναμία. Σε στήριξη της εισήγησης του, ο Εφεσείων παραπέμπει στο ότι και στα δύο τελευταία έτη τα οποία ελήφθησαν υπ' όψη ο ίδιος είχε βαθμολογία 39 ενώ τα ΕΜ είχαν βαθμολογία 38 το πρώτο έτος και 39 το δεύτερο. Μας είναι αδύνατο να εντοπίσουμε πλάνη της ΕΕΥ σε αυτή τη βάση. Η ΕΕΥ, αφού παρέθεσε τις βαθμολογίες εκάστου υποψηφίου, απεφάνθη ότι «όλοι οι υποψήφιοι μπορούν να χαρακτηριστούν εξαίρετοι», για να καταλήξει στο σκεπτικό της ότι υπήρχε ισοδυναμία στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτό δεν ήταν λανθασμένο αφού η διαφορά βαθμολογίας, στο προηγούμενο μάλιστα και όχι στο τελευταίο έτος, ήταν τόσο οριακή που να μην αλλοίωνε τη συνολική εντύπωση ισοδυναμίας και εξαίρετης απόδοσης στις υπηρεσιακές εκθέσεις, έστω και αν παρέμενε, ως τέτοια οριακή διαφορά, προς συνεκτίμηση στο στάδιο της τελικής κρίσης.
Ο Εφεσείων ορθώς παρατηρεί ότι προηγείται σε αρχαιότητα (και ακόλουθη πείρα) κατά ένα έτος των ΕΜ Γιαννάκη, Πολυκάρπου και Χριστοφόρου, ενώ το ΕΜ Αριστείδου προηγείται του Εφεσείοντα κατά οκτώ μήνες. Η αρχαιότητα αυτή όμως δεν παρεγνωρίσθη αλλά επεσημάνθη από την ΕΕΥ, το θέμα δε κατά πόσο δεν της εδόθη η δέουσα βαρύτητα συναρτάται με τη σημασία η οποία εδόθη στην προφορική εξέταση.
Η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση συναρτάται και προς το Άρθρο 35Β(10)(α) του περί της Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/1969) το οποίο προνοεί:
«(10) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέρχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(α) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (3):
(i) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής·
(ii) το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων·
(iii) την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις:
Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους·»
Η αναφορά στην απόδοση στην προφορική εξέταση ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης της αξίας έχει εξετασθεί στη νομολογία σε σχέση με την έννοια «συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης», στην οποία μας οδήγησε η δική μας έρευνα. Στη Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105 ελέχθησαν τα ακόλουθα από το Γαβριηλίδη, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφασης της πλειοψηφίας (του Πική, Π., διαφωνούντος) στις σελίδες 115-116:
«Από πλευράς αξίας, οι υπηρεσιακές εκθέσεις, στα τελευταία είκοσι χρόνια (1977-1996), παρουσίαζαν και τους δύο υποψηφίους με τη γενική βαθμολογία «εξαίρετος». Η ελάχιστη αριθμητική διαφορά αξίας της εφεσείουσας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καν ως οριακή. Από πλευράς προσόντων, η εκ μέρους της εφεσείουσας κατοχή του πρόσθετου προσόντος δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να έχει παρά μόνο οριακή σημασία. Η δε αρχαιότητά της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά τις προαγωγές, και μόνο, αυτή επικρατεί όταν οι άλλοι παράγοντες που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων είναι ίσοι, εφόσον εδώ επρόκειτο για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, και μάλιστα θέσης ψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία. Από την άλλη, η μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας κατά τη συνέντευξη, που, για τους λόγους που εξήγησε η εφεσίβλητη, απέληξε στο γενικό χαρακτηρισμό «καλά», κατ' αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που πέτυχε γενικό χαρακτηρισμό «πάρα πολύ καλά», δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την εφεσίβλητη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψηφίου (Άρθρο 35 Β (10)(ιιι) του Νόμου) και, μάλιστα, με αυξημένη βαρύτητα, δεδομένου ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δε Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, παράλληλα με ενημερότητα πάνω στα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης και στις εξελίξεις των θεμάτων του μαθήματος της σωματικής αγωγής, στοιχεία σε σχέση με τα οποία η σαφής υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους (που διεκδικούσε πρώτο διορισμό), όπως αυτή διαπιστώθηκε από την εφεσίβλητη, αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία.»
Εκρίθη λοιπόν ευλόγως επιτρεπτή η απόφαση της ΕΕΥ.
Ο Πικής, Π., στη δική του απόφαση, θεώρησε ότι ο όρος «συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης» έχει ακριβώς τη γραμματική του έννοια, ώστε κακώς η ΕΕΥ να απέδωσε στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη τέτοια σημασία ώστε το στοιχείο αυτό να κατέστη αποφασιστικό στοιχείο κρίσης.
Στην Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 139, χωρίς αναφορά στη Μικελλίδου, ανωτέρω, απεφασίσθη ότι η καλύτερη απόδοση υποψηφίου στην προφορική εξέταση, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, δικαιολογούσε την κρίση ότι υπερείχε σε αξία έναντι άλλου ο οποίος είχε κατά 0.40 μονάδες καλύτερη βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε, και πάλι χωρίς αναφορά στη Μικελλίδου, ανωτέρω, και στην Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 507, όπου εκρίθη ότι η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας, ευλόγως έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του υποψηφίου ο οποίος υστερούσε άλλου ελαφρώς σε αξία ενώ υπερείχε αυτού ελαφρώς σε αρχαιότητα.
Φρονούμε ότι η Μικελλίδου, ανωτέρω, είναι καθοριστική της διάστασης της προφορικής εξέτασης. Δεν έχουμε κληθεί και δεν έχουμε λόγο να αποκλίνουμε από τη σαφή διαμόρφωση από την απόφαση της πλειοψηφίας της σημασίας της προφορικής εξέτασης. Μόνο με αναφορά στη διαφωνούσα απόφαση του Πική, Π., θα μπορούσε ο Εφεσείων να είχε έρεισμα στις εισηγήσεις του. Η απόφαση της πλειοψηφίας βεβαιώνει ότι ουσιαστικά η προφορική εξέταση, ως συμπληρωματικό στοιχείο αξίας, έχει τη σημασία που αποδίδεται γενικώς στην προφορική εξέταση και όχι την περιορισμένη σημασία που η αυστηρή γραμματική έννοια του όρου «συμπληρωματικό» μπορεί να έχει.
Με αυτά υπ' όψη, δεν βλέπουμε πως η απόφαση της ΕΕΥ μπορούσε να εκρίνετο ως μη εύλογη με αναφορά στα ενώπιον της στοιχεία. Η οριακή υπεροχή του Εφεσείοντα κατά το προτελευταίο έτος και εφ΄όσον μάλιστα τέτοια υπεροχή δεν υπήρχε κατά το τελευταίο έτος, όπως και η σχετικά περιορισμένη υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι των ΕΜ Γιαννάκη, Πολυκάρπου και Χριστοφόρου, ήταν επιτρεπτό να μην εβάρυναν την πλάστιγγα εν όψει της σαφούς υπεροχής των ΕΜ στην προφορική εξέταση. Σημειώνουμε ότι τα ΕΜ Γιαννάκης και Πολυκάρπου αξιολογήθησαν «Εξαίρετα», ώστε πόρρω υπερείχαν από την αξιολόγηση της απόδοσης του Εφεσείοντα ως «Μέτρια», τα δε ΕΜ Αριστείδου και Χριστοφόρου ως «Πολύ Καλά», που και πάλι συνιστούσε σαφή διαφορά. Το ΕΜ Αριστείδου μάλιστα υπερείχε του Εφεσείοντα και σε αρχαιότητα, ώστε ως προς αυτόν οι εισηγήσεις του Εφεσείοντα να είχαν εν πάση περιπτώσει μειωμένη βαρύτητα.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2500 έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας και εναντίον του Εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.