ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 595
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 11/2008)
19 Ιουλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΜΙΛΤΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
v.
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η αίτηση.
_________________________________
Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Πετρίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή του ο Εφεσείων αιτήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο απόφαση και/ή διάταγμα ότι η πράξη και/ή παράλειψη των Εφεσιβλήτων να απαντήσουν στην ιεραρχική προσφυγή που τους υποβλήθηκε στις 17.2.2006, είναι άκυρη και ότι καθετί που παραλείφθηκε, να εκτελεστεί.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο Εφεσείων υπέβαλε στις 22.10.2003 αίτηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος», ζητώντας χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης, για κτήμα του στη Νικόκλεια της Πάφου. Στις 14.12.2005, το Υπουργικό Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη σχετικό Σημείωμα που ετοιμάστηκε από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 309/99).
Στις 16.2.2006 ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, υπέβαλε προς το Υπουργικό Συμβούλιο ιεραρχική προσφυγή, δυνάμει διαφόρων άρθρων του Νόμου, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 31. Στην ουσία ζητούσε από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως αναθεωρήσει την προηγούμενη απόφασή του ημερ. 14.12.2005.
Ο Εφεσείων ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε απάντηση από το Υπουργικό Συμβούλιο και ως εκ τούτου καταχώρησε στις 15.6.2006 την επίδικη προσφυγή.
Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, την απέρριψε, κρίνοντας ότι οι δύο διαδικασίες για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας που προβλέπονται από τα άρθρα 26(2) και 31(1) του Νόμου είναι διαφορετικές και δεν αφορούν η μια την άλλη. Η πρώτη αφορά την υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια, η οποία υποβάλλεται αρχικά σε πολεοδομική αρχή και σε περίπτωση άρνησης χορήγησης της άδειας, υπάρχει η δυνατότητα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στην περίπτωση του άρθρου 31(1), η αίτηση για πολεοδομική άδεια «κατά παρέκκλιση» του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης, υποβάλλεται ευθύς εξ' αρχής στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι σε αυτή την περίπτωση είναι αυτονόητο ότι δεν χωρεί ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά μόνο προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την κρίση του αδελφού Δικαστή, θα ήταν άτοπο να προνοείται από το Νόμο ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο, με σκοπό την αναθεώρηση δικής τους απόφασης. Επίσης, έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να προσβάλει την απορριπτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 14.12.2005, αφού είχε παρέλθει η προθεσμία των 75 ημερών που προβλέπεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Ο Εφεσείων, με την έφεσή του, προβάλλει δύο λόγους για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης:- (1) Πλάνη περί το νόμο και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου και (2) ότι συντρέχουν οι λόγοι ακυρότητας που πρόβαλε πρωτοδίκως για ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης 1, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε:- (α) ότι οι δύο διαδικασίες που προνοούνται από τα άρθρα 26(2) και 31(1) του Νόμου 90/72 είναι διαφορετικές και δεν αφορούν η μια την άλλη, (β) ότι δεν χωρεί ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά μόνο προσφυγή στο Δικαστήριο για αναθεώρηση της απόφασης, (γ) ότι δεν είναι δυνατό να προνοείται ιεραρχική προσφυγή προς το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο, με σκοπό την αναθεώρηση της δικής του απόφασης και (δ) ότι εν πάση περιπτώσει η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι ακόμα και αν ευσταθεί η κρίση του Δικαστηρίου περί ανεξάρτητων διαδικασιών, το Υπουργικό Συμβούλιο όφειλε δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος να απαντήσει και η αντίθετη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι εσφαλμένη.
Για να αποφασίσουμε τα θέματα που σχετίζονται με το Άρθρο 29 του Συντάγματος και άπτονται του δικαιώματος αναφοράς, θα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί η φύση του αιτήματος που υποβλήθηκε και μετά κατά πόσον αυτό εμπίπτει στην εμβέλεια του Άρθρου 29. Έχουμε εξετάσει το θέμα και θεωρούμε ορθή την κρίση του αδελφού μας Δικαστή, ότι η υποβολή αίτησης δυνάμει του άρθρου 26 στην Πολεοδομική Αρχή για πολεοδομική άδεια και η υποβολή ιεραρχικής προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 31(1), αφορά σε δύο διαφορετικές διαδικασίες. Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Νόμου, πολεοδομική άδεια χορηγείται, μετά από αίτηση, από την «Πολεοδομική Αρχή», η οποία ορίζεται στο Νόμο ότι είναι ο Υπουργός ή οιαδήποτε αρχή στην οποία έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες. Το άρθρο 31 του Νόμου, προβλέπει ότι οσάκις υποβάλλεται αίτηση στην Πολεοδομική Αρχή για πολεοδομική άδεια και η τελευταία αρνείται τη χορήγησή της, ο αιτητής δύναται, αν τα συμφέροντα του παραβλάπτονται, να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτή η διαδικασία δεν είναι δυνατό να σχετίζεται με αιτήσεις που υποβάλλονται στο Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 26(2) για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης. Όπως ορθά υποδεικνύει ο αδελφός Δικαστής, δεν είναι δυνατό να υποβάλλεται ιεραρχική προσφυγή προς το ίδιο το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσον το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο είχε υποβληθεί έστω και καταχρηστικά ιεραρχική προσφυγή, όφειλε να απαντήσει στον Εφεσείοντα. Αυτό εξάλλου ήταν και το μοναδικό επίδικο θέμα της προσφυγής. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-
«Εν όψει των προαναφερομένων θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν οποιανδήποτε υποχρέωση να απαντήσουν στην προαναφερόμενη «ιεραρχική προσφυγή» του αιτητή, η οποία δεν προνοείται πουθενά στο νόμο, και επομένως κρίνω ότι η υπό εξέταση προσφυγή είναι αβάσιμη και άνευ αντικειμένου. Εξάλλου παρατηρώ ότι αν ο αιτητής επιθυμούσε να προσβάλει την απορριπτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 14.12.05, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 4.2.06, αυτό θα έπρεπε να το είχε πράξει μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών και ο αιτητής απέτυχε να το πράξει εφόσον η προσφυγή του καταχωρίστηκε στις 15.6.06.»
Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ανέφερε ότι η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να απαντήσει έστω και στην καταχρηστικά υποβληθείσα ιεραρχική προσφυγή, είχε ως αποτέλεσμα ο Εφεσείων να απολέσει το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Αν το Υπουργικό Συμβούλιο απαντούσε στον Εφεσείοντα μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπεται από το Σύνταγμα και του γνωστοποιούσε τη θέση του ότι θεωρούσε την ιεραρχική προσφυγή καταχρηστική καθότι δεν προβλεπόταν από το Νόμο, τότε ο Εφεσείων ενδεχομένως να προσέβαλλε είτε εκείνη την απόφαση, είτε την αρχική απόρριψη από το Υπουργικό Συμβούλιο του αιτήματος για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση, εφόσον δεν είχε ακόμα παρέλθει ο χρόνος των 75 ημερών για να προβεί σε ένα τέτοιο διάβημα.
Η δικηγόρος των Εφεσιβλήτων, υποδεικνύει ότι δεν είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντος ότι δεν ενημερώθηκε για τις απόψεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι η ιεραρχική προσφυγή ήταν παράτυπη. Όπως αναφέρεται σε υπηρεσιακό Σημείωμα ημερ. 28.2.2006, του Γραμματειακού Λειτουργού κ. Σωτήρη Μενελάου, ο ίδιος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το δικηγόρο του Εφεσείοντος και αφού συζήτησε τη νομική πτυχή του θέματος, τον πληροφόρησε ότι μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να προσβληθεί η απορριπτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Όμως ο δικηγόρος του Εφεσείοντος επέμενε ότι νομιμοποιείτο δυνάμει του άρθρου 31 του Νόμου να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή. Βέβαια, το υπηρεσιακό Σημείωμα απευθύνετο στον προϊστάμενο του κ. Μ. Κιτρομηλίδη, από τον οποίο ζητούσε περαιτέρω οδηγίες. Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, ο κ. Κιτρομηλίδης επικοινώνησε τηλεφωνικά και ο ίδιος με το δικηγόρο του Εφεσείοντος, με τον οποίο συζήτησε το ίδιο θέμα, παροτρύνοντας τον να καταχωρήσει προσφυγή κατά της αρχικής απόρριψης του αιτήματος.
Το Άρθρο 29 του Συντάγματος προβλέπει ότι:-
«29.1 Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ' άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημόσιαν αρχήν δικαιούμενος ν' απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.
2. Εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν' αγάγη ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.».
Σύμφωνα με τα αποφασισθέντα από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 434, η λέξη «αιτήσεις» στο Άρθρο 29 έχει την έννοια του «αιτήματος» και όχι την έννοια των αιτήσεων που ο πολίτης υποβάλλει στη διοίκηση σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας για να τύχει κάποιας άδειας, όπως για παράδειγμα άδεια οικοδομής ή πολεοδομική άδεια. Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας (1992) 4Β ΑΑΔ 1167, η οποία προηγήθηκε και το σκεπτικό της οποίας επιβεβαίωσε η Ολομέλεια.
Στην προκειμένη περίπτωση, η θεωρούμενη ως ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε ο Εφεσείων, έγινε κατ' επίκληση του σχετικού Νόμου και επομένως δεν ενέπιπτε στην έννοια των «αιτήσεων» που καλύπτονται από το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι ο Νόμος ερμηνεύθηκε λανθασμένα από το δικηγόρο του Αιτητή, δεν μπορεί να μετατρέψει την «ιεραρχική προσφυγή» από «αίτηση», η οποία υποβάλλεται δυνάμει Νόμου, σε «αίτημα», που καλύπτεται από το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή που εκδίκασε την προσφυγή πρωτοδίκως, ότι η διοίκηση, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει εγγράφως στον Αιτητή ή το δικηγόρο του.
Ούτε ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντος ότι υπάρχει παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, αφού Λειτουργοί της διοίκησης επικοινώνησαν σε δύο περιπτώσεις τηλεφωνικώς με το δικηγόρο του Εφεσείοντος, στον οποίο γνωστοποίησαν την τελική τους τοποθέτηση. Σε τέτοια περίπτωση, από τη στιγμή που ο Εφεσείων επέμενε στο θέμα, όφειλε, ενόψει της αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης, να προσφύγει στο δικαστήριο εγκαίρως. Κατά την κρίση μας, καμιά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης δεν διαπιστώνεται, αφού εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου, έστω και προφορικά, δόθηκε απάντηση στην ιεραρχική προσφυγή του Εφεσείοντος.
Με βάση τα πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσιβλήτων έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΠσ