ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 3 ΑΑΔ 43

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 36/2008

 

 

24 Ιανουαρίου, 2011

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση

 

- ΚΑΙ -

 

ΣΑΒΒΑ ΣΑΒΒΙΔΗ,

Εφεσίβλητου/αιτητή

 

...........................

 

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την εφεσείουσα

Δ. Κωνσταντίνου (κα) για Πελαγία, Χριστοδούλου και Βράχα, για τον εφεσίβλητο

Χρ. Ν.  Ματθαίου, για το ενδιαφερόμενο μέρος Αλ. Π. Αλεξανδράκη

 

............................

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου

 

....................

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης αδελφού Δικαστή, που εκδόθηκε στην προσφυγή αρ. 1419/2006 στις 6/2/2008, με την οποία έκανε δεκτή την προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της απόφασης της εφεσείουσας να τον αποκλείσει από τη διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Λειτουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθώς επίσης και να διορίσει στην εν λόγω θέση το ενδιαφερόμενο μέρος Αλεξανδράκη Π. Αλέξανδρο, με αποτέλεσμα την ακύρωση του εν λόγω διορισμού.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή (στο εξής Σ.Ε.) απέκλεισε τον εφεσίβλητο γιατί έκρινε ότι δεν ικανοποιούσε την απαίτηση της παραγρ. 3(2)  του Σχεδίου Υπηρεσίας για «Δεκαετή τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα απασχόλησης ή/και κατάρτισης ή/και κοινωνικής συνοχής......».   Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής/εφεσίβλητος είχε δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου στο Electrical Engineering που απέκτησε το 1971 και Master of Business Administration του University of Glamorgan που απέκτησε το 1996.  Η Σ.Ε. έκρινε ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα του εφεσίβλητου/αιτητή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, με βάση το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει την εν λόγω πείρα, αποκτήθηκε το 1996 ούτως ώστε η πείρα να μην ήταν δεκαετής.  Αναφορικά με το δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) που απέκτησε το 1971, η Σ.Ε. δεν θεώρησε ότι ήταν ισότιμο με πτυχίο.  Η εφεσείουσα (ΕΔΥ) υιοθέτησε τη θέση της Σ.Ε.

 

Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι το πτυχίο του ΑΤΙ ήταν ισότιμο προς πανεπιστημιακό πτυχίο και τούτο ενόψει των προνοιών του άρθρου 14Α(2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004 (Νόμου 1(Ι)/2004) που οδηγεί σε αυτόματη αναγνώριση, χωρίς την ανάγκη να αποταθεί ο κάτοχος τέτοιου πτυχίου στο ΚΥΣΑΤΣ.

 

Η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι το πιο πάνω άρθρο δεν οδηγεί σε αυτόματη αναγνώριση, αλλά απλώς θέτει τη βάση σύμφωνα με την οποία το ΚΥΣΑΤΣ, σε περίπτωση αίτησης, ενδέχεται να αναγνωρίσει ιστοτιμία.

 

Ο συνάδελφος πρωτόδικα δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη με αυτή απόφαση, με το πιο κάτω σκεπτικό που θεωρούμε σκόπιμο να το παραθέσουμε αυτούσιο:

 

«Εκ πρώτης όψεως, δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της Δημοκρατίας.  Οι όροι του Νόμου είναι σαφέστατοι - «Θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι» σημαίνει αυτό που λέγει και δεν παραπέμπει σε αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ.  Αν αυτό δημιουργεί πρόβλημα σε άλλο τομέα είναι άλλο θέμα.  Ο Νομοθέτης πάντως δεν φαίνεται να εκφράστηκε με αβέβαιους όρους.  Δεν χρειάζεται να αποφασίσω όμως οριστικά το θέμα αυτό όπως προκύπτει από τα όσα ακολουθούν.

 

Και ορθή να ήταν η θέση της Δημοκρατίας, προκύπτει κατά την αντίληψη μου, όπως εισηγείται περαιτέρω και ο αιτητής, θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους της Σ.Ε. και της ΕΔΥ.  Εφ' όσον ο Νόμος 1(Ι)/2004 καθιέρωνε έστω και γενική κατά τη Δημοκρατία αντιστοιχία των πτυχίων του ΑΤΙ προς πανεπιστημιακά πτυχία, η Σ.Ε. και η ΕΔΥ αναμένοντο να αντιλαμβάνοντο ότι ο αιτητής ενδεχομένως να ήταν προσοντούχος και όφειλαν να διερευνούσαν το θέμα περαιτέρω αντί να τον απέκλειαν άνευ ετέρου, ουσιαστικά αποφασίζοντας οι ίδιες αντί του κατά τη Δημοκρατία αρμόδιου ΚΥΣΑΤΣ ότι το δίπλωμα του ΑΤΙ δεν ήταν ισότιμο προς πανεπιστημιακό πτυχίο.  Έστω δε και αν είναι ο ενδιαφερόμενος που πρέπει να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση ισοτιμίας, η Σ.Ε. και η ΕΔΥ όφειλαν να είχαν επισημάνει στον αιτητή την αντίληψη τους και να ζητήσουν περαιτέρω διευκρινίσεις.  Τούτο θα ήταν σύμφωνο με στοιχειώδεις αρχές δίκαιης μεταχείρισης και καλής θέλησης.  Εξ άλλου, η Σ.Ε. είχε επιδείξει ανάλογη ευαισθησία ως προς άλλους υποψήφιους, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει με τις αιτήσεις τους τα απαραίτητα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, ζητώντας τους να πράξουν τούτο.  Γιατί να μην έπρατταν το ίδιο και για τον αιτητή;»

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης με ένα λόγο έφεσης, τον εξής:

 

«Λόγος έφεσης 1

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν διενήργησαν δέουσα έρευνα σε σχέση με το πτυχίο του αιτητή, ζητώντας προς τούτο περαιτέρω διευκρινίσεις.

Αιτιολογία

 

Γιατί, είναι η θέση  μας, θέση που υποστηρίζεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, διενήργησαν δέουσα έρευνα αναφορικά με το πτυχίο του αιτητή και διαπίστωσαν ότι αυτός δεν πληρούσε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

Ακόμη, σύμφωνα με την επικρατούσα νομολογία, το αρμόδιο διοικητικό όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να αποταθεί το ίδιο στο ΚΥΣΑΤΣ, θέση η οποία επιβεβαιώθηκε και πάλι πρόσφατα με την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 120/05 ΕΕΥ ν. Σωτήρη Χ" Γεωργίου, ημερ. 14.2.2008.»

 

Με τα περιγράμματα αγόρευσης τους τόσο η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξαν τη θέση ότι η ορθή ερμηνεία του Νόμου 1(Ι)/2004 είναι ότι η αναγνώριση του τίτλου σπουδών του εφεσίβλητου που απέκτησε από το ΑΤΙ δεν είναι αυτόματη, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσει ο εφεσίβλητος τη διαδικασία του άρθρου 10 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996 (Ν. 68(Ι)/96 ως έχει τροποποιηθεί), να αποταθεί δηλαδή ο ίδιος στο ΚΥΣΑΤΣ, που σύμφωνα με τον ίδιο Νόμο είναι το μόνο αρμόδιο σώμα για αναγνώριση τίτλων σπουδών.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου επέμενε στη θέση που προώθησε και πρωτόδικα, ότι δηλαδή η αναγνώριση είναι αυτόματη με βάση το Νόμο, χωρίς άλλη διαδικασία, θέση την οποία υιοθέτησε, έστω  και obiter ο συνάδελφος πρωτόδικα, αφού η ουσιαστική αιτιολογία για αποδοχή της προσφυγής ήταν η διαπίστωση του ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα.

 

Το σχετικό άρθρο του προαναφερθέντος νόμου είναι το άρθρο 14Α που διαλαμβάνει ως ακολούθως:

 

«14 Α.  (1) Οι τίτλοι σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) της Ελλάδας, οι οποίοι εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του υπ' αριθμόν 2916 Νόμου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας (Αρ. Φύλλου 114) στις 11 Ιουνίου 2001, τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης με αυτήν που ίδιοι τίτλοι τυγχάνουν στην Ελλάδα.

 

(2) Αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) της Ελλάδας, οι τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου (ΑΤΙ) θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης:

 

Νοείται ότι οι τίτλοι αυτοί μπορούν να γίνονται αποδεκτοί για εγγραφή σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Κύπρο και στο εξωτερικό.»

 

Αυτό που ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας, είναι η πρόνοια του εδαφίου (2).

 

Σε αντίθεση με την εκ πρώτης όψη ερμηνεία που έδωσε ο πρωτόδικος δικαστής, ότι δηλαδή οι τίτλοι «θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι» με βάση την εν λόγω πρόνοια η οποία «δεν παραπέμπει σε αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ», είναι οι ακόλουθες πρωτόδικες αποφάσεις. 

 

Στην Λουκής Βιολάρης ν. ΕΤΕΚ υποθ. αρ. 1121/2004 ημερ. 21/9/2006, η οποία ενώ είχε εφεσιβληθεί με την έφεση Α.Ε. 146/2006 αργότερα η έφεση αποσύρθηκε, αναφορικά με τον πιο πάνω τροποποιητικό νόμο λέχθηκαν τα ακόλουθα.

 

«Εάν ωστόσο με τα όσα ισχυρίζεται στην αγόρευση του ο αιτητής περί παραβίασης του Ν. 1(Ι)/04, θεωρηθεί ότι προσβάλλει την επίδικη απόφαση στο πιο πάνω πλαίσιο, δηλαδή αναφορικά με τη μη αναγνώριση του πτυχίου του για τους σκοπούς του Νόμου, πρέπει να σχολιάσω σε συντομία ότι ο εν λόγω Νόμος αφορά στην ακαδημαϊκή αναγνώριση και αξία του πτυχίου του.  Δεν προκαθορίζει καθ' οιονδήποτε τρόπο, τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Επιμελητηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση του συγκεκριμένου πτυχίου και για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο δηλαδή, για σκοπούς άσκησης επαγγέλματος.  Το γεγονός ότι οι τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς βασικό τίτλο σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης, δεν υποκαθιστά την εξουσία του ΕΤΕΚ να αξιολογεί τους εν λογω τίτλους για τους σκοπούς του Νόμου, ούτε προεξοφλεί την αναγνώριση τους για επαγγελματικούς σκοπούς.»

 

Η ίδια άποψη εκφράστηκε και στην υπόθεση Παναγή Πέρδικου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 267/2009 ημερ. 8/10/2010 (η οποία σημειώνουμε ότι έχει εφεσιβληθεί με την Α.Ε. 181/2010) όπου η ίδια συνήγορος για την πλευρά του αιτητή προώθησε την ίδια θέση ότι δηλαδή η αναγνώριση με βάση την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 1(Ι)/2004 είναι αυτόματη και δε χρειάζεται η γνωμάτευση και/η απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ.  Το Δικαστήριο (Παμπαλλής Δ) αποφάσισε ότι «δεν προβλέπεται αυτόματη αναγνώριση του πτυχίου του ΑΤΙ ως Ανωτάτης Εκπαίδευσης» αφού με βάση τον ίδιο νόμο δηλαδή τον 68(Ι)/1996 είναι το Συμβούλιο του ΚΥΣΑΤΣ που αποφασίζει.  Το άρθρο 14Α(2) απλώς «σκοπεύει στην ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών ούτως ώστε να θεωρείται Βασικός Τίτλος Σπουδών για μεταπτυχιακούς σκοπούς και δεν αφορά την επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων». 

 

Εξετάσαμε το λεκτικό του εν λόγω άρθρου και έχουμε καταλήξει ότι ενόψει και των προνοιών των άρθρων 12 μέχρι 14Α του Νόμου που βρίσκονται κάτω από το «ΜΕΡΟΣ ΙV - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ», η αναγνώριση αυτή πρέπει να γίνεται από το ΚΥΣΑΤΣ και δεν είναι αυτόματη με βάση την εν λόγω νομοθετική πρόνοια.  Άλλωστε τούτο δεν μπορούσε να γίνει γιατί, όπως αποφασίστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση 267/2009, η πρόνοια θα ήταν αντισυνταγματική αφού θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2005) 3 Α.Α.Δ. 274Αποφασίστηκε εκεί ότι η τροποποίηση του Ν. 68(Ι)/1996 στην οποία είχε προστεθεί το άρθρο 14 Α (2) με πρόνοια ότι οι «Τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης με τους τίτλους σπουδών των Τ.Ε.Ι., για σκοπούς εργοδότησης στη δημόσια υπηρεσία, στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και στην υπηρεσία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» παραβιάζει την προαναφερθείσα αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Στη σελ. 270 της εν λόγω απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, έχει, κατά τη γνώμη μας, δίκαιο. Το θέμα που ρυθμίζεται με τις πρόνοιες του επίμαχου νομοθετήματος, ανάγεται αποκλειστικά στην άσκηση των λειτουργιών της εκτελεστικής εξουσίας.  Η αξιολόγηση τίτλων σπουδών ως προς το περιεχόμενο τους ανάγεται στην πιο πάνω εξουσία.  Το ενδεικτικό που απονέμεται μετά τη συμπλήρωση ενός κύκλου σπουδών ή ο τίτλος που αναφέρεται σ' αυτό, αποτελεί μια απόδειξη επιτυχούς συμπλήρωσης του σχετικού κύκλου σπουδών.  Το αρμόδιο όμως εκτελεστικό-διοικητικό-όργανο είναι που αξιολογεί, για οποιουσδήποτε σκοπούς, το πραγματικό και ουσιαστικό περιεχόμενο και ποιότητα των σπουδών.»

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η αναγνώριση του τίτλου σπουδών δεν είναι αυτόματη αλλά θα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση στο ΚΥΣΑΤΣ, ενέργεια στην οποία, σύμφωνα με το Ν. 68(Ι)/1996 άρθρο 10 αλλά και την απόφαση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100 θα έπρεπε να προβεί ο εφεσίβλητος/αιτητής. 

 

Το ερώτημα που τίθεται, εφόσον αυτή ήταν και η διαζευκτική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή, είναι κατά πόσο παρά το ότι η υποχρέωση ήταν στον εφεσίβλητο να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, είχαν ταυτόχρονα υποχρέωση η Σ.Ε. ή η εφεσείουσα (ΕΔΥ) να επισημάνουν την αντίληψη τους αυτή, ότι δηλαδή το θέμα έπρεπε να αποφασιστεί από το ΚΥΣΑΤΣ και να του ζητούσαν διευκρινίσεις, ενέργεια που θα ήταν σύμφωνη με τις στοιχειώδεις αρχές της δίκαιης μεταχείρισης και καλής πίστης αφού διευκρινίσεις ζήτησαν και από άλλους υποψήφιους.

 

Για σκοπούς απόφασης του πιο πάνω ερωτήματος είναι σημαντικό να δούμε ότι ο εφεσίβλητος, όταν έμαθε ότι η Σ.Ε. τον είχα αποκλείσει, απευθύνθηκε προς την ΕΔΥ με επιστολή του ημερ. 18/4/2006 και διαμαρτυρήθηκε για τον αποκλεισμό του.  Επέμενε δε ότι το δίπλωμα που απέκτησε από το ΑΤΙ ήταν ισότιμο με βάση τον προαναφερθέντα τροποποιητικό Νόμο 1(Ι)/2004.  Η εφεσείουσα (ΕΔΥ) με επιστολή της ημερ. 15/5/2006, πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι αφού εξέτασε το θέμα, συμφώνησε με τη Σ.Ε. ότι δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας και ότι ορθά αποκλείστηκε από τη διαδικασία.   Η διατύπωση της εν λόγω επιστολής είναι τέτοια που δεν δείχνει ότι το όλο θέμα θα έπρεπε να αποφασισθεί από το ΚΥΣΑΤΣ όπως είναι ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης δικηγόρου της εφεσείουσας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, έχουμε καταλήξει να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη απόφαση ότι με βάση τις αρχές δικαίου και καλής πίστης όφειλε η εφεσείουσα, μέσα στα πλαίσια διερεύνησης του όλου θέματος, να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο ότι έπρεπε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ και όχι να τον αποκλείσει χωρίς οτιδήποτε άλλο.

 

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.700 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Μεταξύ εφεσείουσας και ενδιαφερομένου μέρους δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.

 

Π.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

/ΚΑΣ                                                      


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο