ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 3 ΑΑΔ 510
1 Δεκεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, KΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΣΙΑΚΚΑ,
2. ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΤΣΙΑΚΚΑ,
Εφεσείουσες - Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/ ´Η
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 5/2008)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Έλεγχος συνταγματικότητας νόμου ― Η περίπτωση όπου η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω αλυσιτέλειας ― Τα πορίσματα της Dias United Publ. Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και η εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείουσες αξίωσαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της άρνησης χορήγησης προσφυγικής ταυτότητας στην πρώτη εξ αυτών. Η δεύτερη εφεσείουσα ήταν μητέρα της πρώτης και στην ιδιότητα αυτής ως εκτοπισθείσας στήριξε η πρώτη εφεσείουσα το απορριφθέν αίτημά της για προσφυγική ταυτότητα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η διακήρυξη πως η επίδικη πρόνοια ως αντισυνταγματική, δεν ισχύει, αν αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα του ελέγχου, δεν θα βοηθούσε στην ικανοποίηση του αιτήματος που υποβλήθηκε. Το ζήτημα της προσφυγικής ταυτότητας, ως συνακόλουθο προς την ιδιότητα του εκτοπισθέντα, αποτελεί δημιούργημα Νόμου. Ο νομοθέτης όρισε την εμβέλεια του Νόμου και, όπως και αν ιδωθεί το ζήτημα, για να ήταν δυνατή άλλη απάντηση από την αρνητική στο αίτημα των εφεσειουσών, θα χρειαζόταν νομοθετική πρόνοια, που δεν υπάρχει. Ασφαλώς αντικείμενο της διαδικασίας είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης αλλά για την ακύρωσή της δεν θα αρκούσε η διακήρυξη περί την αντισυνταγματικότητα του Νόμου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,
Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78.
Έφεση.
Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 952/06), ημερ. 19/12/07.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η πρώτη εφεσείουσα διεκδίκησε προσφυγική ταυτότητα. Το ζήτημα ρυθμίζεται από τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002), (ο Νόμος). Η διεκδίκηση εδραζόταν στο ότι ήταν παιδί εκτοπισθείσας μητέρας. Η έκδοση προσφυγικής ταυτότητας αποτελεί συνακόλουθο της ιδιότητας του εκτοπισθέντα, όπως ο όρος ορίζεται στο Νόμο. Εφόσον η ιδιότητα του εκτοπισθέντα διεκδικείται με αναφορά στους γονείς ως εκτοπισθέντες και όχι αυτοτελώς, αυτή, κατά το Άρθρο119 του Νόμου, αναγνωρίζεται όπου ο πατέρας του αιτητή είναι εκτοπισθείς με την έννοια του Νόμου. Ο πατέρας της πρώτης εφεσείουσας δεν ήταν εκτοπισθείς. Εκτοπισθείσα ήταν η δεύτερη εφεσείουσα, μητέρα της πρώτης και, ασφαλώς, δεν ήταν δυνατό, κατά το Νόμο, να αποδοθεί στην πρώτη εφεσείουσα η ιδιότητα και να εκδοθεί η προσφυγική ταυτότητα.
Η προσφυγή που ασκήθηκε είχε στη ρίζα της την εισήγηση πως αυτή η διάκριση συνιστούσε άνιση μεταχείριση. Επομένως, κατά τη θέση των εφεσειουσών, η άρνηση της διοίκησης θα έπρεπε να ακυρωθεί, ασφαλώς με την προοπτική της άρσης της ανισότητας ώστε και οι εκ μητρογονίας να θεωρούνται ως εκτοπισθέντες.
Πρωτοδίκως κρίθηκε πως όσο ισχυρά και αν ήταν τα επιχειρήματα σε σχέση με την αρχή της ισότητας, ήταν αναπόφευκτη η απόρριψη της προσφυγής. Όπως εκτιμήθηκε, η εισήγηση απέληγε στην «προσθήκη πρόνοιας στο Νόμο ώστε το ωφέλημα σε τέκνα εξ αρρενογονίας να παρέχεται και σε τέκνα εκ μητρογονίας». Στηρίχτηκε συναφώς σε δυο αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατ' αρχάς στην Dias United Publ. Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550. Κρίθηκε εκεί πως ο έλεγχος της συνταγματικότητας Νόμου, και σε εκείνη την περίπτωση ως παραβιάζοντος την αρχή της ισότητας, είναι αλυσιτελής και δεν αναλαμβάνεται αφού για την επιτυχία του αιτήματος δεν αρκούσε η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας αλλά χρειαζόταν και θετική νομοθετική πρόνοια που να παρέχει το διεκδικηθέν δικαίωμα. Θετική νομοθετική πρόνοια που δεν υπήρχε και την οποία δεν ήταν δυνατό να προσθέσει το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο. Μετά, στη Βρούντου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78 που αφορούσε ακριβώς όμοιο θέμα με την παρούσα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στη Dias (ανωτέρω), από την οποία δεν απέκλινε παρά την εισήγηση της εφεσείουσας, απέρριψε την έφεση. Παραθέτουμε το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Νικολαΐδης, Δ..
«Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από την επικρατούσα νομολογία. Η Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, την εξουσία να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να κηρύξει την πράξη ή την παράλειψη, άκυρη. Δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν έτυχαν της έγκρισης της Βουλής. Κάτι τέτοιο, θα συγκρουόταν και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σημειώνουμε ότι η Βουλή δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στη ψήφιση νομοθεσίας, όταν ο σκοπούμενος νόμος θα προϋποθέτει δαπάνη. Αν η Βουλή, το συνταγματικά καθοριζόμενο νομοθετικό όργανο, δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο δεν το έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συμφωνώντας με τις αρχές όπως τέθηκαν, καταλήγουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης».
Είναι η εισήγηση των εφεσειουσών πως η πιο πάνω νομολογία μας «πρέπει να εγκαταλειφθεί». Θεωρούν ότι δεν τίθεται θέμα προσθήκης πρόνοιας στη νομοθεσία. Αντικείμενο είναι η συγκεκριμένη διοικητική πράξη και η ακύρωσή της «δεν είναι υποκατάσταση της νομοθετικής εξουσίας». Υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση της νομολογίας μας «είναι εσφαλμένη διότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο διαπιστώνει δυσμενή μεταχείριση ενός ατόμου λόγω μιας νομοθετικής πρόνοιας αυτό ισοδυναμεί με διαπίστωση παρανομίας της πράξης που απέρριψε το αίτημα». Άρα, όπως προσθέτουν, «το Δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει την πράξη και/ή απόφαση που στηρίζεται σε μια αντισυνταγματική πρόνοια Νόμου». Για να είναι πλήρης η εικόνα παραθέτουμε και το περαιτέρω απόσπασμα από την αγόρευση για τις εφεσείουσες:
«Το Δικαστήριο δεν καλείται να διευρύνει νομοθετική διάταξη, κάτι το οποίο δεν δικαιούται σύμφωνα με την απόφαση στην Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ 550, απόφαση η οποία υιοθετήθηκε και επικυρώθηκε από την απόφαση Βρούντου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78.
Στην παρούσα περίπτωση οι αιτήτριες ζητούν από το Δικαστήριο να εξετάσει την εν λόγω πρόνοια του Άρθρου 119 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που απορρέουν τόσο από τις διεθνείς συμβάσεις και πρωτόκολλα του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΗΕ όσο και μέσα από τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και τις Ευρωπαϊκές οδηγίες οι οποίες υπερτερούν έναντι οποιουδήποτε νόμου.
Σε περίπτωση που νόμος της Κυπριακής Δημοκρατίας συγκρούεται τόσο με διεθνείς συμβάσεις και/ή συνθήκες και/ή πρωτόκολλα και/ή το Κεκτημένο και/ή ευρωπαϊκές οδηγίες τότε η διάταξη του νόμου αυτού η οποία συγκρούεται με αυτό, δεν ισχύει».
Υποδείχθηκε όμως στη Dias (ανωτέρω) και ασφαλώς αυτό υιοθετήθηκε στη Βρούντου (ανωτέρω) αλλά, πρέπει να σημειώσουμε, και σε σειρά άλλων υποθέσεων σε σχέση με διάφορα ζητήματα πως, ακριβώς, η διακήρυξη πως η πρόνοια ως αντισυνταγματική, δεν ισχύει, αν αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα του ελέγχου, δεν θα βοηθούσε στην ικανοποίηση του αιτήματος που υποβλήθηκε. Όπως και εδώ. Το ζήτημα της προσφυγικής ταυτότητας, ως συνακόλουθο προς την ιδιότητα του εκτοπισθέντα, αποτελεί δημιούργημα Νόμου. Ο νομοθέτης όρισε την εμβέλεια του Νόμου και, όπως και αν ιδωθεί το ζήτημα, για να ήταν δυνατή άλλη απάντηση από την αρνητική στο αίτημα των εφεσειουσών, θα χρειαζόταν νομοθετική πρόνοια, που δεν υπάρχει. Ασφαλώς αντικείμενο της διαδικασίας είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης αλλά για την ακύρωσή της δεν θα αρκούσε, όπως ήδη σημειώσαμε, η διακήρυξη περί την αντισυνταγματικότητα του Νόμου.
Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ακριβώς κατ' επίκληση της πιο πάνω νομολογίας και καταλήγουμε πως, ως θέμα νομολογιακού προηγούμενου, με το οποίο συμφωνούμε, αλλά και σε σχέση με το οποίο δεν θα βλέπαμε και λόγο απόκλισης στη βάση των αρχών που διέπουν το θέμα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Πρωτοδίκως τέθηκε θέμα σε σχέση με τη νομιμοποίηση της δεύτερης εφεσείουσας, μητέρας της πρώτης, η οποία συνενώθηκε ως αιτήτρια στην προσφυγή. Αποφασίστηκε πως η μητέρα δεν νομιμοποιείτο και ασκήθηκε έφεση και ως προς αυτή την πτυχή. Για τους σκοπούς της διαδικασίας το ζήτημα είναι εντελώς ακαδημαϊκό και δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να μας απασχολήσει. Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.