ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 501
8 Νοεμβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ,
2. ΜΑΡΙΑ ΠΑΦΙΤΗ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
1. ΔΗΜΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΜΕΣΩ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 192/2007)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Η δυνατότητα συμπλήρωσής της από τα περιεχόμενα στο διοικητικό φάκελο.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά των επίδικων πολεοδομικών αποφάσεων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αυταπόδεικτα οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν με βάση αναληθή και παραπλανητικά γεγονότα και οι εφεσίβλητοι αρ. 2 ενέκριναν ανύπαρκτη απόφαση. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αποδεχθεί το λόγο ακύρωσης περί πλάνης περί το νόμο και τα πραγματικά γεγονότα. Η θέση των εφεσειόντων κρίνεται εσφαλμένη.
Ο εφεσίβλητος αρ. 1 Δήμος όχι μόνο αποφάσισε στις 3.9.1998 την επιδίωξη τροποποίησης - περιορισμού - της ρυμοτομίας που επηρέαζε και το τεμάχιο 305, αλλά και ανέθεσε περαιτέρω την υλοποίηση αυτής της απόφασής του προς το Τμήμα Πολεοδομίας.
2. Ήταν επίσης ο ισχυρισμός των εφεσειόντων κατά την προώθηση της προσφυγής τους, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποσκοπούσαν στην κάλυψη παρανομιών σε χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής και αυτό το γεγονός συνιστούσε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, η οποία επίτασσε την ανάκληση παρανόμως χορηγηθεισών αδειών και όχι την ανάκληση της δεσμευτικής ρυμοτομίας για την εκ των υστέρων νομιμοποίηση της παρανομίας.
Διερεύνηση του θέματος τούτου, υπό το φως των περιεχομένων των κατατεθέντων εγγράφων, κάθε άλλο παρά δημιουργεί την εικόνα επιδίωξης εξυπηρέτησης ιδιωτικού συμφέροντος, ή έστω δημιουργεί κάποιες υποψίες λόγω μη ικανοποιητικής διερεύνησης που είχε προηγηθεί, ή λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας που είχε δοθεί ως προς τη λήψη των προσβαλλόμενων με την προσφυγή αποφάσεων. Ορθά έκρινε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι παρατηρήθηκε συνταύτιση του δημοσίου με το ιδιωτικό συμφέρον και δεν παρατηρήθηκε παραβίαση οποιασδήποτε αρχής χρηστής διοίκησης.
3. Η πλήρης διερεύνηση εν προκειμένω και η άκρως επαρκής αιτιολογία, διαφαίνονται και συμπληρώνονται από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης και αυτό είναι ικανοποιητικό με βάση τη νομολογία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Christodoulides a.o. v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1297,
Republic v. Myrtiotis (1975) 3 C.L.R. 484.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 791/03), ημερ. 19/10/07.
Γ. Σεραφείμ με Χρ. Ηλία, για τους Εφεσείοντες.
Α. Κακογιάννης με Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο Aρ. 1.
Αρ. Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο Aρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες ακινήτων στη μονοδρομημένη οδό Δημητράκη Παπαμιλτιάδους στην Πόλη Χρυσοχούς, τα οποία είναι παρακείμενα του τεμαχίου αρ. 305 Φ/Σχ. 26/51V που βρίσκεται στην αρχή της εν λόγω οδού πάνω σε στροφή. Το τεμάχιο αρ. 305 επηρεαζόταν κατά 50% από σχέδιο δημοτικής ρυμοτομίας που είχε εκπονηθεί για σκοπούς διαπλάτυνσης της οδού και είχε δημοσιευθεί κατά το 1968. Κατά το 1991 το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως μείωσε τον επηρεασμό του τεμαχίου με τροποποιημένα σχέδια, ενώ αργότερα, κατά το 1994, το Τμήμα σε συνεργασία με τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 Δήμο Πόλης Χρυσοχούς, προχώρησε στη δημοσίευση Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και Διατάγματος Επίταξης και αργότερα Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Όμως, η απαλλοτρίωση του τεμαχίου 305 δεν προχώρησε στην ανάληψη της κατοχής του ακινήτου και καταβολή αποζημιώσεων στον ιδιοκτήτη. Το κόστος προς τούτο, το οποίο υπολογίστηκε σε £100.000 περίπου, κρίθηκε ως αποτρεπτικό, γι΄αυτό και αποφασίστηκε η εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου, του Τμήματος Πολεοδομίας και του ιδιοκτήτη του τεμαχίου. Τελικά υιοθετήθηκε η λύση της μερικής ανάκλησης της επιβληθείσας ρυμοτομίας και της δημοσίευσης νέας, τροποποιημένης ρυμοτομίας, πράξεις οι οποίες αφού αποφασίστηκαν από τον εφεσίβλητο αρ. 1, δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 13.6.2003. Η νέα αυτή ρύθμιση οδήγησε και στην έγκριση εκκρεμούσας αίτησης του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 305 και έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής για προτεινόμενη οικοδομική ανάπτυξη στο τεμάχιο.
Οι εφεσείοντες με προσφυγή τους προσέβαλαν τη νομιμότητα των δύο πράξεων ή αποφάσεων της 13.6.2003, ισχυριζόμενοι κυρίως ότι επηρεάζονταν δυσμενώς από την εξέλιξη εκείνη επειδή η τροποποίηση της ρυμοτομίας και η συνακόλουθη έγκριση της ανάπτυξης στο τεμάχιο 305, περιόριζε την πρόσβαση στην οδό Παπαμιλτιάδους όπου είναι τα υποστατικά τους σε ιδιωτικά αυτοκίνητα, ενώ καθιστούσε αδύνατη την είσοδο σ' αυτήν σε φορτηγά τροφοδοσίας, οχήματα συγκομιδής σκυβάλων, λεωφορεία, ασθενοφόρα κλπ και επίσης καταργούσε τη δυνατότητα στάθμευσης μπροστά από τα δικά τους υποστατικά.
Ο αδελφός δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής των εφεσειόντων πρωτόδικα, αποφάνθηκε ότι δεν εστοιχειοθετείτο κανένας από τους λόγους ακύρωσης που είχαν προβάλει και απέρριψε την προσφυγή τους. Με την παρούσα έφεση τους, οι εφεσείοντες εγείρουν συνολικά τρεις λόγους για τους οποίους ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Θα τους εξετάσουμε στη συνέχεια ένα προς ένα.
1ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς το θέμα της ανυπαρξίας απόφασης του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου για ανάκληση της δεσμευτικής ρυμοτομίας.
Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν αυτό το λόγο έφεσης συνοψίζονται στα ακόλουθα:
Σε σημείωμα το οποίο ετοίμασε και απέστειλε ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου προς το Πολεοδομικό Συμβούλιο ημερ. 30.10.2001, εισηγείτο όπως το Πολεοδομικό Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση για ανάκληση/τροποποίηση της Δεσμευτικής Ρυμοτομίας που επηρέαζε την οδό Παπαμιλτιάδους, για λόγους που αναλυτικά επεξηγούσε. Στο σημείωμα γινόταν αναφορά στην εισαγωγή του ότι «.το Δημοτικό Συμβούλιο Πόλης Χρυσοχούς, σε συνεδρία που έγινε στις 3.9.98, αποφάσισε ομόφωνα όπως ανακαλέσει τη Δεσμευτική Ρυμοτομία που επηρεάζει την οδό Δημητράκη Παπαμιλτιάδους ....».
Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, τέτοια απόφαση του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου δεν είχε ληφθεί στις 3.9.1998 και επομένως οι καθ' ων η αίτηση αρ. 2 - Πολεοδομικό Συμβούλιο, παρουσιάζονται να ενέκριναν μια ανύπαρκτη απόφαση, βασιζόμενοι σε αναληθή και παραπλανητική αναφορά η οποία καθιστούσε τις αποφάσεις τους πεπλανημένες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολούμενο στην απόφαση του με αυτό το θέμα, διαπίστωσε κατ' αρχήν το αντικειμενικά διαπιστώσιμο γεγονός ότι πράγματι διαφαινόταν από το πρακτικό συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου ότι δεν είχε ληφθεί ρητή απόφαση για την ανάκληση της δεσμευτικής ρυμοτομίας που αφορούσε την προαναφερθείσα οδό και κατ΄επέκταση το τεμάχιο 305. Εκείνο το οποίο είχε αποφασισθεί, ήταν όπως, ενόψει του μεγάλου κόστους της τάξης των £100.000 που εμπλεκόταν στην απαλλοτρίωση ως αποζημιώσεις προς τους ιδιοκτήτες, επιδιωχθεί η εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης με την οποία να εξοικονομείτο το ποσό εκείνο και επίσης, με την τροποποίηση των σχεδίων θα διαφυλασσόταν η γραφικότητα του δρόμου. Παρά την ανυπαρξία όμως λήψης ουσιαστικής απόφασης για ανάκληση της υφιστάμενης ρυμοτομίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα ή άλλη παραβίαση αρχής της χρηστής διοίκησης κατά τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου σ΄αυτό το θέμα είχε ως εξής:
«Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη συνεδρία της 3/9/98 μέχρι την έκδοση των Γνωστοποιήσεων στις 13/6/2000 φαίνεται από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί ότι ο Δήμος Πόλης Χρυσοχούς τασσόταν υπέρ της διαφοροποίησης της δεσμευτικής ρυμοτομίας, αφού η μελέτη των νέων σχεδίων είχε γίνει από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως σε συνεργασία με τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς. Από τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι έστω και αν η αναφορά στο σημείωμα του Πολεοδομικού Συμβουλίου (της 30/10/2001 ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Πόλης Χρυσοχούς στη συνεδρία της 3/9/98 αποφάσισε ομόφωνα την ανάκληση της ρυμοτομίας στην οδό Δ. Παπαμιλτιάδους) ήταν λανθασμένη ή ανακριβής, δεν τίθεται θέμα πλάνης αφού η θέση του Δήμου ήταν συνεχώς υπέρ της ανάκλησης της ρυμοτομίας. Δεν υπάρχει με άλλα λόγια ανακολουθία ή διαφοροποίηση θέσεως που συνιστούν πλάνη περί το Νόμο ή τα πράγματα.»
Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αυταπόδεικτα οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν με βάση αναληθή και παραπλανητικά γεγονότα και οι εφεσίβλητοι αρ. 2 ενέκριναν ανύπαρκτη απόφαση. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αποδεχθεί το λόγο ακύρωσης περί πλάνης περί το νόμο και τα πραγματικά γεγονότα. Η δικαιολογία ότι εν πάση περιπτώσει ο εφεσίβλητος αρ. 1 Δήμος παρουσιαζόταν να τάσσεται υπέρ της αναθεώρησης της δεσμευτικής ρυμοτομίας δεν ευσταθεί, αφού ο Δήμος διοικείται και λαμβάνει αποφάσεις μόνο μέσω των αρμοδίων οργάνων του, το δε Τμήμα Πολεοδομίας οφείλει να εγκρίνει, σύμφωνα με το νόμο, αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και όχι πράξεις ή παραλείψεις των Τεχνικών Υπηρεσιών του.
Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση των εφεσειόντων. Όπως πράγματι καταδεικνύεται από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι αρ. 2 - Πολεοδομικό Συμβούλιο, ουδέποτε παρουσιάζονται να είχαν ενεργήσει υπό το κράτος πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο. Όπως παρατηρούν και οι εφεσίβλητοι συμφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση, η ανακριβής αναφορά στο σημείωμα της 30.10.2001 σε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, καθόλου δεν φαίνεται να δημιούργησε οποιαδήποτε πλάνη ως προς τις πραγματικές προθέσεις του και τις μεταγενέστερες ενέργειες και αποφάσεις του στις οποίες και συνολικά βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι αρ. 2 εγκρίνοντας την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων περί τα πέντε έτη αργότερα. Πέραν του ότι στο προαναφερθέν σημείωμα επισυναπτόταν και αντίγραφο του τηρηθέντος πρακτικού συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 3.9.1998, στο οποίο διαφαινόταν τι επακριβώς είχε αποφασισθεί, ήταν πάγια θέση και αίτημα του Δήμου από τότε και έκτοτε, όπως τροποποιηθεί η ισχύουσα ρυμοτομία για τους λόγους και με τον τρόπο που τελικά εγκρίθηκε. Ακόμα και στην ίδια τη συνεδρία της 3.9.1998, αυτές οι θέσεις του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου κατέστησαν μέρος ληφθείσας απόφασης του. Σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά, το Δημοτικό Συμβούλιο, με εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής, είχε αποφασίσει ομόφωνα όπως πραγματοποιηθεί συνάντηση με σκοπό την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης τόσο για σκοπούς αφενός εξοικονόμησης του ποσού που θα εδίδετο για αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης και επειδή «.αφετέρου πιστεύεται ότι με την τροποποίηση των σχεδίων θα διαφυλαχθεί η γραφικότητα του δρόμου.».
Επομένως το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει ακόμα και από τη συνεδρία της 3.9.1998 στην οποία αναφερόταν το Σημείωμα του Λειτουργού Πολεοδομίας, είναι ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του εφεσίβλητου αρ. 1 είχε ομόφωνα αποφασίσει την εγκατάλειψη της απαλλοτρίωσης και αποζημίωσης και την προώθηση της εναλλακτικής λύσης της τροποποίησης των σχεδίων ρυμοτομίας με την περιορισμένη διαπλάτυνση του δρόμου. Αυτό αποφάσισε το Δημοτικό Συμβούλιο να προωθήσει κατόπιν εισήγησης της Τεχνικής Επιτροπής του και αυτό ήταν τελικά που εγκρίθηκε από το Πολεοδομικό Συμβούλιο. Απόδειξη δε της υλοποίησης αυτής της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου περί στροφής στη λύση της διαφοροποίησης - μείωσης της έκτασης της υφιστάμενης ρυμοτομίας - είναι και το ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 Δήμος κοινοποίησε τάχιστα εκείνη του την απόφαση προς το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας για προώθηση, με επιστολή του ημερ. 7.9.1998. Επίσης τάχιστα σε συνεδρία του ημερ. 10.9.1998 όπως αποκαλύπτεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, το Δημοτικό Συμβούλιο είχε καλέσει το λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας κ. Α. Δαβερώνα ο οποίος παρέστη γι΄αυτό το σκοπό στη συνεδρίαση. Στα πρακτικά καταγράφηκε το εξής:
«Θέμα 1ον: Επηρεασμός τεμαχίου 305 Φ/Σχ. 26/51 & 59
Ο κος Α. Δαβερώνας ανέφερε ότι θα μελετήσει το όλο θέμα και αν είναι εφικτό θα προβεί στην τροποποίηση του επηρεασμού του πιο πάνω τεμαχίου για εξεύρεση κοινής αποδεκτής λύσης μεταξύ Δήμου και επηρεαζομένων ιδιοκτητών με σκοπό την αποφυγή καταβολής αποζημίωσης απαλλοτρίωσης .»
Αναπόδραστο επομένως είναι το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 Δήμος όχι μόνο αποφάσισε στις 3.9.1998 την επιδίωξη τροποποίησης - περιορισμού - της ρυμοτομίας που επηρέαζε και το τεμάχιο 305, αλλά και ανέθεσε περαιτέρω την υλοποίηση αυτής της απόφασης του προς το Τμήμα Πολεοδομίας. Κατ΄αυτό τον τρόπο προωθήθηκε το θέμα, ώστε να εγκριθεί η τροποποίηση από το Τμήμα Πολεοδομίας εφόσον με βάση το Α. 85(3) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972) η αρμόδια τοπική αρχή δεν μπορεί να δημοσιεύσει ρυμοτομικό σχέδιο δυνάμει του Άρθρου 12 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 χωρίς την προηγούμενη έγκριση της πολεοδομικής αρχής. Τελικά δε οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν από τον εφεσίβλητο αρ. 1 Δήμο ως αρμόδια αρχή, αφού έτυχαν της προηγούμενης έγκρισης της Πολεοδομικής Αρχής, όπως ήταν πάντα η αποφασισθείσα επιδίωξη του Δημοτικού Συμβουλίου. Επομένως ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος Λόγος Έφεσης - Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε το λόγο ακύρωσης περί καταστρατήγησης της αρχής της χρηστής διοίκησης
Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων κατά την προώθηση της προσφυγής τους, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποσκοπούσαν στην κάλυψη παρανομιών σε χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής και αυτό το γεγονός συνιστούσε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, η οποία επίτασσε την ανάκληση παρανόμως χορηγηθεισών αδειών και όχι την ανάκληση της δεσμευτικής ρυμοτομίας για την εκ των υστέρων νομιμοποίηση της παρανομίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα τούτο, είχε αποφανθεί ότι το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 305 επηρεάσθηκαν επωφελώς από την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, δεν εξυπακούει ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν με απώτερο σκοπό να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών του τεμαχίου 305. Απλά παρατηρήθηκε, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, συνταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με το ιδιωτικό συμφέρον. Είχε δε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και η σχετική αιτιολογία περιεχόταν μέσα στο σύνολο των εγγράφων που είχαν κατατεθεί.
Διερεύνηση του θέματος τούτου, υπό το φως των περιεχομένων των κατατεθέντων εγγράφων, κάθε άλλο παρά δημιουργεί την εικόνα επιδίωξης εξυπηρέτησης ιδιωτικού συμφέροντος, ή έστω δημιουργεί κάποιες υποψίες λόγω μη ικανοποιητικής διερεύνησης που είχε προηγηθεί, ή λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας που είχε δοθεί ως προς τη λήψη των προσβαλλόμενων με την προσφυγή αποφάσεων. Αρκεί μόνο προς τούτο η παραπομπή στο προαναφερθέν Σημείωμα ημερ. 30.10.2001 του Λειτουργού Πολεοδομίας προς το Πολεοδομικό Συμβούλιο, αναφορικά με την εκφρασθείσα επιδίωξη του εφεσίβλητου Δήμου για διαφοροποίηση της ισχύουσας ρυμοτομίας. Στο Σημείωμα εκείνο προέκυπταν με περισσή λεπτομέρεια και σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους εδικαιολογείο η ανάκληση και επανακαθορισμός της ρυμοτομίας που ίσχυε στον συγκεκριμένο δρόμο. Θεωρούμε αχρείαστο να μεταφέρουμε εδώ αυτούσια εκτενή αποσπάσματα από τους δοθέντες λόγους για τους οποίους εσυστήνετο η τροποποίηση, όλοι από τους οποίους φαίνονται ιδιαίτερα τεκμηριωμένοι και καμιά σχέση δεν έχουν με την κατ' ισχυρισμό εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Παρουσιάζονται να τέθηκαν σύγχρονες πολεοδομικές αντιλήψεις, διαφορετικές από εκείνες της δεκαετίας του 1960, οι οποίες συνάμα εξυπηρετούσαν το σκοπό της αποφυγής καταβολής σημαντικού ποσού αποζημιώσεων για απαλλοτρίωση. Ορθά έκρινε επομένως το Δικαστήριο ότι παρατηρήθηκε συνταύτιση του δημοσίου με το ιδιωτικό συμφέρον και δεν παρατηρήθηκε παραβίαση οποιασδήποτε αρχής χρηστής διοίκησης.
Λόγος Έφεσης αρ. 3. - Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν έπασχαν από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ή ότι δεν ήσαν αποτέλεσμα πλάνης ή δεν καταστρατηγούσαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Ο λόγος τούτος έφεσης συνδέεται άρρηκτα και έχει ήδη τύχει εξέτασης κάτω από το δεύτερο λόγο έφεσης. Συνοπτικά μπορεί εδώ να λεχθεί ότι, όπως προκύπτει από τα κατατεθέντα έγγραφα, η επιδίωξη του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου για διαφοροποίηση της ρυμοτομίας και η διερεύνηση που έγινε και αιτιολογία που δόθηκε και υιοθετήθηκε από το Πολεοδομικό Συμβούλιο, κατεδείκνυε με πολλή λεπτομέρεια τους λόγους που συνηγορούσαν υπέρ της διαφοροποίησης. Η ισχύουσα από τη δεκαετία του 1960 ρυμοτομία είχε επιβληθεί με τις τότε κρατούσες πολεοδομικές αντιλήψεις και συνθήκες. Η φιλοσοφία του σχεδιασμού του οδικού δικτύου στα παραδοσιακά κέντρα αστικών και ημιαστικών περιοχών είχε διαφοροποιηθεί σε σημαντικό βαθμό έκτοτε και δεν εδικαιολογείτο η διεύρυνση οδών σε ιστορικές και παραδοσιακές περιοχές. Οι απόψεις και θέσεις του Τμήματος Πολεοδομίας εκτίθενται λεπτομερώς και υιοθετήθηκαν από την αρμόδια τοπική αρχή. Έστω και αν δεν αρθρώνεται ειδικά ή επαναλαμβάνεται στα τηρηθέντα πρακτικά συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εφεσίβλητου αρ. 1 Δήμου πλήρης αιτιολογία για τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων, εν τούτοις η πλήρης διερεύνηση και η άκρως επαρκής αιτιολογία διαφαίνονται και συμπληρώνονται από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης και αυτό είναι ικανοποιητικό με βάση τη νομολογία (Christodoulides a.o. v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1297, Republic v. Myrtiotis (1975) 3 C.L.R. 484).
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.