ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2010) 3 ΑΑΔ 1

18 Ιανουαρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, XATZHXAMΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Κατά πόσο είναι επιτρεπτή η εξέταση των ενστάσεων των αξιολογούμενων υπαλλήλων από την ίδια την Επιτροπή Αξιολόγησης που τις συνέταξε.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Καν. 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 386/90) ― Κατά πόσο είναι ultra vires του Ν.1/90.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Το κριτήριο της αξίας  ― Η κρίση της Ε.Δ.Υ. περί υπεροχής υποψηφίου σε αξία, κρίθηκε εσφαλμένη στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Υπό το δεδομένο της νομότυπης σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων, δεν θα μπορούσε να τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης της ομάδας αξιολόγησης, η οποία, κατά τους Κανονισμούς που διέπουν το θέμα, έχει τη σχετική αρμοδιότητα.  Δεν τέθηκε εν προκειμένω οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να στηρίξει την άποψη πως η ομάδα αξιολόγησης ήταν προκατειλημμένη εναντίον της εφεσείουσας.

2.  Ο Κανονισμός 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, ΚΔΠ 386/90, παρέχει τη δυνατότητα, όχι υποβολής ένστασης, αλλά υποβολής παραστάσεων.  Στο πλαίσιο του Νόμου 1/90, θα ήταν δυνατό και να μην υπάρχει και σημειώνεται πως ακριβώς αυτή η πρόνοια δεν υπήρχε εξ αρχής στους Κανονισμούς αλλά προσετέθη με την τροποποίηση που επέφερε η ΚΔΠ 110/93.  Έπεται πως η επιλογή για παροχή δυνατότητας υποβολής παραστάσεων από τους ίδιους τους Κανονισμούς, περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ρύθμισης ως προς τους όρους της, εν προκειμένω, την υποβολή των παραστάσεων προς την ομάδα αξιολόγησης, και, βεβαίως, την εξέτασή τους από την ίδια, χωρίς την ανάγκη αιτιολόγησης που δεν απαιτείται ούτε και για τις αρχικές.  Δεν έχει τεκμηριωθεί η άποψη πως ο Κανονισμός 10 είναι ultra vires.

3.  Δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για την ΕΔΥ, χωρίς, εν πάση περιπτώσει, οτιδήποτε άλλο που να αιτιολογούσε την κρίση της, με απλή δηλαδή παραπομπή στη βαθμολογία συνολικά, όπως πρόσθεσε, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, να καταλήξει στην κάθετη εκτίμηση πως η ενδιαφερόμενη υπερέχει έναντι της εφεσείουσας σε αξία.  Η γενική εικόνα που αναδεικνύεται από τη συνολική θεώρηση των βαθμολογιών τους είναι εκείνη της ισοδυναμίας, με επί μέρους, πράγματι οριακές στην περίπτωση, διαφορές.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Georghiou v. Republic (1976) 3 A.A.Δ. 74,

Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1361,

Αττάς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 866/04 κ.ά., ημερ. 19.3.2008,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 404,

Χ"Πέτρου κ.ά. ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (2005) 3 Α.Α.Δ. 502,

Δημοκρατία ν. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473,

Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 A.A.Δ. 495.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Hλιάδη, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 271/05), ημερ. 16/1/07.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Eφεσείουσα.

Γ. Χατζηχάννα, για την Eφεσίβλητη.

Π. Κυπριανού, για το Eνδιαφερόμενο Mέρος Ελένη Παντελή.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με την απόφασή της ημερομηνίας 23.11.04, επέλεξε ως την καταλληλότερη για προαγωγή στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, την ενδιαφερόμενη Ελένη Παντελή.  Από συνυποψήφιές της ασκήθηκαν δυο προσφυγές που συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν.  Ασκήθηκε η παρούσα έφεση από τη μια από αυτές και μπορούμε, εξ αρχής, να καταγράψουμε τα δεδομένα.  Η εφεσείουσα ήταν αρχαιότερη από την ενδιαφερόμενη κατά 3½ χρόνια περίπου αλλά επελέγη η ενδιαφερόμενη ως υπερέχουσα στην αξία και στα προσόντα.  Σημειώνουμε πως η Αναπληρωτής Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είχε συστήσει άλλη και πως, όπως όλοι συμφωνούν, αυτή η σύσταση, που δεν ακολουθήθηκε, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, είναι στοιχείο ουδέτερο.  Eπίσης σημειώνουμε πως ως προς την αναφορά στα προσόντα δεν αναπτύχθηκαν επιχειρήματα και πως, συνεπώς, εξετάζουμε την υπόθεση κάτω από το δεδομένο ότι η ενδιαφερόμενη κατείχε μη απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικό προς τα καθήκοντα της θέσης επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, δηλαδή πτυχίο Νηπιαγωγού, το οποίο απέκτησε το 1972.

Τα επιχειρήματα της εφεσείουσας αφορούν στα στοιχεία σε σχέση με το κριτήριο της αξίας.Υπήρχε κάποια διαφορά μεταξύ τους στις ετήσιες αξιολογήσεις αλλά αυτή οφειλόταν σε παράνομη, όπως τη θεωρεί, βαθμολογία σε ορισμένα σημεία κατά την περίοδο 1999-2001.  Η ΕΔΥ, κατά την εισήγηση, όφειλε να είχε εξετάσει το θέμα και να είχε αποβάλει αυτές τις υπηρεσιακές εκθέσεις από τα στοιχεία κρίσης, ως παράνομες.  Εν πάση περιπτώσει, η διαφορά στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις μεταξύ τους ήταν οριακή σε βαθμό που δεν επέτρεπε την κρίση πως η ενδιαφερόμενη υπερείχε σε αξία έναντί της ώστε να δικαιολογείται η παραγνώριση της ουσιαστικής αρχαιότητάς της.

Οι ετήσιες αξιολογήσεις ως στοιχείο κρίσης

Για το ένα ή τα δυο σημεία στα οποία, κατά τα αναφερθέντα έτη η εφεσείουσα θεωρούσε ότι αδικείτο, υπέβαλλε, κατ' έτος, ό,τι ονομάζει ως ένσταση. Αυτή υποβαλλόταν στην ομάδα αξιολόγησης και, σε κάθε περίπτωση, ήταν η τελική κρίση αυτής της ομάδας πως δεν δικαιολογείτο διαφοροποίηση.  Η εφεσείουσα έθεσε αυτά τα θέματα ενώπιον της ΕΔΥ και εκείνη, αφού διαπίστωσε πως οι επίμαχες ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις είχαν συνταχθεί νομότυπα, θεώρησε πως θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ως είχαν.  Αυτή ήταν η διαπίστωση και του συναδέλφου μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση.  Αφού έκρινε πως η ΕΔΥ δεν είχε αρμοδιότητα να παρέμβει στην αξιολόγηση ή να εξετάσει την ουσία των παραπόνων της εφεσείουσας, απέρριψε το σχετικό επιχείρημα.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει πως η ΕΔΥ όφειλε να είχε εξετάσει την ουσία των παραπόνων που υποβλήθηκαν και που αφορούν στην ορθότητα της αξιολόγησης, ενόψει του συνόλου των δεδομένων αλλά, περαιτέρω, και τους ισχυρισμούς σε σχέση με την αντικειμενικότητα της ομάδας αξιολόγησης.  Θεωρούμε πως, υπό το δεδομένο της νομότυπης σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων, δεν θα μπορούσε να τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης της ομάδας αξιολόγησης η οποία, κατά τους Κανονισμούς που διέπουν το θέμα, όπως θα τους δούμε και στη συνέχεια, έχει τη σχετική αρμοδιότητα, από εκείνη της ΕΔΥ. (Βλ. συναφώς την Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 A.A.Δ. 74).  Σε σχέση δε με το ζήτημα της αντικειμενικότητας σημειώνουμε την κρίση της ΕΔΥ πως αυτή δεν τεκμηριώθηκε, με την παρατήρηση πως ούτε και ενώπιόν μας τέθηκε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να στηρίξει την άποψη πως η ομάδα αξιολόγησης ήταν προκατειλημμένη εναντίον της εφεσείουσας.

Ό,τι απομένει επί του θέματος, είναι η εισήγηση πως οι επίμαχες υπηρεσιακές εκθέσεις είναι παράνομες γιατί συντάχθηκαν κατά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Αυτό επειδή, όπως εξηγείται, ο κανονισμός που διέπει το θέμα κακώς προβλέπει την εξέταση των ενστάσεων που υποβάλλονται από την ίδια την ομάδα αξιολόγησης που προβαίνει και στην αρχική αξιολόγηση.  Υποστήριξε συναφώς η εφεσείουσα πως ο κανονισμός είναι ultra vires αφού το δικαίωμα ένστασης που προβλέπεται από το Νόμο ρυθμίστηκε με τον πιο πάνω τρόπο, κατά παράβαση του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), αντιλαμβανόμαστε του Άρθρου 42 που προβλέπει πως κάθε συλλογικό όργανο πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης.  Αυτό, όμως, χωρίς να προσδιορίσει η εφεσείουσα ποιο άρθρο του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) παρέχει τέτοιο δικαίωμα ένστασης.  Σημειώνουμε δε πως το Άρθρο 50 αυτού του Νόμου που αφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, εξαντλείται επί του θέματος με την πρόνοια της παραγράφου (3) σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάσσονται «όπου τούτο είναι δυνατό από τριμελή ομάδα αξιολόγησης και κοινοποιούνται μετά τη σύνταξή τους στους υπαλλήλους που αφορούν». Η δε περαιτέρω πρόνοια της παραγράφου (5) που απαγορεύει τη σύνταξη δυσμενούς υπηρεσιακής έκθεσης πριν δοθεί στον υπάλληλο η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του, δεν αφορά στην περίπτωση. Ο Κανονισμός 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, ΚΔΠ 386/90, παρέχει τη δυνατότητα, όχι υποβολής ένστασης, αλλά υποβολής παραστάσεων. Στο πλαίσιο του Νόμου, θα ήταν δυνατό και να μην υπάρχει και σημειώνουμε πως ακριβώς αυτή η πρόνοια δεν υπήρχε εξ αρχής στους Κανονισμούς αλλά προσετέθη με την τροποποίηση που επέφερε η ΚΔΠ 110/93.  Έπεται πως η επιλογή για παροχή δυνατότητας υποβολής παραστάσεων από τους ίδιους τους Κανονισμούς, περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ρύθμισης ως προς τους όρους της, εν προκειμένω, την υποβολή των παραστάσεων προς την ομάδα αξιολόγησης, και, βεβαίως, την εξέτασή τους από την ίδια, θα προσθέταμε, χωρίς την ανάγκη αιτιολόγησης που δεν απαιτείται ούτε και για τις αρχικές.  (Βλ. σχετικά τη Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1361 και Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 866/04 κ.ά., ημερομηνίας 19.3.08).  Το υπόβαθρο, λοιπόν, της εισήγησης ελλείπει και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται περαιτέρω εξέτασή της.  Δεν έχει τεκμηριωθεί η άποψη πως ο Κανονισμός 10 είναι ultra vires.

Tα στοιχεία κρίσης

Έχουμε σημειώσει την κατά 3½ χρόνια περίπου αρχαιότητα της εφεσείουσας.  Περαιτέρω, την κατοχή από την ενδιαφερόμενη του μη απαιτούμενου επιπρόσθετου προσόντος, εκείνου του πτυχίου της Νηπιαγωγού.  Η ΕΔΥ επέλεξε την ενδιαφερόμενη στη βάση της κρίσης της πως, σωρευτικά, η ενδιαφερόμενη υπερείχε και στην αξία.  Εξετάσαμε, επομένως, συνολικά τις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Κατά τα τελευταία δυο χρόνια μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, η εφεσείουσα και η ενδιαφερόμενη είχαν ακριβώς την ίδια βαθμολογία.  Είχαν 8 εξαίρετος σε όλα τα σημεία.  Διαφορά υπήρχε μεταξύ τους κατά τα προηγούμενα χρόνια.  Όχι, όμως, πάντοτε υπέρ της ενδιαφερόμενης. Τα δυο ή ένα περισσότερα εξαίρετος κατ' έτος υπέρ της ενδιαφερόμενης κατά τα έτη 1999 - 2001, ακολουθούσαν το ένα περισσότερο εξαίρετος υπέρ της εφεσείουσας κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, το 1997 και το 1998.  Ενώ, κατά τα έτη 1995 και 1996 η βαθμολογία τους ήταν και πάλιν ακριβώς η ίδια.  Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για την ΕΔΥ, χωρίς, εν πάση περιπτώσει, οτιδήποτε άλλο που να αιτιολογούσε την κρίση της, με απλή δηλαδή παραπομπή στη βαθμολογία συνολικά, όπως πρόσθεσε, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, να καταλήξει στην κάθετη εκτίμηση πως η ενδιαφερόμενη υπερέχει έναντι της εφεσείουσας σε αξία.  Ούτε, συναφώς, η απλή πρόσθεση των βαθμολογιών για διάφορα έτη, εδώ όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση από το 1995, για να δικαιολογηθεί κρίση για υπεροχή απλώς με παραπομπή σε τρία εξαίρετος διαφορά, εμφανιζόμενη όπως έχουμε υποδείξει.  Η γενική εικόνα που αναδεικνύεται από τη συνολική θεώρηση των βαθμολογιών τους είναι εκείνη της ισοδυναμίας, με επί μέρους, πράγματι οριακές στην περίπτωση, διαφορές.  Οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, Χ"Πέτρου κ.ά. ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (2005) 3 Α.Α.Δ. 502, Δημοκρατία ν. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473, Μάρθα Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 A.A.Δ. 495, είναι σχετικές.

Καταλήγουμε πως εφόσον η ΕΔΥ, λειτούργησε κάτω από τη λανθασμένη εκτίμηση ότι η ενδιαφερόμενη υπερείχε στην αξία και αφού δεν μπορούμε εμείς να προχωρήσουμε σε υποθέσεις αναφορικά με το ποια θα ήταν η κρίση της αν έναντι της αρχαιότητας της αιτήτριας υπήρχε μόνο η κατοχή του αναφερθέντος πρόσθετου, μη απαιτούμενου προσόντος, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.  Η έφεση επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο