ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 251
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 132/2007)
(Υποθέσεις Αρ. 645/2005 και 691/2005)
20 Μαΐου 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΙΑΤΡΩΝ,
Εφεσείοντες,
- ΚΑΙ -
ΔΡ. ΝΙΚΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ (645/05),
ΔΡ. ΜΙΧΑΛΗ ΑΓΚΑΣΤΙΝΙΩΤΗ (691/05),
Εφεσιβλήτων.
-----------------------------
Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσείοντες.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον εφεσίβλητο-αιτητή στην υπόθ. αρ. 645/05.
Γ. Γεωργιάδης με Γ. Καγκάνη, για τον εφεσίβλητο-αιτητή στην υπόθ. αρ. 691/05.
--------------------------------
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αναδύεται ως προεξάρχον ζήτημα προς απόφαση μετά τον περιορισμό των θεμάτων κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, η διατήρηση της νομιμότητας συλλογικού οργάνου σε περίπτωση που παρατηρείται σ΄ αυτό σταδιακή φθίνουσα σύνθεση. Στην υπό κρίση υπόθεση το θέμα προέκυψε ως αποτέλεσμα της σύγκλισης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Ιατρών σε έξι συνολικά συνεδρίες κατά τις οποίες εκδικάστηκαν πειθαρχικά αδικήματα εναντίον των εφεσιβλήτων με αποτέλεσμα την καταδίκη τους σε μια από τις κατηγορίες και την επιβολή σε αυτούς της ποινής της επίπληξης και της πληρωμής £1.000 έναντι εξόδων έκαστος.
Τα ουσιώδη γεγονότα που αποτελούν κοινό τόπο απορρέουν από την καταγγελία που έγινε προς τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο από πατέρα από τον οποίο οι εφεσίβλητοι απέκρυψαν το γεγονός ότι το παιδί που ήταν στην οικογένεια του, έπασχε από θαλασσαιμία γεγονός το οποίο οδηγούσε στο επιστημονικό συμπέρασμα ότι δεν ήταν το βιολογικό παιδί του. Οι εφεσίβλητοι είχαν επίσης υποβάλει τον φερόμενο ως πατέρα σε διάφορες ιστολογικές και αιματολογικές εξετάσεις με σκοπό την παραπλάνηση του ως προς την πραγματική βιολογική σχέση αυτού με το εν λόγω παιδί. Το Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος, αφού διόρισε ερευνώντα λειτουργό, αποφάσισε την πειθαρχική δίωξη τριών αρχικά ιατρών και προέβηκε στη διατύπωση κατηγοριών εναντίον τους. Ο ένας απαλλάγηκε όλων των κατηγοριών από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, οι δε εφεσίβλητοι απαλλάγηκαν στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία, επίσης από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, αλλά καταδικάστηκαν στην πρώτη, που αφορούσε την επίδειξη κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους επονείδιστης και ασυμβίβαστης προς το ιατρικό επάγγελμα διαγωγής, λόγω της απόκρυψης από το φερόμενο ως πατέρα, της πραγματικής ασθένειας από την οποία έπασχε ο ανήλικος.
Όπως προαναφέρθηκε, το Πειθαρχικό Συμβούλιο άρχισε την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης στις 13.1.05, συνεχίστηκε δε στις 27.1.05, 10.2.05, 17.3.05, 7.4.05 και 21.4.05. Στην πρώτη συνεδρία της 13.1.05, παρόντες ήταν τα δέκα από τα έντεκα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου και συγκεκριμένα ο πρόεδρος Δρ. Χριστόδουλος Μέσης και οι ιατροί Ιωσήφ Κάσιος, Χρίστος Ροδούλης, Σίμος Έλληνας, Ιωάννης Χατζηϊωάνου, Σώτος Λοϊζίδης, Ηλίας Παπαδόπουλος, Βάϊος Παρτασίδης, Σπύρος Ηλιάδης και Κώστας Αντωνίου. Απουσίαζε το μέλος ιατρός Πέτρος Θεολογίδης. Στην επόμενη συνεδρία 27.1.05, παρόντες ήταν ο πρόεδρος και τα προαναφερθέντα μέλη, εκτός των ιατρών Έλληνα και Παρτασίδη, του ιατρού Θεολογίδη επίσης απουσιάζοντος. Στις 10.2.05, στους απόντες προστέθηκε και ο ιατρός Παπαδόπουλος, ενώ στις 17.3.05 στους απόντες προστέθηκε ο ιατρός Ηλιάδης. Στις 7.4.05, απόντες ήσαν οι πέντε ιατροί που απουσίαζαν και στις 17.3.05. Η ίδια σύνθεση παρατηρήθηκε και στην τελική συνεδρία 21.4.05, όταν εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση και επεβλήθη η σχετική ποινή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση των πιο πάνω δεδομένων ότι οι αλλαγές στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης ακροαματικής διαδικασίας ήταν μεγάλες και ανεξήγητες και, επομένως, θεώρησε ότι η συγκρότηση και η σύνθεση του σώματος έπασχε περιλαμβανομένου και του προκύψαντος δεδομένου ότι δεν είχε ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι όλα τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου είχαν εξ αρχής κλητευθεί νομότυπα και έγκαιρα. Στην κρίση του βάρυνε επίσης το γεγονός ότι τρία από τα μέλη που στην αρχική συνεδρίαση της 13.1.05, είχαν ενεργό ρόλο, στη συνέχεια έπαυσαν να εμφανίζονται. Θεώρησε εν τέλει ότι η κατάσταση δεν διασωζόταν λόγω της ύπαρξης απαρτίας σε κάθε μια από τις συνεδρίες ή λόγω του ότι την απόφαση και την ποινή προσυπέγραψαν ο πρόεδρος και τα πέντε μέλη που ήσαν παρόντα από την αρχή μέχρι το τέλος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στις πιο πάνω διαπιστώσεις του με αναφορά σε σχετική νομολογία την οποία απλώς παρέθεσε. Οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε, Rolandos Vivardi v. The Vine Products Council (1969) 3 C.L.R. 486, Panayiotou and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 337, Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897, Κόρτας κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και Στυλιανού κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308, ήταν κατά τη θέση του καταλυτικές στην εξέταση του θέματος «... κατά πόσο η αλλαγή στη σύνθεση επιφέρει ακυρότητα ή όχι.». Παρέλειψε όμως να αναφερθεί και σε αποφάσεις που είχαν προβληθεί από τους εφεσείοντες και οι οποίες επαναλήφθηκαν στο περίγραμμα τους ενώπιον της Ολομέλειας κατ΄ έφεση και οι οποίες έθεταν μια διαφορετική διάσταση στο ζήτημα της φθίνουσας σύνθεσης. Αυτές οι αποφάσεις είναι οι Enotiadou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 409, Savva v. Public Service Commission (1988) 3 C.L.R. 102 και Μάριος Αποστόλου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 482/01, ημερ. 18.6.04. Η θέση των εφεσειόντων βασίζεται ακριβώς σε αυτές τις τρεις προαναφερθείσεις αποφάσεις και στηρίζεται στη σκέψη ότι από τη στιγμή που υπάρχει και διατηρείται καθ΄ όλη τη διάρκεια του εξεταζόμενου θέματος νόμιμη απαρτία, η αρχική παρουσία μέλους που αργότερα αποχωρεί από τη σύνθεση, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της τελικής λαμβανόμενης απόφασης, ενόψει της μη συμμετοχής του απουσιάζοντος μέλους στη λήψη αυτής.
Διαπιστώνεται ότι το όλο θέμα της αντιμετώπισης της φθίνουσας σύνθεσης ενός συλλογικού οργάνου δεν είναι απόλυτα αποσαφηνισμένο μέσα από τη μέχρι τούδε νομολογία και δεν υπάρχει απευθείας απόφαση στο ζήτημα από Ολομέλεια, εκτός από την προαναφερθείσα υπόθεση Savva. Παρίσταται επομένως ανάγκη να εξεταστεί το όλο ζήτημα, ούτως ώστε να τεθούν κατά σαφή τρόπο οι νομολογιακές αρχές που λαμβάνονται στο θέμα, ιδιαίτερα ενόψει της διϊστάμενης νομολογίας, στο βαθμό που αυτή θα εξηγηθεί κατωτέρω.
Η ανάλυση του ζητήματος πρέπει να έχει αφετηρία την εισαγωγική πρόταση του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, η οποία, κρίνεται, κωδικοποιεί με σαφήνεια την αρχή ότι, όπως επί λέξει αναφέρεται,:
«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου.»
Το πιο πάνω λεκτικό αποκαλύπτει ότι ως θέμα αρχής ένα συλλογικό όργανο οφείλει να συζητεί και να λαμβάνει απόφαση για το συγκεκριμένο ζήτημα που το απασχολεί στη βάση διαδικασίας που διεξάγεται από τα ίδια μέλη, καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης. Η σπουδαιότητα και η σημασία της αρχής αυτής αποκαλύπτεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα από το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 112:
« ΙΙΙ. Λειτουργία του οργάνου.
Α΄ Συζήτησις.
Η διαδικασία συζητήσεως και λήψεως αποφάσεως επί ωρισμένου θέματος δέον να διεξάγεται απ΄ αρχής μέχρι τέλους ενώπιον των αυτών μελών του συλλογικού οργάνου, διότι ούτως εξασφαλίζεται η παρ΄ εκάστου μέλους γνώσις και στάθμισις πάντων των κατά την διαδικασίαν προκυψάντων στοιχείων. Εάν η διαδικασία παρατείνεται εις πλείονας συνεδριάσεις, η σύνθεσις του συλλογικού οργάνου δέον να παραμείνη αναλλοίωτος καθ΄ όλας τας συνεδριάσεις ταύτας:»
(η έμφαση έχει προστεθεί).
Το rationale του πιο πάνω αποσπάσματος και της συναφούς νομολογίας, είναι ακριβώς η απόκτηση από κάθε ένα από τα μέλη του συλλογικού οργάνου ενώπιον του οποίου συζητείται το ορισμένο θέμα, της απαραίτητης εκείνης γνώσης όλων των δεδομένων που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γνώση που οδηγεί στην επακόλουθη στάθμιση και αξιολόγηση αυτών των δεδομένων, ώστε να ληφθεί από ένα έκαστο των μελών εκείνη η απόφαση που εξωτερικεύει τη δική του ατομική συνειδησιακή αντίληψη των ενώπιον του στοιχείων. Από αυτή τη θεώρηση πραγμάτων, δεν νοείται η αποχώρηση μέλους ή μελών από την αρχική σύνθεση του συλλογικού οργάνου, έστω και αν στην πορεία διατηρείται η αναγκαία απαρτία του σώματος. Στην υπόθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ΄ αρ. 103/1957, ακυρώθηκε απόφαση της Συγκλήτου του Ε.Μ. Πολυτεχνείου για επιβολή ποινής προστίμου σε υφηγητή της σχολής επειδή μέλος που παρίστατο κατά την πρώτη συνεδρία απουσίαζε από τη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι η αλλοίωση της σύνθεσης επέρχεται:
«... διά της συμμετοχής μελών μη μετασχόντων εις την πρώτην συνεδρίασιν, καθ΄ ην ήρξατο η συζήτησις, ή διά της απουσίας μελών μετασχόντων εις την πρώτην συνεδρίασιν, το συλλογικόν όργανον δεν δύναται εγκύρως να λάβη απόφασιν κατά την τελευταίαν συνεδρίασιν, πλην αν, κατά την συνεδρίασιν ταύτην επαναληφθή πλήρως και εξ υπαρχής ολόκληρος η διαδικασία και η όλη συζήτησης, οπότε θεωρείται, ότι η συζήτησις της υποθέσεως ήρξατο και ετερματίσθη κατά μόνην την τελευταίαν συνεδρίασιν.»
Το άρθρο 22 δεν προνοεί οτιδήποτε για φθίνουσα σύνθεση συλλογικού οργάνου ενόψει, κρίνεται, της σαφέστατης αρχής που τίθεται στην εισαγωγική πρόταση όπως έχει παρατεθεί ανωτέρω. Η φράση στην πρόταση αυτή «τα ίδια μέλη» έχει επομένως την έννοια ότι όλα τα μέλη που είναι παρόντα κατά την έναρξη της συζήτησης, συνεχίζουν μέχρι το τέλος και όχι ότι κάποια από αυτά τα μέλη πρέπει να είναι τα αυτά. Το τι προνοεί το άρθρο 22 στη συνέχεια, αφορά την αντίστροφη περίπτωση όπου η σύνθεση του οργάνου διαφοροποιείται όχι με την αποχώρηση μελών, αλλά με την προσθήκη και συμμετοχή μελών που ενώ ήταν απόντα σε προηγούμενες συνεδρίες, λαμβάνουν μέρος σε μεταγενέστερες. Και σε επιβεβαίωση της αρχής που καταγράφεται στην πρώτη πρόταση, που επιτάσσει τη συζήτηση και λήψη απόφασης από τα αυτά μέλη του συλλογικού οργάνου, η δεύτερη πρόταση του άρθρου 22, προνοεί ότι το συλλογικό όργανο στην περίπτωση που στη σύνθεση του μετέχουν εκ των υστέρων νέα μέλη, δεν μπορεί να λάβει οποιαδήποτε έγκυρη απόφαση στην τελική συνεδρία, εκτός εάν «... επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκαν.». Είναι επομένως και η δεύτερη πρόταση απόλυτα ακόλουθη και λογική συνέπεια της πρώτης, καθιστούσα και σ΄ αυτή την περίπτωση αναγκαία τη συνεχή παρουσία των μελών του συλλογικού οργάνου. Και η ουσία του πράγματος έγκειται στην αναγκαιότητα όλα τα μέλη που λαμβάνουν την απόφαση να είναι γνώστες και της διαδικασίας και της συζήτησης που έχει προηγηθεί. Εξαίρεση αποτελεί η απουσία μέλους από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά μόνο θέματα ή όπου τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης αυτής, ως δηλαδή να ήταν παρόντα εξ αρχής.
Η ως ανωτέρω θεώρηση των πραγμάτων συνάδει απόλυτα με την αρχή της συνυπευθυνότητας ενός συλλογικού οργάνου, τα μέλη του οποίου οφείλουν, εφόσον αναλαμβάνουν το ρόλο αυτό, να είναι ενεργά και παρόντα σ΄ όλες τις συνεδρίες του σώματος όπου συζητείται ορισμένο θέμα, εκτός εάν λόγοι ανωτέρας βίας αποκλείουν την παρουσία του σε κάποια συνεδρία, οπότε και δύναται κατά το καταληκτικό μέρος του άρθρου 22, να ενημερωθεί δεόντως ώστε να είναι δυνατό να λάβει τη σχετική απόφαση. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που το απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας - πιο πάνω - τελειώνει με τη σαφέστατη τοποθέτηση ότι όταν παρατείνεται η συνεδρίαση σε πέραν της μιας, η σύνθεση του οργάνου «δέον να παραμείνει αναλλοίωτος καθ΄ όλας τας συνεδριάσεις ταύτας».
Στην τελευταία αυτή επιτακτική ανάγκη δεν δόθηκε η απαραίτητη βαρύτητα ή σημασία στις υποθέσεις Enotiadou, Savva και Αποστόλου - πιο πάνω -. Η αρχή στη διαφορετική νομολογιακή τοποθέτηση που απαντάται στις προαναφερθείσες υποθέσεις, φαίνεται να έγινε με την υπόθεση Vivardi v. The Vine Products Council (1969) - πιο πάνω - (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ.), όπου στη δεύτερη εκ των δύο συνεδριάσεων του οργάνου το οποίο και προέβηκε σε διορισμό προσώπου άλλου από τον αιτητή, το ένα μέλος δεν είχε λάβει μέρος, ενώ ήταν παρόν στην πρώτη. Όλα τα άλλα μέλη ήταν παρόντα και στις δύο συνεδρίες. Το Δικαστήριο με παραπομπή στο πιο πάνω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας, έδωσε στη συνέχεια έμφαση στο ότι δεν ήταν περίπτωση όπου το μέλος που είχε αποχωρήσει είχε αντικατασταθεί από άλλο και επομένως δεν διέκρινε λόγο γιατί η όλη διαδικασία έπρεπε να είχε επαναληφθεί από την αρχή. Αναφορά έγινε στην υπόθεση 777(58) του Συμβουλίου της Επικρατείας που αφορούσε, ως συνάγεται, τη μη συμμετοχή στην τελική ψηφοφορία και επιλογή ατόμου προς διορισμό, μελών που δεν ήσαν παρόντα σε όλες τις προηγούμενες συνεδρίες. Ο Τριανταφυλλίδης, Δ., ακολούθησε την ίδια θέση, ως Πρόεδρος, και στην υπόθεση Enotiadou, υπόθεση πειθαρχικής φύσεως, όπου μέλος της Ε.Δ.Υ. απουσίαζε για μισή ημέρα κατά την έναρξη της διερεύνησης της υπόθεσης και δεν έλαβε πλέον μέρος στην σύνθεση ή την τελική απόφαση. Στην επόμενη υπόθεση, Savva, υπόθεση Ολομέλειας, ο Σαββίδης, Δ., εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, σε υπόθεση προαγωγής λειτουργών του δημοσίου, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Vivardi και Enotiadou, καθώς και στο σχετικό απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας περί της αναγκαιότητας να παραμείνει αναλλοίωτη η σύνθεση κατά τις επόμενες συνεδρίες στις οποίες παρατείνεται η συζήτηση. Στην Αποστόλου, (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), και εκεί πειθαρχικής φύσεως διαδικασία, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΕΤΕΚ, συνήλθε στις δύο πρώτες συνεδρίες του υπό πενταμελή σύνθεση, ενώ στη συνέχεια και μέχρι την ολοκλήρωση της υπόθεσης, λειτούργησε με τέσσερα μέλη, του πέμπτου μέλους μη συμμετέχοντος πλέον. Στη βάση της Enotiadou, το Δικαστήριο έκρινε ότι «... αρχική παρουσία ενός μέλους και η απουσία του στη συνέχεια δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της λαμβανόμενης απόφασης εφόσον το εν λόγω μέλος δεν συμμετείχε στη λήψη της απόφασης.».
Όπως προλέχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αριθμό υποθέσεων, μεταξύ των οποίων και η Vivardi - πιο πάνω - που είχε αντίθετη κατάληξη. Ενώ στη μεταγενέστερη Andreas Panayiotou v. Republic - πιο πάνω - η οποία μνημονεύθηκε και στη Savva, η κατάληξη ήταν ακυρωτική διότι στη δεύτερη συνεδρία, υπήρξε συμμετοχή νέου μέλους που δεν είχε λάβει μέρος στην πρώτη.
Οι επόμενες αυθεντίες Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737 και Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897, αφορούσαν αλλοιωμένη σύνθεση οργάνου κατά τη διενέργεια συνεντεύξεων και την επανάληψη τους, όταν δύο από τα μέλη είχαν στο μεσοδιάστημα μέχρι την επανεξέταση, μετά από ακυρωτική απόφαση, αντικατασταθεί με δύο νέα. Με αναφορά στην Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210, η πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι ορθά η Ε.Δ.Υ. είχε επανεξετάσει την όλη υπόθεση υπό το φως της νέας σύνθεσης, ώστε να μην εμφιλοχωρούν εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις που είχαν γίνει κατά την προηγούμενη σύνθεση.
Κατά παρόμοιο τρόπο, οι σχετικά πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας Κόρτας ν. Ρ.Ι.Κ. και Στυλιανού ν. Ρ.Ι.Κ. - πιο πάνω - είχαν θέσει την ίδια αρχή ότι στην περίπτωση συνεντεύξεων από το συλλογικό όργανο ενέχει σημασία ο λόγος αποχώρησης μέλους ή μελών από τη σύνθεση σε μεταγενέστερες συνεδριάσεις, ούτως ώστε το συλλογικό όργανο να μη θεωρείται ότι διατηρεί νόμιμη σύνθεση εάν διαπιστώνεται σκοπιμότητα στην αποχώρηση για να διατηρηθεί η εντύπωση που είχε αποκομιστεί από τα υπόλοιπα μέλη κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης. Οι αποφάσεις αυτές υιοθέτησαν απόσπασμα από την απόφαση στην Καρακόκκινος, Παπάς και Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. 110/03, 163/03 και 272/03, ημερ. 15.11.04, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.), όπου ακριβώς είχε τεθεί το ζήτημα του συνυπολογισμού των λόγων για τους οποίους μέλη ενός συλλογικού οργάνου δεν συμμετέχουν. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, δύο μέλη που ήταν παρόντα κατά την εξέταση προηγούμενων θεμάτων αποχώρησαν σκόπιμα με αποτέλεσμα, καθώς κρίθηκε, εάν μεν είχαν θεωρήσει ότι δεν δικαιούνταν να συμμετάσχουν τότε η σύνθεση έπασχε ευθέως κατά την απόφαση Mytides - πιο πάνω -, ή, εάν θεώρησαν ότι μπορούσαν να αποφύγουν τη συμμετοχή τους για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για χρήση των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις από τα υπόλοιπα μέλη, τότε η σύνθεση έπασχε «... ως διαμορφωθείσα κατά τρόπο καταχρηστικό.». Το απόσπασμα που υιοθετήθηκε στην Κόρτας από την Καρακόκκινος, Παπάς και Σάββα - πιο πάνω - συνέχισε με τα εξής:
«Οι υποψήφιοι δικαιούνται κρίσης υπό το πρίσμα όλων των δεδομένων και για όλα τα εγειρόμενα ζητήματα από το συλλογικό όργανο όπως αυτό είναι συγκροτημένο κατά τον ουσιώδη χρόνο της επανεξέτασης.»
Οι πιο πάνω αυθεντίες που αφορούν εντυπώσεις από συνεντεύξεις μέσα από διαφοροποιημένες συνθέσεις, δείχνουν ακριβώς την αυστηρότητα με την οποία πρέπει να προσεγγίζονται ζητήματα σύνθεσης συλλογικού οργάνου εξ απόψεως νομιμότητας, εφόσον η διαδικασία για την τελική κρίση επί του ορισμένου θέματος οφείλει να είναι ενιαία, το δε πρόσωπο που εμφανίζεται ενώπιον του συλλογικού οργάνου δικαιούται σε κρίση από όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου όπως αυτό ήταν συγκροτημένο.
Να παρατηρηθεί παρεμπιπτόντως ότι λανθασμένα έγινε πρωτοδίκως αναφορά σε πάσχουσα συγκρότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον δεν είχε τεθεί ζήτημα νόμιμης συγκρότησης, διορισμού δηλαδή των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά τον ορισμένο κατά το νόμο τρόπο. Όπως είναι καλώς γνωστό στη θεωρία του δικαίου, η συγκρότηση του οργάνου θεμελιώνεται σε έγκυρο κανόνα δικαίου, καθώς και το νόμιμο διορισμό ή εκλογή των υπό του νόμου προβλεπομένων μελών και του προεδρείου αυτού, ενώ η σύνθεση (αντιθέτως προς τη συγκρότηση), αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του συλλογικού οργάνου (δέστε Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. (2004) σελ. 552-553 παρ. 955 και 957).
Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουδείς λόγος αναφέρεται στα πρακτικά του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την περιστασιακή αποχώρηση μελών του και επομένως είναι αδύνατο να ελεγχθεί εάν η απουσία αυτή οφειλόταν σε οποιοδήποτε εξ αντικειμένου κώλυμα που θα καθιστούσε αδύνατη την παρουσία μέλους σε μια από τις επόμενες συνεδρίες. Το αναφαίρετο δικαίωμα των εφεσιβλήτων ήταν να τύχουν κρίσης από όλα τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου που είχαν συνθέσει το συλλογικό όργανο κατά την αρχική εξέταση της πειθαρχικής δίωξης τους και όχι από ορισμένα μόνο εκ των μελών του. Όπως αναφέρεται στο σχετικό άρθρο 3(2) του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου αρ. 16/67, ως τροποποιήθηκε, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από ένα ιατρό που ασκεί το επάγγελμα του επί δεκαπενταετία και ενεργεί ως πρόεδρος και από άλλους δέκα ιατρούς που ασκούν το ιατρικό επάγγελμα για τουλάχιστο επτά χρόνια, τρεις δε εξ αυτών πρέπει να προέρχονται από τη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας. Κατά το άρθρο 3(5), απαρτία αποτελούν πέντε μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Εναπόκειτο στο ίδιο το Πειθαρχικό Συμβούλιο να καθορίσει τη σύνθεση για την εξέταση της συγκεκριμένης πειθαρχικής δίωξης των εφεσιβλήτων, αλλά από τη στιγμή που όλα τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, πλην ενός, ήταν παρόντα κατά την έναρξη της διαδικασίας, τα ίδια αυτά μέλη έπρεπε να παρουσιάζονται σε όλες τις επόμενες συνεδρίες μέχρι και τη λήψη της τελικής απόφασης. Η απουσία του ιατρού Θεολογίδη εξ αρχής, δεν παρουσιάζει πρόβλημα εφόσον δεν μετείχε σε καμία απολύτως συνεδρία, το δε θέμα της νομότυπης σύγκλισης όλων των μελών εγκαταλείφθηκε κατά την έφεση και ορθά, διότι δεν είχε ευθέως τεθεί κατά την προσφυγή στους λόγους ακυρότητας. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται μέσα από τα παρατεθέντα στοιχεία στο περίγραμμα των εφεσειόντων, ότι υπήρξε νομότυπη πρόσκληση όλων των μελών συμπεριλαμβανομένου και του ιατρού Θεολογίδη.
Διαπιστώνεται από τα πρακτικά των συνεδριών του Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι έγιναν ερωτήσεις από μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου προς μάρτυρες, μέλη που στη συνέχεια αποχώρησαν ανεξήγητα. Διαπιστώνεται από τα τηρηθέντα στις 13.1.05 πρακτικά που περιέχονται στον κατατεθέντα πρωτοδίκως διοικητικό φάκελο ως Τεκμ. 1, ότι οι ιατροί Έλληνας και Παρτασίδης είχαν υποβάλει στη μάρτυρα Δρ. Σωτ. Χρίστου, ο μεν πρώτος μία, ο δε δεύτερος πέντε ερωτήσεις, ενώ πρόσθετα ο Δρ. Παρτασίδης είχε υποβάλει και μία ερώτηση στον μάρτυρα Δρ. Αντ. Κουκούνη. Στην ίδια συνεδρία, υπέβαλε στη μάρτυρα Δρ. Σωτ. Χρίστου επτά ερωτήσεις και ο Δρ. Παπαδόπουλος. Οι ιατροί Έλληνας και Παρτασίδης δεν επανεμφανίσθηκαν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συνεδρία, ενώ ο Δρ. Παπαδόπουλος ήταν παρών στην επόμενη συνεδρία στις 27.1.05, αλλά όχι στις επόμενες τέσσερεις.
Ο ενεργός ρόλος των τριών μελών στην αρχική συνεδρία της 13.1.05, πρέπει να ιδωθεί και υπό το φως των όσων αναφέρονται στο άρθρο 6 του Νόμου που καθορίζει την πειθαρχική διαδικασία όπου με το εδάφιο (2) αυτού, η εκδίκαση της υπόθεσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο διεξάγεται τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον ίδιο τρόπο ως και ακρόαση συνοπτικής ποινικής υποθέσεως, με βάση δε το εδάφιο (3), το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να καλεί μάρτυρες, να απαιτεί την προσέλευση τους, καθώς και την προσαγωγή εγγράφων σχετιζομένων με την κατηγορία. Δεν είναι νοητό υπό αυτές τις συνθήκες και με διαδικασίες ανάλογες προς ποινικές τοιαύτες, να παρατηρείται το φαινόμενο της σταδιακής αποχώρησης μελών ώστε από την αρχική σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αποτελούμενης από πρόεδρο και εννέα μέλη, η καταδικαστική απόφαση και η ποινή να λαμβάνονται μόνο από τον πρόεδρο και τέσσερα μέλη. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 655/03, ημερ. 15.7.04, (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ.), στο τέλος της ημέρας σε τέτοιες περιπτώσεις τίθεται θέμα όχι προσώπων, αλλά νομιμότητας του ιδίου του οργάνου ως συλλογικής οντότητας.
Η συμμετοχή των μελών Δρς Έλληνα, Παρτασίδη και Παπαδοπούλου με σχετικές ερωτήσεις, προσομοιάζει με τη διαδικασία των συνεντεύξεων και το νομικό επακόλουθο δεν μπορεί να είναι διάφορο. Οι ερωτήσεις βοηθούν αφενός στη διευκρίνιση ζητημάτων που απασχολούν τους ερωτώντες, αλλά και αφετέρου διαμορφώνουν ενδεχόμενες απόψεις και στα μέλη που δεν υποβάλλουν ερωτήσεις, είτε γιατί καλύπτονται απ΄ αυτές, είτε γιατί λύουν απορίες που παρέμεναν χωρίς εξωτερίκευση. Πρέπει, βεβαίως, να τονισθεί ότι η σύνθεση δεν κρίνεται ως πάσχουσα, λόγω του ότι οι ερωτώντες, στη συνέχεια αποχώρησαν. Το ίδιο πάσχουσα θα ήταν η σύνθεση, με απλή φθίνουσα συμμετοχή μελών, έστω και αν δεν υποβαλλόταν οποιαδήποτε ερώτηση. Η υποβολή ερωτήσεων από κάποια μέλη απλώς δείχνει πλέον παραστατικά την επίταση του προβλήματος όταν μέλη αποχωρούν άνευ νομίμου αιτιολογίας, όπως εδώ, όπου υπήρξε μια ανεξήγητη αποχώρηση χωρίς να καταγράφεται οποιαδήποτε δικαιολογία στα πρακτικά, του λόγου αποχώρησης παραμένοντος αγνώστου, παρόλο που στη λήξη κάθε συνεδρίας, ο πρόεδρος όριζε και ανακοίνωνε την ημερομηνία και ώρα της επόμενης συνεδρίας. Τέτοια φθίνουσα σύνθεση, όπως παρατηρήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, ισοδυναμεί με απεμπόληση ευθυνών και εγκατάλειψη των υποχρεώσεων που αναλήφθησαν με την εξ αρχής συμμετοχή εκάστου μέλους στην πειθαρχική δίωξη.
Η ύπαρξη απαρτίας είναι κάτι εντελώς διάφορο από την ανωτέρω ευθύνη του οργάνου, συλλογικά λειτουργούντος. Όπου ο νόμος καθορίζει απαρτία λιγότερη από το σύνολο των μελών που συγκροτούν το συλλογικό όργανο, το πράττει για σκοπούς ευελιξίας του οργάνου ούτως ώστε σε πολυμελή όργανα, όπως εδώ το Πειθαρχικό Συμβούλιο, να μην είναι απαραίτητη η παρουσία της ολομέλειας για να χειριστεί δεδομένο θέμα. Δύναται να το πράξει με λιγότερο αριθμό, πάντοτε βεβαίως τηρουμένης της ελάχιστης απαρτίας. Τα μέλη, όμως, που αρχίζουν την εξέταση ορισμένου θέματος, πρέπει να παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι την τελική απόφαση επ΄ αυτού. Αυτό απαντά και το επιχείρημα του συνηγόρου των εφεσειόντων ως προς το ότι δεν είναι πρακτικά εφικτό να διατηρείται συνέχεια η ίδια σύνθεση και δεν θα μπορούν εύκολα να λαμβάνονται αποφάσεις. Η απάντηση είναι ότι ανάλογα με το θέμα, η σύνθεση μπορεί να είναι ολιγομελής ή πολυμελής κατά την κρίση του συλλογικού οργάνου.
Υπό το φως των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, ενόψει δε του λόγου απόρριψης δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αντέφεση, να γίνει δηλαδή κρίση επί των λόγων ακύρωσης αναγόμενων στην ουσία και οι οποίοι πρωτοδίκως δεν εξετάστηκαν.
Έξοδα €2.000 πλέον Φ.Π.Α. να καταβληθούν από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.