ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 102

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2006)

 

 

16 Μαρτίου, 2010

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση,

 

ν. 

 

ΝΙΟΒΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (332/98),

ΝΙΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ (438/98),

 

Εφεσίβλητων/Αιτητών.

 

 

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Η Εφεσίβλητη στην Προσφυγή 332/98, παρούσα.

 

Χρ. Χριστάκη, για τους Εφεσίβλητους 2 και 4 στην Προσφυγή 332/98.

 

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη στην Προσφυγή 438/98.

 

Κ. Αιμιλιανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον μέρους της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στα πλαίσια των προσφυγών 332/98 και 438/98, οι οποίες επειδή παρουσίαζαν κοινά πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία, είχαν συνεκδικαστεί.

 

Με τις εν λόγω προσφυγές οι εφεσίβλητοι είχαν επιδιώξει την ακύρωση της άδειας οικοδομής με αριθμό 2421, που εκδόθηκε στις 28/8/97 από τους εφεσείοντες για την προσθήκη διώροφου χώρου στάθμευσης, όπως και για τροποποιήσεις στον ήδη υφιστάμενο υπόγειο χώρο στάθμευσης και στο μεσοπάτωμα, στην ήδη εγκριθείσα εμπορική ανάπτυξη στο τεμάχιο με αριθμό 60, Φ/Σχ. 21.5.3.4, Τμήμα C, που βρίσκεται στην εμπορική ζώνη, στους Αγίους Ομολογητές, στη Λευκωσία.

 

Γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Οι εφεσίβλητοι είναι ιδιοκτήτες ή κάτοχοι διαμερισμάτων σε πολυκατοικία που βρίσκεται απέναντι από την επίδικη ανάπτυξη. Ο επίδικος χώρος στάθμευσης οικοδομήθηκε επί του νοτίου τμήματος του πιο πάνω τεμαχίου το οποίο εφάπτεται της οδού Σαρωνικού και εντάσσεται στην οικιστική ζώνη, αποσκοπούσε δε στην εξυπηρέτηση των εργαζομένων όπως και των επισκεπτών στα γραφεία και υποστατικά οκταώροφης πολυκατοικίας η οποία είχε νομίμως ανεγερθεί επί του ιδίου τεμαχίου, στο βόρειο τμήμα το οποίο εφάπτεται της Λεωφόρου Μακαρίου και το οποίο εντάσσεται στην εμπορική ζώνη. Ο επίδικος χώρος στάθμευσης εφάπτεται του οδικού συνόρου στην οδό Σαρωνικού.

 

Όταν οι εφεσίβλητοι αντιλήφθηκαν τη διεξαγωγή οικοδομικών εργασιών στο επίδικο ακίνητο, με επιστολή τους ημερομηνίας 17/2/98 προς το Δημοτικό Μηχανικό των εφεσειόντων αξίωσαν την άμεση επέμβαση του Δήμου, επισύροντας την προσοχή του στο γεγονός ότι η επίδικη οικοδομή βρισκόταν σε απόσταση λιγότερη του επιτρεπόμενου ορίου από το οδικό σύνορο που ήταν η οδός Σαρωνικού. Ο Δημοτικός Μηχανικός με επιστολή του ημερομηνίας 17/3/98, αφού επεσήμανε στους εφεσιβλήτους ότι οι οικοδομικές εργασίες διεξάγονταν σύμφωνα με την πολεοδομική άδεια, όπως και την άδεια οικοδομής, που εκδόθηκαν από το Δήμο, πληροφόρησε τους τελευταίους ότι οι άδειες εκδόθηκαν μετά από χαλάρωση που ο Δήμος παραχώρησε σε ό,τι αφορά την απόσταση της οικοδομής από το νότιο οδικό σύνορο. Σαν λόγο για την παραχώρηση της εν λόγω χαλάρωσης οι εφεσείοντες επικαλούντο βασικά την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

 

Αντιδρώντας οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν τις προσφυγές 332/98 και 438/98.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάμνοντας μερικώς δεκτή προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την εγκυρότητα της επίδικης άδειας οικοδομής, απέρριψε στο προδικαστικό στάδιο, τις προσφυγές στο βαθμό που αυτές στρέφονταν εναντίον εκείνου του μέρους  της διοικητικής απόφασης που αφορούσε τις τροποποιήσεις στον ήδη υφιστάμενο υπόγειο χώρο στάθμευσης και στο μεσοπάτωμα της επίδικης ανάπτυξης.

 

Στο βαθμό που οι προσφυγές στρέφονταν εναντίον εκείνου του μέρους της διοικητικής απόφασης που αφορούσε την ανέγερση του διώροφου χώρου στάθμευσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η χαλάρωση σε σχέση με την απόσταση της οικοδομής από το νότιο οδικό σύνορο δικαιολογείτο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, έκαμε τις προσφυγές δεκτές και ακύρωσε την άδεια οικοδομής αναφορικά με την ανέγερση του διώροφου χώρου στάθμευσης, γιατί οι εφεσείοντες δεν προέβησαν σε έρευνα προτού εκδώσουν την άδεια οικοδομής. «Απλά περιορίστηκαν», σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, «στα συμπεράσματα της Τεχνικής Επιτροπής στην εξέταση της αίτησης για την έκδοση της πολεοδομικής άδειας».

 

Της επίδικης άδειας οικοδομής προηγήθηκε στις 27/1/97 η έκδοση               της πολεοδομικής άδειας με αριθμό 1848, αφού χορηγήθηκε χαλάρωση από τους Οικοδομικούς Κανονισμούς του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας           (Τ.Σ.Λ.). Οι όροι υπό τους οποίους εκδόθηκε η εν λόγω πολεοδομική άδεια, ενσωματώθηκαν στη συνέχεια στην επίδικη άδεια οικοδομής που εκδόθηκε από τους εφεσείοντες.

 

Οι εφεσίβλητοι επεχείρησαν πρωτόδικα την εξασφάλιση διατάγματος για τροποποίηση της αιτούμενης θεραπείας ούτως ώστε πέραν της επίδικης άδειας οικοδομής να γίνεται αναφορά και στην πολεοδομική άδεια με αριθμό 1848. Το σχετικό αίτημα τους απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε στις 31/10/2003 με το εξής σκεπτικό:

 

". επιζητείται συγκαλλυμμένα η προσθήκη θεραπείας που οδηγεί σε προσβολή άλλης αυτοτελούς διοικητικής πράξης, δηλαδή της έκδοσης της πολεοδομικής άδειας. Παρόλο ότι η πράξη αυτή είναι συναφής με την προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής, εντούτοις δεν παύει από του να είναι μία ξεχωριστή διοικητική πράξη που στο στάδιο αυτό προσβολή της είναι σαφώς εκπρόθεσμη."

 

 

Δεύτερη προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων ότι οι προσφυγές ήταν εκπρόθεσμες, απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

 

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η επίδικη άδεια οικοδομής, στο βαθμό και την έκταση που αφορούσε την προσθήκη του διώροφου χώρου στάθμευσης, ακυρώθηκε. Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία οι προσφυγές, στο βαθμό και την έκταση που αφορούσαν τις τροποποιήσεις στον υπόγειο χώρο στάθμευσης και στο μεσοπάτωμα, απορρίφθηκαν, αποτελούν το αντικείμενο αντέφεσης μόνο από τους εφεσίβλητους-αιτητές στην Προσφυγή 332/98. Οι εφεσίβλητοι στην Προσφυγή 438/98 δεν καταχώρισαν αντέφεση.

 

Η πολεοδομική άδεια και η συνακόλουθα εκδοθείσα άδεια οικοδομής είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, δύο πράξεις συναφείς, ανεξάρτητα από το ότι εκδίδονται από διαφορετικά διοικητικά όργανα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και στη βάση διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων και ανεξάρτητα από το ότι η Δημοτική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να εκδώσει άδεια οικοδομής επειδή έχει ήδη εκδοθεί πολεοδομική άδεια. Η έκδοση της άδειας οικοδομής προϋποθέτει, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, την ύπαρξη πολεοδομικής άδειας, εφόσον δε η Δημοτική Αρχή προτού εξετάσει αν θα εκδώσει άδεια οικοδομής θα πρέπει να έχει τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, η διακριτική εξουσία της πρώτης να εκδώσει άδεια οικοδομής παρά την αρνητική στάση της δεύτερης δεν εξουδετερώνει τη συνάφεια που χαρακτηρίζει τις δύο πράξεις.

 

Οι πιο πάνω αρχές της νομολογίας μας αποκρυσταλλώθηκαν με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 485, με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζαντή ν. Έπαρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841, στην οποία ο αιτητής είχε προσβάλει την ορθότητα της άδειας οικοδομής ισχυριζόμενος ότι περιείχε απαράδεκτους πολεοδομικούς όρους και ότι η πολεοδομική άδεια είχε χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξης.

 

"Η πολεοδομική άδεια συνιστά αυτοτελή πράξη, εκτελεστή σ' όλη την έκταση της, καθοριστική για τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη να προβεί σε ανάπτυξη της γης στην οποία αναφέρεται. (Για τα χαρακτηριστικά και συνέπειες προπαρασκευαστικών πράξεων βλ. Τσάτσου - Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 124 κ.ε., Στασινόπουλου - Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123 κ.ε., και Frangos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53). Η πολεοδομική άδεια αποτελεί το θεμέλιο, την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την παροχή άδειας οικοδομής. Χωρίς το θεμέλιο αυτό δεν παρέχεται εξουσία στην αρμόδια, βάσει του Κεφ. 96, αρχή να εξετάσει τη δυνατότητα παροχής άδειας οικοδομής. Ο κάτοχος πολεοδομικής άδειας ο οποίος απευθύνεται για άδεια οικοδομής, δεσμεύεται εκ προοιμίου από αυτή εφόσο αυτό τούτο το δικαίωμα του για ανάπτυξη στοιχειοθετείται από τους όρους της. Η άδεια οικοδομής ορθά χαρακτηρίζεται ως άδεια για την εκτέλεση των εγκριθέντων με την πολεοδομική άδεια έργων. Η εξουσία της αρμόδιας αρχής περιορίζεται ουσιαστικά στον καθορισμό των όρων της εκτέλεσης."

 

 

Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας της σχετικής νομολογίας, όπως αυτή σκιαγραφείται στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Βασιλείου (πιο πάνω), θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι το στοιχείο της συνάφειας μεταξύ των δύο πράξεων (έκδοση πολεοδομικής άδειας -  έκδοση άδειας οικοδομής), τέθηκε στην εν λόγω υπόθεση, με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258:

 

"Συνάφεια υπάρχει όταν η μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. (Βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σ. 274)." 

 

 

Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώθηκαν και υιοθετήθηκαν από τη νομολογία μας σε σειρά αποφάσεων. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Δήμος Λεμεσού ν. Θάλειας Σ. Νικολαΐδη (2005) 3 Α.Α.Δ. 591 και Μαρίνα Νεοφύτου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 478.

 

Εκείνο που με ασφάλεια προκύπτει από τα πιο πάνω, είναι πως η άδεια οικοδομής στην έκταση που στηρίζεται στην πολεοδομική άδεια δεν μπορεί από μόνη της επιτυχώς να προσβληθεί, παρά μόνο στην έκταση που προσβάλλονται άλλα ανεξάρτητα στοιχεία της. Θα πρέπει πρώτα να εξετάζεται η πολεοδομική άδεια. Σε περίπτωση επικύρωσης της πολεοδομικής άδειας ως νόμιμης, τότε αυτόματα επικυρώνεται και η άδεια οικοδομής, εκτός βέβαια αν προσβάλλονται και άλλα στοιχεία της, τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν. Σε περίπτωση βέβαια που η πολεοδομική άδεια  ακυρωθεί συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την άδεια οικοδομής. Ως εκ τούτου, η συμπροσβολή των δύο αδειών, πολεοδομικής και οικοδομικής, με την ίδια προσφυγή, είναι αναγκαία και απαραίτητη άλλως η προσφυγή θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν μόνο την άδεια οικοδομής. Δεν προσβάλλουν την πολεοδομική άδεια συνακόλουθα της οποίας η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής εκδόθηκε και της οποίας πολεοδομικής άδειας οι όροι, περιλαμβανομένης της χαλάρωσης, ενσωματώνονται στην εν λόγω άδεια οικοδομής.

 

Η ουσία του ζητήματος που εγείρεται με την παράλειψη των εφεσιβλήτων να προσβάλουν την πολεοδομική άδεια, δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως, ούτε και εμπίπτει στο αντικείμενο της έφεσης. Σε κάποιο βαθμό βέβαια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη παράλειψη, όχι όμως με την ουσία του ζητήματος. Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι με προφανή στόχο την αποτροπή των οποιωνδήποτε επιζήμιων συνεπειών η εν λόγω παράλειψη τους ενδεχομένως να συνεπαγόταν για την υπόθεσή τους, επεχείρησαν να θεραπεύσουν την κατάσταση πλην όμως το σχετικό αίτημα τους για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει, απέτυχε. Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία το αίτημα απορρίφθηκε, δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Επειδή το ζήτημα που δημιουργείται με τη μη προσβολή της πολεοδομικής άδειας, συνιστά, αυτό εξάλλου προκύπτει και από την πιο πάνω νομολογία, θέμα που άπτεται του δικαιοδοτικού πλαισίου του Δικαστηρίου, το εγείραμε στις εμπλεκόμενες πλευρές από τις οποίες και ζητήσαμε τις απόψεις τους, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω ζήτημα δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της έφεσης. Όλες οι πλευρές παραθέτουν τις απόψεις τους σε συμπληρωματικά περιγράμματα. Διεξήλθαμε το περιεχόμενο τους προσεκτικά. Τίποτε δεν τέθηκε ενώπιον μας, που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τις πιο πάνω πάγιες νομολογιακές αρχές. Ως εκ τούτου και οι δύο προσφυγές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

 

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, ενώ παράλληλα                η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα €2.000 πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων. Το εφεσιβαλλόμενο μέρος της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται. Το προσβαλλόμενο μέρος της διοικητικής απόφασης επικυρώνεται. Η αντέφεση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις όμως κρίνουμε ορθό όπως μη επιδικάσουμε έξοδα στην αντέφεση.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο