ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 421
7 Ιουλίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ «Ο ΓΙΓΑΣ» ΛΤΔ,
Εφεσείουσα - Aιτήτρια,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟY ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Eφεσιβλήτων - Kαθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/2006)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση διοικητικής πράξης μετά από την δικαστική της ακύρωση ― Η δέσμευση του επανεξετάζοντος οργάνου από το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
H Eφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόρριψης του επίδικου αιτήματός της, η οποία ήταν το προϊόν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας για το 1997 δεν υπήρχαν αρχικά ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής Χορηγιών. Υπήρξε εν προκειμένω παραβίαση της αρχής του ουσιώδους χρόνου. Η διοίκηση, κατά την επανεξέταση, έλαβε υπόψη στοιχεία που δεν υπήρχαν και δεν ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο που κατά πρώτον εξετάστηκε η αίτηση της εφεσείουσας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Kωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 31/06), ημερ. 4/9/07.
Α. Αιμιλιανίδης, για την Eφεσείουσα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια διατηρεί βιομηχανία παραγωγής και εμπορίας κεραμιδιών. Μετά την εξαγγελία του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ότι θα παρεχόταν χορηγία και επιδότηση επιτοκίων σε υφιστάμενες ή νέες μεταποιητικές μονάδες που επένδυσαν σε καινούργια μηχανήματα και εξοπλισμό, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής τους ή τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων τους, στις 30.7.96 υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο για χορηγία σχετικά με επένδυσή της σε μηχανήματα και εξοπλισμό για το έτος 1996. Μετά από εξέταση της αίτησης, αποφασίστηκε ότι η αιτήτρια, με τη βαθμολογία που έλαβε, δεν ικανοποιούσε το όριο επιτυχίας και η αίτηση της απορρίφθηκε.
Στις 5.12.97 υπέβαλε αίτηση με πρόσθετα στοιχεία για επανεξέταση αλλά και αυτή απορρίφθηκε. Καταχώρησε την προσφυγή 840/99, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ακυρωθεί η διοικητική απόφαση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Η αρμόδια αρχή, που είναι η Συμβουλευτική Επιτροπή Χορηγιών, προέβη σε επανεξέταση στις 12.11.2004 και στις 6.12.2004.
Αναφορικά με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, αναφέρονται τα εξής στα πρακτικά της:
«Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή της εταιρείας με αρ. 840/99, η Επιτροπή συνήλθε για να επανεξετάσει την αίτηση της εταιρείας με βάση τη σχετική απόφαση του δικαστηρίου. Για το σκοπό αυτό, τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής
Ι. η επιστολή των αιτητών με ημερομηνία 28.11.1997·
ΙΙ. οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις για τα έτη 1998 - 2001 που ετοίμασαν οι ελεγκτές της εταιρείας μετά από οδηγίες της εταιρείας·
ΙΙΙ. το σχετικό σημείωμα επαναξιολόγησης που ετοίμασε για ενημέρωση της Επιτροπής ο λειτουργός του Υπουργείου κ. Γ. Αργύρης·
IV. το σχετικό ενημερωτικό σημείωμα που ετοίμασε ο λειτουργός Σ. Σωτηρίου με ημερομηνία 26.10.2004·
V. οι εξηλεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας για το έτος 1997 που υποβλήθηκαν πρόσφατα από την εταιρεία μετά από απαίτηση του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για σκοπούς της νέας επαναξιολόγησης.
Σημειώνεται ότι τα ενημερωτικά σημειώματα που ετοιμάζουν οι λειτουργοί του Υπουργείου για ενημέρωση των μελών της Επιτροπής για κάθε αίτηση που υποβάλλεται στα πλαίσια του συγκεκριμένου σχεδίου, δεν είναι δεσμευτικά για την Επιτροπή, η οποία μπορεί να τα αποδεχθεί στην ολότητά τους ή μερικώς ή ακόμα και να τα απορρίψει, νοουμένου ότι διαπιστώνει ότι αυτά περιέχουν λανθασμένα στοιχεία ή πληροφορίες ή ισχυρισμούς που δεν τεκμηριώνονται.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Εκπρόσωποι της εταιρείας κλήθηκαν στη συνεδρία της 12.11.2004 και παρουσιάστηκαν ενώπιον της Επιτροπής και απάντησαν σε διευκρινιστικές ερωτήσεις.
Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, τους εξηλεγμένους οικονομικούς λογαριασμούς της εφεσείουσας για το 1997 και τις αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις για το 1997 - 2001, καθώς και την έκθεση του λειτουργού του Υπουργείου κ. Αργύρη, απέρριψε και πάλι την αίτηση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, αποφάσισε ότι δεν αιτιολογείται οποιαδήποτε αναθεώρηση της βαθμολογίας. Οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις που υπέβαλε η εταιρεία, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές και ως εκ τούτου η αναθεώρηση της βαθμολογίας όσον αφορά στο σημείο «βιωσιμότητα της επιχείρησης», είναι αδύνατη. Σε περίπτωση που επιχειρηθεί επαναϋπολογισμός του δείκτη IRR λαμβανομένων υπόψη των νέων δεδομένων (πραγματικά οικονομικά αποτελέσματα του έτους 1997, προβλέψεις για εξαγωγές κ.ά.), η συνολική βαθμολογία της εταιρείας θα πρέπει να μειωθεί. Όμως σε τέτοιες περιπτώσεις που μετά την επανεξέταση αιτήσεων η νέα βαθμολογία που προκύπτει είναι χαμηλότερη της βαθμολογίας που είχαν εξασφαλίσει οι εταιρείες κατά την πρώτη αξιολόγηση της αίτησης του, υπάρχει απόφαση όπως παραμένει η πρώτη βαθμολογία. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος για επαναβαθμολόγηση του δείκτη της βιωσιμότητας της επιχείρησης ή και άλλων δεικτών όπως οι εξαγωγές.»
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε νέα προσφυγή, η οποία και πάλι απορρίφθηκε. Το αιτητικό της προσφυγής, η απόφαση της οποίας είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ήταν το ακόλουθο:
"A. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση που κοινοποιήθηκε στους Αιτητές κατά ή περί την 14.2.2005 με την οποία σε επανεξέταση της Αίτησης, την οποία οι Αιτητές είχαν υποβάλει την 31.7.1996, οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν και επιβεβαίωσαν την απόρριψη της Αίτησης των Αιτητών για παροχή χορηγίας για τεχνολογική αναβάθμιση της βιομηχανίας τους, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Οι εφεσείοντες πρωτοδίκως ήγειραν βασικά δύο λόγους, δηλαδή (α) ότι λήφθηκαν υπόψη στοιχεία, τα οποία δεν ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο όταν η διοίκηση επανεξέταζε την αίτηση μετά από την ακυρωτική απόφαση και (β) ότι έγινε εσφαλμένη αξιολόγηση των οικονομικών προβλέψεων για τα έτη 1997 - 2001 και για την αξιολόγηση του λειτουργού του Υπουργείου Εμπορίου κ. Αργύρη.
Και οι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν το πρώτο θέμα που ηγέρθηκε πρωτόδικα. Ισχυρίζεται η εφεσείουσα, ότι οι εξελεγμένοι λογαριασμοί για το 1997, που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση, δεν υπήρχαν όταν το 1997 εξετάστηκε για πρώτη φορά το αίτημά της. Κατ' επέκταση το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα οικονομικά αποτελέσματα της αιτήτριας εταιρείας ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υποβάλλει ότι ήταν λανθασμένο. Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε το πιο πάνω επιχείρημα, θεωρώντας ότι τα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 1997 βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής από την πρώτη εξέταση και ότι σε αυτά βασίστηκε και η έκθεση του λειτουργού του Υπουργείου. Παρατηρεί επίσης ότι «Γι΄αυτή την έκθεση που βασίσθηκε στα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 1997 την οποία απέρριψε η Συμβουλευτική Επιτροπή ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση».
Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα πραγματικά αποτελέσματα της εταιρείας κατά το 1997 καταδεικνύουν ότι οι προβλέψεις για τη βιωσιμότητα του έργου ήταν υπερβολικά συντηρητικές. Το καθαρό κέρδος πριν την αφαίρεση φόρων, τόκων και αποσβέσεων (cash generation) κατά το 1997 (πρώτος χρόνος λειτουργίας της μονάδας) ανήλθε στις £207.938 ενώ η αντίστοιχη πρόβλεψη κατά τον υπολογισμό της εσωτερικής απόδοσης της επένδυσης (24,4%) ήταν μόλις £15.990.
Βάσει των αποτελεσμάτων της εταιρείας κατά το 1997 και των προδιαγραφόμενων συνθηκών αγοράς και ειδικότερα της δυνατότητας πραγματοποίησης σημαντικών εξαγωγών, η εσωτερική απόδοση της επένδυσης επανεκτιμήθηκε στο 29,7% (επισυνάπτεται η σχετική ανάλυση).»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας).
Η εφεσείουσα, όμως, στο περίγραμμα της, που υιοθετήθηκε ενώπιον μας, υπέβαλε ότι το τι υπήρχε ενώπιον της εφεσίβλητης και ενώπιον του λειτουργού κ. Αργύρη, κατά το χρόνο της αρχικής εξέτασης, ήταν οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις των ετών 1997 - 2001, που είχαν ετοιμάσει οι ελεγκτές της εταιρείας και στις οποίες περιλαμβάνονται τα «πραγματικά στοιχεία του έτους 1997». Αυτά, εισηγείται, ότι ήταν τα πραγματικά στοιχεία που αναφέρονταν στην πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν συνιστούν εξελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας που εξετάστηκαν κατά την επανεξέταση, αφού δεν είχαν ετοιμαστεί μέχρι τη στιγμή εκείνη τέτοιοι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί. Οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί υποβλήθηκαν πρόσφατα, ισχυρίζεται, από την εταιρεία, μετά από απαίτηση του Υπουργείου και παραπέμπει επί του προκειμένου και στη σελίδα 3 του Παραρτήματος 5 της Ένστασης των εφεσίβλητων, καθώς και στο σημείωμα του λειτουργού κ. Σωτηρίου, ημερομηνίας 26.10.04, όπου αναφέρεται ότι οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας προσκομίστηκαν στους εφεσίβλητους για πρώτη φορά στις 9.9.2004, δηλαδή χρόνια μετά την αρχική εξέταση της αίτησης που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Με βάση τα πιο πάνω, τα οποία προφανώς είναι ορθά, διαφαίνεται ότι οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας για το 1997 δεν υπήρχαν αρχικά ενώπιον της Επιτροπής. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω για το υλικό που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής κάτω από το V, όπου αναφέρεται ότι «οι εξελεγμένοι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας για το έτος 1997 που υποβλήθηκαν πρόσφατα από την εταιρεία μετά από απαίτηση του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για σκοπούς της νέας επαναξιολόγησης».
Αποδεχόμενοι επί του προκειμένου την επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, θεωρούμε ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής του ουσιώδους χρόνου και βρίσκουμε ότι η διοίκηση, κατά την επανεξέταση, έλαβε υπόψη στοιχεία που δεν υπήρχαν και δεν ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο που κατά πρώτον εξετάστηκε η αίτηση της εφεσείουσας.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, τα οποία καθορίζονται σε €3.000 πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας.