ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2009) 3 ΑΑΔ 327
9 Iουνίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
1. KIAZIM HALIT,
2. AYLA HALIT,
3. DOGAN HALIT,
4. ALEV NEZIHE KAVAS (HALIT),
5. ZEKI HALIT,
Εφεσιβλήτων - Καθ΄ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 171/2006)
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Κατά πόσο μπορεί να αποτελεί λόγο εφέσεως, ο ισχυρισμός από διάδικο, ότι η προσφυγή όφειλε να είχε επιδοθεί πρωτοδίκως σε συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες θεωρήθηκε εμπρόθεσμη η προσφυγή στην κριθείσα περίπτωση.
Τουρκοκύπριοι ― Συνέπειες της εισβολής και κατοχής ως προς αυτούς ― Κατά πόσο αλλοιώνουν το δικαίωμά τους να προσφεύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον απαλλοτρίωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.
Έννομο Συμφέρον ― Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη ακινήτου να προσβάλει το διάταγμα απαλλοτρίωσής του, παρόλον ότι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών είχε δώσει την συγκατάθεσή του για την απαλλοτρίωση.
Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Κατά πόσο οι εξουσίες του Κηδεμόνα επεκτείνονται στη συγκατάθεση για απαλλοτρίωση και ποιες οι συνέπειες της συγκατάθεσης στην περίπτωση που αυτή δοθεί.
Η Δημοκρατία επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης κτημάτων των εφεσιβλήτων, στα Μανδριά της Πάφου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις, αλλά όχι ως προς την ουσία της προσφυγής. Διατυπώνεται όμως και τρίτος λόγος έφεσης, συνιστάμενος στο ότι η προσφυγή δεν θα έπρεπε να είχε εκδικασθεί χωρίς να επιδοθεί πρώτα στα πρόσωπα στα οποία είχαν παραχωρηθεί τα διαχωρισθέντα οικόπεδα ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Η Δημοκρατία όμως ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή σε οποιοδήποτε στάδιο, ώστε να μπορούσε να αποφασίζετο κατά πόσο υπήρχαν ενδιαφερόμενα πρόσωπα για σκοπούς της προσφυγής, ούτε κατέστησαν γνωστές οι ταυτότητες οποιωνδήποτε τέτοιων προσώπων. Εκτός τούτου όμως, η Δημοκρατία δεν μπορεί να ενεργεί ως εκπρόσωπος οποιουδήποτε άλλου. Αν οποιοσδήποτε άλλος θεωρεί ότι θα έπρεπε να θεωρείτο ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην προσφυγή, εναπόκειτο στον ίδιο να προέβαινε στα κατάλληλα διαβήματα ως προς το ότι η προσφυγή εκδικάσθηκε και η απόφαση εκδόθηκε χωρίς αυτός να ειδοποιηθεί. Εν πάση περιπτώσει αντικείμενο της προσφυγής είναι το ίδιο το διάταγμα απαλλοτρίωσης, ως προς το οποίο τα οποιαδήποτε τέτοια πρόσωπα δεν ήσαν ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσής του. Αν η Δημοκρατία τους παρεχώρησε τα οικόπεδα στη συνέχεια, αυτό είναι άλλο θέμα.
2. Χωρίς έρεισμα είναι και ο λόγος έφεσης που αφορά το εκπρόθεσμο. Μόλις το Σεπτέμβριο του 2004, που οι Εφεσίβλητοι όντως και για πρώτη φορά επισκέφθησαν το χωριό τους, παρατήρησαν την αλλαγή που είχε επέλθει στα κτήματά τους, και μόλις την 25.10.2004 έλαβαν πλήρη και σαφή γνώση της απαλλοτρίωσης. Εκείνη είναι η ημερομηνία της γνώσης τους και ως προς εκείνη η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.
3. Η άλλη συναφής προς το θέμα εισήγηση της Δημοκρατίας, ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι, μετακινούμενοι και κατοικούντες στην κατεχόμενη περιοχή, έβαλαν τους εαυτούς τους στην κατάσταση αποκλεισμού τους από τις περιουσίες τους και γνώσης της τύχης τους στη συνέχεια, δεν χρειάζεται να σχολιαστεί για να απορριφθεί. Βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τη διαχρονική θέση της Δημοκρατίας και δη στα διεθνή βήματα ότι οι Τουρκοκύπριοι, ως άτομα και ως πολίτες της Δημοκρατίας, είναι και οι ίδιοι θύματα της διχοτόμησης που επήλθε με την εισβολή και διατηρήθηκε με την κατοχή, όπως και οι εκτοπισθέντες Ελληνοκύπριοι, και ότι ουδόλως ήταν δική τους ατομική επιλογή η μετακίνησή τους από τα σπίτια τους παρά μόνο αποτέλεσμα των ενεργειών του εισβολέα.
4. Εφ' όσον η διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών που ο νόμος εναποθέτει στον Κηδεμόνα δεν διαφοροποιεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, δεν μπορεί ούτε να στερεί τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη εννόμου συμφέροντος να προσβάλει το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο αποσκοπεί ακριβώς στην αναγκαστική απαλλοτρίωση του περιουσιακού δικαιώματος και στη μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Είναι εντελώς λανθασμένη η εισήγηση της Δημοκρατίας ότι η αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στους Εφεσίβλητους θα έχει ως συνέπεια τη δυσμενή διάκριση μεταξύ Ελληνοκυπρίων, των οποίων οι περιουσίες μπορούν να απαλλοτριωθούν, και Τουρκοκυπρίων, των οποίων οι περιουσίες δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν, ή μεταξύ Τουρκοκυπρίων που κατοικούν στην ελεγχόμενη και εκείνων που κατοικούν στη μη ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία περιοχή. Δεν χρειάζεται, για να συντελεστεί η απαλλοτρίωση, η συγκατάθεση του Κηδεμόνα, και αν αυτός είχε δικαίωμα να τη δώσει. Αλλά ούτε μπορούσε αυτή, εφ' όσον εδόθη, να είχε συνέπειες ως προς τους ιδιοκτήτες. Είναι σαφείς οι πρόνοιες του Άρθρου 6(η)(i)(ii) του Ν. 139/1991 στις οποίες, όπως και στη σχετική νομολογία, παραπέμπουν οι Εφεσίβλητοι για να καταδειχθεί ότι οι εξουσίες του Κηδεμόνα δεν επεκτείνονται στη συγκατάθεση για απαλλοτρίωση Τουρκοκυπριακής περιουσίας, Η όποια συγκατάθεση λοιπόν του Κηδεμόνα δεν δεσμεύει τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη, ο οποίος διατηρεί το έννομο συμφέρον του, όπως και οποιοσδήποτε Ελληνοκύπριος ή άλλος ιδιοκτήτης, να προσβάλει τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης που επιδιώκει να του στερήσει την ιδιοκτησία του. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ως θεμελιακό ατομικό δικαίωμα, που δεν επηρεάζεται και δεν θα μπορούσε να επηρεάζεται από την ανάθεση της διαχείρισης των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στον Κηδεμόνα, είναι το κυρίαρχο στοιχείο, και ως τέτοιο δεν μπορεί να διαφέρει αναλόγως της κοινότητας του ιδιοκτήτη ή των επιπτώσεων που είχε στα μέλη των δύο κοινοτήτων η παρανομία της εισβολής και κατοχής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 18/05), ημερ. 29.11.06.
Ε. Φλουρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι είναι Τουρκοκύπριοι πολίτες της Δημοκρατίας, εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες κτημάτων στα Μανδριά της Πάφου. Το 2002 δημοσιεύθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης των εν λόγω κτημάτων. Οι ίδιοι όμως, μετακινηθέντες και κατοικούντες από το 1974 στη μη ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία περιοχή, ούτε πρόσβαση στην περιουσία τους είχαν έκτοτε λόγω των ανυπέρβλητων εμποδίων εκ μέρους της κατοχικής δύναμης, ούτε γνώση της απαλλοτρίωσης. Κάποια γνώση έλαβαν αρχικά το Σεπτέμβριο του 2004 μετά από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και αφού, έχοντας την ευκαιρία να επισκεφθούν το χωριό τους, διαπίστωσαν ότι στα εν λόγω κτήματά τους ανεγείροντο κατοικίες. Απετάθησαν τότε σε δικηγόρο ο οποίος ανέλαβε τη διερεύνηση του θέματος. Του εδόθη μια πρώτη πληροφόρηση με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 22.9.2004 ότι μέρος των κτημάτων των Εφεσιβλήτων είχε απαλλοτριωθεί, στη συνέχεια δε με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 25.10.2004 εδόθησαν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την απαλλοτρίωση όπως και η πληροφόρηση ότι η απαλλοτρίωση και οι προσφορές των ποσών των αποζημιώσεων είχαν γίνει δεκτές από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Κατεχώρησαν τότε οι Αιτητές την 7.1.2005 προσφυγή κατά της απαλλοτρίωσης.
Η προσφυγή συνάντησε δύο προδικαστικές ενστάσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας:
1. Ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη εφ' όσον δεν κατεχωρήθη εντός 75 ημερών από της απαλλοτρίωσης.
2. Ότι οι Εφεσίβλητοι στερούντο εννόμου συμφέροντος καθ' όσον η Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών είχε δώσει τη συγκατάθεση της για την απαλλοτρίωση και δεχθεί τα ποσά των αποζημιώσεων.
Και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις απερρίφθησαν από τον αδελφό μας Δικαστή ο οποίος επελήφθη της προσφυγής. Ως προς την πρώτη, με το ακόλουθο σκεπτικό (σ. 7):
«Με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή του γεγονότος ότι οι αιτητές δεν είχαν πρόσβαση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αλλά ούτε και στην απαλλοτριωθείσα περιουσία τους πριν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ότι σ΄αυτούς ουδέποτε στάληκε οποιαδήποτε ειδοποίηση της απαλλοτρίωσης, ότι αυτοί μπόρεσαν να επισκεφθούν την απαλλοτριωθείσα περιουσία τους, για πρώτη φορά, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2004, ότι αμέσως μετά έδωσαν οδηγίες σε δικηγόρο να διερευνήσει το θέμα, εφόσον είδαν ότι στην περιουσία τους ανεγείρονταν κατοικίες χωρίς τη δική τους γνώση και συγκατάθεση και ότι πλήρη γνώση αναφορικά με την απαλλοτρίωση των συγκεκριμένων τεμαχίων τους αυτοί έλαβαν, για πρώτη φορά, με την επιστολή των καθ΄ων η αίτηση προς το δικηγόρο των αιτητών ημερ. 25.10.2004, κρίνω πως είναι ορθό και δίκαιο να θεωρήσω ότι η προθεσμία των 75 ημερών για την καταχώριση της προσφυγής τους εναντίον των απαλλοτριώσεων αρχίζει από την ημερομηνία λήψης της προαναφερόμενης επιστολής ημερ. 25.10.2004 και επομένως ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη»
Και ως προς τη δεύτερη, με το ακόλουθο σκεπτικό (σ. 8-10):
«Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος εξαιτίας του ότι τις εγκαταλειφθείσες Τουρκοκυπριακές περιουσίες ανέλαβε ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει του Ν.139/91, όπως τροποποιήθηκε, παρατηρώ ότι με τον προαναφερόμενο νόμο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών γης στις ελεύθερες περιοχές με κανένα τρόπο δεν καταργούνται και ότι ο Κηδεμόνας ορίστηκε με μόνο σκοπό τη διαχείριση των περιουσιών αυτών μεριμνώντας τόσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων όσο και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών.
Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Άρθρο 2 του Ν. 139/91 δεν καταστρατηγούσε το Άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου δικαιολογούνταν με βάση την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την Τουρκική εισβολή είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών Τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη «τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας.» Με βάση τα όσα παρατηρήθηκαν στην υπόθεση Σολομωνίδης (ανωτέρω) καταλήγω αβίαστα στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου πως οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες δεν απώλεσαν τα περιουσιακά τους δικαιώματα εξαιτίας του διορισμού του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και των άλλων μέτρων που λήφθηκαν δυνάμει του Ν. 139/91 με σκοπό την προστασία των περιουσιών τους και δεδομένου ότι τα μέτρα εκείνα θα ισχύουν μόνον εκκρεμούσης της εκρύθμου καταστάσεως που δημιουργήθηκε εξαιτίας της Τουρκικής κατοχής και για όσο χρόνο η κατοχή υφίσταται, οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες και συγκεκριμένα στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές, έχουν ενεστώς έννομο συμφέρον με βάση το οποίο νομιμοποιούνται στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής, με σκοπό την προσβολή της εγκυρότητας του διατάγματος απαλλοτριώσεως της περιουσίας τους.»
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις, αλλά όχι ως προς την ουσία της προσφυγής. Διατυπώνεται όμως και τρίτος λόγος έφεσης, συνιστάμενος στο ότι η προσφυγή δεν θα έπρεπε να είχε εκδικασθεί χωρίς να επιδοθεί πρώτα στα πρόσωπα στα οποία είχαν παραχωρηθεί τα διαχωρισθέντα οικόπεδα ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Κατά την εισήγηση, το Δικαστήριο και οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να είχαν μεριμνήσει για την επίδοση της προσφυγής σε αυτά τα πρόσωπα πριν αυτή εκδικασθεί.
Δεν μας ελκύει καθόλου αυτός ο λόγος έφεσης. Να πούμε κατ' αρχάς ότι η Δημοκρατία ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή σε οποιοδήποτε στάδιο, ώστε να μπορούσε να αποφασίζετο κατά πόσο υπήρχαν ενδιαφερόμενα πρόσωπα για σκοπούς της προσφυγής, ούτε, όπως παρατηρούν περαιτέρω οι Εφεσίβλητοι, κατέστησαν γνωστές οι ταυτότητες οποιωνδήποτε τέτοιων προσώπων. Εκτός τούτου όμως, το θέμα δεν είναι τέτοιο που να μπορεί να εγείρεται ως λόγος έφεσης από τη Δημοκρατία ως Εφεσείουσα. Η ίδια ήταν διάδικος και ως διάδικος εφεσιβάλλει την απόφαση. Το δικαίωμα και το ενδιαφέρον της σταματά εκεί. Δεν μπορεί να ενεργεί ως εκπρόσωπος οποιουδήποτε άλλου. Αν οποιοσδήποτε άλλος θεωρεί ότι θα έπρεπε να θεωρείτο ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην προσφυγή, εναπόκειτο στον ίδιο να προέβαινε στα κατάλληλα διαβήματα ως προς το ότι η προσφυγή εκδικάσθηκε και η απόφαση εκδόθηκε χωρίς αυτός να ειδοποιηθεί. Αλλά, έστω και αν το θέμα θα μπορούσε να μας απασχολήσει αυτεπαγγέλτως, όπως και πάλι παρατηρούν οι Εφεσίβλητοι αντικείμενο της προσφυγής είναι το ίδιο το διάταγμα απαλλοτρίωσης, ως προς το οποίο τα οποιαδήποτε τέτοια πρόσωπα δεν ήσαν ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσής του. Αν η Δημοκρατία τους παρεχώρησε τα οικόπεδα στη συνέχεια, αυτό είναι άλλο θέμα.
Χωρίς έρεισμα διαπιστώνουμε ότι είναι και ο λόγος έφεσης που αφορά το εκπρόθεσμο. Η Δημοκρατία, χωρίς να αμφισβητεί ότι η προθεσμία των 75 ημερών από της δημοσίευσης του διατάγματος αναστέλλετο εφ΄όσον οι Εφεσίβλητοι λόγω αντικειμενικής αδυναμίας (ως ανωτέρας βίας) δεν είχαν πρόσβαση στην περιουσία τους ή άλλη δυνατότητα επαφής και γνώσης ώστε να μπορούσαν να επληροφορούντο τότε για την απαλλοτρίωση, εισηγείται ότι είχαν αυτή τη δυνατότητα πιο νωρίς από τις 25.10.2004 και συγκεκριμένα από τις 23.4.2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα, ώστε η προθεσμία να έτρεχε από τότε.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να σημειοποιούσε στους Εφεσίβλητους την τύχη της περιουσίας τους, δεν μπορεί να τους αποδοθεί ευθύνη για το ότι δεν έσπευσαν, αμέσως μόλις ήρθη η απόλυτη απαγόρευση διακίνησης από το κατοχικό καθεστώς (και που τότε δεν γνωρίζουμε αν είχε γίνει ο διαχωρισμός και αρχίσει η ανέγερση κατοικιών, που θα τους αφύπνιζε αν είχαν μεταβεί εκεί), να δουν την περιουσία τους, και μάλιστα αφού, παρά την κάποια δυνατότητα διακίνησης, μπορεί να υπήρχαν πολλοί λόγοι, και για Τουρκοκυπρίους και για Ελληνοκυπρίους, γιατί να μην ήσαν πρόθυμοι να διασχίσουν τα οδοφράγματα, τουλάχιστον πριν από το Σεπτέμβριο του 2004 που οι Εφεσίβλητοι το έπραξαν. Εν πάση περιπτώσει όμως, το βέβαιο είναι ότι μόλις το Σεπτέμβριο του 2004, που οι Εφεσίβλητοι όντως και για πρώτη φορά επισκέφθησαν το χωριό τους, παρατήρησαν την αλλαγή που είχε επέλθει στα κτήματά τους, και μόλις την 25.10.2004 έλαβαν πλήρη και σαφή γνώση της απαλλοτρίωσης. Εκείνη είναι η ημερομηνία της γνώσης τους και ως προς εκείνη η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. Και ασφαλώς όχι η ημερομηνία της πρώτης επιστολής που εστάλη στο δικηγόρο τους (22.9.2004) αφού αυτή απλώς πληροφορούσε για απαλλοτρίωση μέρους της περιουσίας των Εφεσιβλήτων χωρίς να δίδει τα πλήρη στοιχεία των κτημάτων που απαλλοτριώθησαν, της γνωστοποίησης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης, της συγκατάθεσης του Κηδεμόνα και της αποδοχής του των ποσών της αποζημίωσης, ώστε η γνώση να ήταν πλήρης όπως απαιτεί η νομολογία.
Την άλλη συναφή προς το θέμα εισήγηση της Δημοκρατίας, ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι, μετακινούμενοι και κατοικούντες στην κατεχόμενη περιοχή, έβαλαν τους εαυτούς τους στην κατάσταση αποκλεισμού τους από τις περιουσίες τους και γνώσης της τύχης τους στη συνέχεια, δεν χρειάζεται να τη σχολιάσουμε για να την απορρίψουμε. Οφείλουμε όμως να παρατηρήσουμε, εφ΄όσον η εισήγηση έχει γίνει, ότι αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τη διαχρονική θέση της Δημοκρατίας και δη στα διεθνή βήματα ότι οι Τουρκοκύπριοι, ως άτομα και ως πολίτες της Δημοκρατίας, είναι και οι ίδιοι θύματα της διχοτόμησης που επήλθε με την εισβολή και διατηρήθηκε με την κατοχή, όπως και οι εκτοπισθέντες Ελληνοκύπριοι, και ότι ουδόλως ήταν δική τους ατομική επιλογή η μετακίνησή τους από τα σπίτια τους παρά μόνο αποτέλεσμα των ενεργειών του εισβολέα. Δεν θα αναμέναμε λοιπόν τέτοια ευκαιριακή εισήγηση από τη Δημοκρατία και πιστεύουμε ότι, αν ο Γενικός Εισαγγελέας, όπως εισηγηθήκαμε, είχε προσέλθει ο ίδιος, δεν θα διατηρείτο η εισήγηση αυτή.
Ήταν και ως προς το λόγο έφεσης που αφορά το έννομο συμφέρον που επιδιώξαμε την παρουσία του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, ώστε να υπήρχε η δική του τοποθέτηση με τον πιο επίσημο τρόπο εκ μέρους της Δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει, στην κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή επί του θέματος, προσθέτουμε τη δική μας πλήρη συμφωνία. Εφ΄όσον η διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών που ο νόμος εναποθέτει στον Κηδεμόνα δεν διαφοροποιεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, δεν μπορεί ούτε να στερεί τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη εννόμου συμφέροντος να προσβάλει το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο αποσκοπεί ακριβώς στην αναγκαστική απαλλοτρίωση του περιουσιακού δικαιώματος και στη μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Είναι εντελώς λανθασμένη η εισήγηση του Δημοκρατίας ότι η αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στους Εφεσίβλητους θα έχει ως συνέπεια τη δυσμενή διάκριση μεταξύ Ελληνοκυπρίων, των οποίων οι περιουσίες μπορούν να απαλλοτριωθούν, και Τουρκοκυπρίων, των οποίων οι περιουσίες δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν, ή μεταξύ Τουρκοκυπρίων που κατοικούν στην ελεγχόμενη και εκείνων που κατοικούν στη μη ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία περιοχή ως προς αντίστοιχη διάκριση. Το θέμα που μας απασχολεί, και που είναι η δυνατότητα του Κηδεμόνα να συγκατατεθεί εκ μέρους του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη για την απαλλοτρίωση, ουδόλως επηρεάζει τη δυνατότητα της Δημοκρατίας να προβεί σε απαλλοτρίωση περιουσίας οποιουδήποτε προσώπου, είτε αυτός είναι Ελληνοκύπριος είτε Τουρκοκύπριος που είτε κατοικεί στην ελεγχόμενη είτε κατοικεί στη μη ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία περιοχή. Η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη όμως δεν είναι απαραίτητο στοιχείο της απαλλοτρίωσης, εξ ου και είναι αναγκαστική. Δεν χρειάζεται λοιπόν, για να συντελεστεί η απαλλοτρίωση, η συγκατάθεση του Κηδεμόνα, και αν αυτός είχε δικαίωμα να τη δώσει. Αλλά ούτε μπορούσε αυτή, εφ΄όσον εδόθη, να είχε συνέπειες ως προς τους ιδιοκτήτες. Είναι σαφείς οι πρόνοιες του Άρθρου 6(η)(i)(ii) του Ν. 139/1991 στις οποίες, όπως και στη σχετική νομολογία, παραπέμπουν οι Εφεσίβλητοι για να καταδειχθεί ότι οι εξουσίες του Κηδεμόνα δεν επεκτείνονται στη συγκατάθεση για απαλλοτρίωση Τουρκοκυπριακής περιουσίας, με συνέπεια και προς τη γενική αρχή που επισημάναμε ότι η ανάθεση της διαχείρισης των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στον Κηδεμόνα δεν επηρεάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Η όποια συγκατάθεση λοιπόν του Κηδεμόνα δεν δεσμεύει τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη ο οποίος διατηρεί το έννομο συμφέρον του, όπως και οποιοσδήποτε Ελληνοκύπριος ή άλλος ιδιοκτήτης, να προσβάλει τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης που επιδιώκει να του στερήσει την ιδιοκτησία του. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ως θεμελιακό ατομικό δικαίωμα, που δεν επηρεάζεται και δεν θα μπορούσε να επηρεάζεται από την ανάθεση της διαχείρισης των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στον Κηδεμόνα, είναι το κυρίαρχο στοιχείο, και ως τέτοιο δεν μπορεί να διαφέρει αναλόγως της κοινότητας του ιδιοκτήτη ή των επιπτώσεων που είχε στα μέλη των δύο κοινοτήτων η παρανομία της εισβολής και κατοχής. Αναμενόταν ότι αυτό θα αντανακλούσε και τη θέση της Δημοκρατίας, με συνέπεια προς την ευρύτερη διαχρονική της θέση κατά των συνεπειών της Τουρκικής παρανομίας.
Πέραν των όσων έχουμε ήδη αναφέρει για σκοπούς της έφεσης και που μπορεί να σχετίζονται προς θέματα που εγείρονται στην αντέφεση, η αντέφεση δεν θα μας απασχολήσει αφού δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με αυτή εν όψει της κατάληξης μας στην έφεση όπως και ορθώς δεν θεώρησε αναγκαίο ο αδελφός μας Δικαστής να ασχοληθεί με τα οποιαδήποτε άλλα θέματα ετέθησαν ενώπιον του και εγείρονται στην αντέφεση.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.