ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2009) 3 ΑΑΔ 310

9 Ιουνίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

CAPAIBA TRADING COMPANY LTD,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ΄ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 148/2006)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Κακοπιστία, αλλότριος σκοπός και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας ― Περιστάσεις βασιμότητάς τους στην κριθείσα περίπτωση.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Διάταγμα προστασίας Δένδρων ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η έκδοση του Διατάγματος κρίθηκε παράνομη στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά του κύρους διατάγματος προστασίας δένδρων, που είχε εκδοθεί σε σχέση με ακίνητα ιδιοκτησίας τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία επιτρέποντας την έφεση, με απόφαση που εδόθη από τον Χατζηχαμπή, Δ., συμφωνούντων των Νικολαΐδη, Ερωτοκρίτου, Παμπαλλή, Δ.Δ.Δ., αποφάσισε ότι:

Ορθώς εισηγείται η Εφεσείουσα ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος διέπετο από αλλότριο σκοπό. Δεδομένης της αναγκαιότητας διατήρησης των δένδρων στα πλαίσια των μακροπρόθεσμων πολεοδομικών και περιβαλλοντικών σχεδιασμών της διοίκησης, αλλά και των εγγενών δραστικών επιπτώσεων του διατάγματος στις δυνατότητες αξιοποίησης του κτήματος, η απόρριψη της λύσης της αγοράς, ανταλλαγής ή απαλλοτρίωσης, που θα εξυπηρετούσε ακόμα καλύτερα τον επιδιωκόμενο σκοπό, για το λόγο ότι η λύση αυτή θα ήταν δαπανηρή, επεδίωξε ουσιαστικά να μεταθέσει το οικονομικό βάρος που κανονικά θα έπρεπε να επωμισθεί το σύνολο των πολιτών προκειμένου για ένα κοινωφελή σκοπό από τη διοίκηση, στους ιδιοκτήτες του κτήματος.  Δεν είναι αυτή η σύγχρονη προσέγγιση στα κοινά, ούτε συνάδει με τη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

Ο Κραμβής, Δ. εξέδωσε χωριστή απόφαση μειοψηφίας με διάφορο αποτέλεσμα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 342/05), ημερ. 29.9.06.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη.  Με την απόφαση που θα διαβάσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής συμφωνούν τόσο εγώ όσο και οι Δικαστές Ερωτοκρίτου και Παμπαλλής.  Ο Δικαστής  Κραμβής  θα δώσει δική του απόφαση.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Ο Υπουργός Εσωτερικών, ενεργώντας δυνάμει του Άρθρου 39 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) και των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Διάταγμα Προστασίας των Δένδρων) Κανονισμών του 1996 (Κ.Δ.Π. 52/96), απεδέχθη εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως βασισθείσα σε σύσταση του Τμήματος Δασών και εξέδωσε διάταγμα προστασίας δένδρων σε κτήμα των Εφεσειόντων στην Αγλαντζιά. Το κτήμα γειτνιάζει με την Πανεπιστημιούπολη και ο Δήμος Αγλαντζιάς επεδίωξε τη διαφύλαξη των δένδρων (ευκαλύπτων) που βρίσκονται σε αυτό.  Ενδεικτικό της σημασίας αυτού του «ιδιωτικού δάσους» είναι ο χαρακτηρισμός του από το Τμήμα Δασών ως μοναδικού πνεύμονα πρασίνου για την περιοχή.  Ένσταση της Εφεσείουσας κατά του διατάγματος μετά από τη δημοσίευση του δεν έγινε δεκτή, αφού το Υπουργικό Συμβούλιο επικύρωσε το διάταγμα χωρίς τροποποίηση.  Κατά της απόφασης αυτής εστράφη προσφυγή της Εφεσείουσας η οποία και απερρίφθη, με κατάληξη την ενώπιον μας έφεση.

Βασική εισήγηση της Εφεσείουσας στην προσφυγή, που συνιστά και ανάλογο λόγο έφεσης, είναι ότι το διάταγμα εξεδόθη υπό πλάνη και χωρίς δέουσα έρευνα ώστε να καταλήγει να είναι και αναιτιολόγητο.  Συναφής προς τούτο ήταν και η εισήγηση, που και πάλι επεκτείνεται σε λόγο έφεσης, ότι η Εφεσείουσα δεν ακούσθη, με αποτέλεσμα η έρευνα να ήταν πεπλανημένη και πλημμελής.  Ακόμα, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα εκρίθη πρωτοδίκως ότι το διάταγμα δεν συνιστούσε στέρηση ιδιοκτησίας αλλά νόμιμο περιορισμό, όπως αυτή είχε εισηγηθεί.  Και, τέλος, ότι εσφαλμένα απερρίφθη πρωτοδίκως η εισήγηση ότι το διάταγμα ήταν αποτέλεσμα κακοπιστίας και αλλότριου σκοπού.

Επικεντρωνόμαστε στον τελευταίο αναφερθέντα λόγο έφεσης για να πούμε ότι συμφωνούμε με την Εφεσείουσα.  Το ίδιο το Τμήμα Δασών είχε εισηγηθεί στο Δήμο Αγλαντζιάς, με πρωτοβουλία του οποίου φαίνεται ότι άρχισε το όλο θέμα, την απόκτηση του κτήματος με αγορά, ανταλλαγή ή απαλλοτρίωση, η εισήγηση αυτή όμως δεν έγινε δεκτή λόγω του μεγάλου κόστους που εξυπάκουε η ψηλή αγοραία αξία του κτήματος (το Κτηματολόγιο την εκτίμησε σε €928.000).  Πρόδηλο είναι από τους αναφερόμενους στο διάταγμα λόγους για την έκδοση του ότι αυτοί συναρτώντο προς τη μόνιμη διατήρηση του ιδιωτικού αυτού «δάσους ευκαλύπτων» στο κτήμα:

«Η έκδοση του Διατάγματος αυτού επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους:

(α)   Τη διατήρηση των πιο κάτω αναφερόμενων δέντρων και ομάδων δέντρων, η οποία είναι σκόπιμη προς το συμφέρον των τοπικών θελγήτρων, τη διασφάλιση των προοπτικών της βιώσιμης ανάπτυξης και τον επιτυχή πολεοδομικό σχεδιασμό των περιοχών στις οποίες αυτά βρίσκονται, καθώς και την ορθολογιστική διαχείριση των φυσικών πόρων, του φυσικού κύκλου και του περιβάλλοντος εν γένει.

(β)   Την προστασία των πιο κάτω αναφερόμενων δέντρων και ομάδων δέντρων, τα οποία είναι σημαντικά από επιστημονικής, ιστορικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής ή άλλης άποψης και/ή αποτελούν αξιόλογα δείγματα του είδους τους ως αιωνόβια ή εξαιρετικού μεγέθους.

(γ)     Τον κίνδυνο αφανισμού τους εξαιτίας των πιέσεων της ανάπτυξης για εκκοπή τους ή για αρνητικό επηρεασμό των ιδίων ή του άμεσου περιβάλλοντός τους χώρου.

(δ)   Τη σημασία τους ως μέρος του τοπικού οικοσυστήματος.»

Υπό αυτές τις συνθήκες, ορθώς εισηγείται η Εφεσείουσα ότι η έκδοση του διατάγματος διέπετο από αλλότριο σκοπό.  Δεδομένης της αναγκαιότητας διατήρησης των δένδρων στα πλαίσια των μακροπρόθεσμων πολεοδομικών και περιβαλλοντικών σχεδιασμών της διοίκησης, αλλά και των εγγενών δραστικών επιπτώσεων του διατάγματος στις δυνατότητες αξιοποίησης του κτήματος, η απόρριψη της λύσης της αγοράς, ανταλλαγής ή απαλλοτρίωσης, που θα εξυπηρετούσε ακόμα καλύτερα τον επιδιωκόμενο σκοπό, για το λόγο ότι η λύση αυτή θα ήταν δαπανηρή, επεδίωξε ουσιαστικά να μεταθέσει το οικονομικό βάρος που κανονικά θα έπρεπε να επωμισθεί το σύνολο των πολιτών προκειμένου για ένα κοινωφελή σκοπό από τη διοίκηση στους ιδιοκτήτες του κτήματος. Δεν είναι αυτή η σύγχρονη προσέγγιση στα κοινά ούτε συνάδει με τη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

Δεν θα εξετάσουμε τους άλλους λόγους έφεσης.  Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.  Η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ πρωτοδίκως και κατ΄έφεση στην Εφεσείουσα.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Το Υπουργικό Συμβούλιο, ενασκώντας τις παρεχόμενες σ' αυτό εξουσίες δυνάμει του Άρθρου 39 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων, επικύρωσε χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση το Διάταγμα Προστασίας Δένδρων που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 30.1.2004 ως Κ.Δ.Π. 43/2004. Το προαναφερόμενο Διάταγμα Προστασίας Δένδρων («το Διάταγμα»), αφορούσε ευκαλύπτους εντός του τεμαχίου αρ. 182 του Φ/Σχ. ΧΧΧΙ/64.Ε1&E2 στην Αγλαντζιά, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία επικυρώθηκε το Διάταγμα. Οι λόγοι ακυρότητας που προώθησαν, κρίθηκαν αβάσιμοι και η προσφυγή τους απορρίφθηκε. Η υπό κρίση έφεση, στρέφεται κατά της απόφασης του συναδέλφου μας που εκδίκασε την προσφυγή.

Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για επικύρωση του Διατάγματος, λήφθηκε κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 39 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και σύμφωνα με τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Διατάγματα Προστασίας των Δένδρων) Κανονισμούς του 1996 (Κ.Δ.Π. 52/96).

Το Άρθρο 39 του Νόμου προνοεί:

«39.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εάν ο Υπουργός θεωρή ότι είναι σκόπιμον προς το συμφέρον των θελγήτρων περιοχής όπως προβλέψη διά την διατήρησιν οιουδήποτε συγκεκριμένου δένδρου ή οιασδήποτε ομάδος δένδρων ή δασών εν οιαδήποτε περιοχή, ο Υπουργός δύναται προς τον σκοπόν τούτον να εκδώση Διάταγμα προς τούτο (εν τω παρόντι Νόμω αναφερόμενον ως «Διάταγμα Προστασίας Δένδρων»), απαγορεύον, υπό τοιαύτας εξαιρέσεις οίαι ήθελον προβλεφθή εν τω Διατάγματι, την εκκοπή, ακροτομήν, κλάδευσιν ή εκούσιαν καταστροφήν αυτών ειμή τη συναινέσει του Υπουργού και υπό τοιούτους όρους οίοι ήθελον ορισθή εν αυτή.

(2) Παν Διάταγμα Προστασίας Δένδρων δυνάμει του εδαφίου (1)-

(α) εκδίδεται συμφώνως προς τους Κανονισμούς εκδιδόμενους δυνάμει του παρόντος Νόμου

(β) ορίζει το συγκεκριμένον δένδρον, ομάδα δένδρων ή δάσος αναφορικώς με το οποίον ή την οποίαν εκδίδεται

(γ) δύναται να προβλέψη περί της εφαρμογής, εν σχέσει προς την εν τω εδαφίων (1) αναφερόμενην συναίνεσιν του Υπουργού και τας αιτήσεις διά την τοιαύτην συναίνεσιν, οιασδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου αι οποίαι αναφέρονται εις πολεοδομικήν άδειαν, υπό τοιαύτας προσαρμογάς και μετατροπάς οίαι ήθελον ορισθή εν τω Διατάγματι

(δ) δύναται να προβλέψη περί των μέτρων τα οποία δέον να ληφθώσι υφ' οιουδήποτε προσώπου διά την εξασφάλισιν της επαναφυτεύσεως, κατά τοιούτον τρόπον οίος ήθελε καθορισθή υπό ή δυνάμει του τοιούτου Διατάγματος, οιουδήποτε μέρους δασικής περιοχής το οποίον αποψιλούται κατά την εκτέλεσιν δασοπονικών έργων επιτρεπομένων υπό ή δυνάμει του τοιούτου διατάγματος, οιουδήποτε μέρους δασικής περιοχής το οποίον αποψιλούται κατά την εκτέλεσιν δασοπονικών έργων επιτρεπομένων υπό ή δυνάμει του τοιούτου Διατάγματος.

(3) Οσάκις εκδίδηται Διάταγμα Προστασίας Δένδρων εφαρμόζονται αι ακόλουθοι διατάξεις, ήτοι-

(α) η έκδοσις του Διατάγματος Προστασίας Δένδρων γνωστοποιείται καθ' όν τρόπον ήθελε καθορισθή

(β) ενστάσεις και παραστάσεις αναφορικώς προς το τοιούτο Διάταγμα δύνανται να διατυπωθώσιν υφ' οιουδήποτε προσώπου του οποίου παραβλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα και να υποβληθώσι κατά τοιούτον τρόπον και εντός τοιαύτης προθεσμίας ως ήθελον καθορισθή

(γ) το Υπουργικόν Συμβούλιον εξετάζει το ζήτημα και οιασδήποτε ενστάσεις και παραστάσεις υποβληθείσας αναφορικώς προς το Διάταγμα και δύναται να επικυρώση το Διάταγμα τούτο, είτε άνευ τροποποιήσεως, είτε υπό τοιαύτας τροποποιήσεις οίας το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελε θεωρήσει σκόπιμους, ή να αρνηθή την επικύρωσιν αυτού.

(δ) επί τη επικυρώσει Διατάγματος Προστασίας Δένδρων αντίγραφον αυτού ομού μετά στοιχείων της ακινήτου ιδιοκτησίας εις την οποίαν αναφέρεται αποστέλλεται εις τον Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Λειτουργόν της επαρχίας εν τη οποία κείται η τοιαύτη ιδιοκτησία, η δε επικύρωσις κοινοποιείται κατά τοιούτον τρόπον οίος ήθελε καθορισθή

(4) όταν Διάταγμα Προστασίας Δένδρων επικυρωθή υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ουδείς επιτρέπεται όπως προβή εις την εκκοπήν, ακροτομήν, κλάδευσιν ή εκούσιαν καταστροφήν οιουδήποτε δένδρου εις το οποίον το Διάταγμα τούτο αναφέρεται άνευ προηγουμένης αιτήσεως, υποβαλλόμενης καθ΄ ον τρόπον ήθελε καθορισθή, δια την προς τούτο συναίνεσιν του Υπουργού η οποία αναφέρεται εν τη παραγράφω (γ) του εδαφίου (2), λήψεως της εν λόγω συναινέσεως και συμμορφώσεως προς οιουσδήποτε εν αυτή οριζομένους όρους:

Νοείται ότι, άνευ επηρεασμού οιωνδήποτε άλλων εξαιρέσεων δια τας οποίας δυνατόν να γίνη πρόβλεψις υπό του τοιούτου Διατάγματος ουδέν των εν τω παρόντι εδαφίω διαλαμβανομένων εφαρμόζεται επί της εκκοπής, ακροτομής ή κλαδεύσεως δένδρων αποξηραινομένων ή αποξηρανθέντων ή καταστάντων επικινδύνων, ή της εκκοπής, ακροτομής ή κλαδεύσεως οιωνδήποτε δένδρων προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε υποχρεώσεων επιβληθεισών υπό τη δυνάμει νόμου τινός ή εφόσον αυτή δυνατόν να είναι αναγκαία δια την πρόληψιν ή την κατάπαυσιν οχληρίας.

(5) Διάταγμα Προστασίας Δένδρων δεν εκδίδεται δι' οιανδήποτε δασικήν γην η οποία τελεί υπό την διαχείρισιν της Κυβερνήσεως.»

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε χωρίς να είχε προηγηθεί η διεξαγωγή δέουσας έρευνας και χωρίς να τους είχε δοθεί η ευκαιρία να εκθέσουν τις δικές τους απόψεις προς αντίκρουση στοιχείων και αντιθέτων προς τις δικές τους απόψεων που λήφθηκαν υπόψη πριν και κατά την επικύρωση του Διατάγματος.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί κρίθηκαν αβάσιμοι και εδώ επικεντρώνονται οι πρώτοι δυο λόγοι της έφεσης. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι οι περισσότεροι ευκάλυπτοι που βρίσκονταν στο προαναφερόμενο τεμάχιο, έχουν αποξηρανθεί και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχαν τόσα δέντρα όσα αφήνεται να νοηθεί μέσα από τις εκθέσεις και τα λοιπά έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην επικύρωση του Διατάγματος. Η παράλειψη διεξαγωγής επιτόπιας εξέτασης, συνέτεινε στη δημιουργία πραγματικής πλάνης. Στη δημιουργία τέτοιας πλάνης, συνέβαλε και το γεγονός ότι δεν ακούστηκε και ο δικός τους λόγος, μετά τη συγκέντρωση πρόσθετων στοιχείων,  ως αποτέλεσμα της ένστασης που υπέβαλαν.

Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο Δήμος Αγλαντζιάς, επιδίωξε τη διαφύλαξη του «ιδιωτικού δάσους» των εφεσειόντων, το οποίο γειτνιάζει με την Πανεπιστημιούπολη, ως πνεύμονα πρασίνου. Το Τμήμα Δασών, χαρακτήρισε τον ευκαλυπτώνα ως μοναδικό πνεύμονα πρασίνου για την περιοχή και διατύπωσε την άποψη ότι επιβάλλεται η προστασία του. Προσφέρεται για τη δημιουργία πάρκου με ήπια ανάπτυξη και λόγω της θέσης του, μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες τόσο στο Δήμο Αγλαντζιάς όσο και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Το Τμήμα Δασών εισηγήθηκε στο Δήμο Αγλαντζιάς όπως  προχωρήσει στην απόκτηση του ευκαλυπτώνα είτε δι' αγοράς είτε με απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή του με ίσης αξίας κρατική γη στην περιοχή. Ωστόσο, η εισήγηση για ανταλλαγή δεν έγινε αποδεκτή η δε απαλλοτρίωση δεν ήταν εφικτή λόγω της ψηλής αγοραίας αξίας η οποία, σύμφωνα με υπολογισμό του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ανερχόταν στις £925.000.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Δασών στην επιστολή του ημερ. 26.4.2004 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, αναφέρει ότι στις 17.4.2003 ένας εκ των συνιδιοκτητών του επίδικου κτήματος, εκρίζωσε μεγάλο αριθμό ευκαλύπτων. Κατόπιν επέμβασης του Τμήματος Δασών αποτράπηκε η περαιτέρω εκρίζωση. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται ότι ο ευκαλυπτώνας είναι πολύ αξιόλογος με μεγάλη πυκνότητα που ξεπερνά το 80% της κάλυψης του εδάφους και ότι δεν υπάρχουν ξεραμένα ευκάλυπτα. Αναφέρεται επίσης ότι στην έκταση που έχει εκχερσωθεί, άρχισαν να πρεμνοβλαστούν μερικά ευκάλυπτα και πιστεύεται ότι σύντομα θα  καλύψουν ξανά με πράσινο μέρος της περιοχής. Σε πρόσφατη επιτόπια εξέταση, διαπιστώθηκε κακόβουλη ενέργεια καταστροφής και άλλων ευκαλύπτων η οποία συντελείται με την αποφλοίωση του κορμού με στόχο την ξήρανσή τους. Αναφέρεται επίσης ότι το Τμήμα Δασών ετοίμασε  χωροταξικό σχέδιο (επισυνημμένο στην επιστολή) στο οποίο φαίνονται τα ακόλουθα:

(α)   Πράσινη διαγράμμιση: έκταση 28 δεκάρια που είναι καλυμμένη με ευκάλυπτα.

(β)   Κόκκινη διαγράμμιση: έκταση  15 δεκάρια που έχει εκχερσωθεί παράνομα από τους ιδιοκτήτες.

(γ)   Κίτρινη διαγράμμιση: έκταση 25 δεκάρια που χρησιμοποιείται για γεωργικές καλλιέργειες.

Η ύπαρξη ευκαλύπτων εντός του τεμαχίου των εφεσειόντων επιβεβαιώνεται και από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ο οποίος, στην επιστολή του ημερ. 22.12.2004 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί επιβεβλημένη και απολύτως σκόπιμη προς το συμφέρον των θελγήτρων της περιοχής την προστασία και διαφύλαξη των ευκαλύπτων. Ο Διευθυντής, συγκρίνοντας την επί τόπου πραγματική κατάσταση με αεροφωτογραφίες που είχαν ληφθεί προηγουμένως, διαπιστώνει μερική εκρίζωση δέντρων και διεξαγωγή χωματουργικών εργασιών.

Η ύπαρξη αριθμού ευκαλύπτων εντός του τεμαχίου των εφεσειόντων είναι δεδομένη όσο και αν οι τελευταίοι, προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το γεγονός αυτό, προβάλλοντας ότι πρόκειται για δέντρα που έχουν αποξηρανθεί. Προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μας ότι κατόπιν δέουσας έρευνας, συμπεριλαμβανομένης και επιτόπιας εξέτασης και καλής γνώσης της επί τόπου πραγματικής κατάστασης, οι αρμοδίως διατυπωθείσες απόψεις και εισηγήσεις των ειδικών επί του θέματος,  συνηγορούσαν υπέρ της προστασίας και διαφύλαξης των ευκαλύπτων ως πνεύμονα πρασίνου της περιοχής. Η προστασία των συγκεκριμένων δέντρων ευλόγως κρίθηκε σκόπιμη προς το συμφέρον των θελγήτρων της περιοχής βάσει πολεοδομικών κριτηρίων και τη διασφάλιση των προοπτικών χωροταξικού σχεδιασμού της βιώσιμης ανάπτυξης και ορθολογικής διαχείρισης του φυσικού κύκλου και του εν γένει περιβάλλοντος.

Μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος (Κ.Δ.Π. 43/2004), οι εφεσείοντες υπέβαλαν ένσταση με την οποία ουσιαστικά γνωστοποίησαν στη διοίκηση τις δικές τους θέσεις και απόψεις επί του θέματος. Οι εφεσίβλητοι, έχοντας πλέον υπόψη όλα τα  στοιχεία και δεδομένα, αξιολόγησαν την πραγματική κατάσταση και με αναφορά στο νόμο, αποφάσισαν την επικύρωση του Διατάγματος χωρίς τροποποίηση. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν νομική υποχρέωση να ακούσουν εκ νέου γραπτώς ή διά ζώσης τους εφεσείοντες προτού αποφασίσουν την επικύρωση του Διατάγματος. Δεν φαίνεται ότι προέκυψε οποιαδήποτε πραγματική ανάγκη για διευκρινίσεις ή πρόσθετες πληροφορίες. Η εικόνα ήταν συμπληρωμένη και καθαρή. Επομένως, δεν διακρίνουμε σφάλμα στη διαπίστωση του συναδέλφου μας ότι έγινε δέουσα και επαρκής έρευνα πριν από την επικύρωση του Διατάγματος. Ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης έμεινε ατεκμηρίωτος εφόσον, για τη διαπίστωση τέτοιας πλάνης, απαιτείται πραγματική ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων επί των οποίων στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Βλ. Πορίσματα του ΣτΕ 1929-59, σελ. 267-268. Στην υπό κρίση υπόθεση, υπήρχαν  επαρκή στοιχεία και συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για να καταλήξουν οι εφεσίβλητοι σε ασφαλή συμπεράσματα και διαπιστώσεις.

Το παράπονο των εφεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη είναι αδικαιολόγητο. Η μορφή, η έκταση και οι λεπτομέρειες της επιβαλλόμενης αιτιολογίας διαφέρουν, ανάλογα με το θέμα στο οποίο αναφέρεται η απόφαση και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι επαρκώς αιτιολογημένη αν υιοθετεί την υποβληθείσα «πρόταση» του αρμόδιου υπουργείου η οποία υποβλήθηκε σ΄ αυτό και δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύονται στην απόφαση οι διαβουλεύσεις μεταξύ των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Βλ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589. Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος δεν απαιτεί ρητά αιτιολόγηση της απόφασης και συνεπώς η αιτιολογία, εφόσον δεν αποτελεί ουσιώδη τύπο, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας. Βλ. Άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999. Προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου τι ακριβώς είχαν υπόψη τους οι εφεσίβλητοι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης τα δε στοιχεία του φακέλου καταδείχνουν με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους η διοίκηση οδηγήθηκε στη λήψη της απόφασης.

Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά επειδή το Διάταγμα και το σχετικό χωρομετρικό σχέδιο δεν αναρτήθηκαν σε περίοπτη θέση πλησίον του δέντρου ή μέσα στην περιοχή που βρίσκεται το δέντρο κλπ, σίγουρα δεν βοηθά την υπόθεσή των εφεσειόντων εφόσον αυτοί, ως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, έλαβαν γνώση του Διατάγματος μέσω των σχετικών δημοσιεύσεων στην Επίσημη Εφημερίδα και στον ημερήσιο τύπο και συνακόλουθα προέβηκαν στη λήψη των προβλεπόμενων από το νόμο μέτρων και διαβημάτων. Αν δεν έγινε η προαναφερόμενη ανάρτηση κλπ, όπως οι εφεσείοντες ισχυρίζονται, πρόκειται για παράλειψη τήρησης επουσιώδους τύπου που σαφώς δεν επηρέασε τη νομιμότητα του Διατάγματος αλλά ούτε και τη νομική κατάσταση των εφεσειόντων. Lumiere T.V. v. Antenna P.T. Λτδ κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 242, Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339.

Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε υπό τις περιστάσεις νομική υποχρέωση να διενεργήσει επιτόπια εξέταση για να αποκτήσει ιδία και άμεση γνώση της πραγματικής κατάστασης, στερείται ερείσματος. Δεν υπάρχει καμιά αρχή διοικητικού δικαίου η οποία να επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στο αποφασίζον όργανο. Εκεί όπου ενδείκνυται ή επιβάλλεται η διεξαγωγή τέτοιας έρευνας, η διεξαγωγή της μπορεί να ανατεθεί σε άλλο όργανο, όπως έγινε στην υπό εξέταση υπόθεση όπου η έρευνα έγινε από τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα κλπ. Βλ. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72 και Δημητρίου ν. Υπ. Συμβ. (1966) 3 Α.Α.Δ. 85.

Οι εφεσείοντες, στην ένσταση που υπέβαλαν μέσω του δικηγόρου τους, μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος (Κ.Δ.Π. 43/2008), ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι

«(α) Όπως προκύπτει από τη δημοσίευση του πιο πάνω διατάγματος, περιλαμβάνεται ολόκληρο το τεμάχιο των πελατών μου, το οποίο είναι 57 στρέμματα ενώ το μέρος που είναι φυτεμένο με ευκαλύπτους (οι πλείστοι ξεραμένοι) καλύπτει συνολική έκταση 15 στρέμματα.

(β)  Με την απαγόρευση εκκοπής δέντρων κλπ ή εκτέλεσης οποιασδήποτε κατασκευής ή εκσκαφής οι πελάτες μου στερούνται το δικαίωμα ιδιοκτησίας με βάση το Άρθρο 23 του  Συντάγματος και μάλιστα χωρίς απαλλοτρίωση, να χρησιμοποιήσουν και/ή εκμεταλλευθούν και/ή προχωρήσουν σε αξιοποίηση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.»

Κατά την ακρόαση της προσφυγής, έγινε εισήγηση ότι η απαγόρευση η οποία εμπεριέχεται στο διάταγμα ουσιαστικά εκμηδενίζει την αξία της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων και δημιουργεί άνιση σε βάρος τους μεταχείριση εφόσον η απαγόρευση, συνιστά περιορισμό ο οποίος ισοδυναμεί με αποστέρηση της περιουσίας τους χωρίς απαλλοτρίωση κατά παράβαση του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος.

Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι ο  πιο πάνω ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Διατάγματος δεν αναπτύχθηκε επαρκώς ή σχεδόν καθόλου στη γραπτή αγόρευση των εφεσειόντων και ως εκ τούτου δεν αποδείχθηκε, ως απαιτείται, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας κλπ των εφεσειόντων. Η σκέψη επί του θέματος διατυπώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ως εξής,

«... Περαιτέρω παρατηρώ ότι το Διάταγμα δεν συνιστά στέρηση της ιδιοκτησίας αλλά νόμιμο περιορισμό, ο οποίος επιτρέπεται από το Άρθρο 23.2 του Συντάγματος. Το επίδικο διάταγμα, όπως αναφέρεται και στην Εκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν επηρεάζει το αναπτυξιακό καθεστώς που διέπει την επίδικη ιδιοκτησία, το οποίο παραμένει αναλλοίωτο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.»

Οι εφεσείοντες, αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω διαπίστωσης καθώς και το συμπέρασμα ότι το διάταγμα δεν είναι το αποτέλεσμα κακοπιστίας και/ή μεθόδευσης αλλότριου σκοπού. Ο δικηγόρος τους, επανέλαβε την ίδια νομική επιχειρηματολογία που είχε προωθήσει κατά την ακρόαση της προσφυγής, προκειμένου να καταδείξει ότι το διάταγμα συνιστά στέρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας κατά παράβαση του Συντάγματος. Η κακοπιστία της διοίκησης εντοπίζεται, σύμφωνα με την εισήγηση, στο γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι επέλεξαν την έκδοση του Διατάγματος αντί την απαλλοτρίωση του κτήματος και την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης ή την ανταλλαγή του με ίσης αξίας κτήμα, όπως εξάλλου, διαλάμβανε η προαναφερόμενη έκθεση του Τμήματος Δασών.

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, κινητής και ακίνητης, κατοχυρώνεται με το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος. Το εν λόγω δικαίωμα, υπόκειται όχι μόνο σε περιορισμούς αλλά και σε στέρηση, σύμφωνα και για τους λόγους που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 του εν λόγω άρθρου. Το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος προνοεί ότι:

«23.3 Η άσκηση τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθεί διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.»

Στην προκείμενη περίπτωση οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε επιβεβλημένη η έκδοση του Διατάγματος προσδιορίζονται στο Διάταγμα ως εξής:

«3. Η έκδοση του Διατάγματος αυτού επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους:

(α)   Τη διατήρηση των πιο κάτω αναφερόμενων δέντρων και ομάδων δέντρων, η οποία είναι σκόπιμη προς το συμφέρον των τοπικών θελγήτρων, τη διασφάλιση των προοπτικών της βιώσιμης ανάπτυξης και τον επιτυχή πολεοδομικό σχεδιασμό των περιοχών στις οποίες αυτά βρίσκονται, καθώς και την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, του φυσικού κύκλου και του περιβάλλοντος εν γένει.

(β)   Την προστασία των πιο κάτω αναφερόμενων δέντρων και ομάδων δέντρων, τα οποία είναι σημαντικά από επιστημονικής, ιστορικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής ή άλλης άποψης και/ή αποτελούν αξιόλογα δείγματα του είδους τους ως αιωνόβια ή εξαιρετικού μεγέθους.

(γ)   Τον κίνδυνο αφανισμού τους εξαιτίας των πιέσεων της ανάπτυξης για εκκοπή τους ή για αρνητικό επηρεασμό των ιδίων ή του άμεσου περιβάλλοντός τους χώρου.

(δ)   Τη σημασία τους ως μέρος του τοπικού οικοσυστήματος.»

Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν με το Διάταγμα αφορούν στην απαγόρευση εκκοπής, ακροτομής, κλάδευσης, εκρίζωσης, εκούσιας καταστροφής ή εκτέλεσης οιασδήποτε κατασκευής ή εκσκαφής που δυνατό να επηρεάσει τα δέντρα και τις ομάδες δέντρων που αναφέρονται στον Πίνακα του Διατάγματος και καθορίζονται στα συνημμένα κυβερνητικά χωρομετρικά σχέδια κλπ, εκτός, κατόπιν συναίνεσης του Υπουργού Εσωτερικών και υπό όρους που αυτός τυχόν θα καθορίσει.

Στην προκείμενη περίπτωση οι πιο πάνω περιορισμοί απορρέουν από τις πρόνοιες του Άρθρου 39 του περί  Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην αειφόρο ανάπτυξη. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι δικαίωμα το οποίο, άνκαι δεν εκπηγάζει αυτοτελώς από το Σύνταγμα εντούτοις τυγχάνει νομικής προστασίας και κατοχύρωσης. Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73 και Κυνηγού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 472. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητα Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 λέχθηκαν (από Νικήτα, Δ.) τα εξής:

«Πρέπει να λεχθεί ότι η θέση που ανέπτυξε η πρωτόδικη απόφαση πως το φυσικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα στη ζωή, που διακηρύσσει και διασφαλίζει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και που έχει ως πρότυπο το Άρθρο 2(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν αμφισβητείται. Επίσης, ότι το δικαίωμα δημιουργεί και το απαραίτητο έννομο συμφέρον για την προσβολή απόφασης που καταπονεί το περιβάλλον που συναρτάται στο προκείμενο με την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Υπό τον όρο φυσικά πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος. Βρίσκεται επίσης έξω από κάθε αμφισβήτηση η κρίση ότι το δικαίωμα δεν είναι μόνο ατομικό αλλά και συλλογικό.

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει εδώ ευρύτερα, πως το περιβάλλον θεωρείται πια και αντιμετωπίζεται σαν παγκόσμιο κοινωνικό αγαθό που χρήζει νομικής προστασίας. Σε διεθνές επίπεδο δεν είναι λίγες οι διακρατικές συμφωνίες που ρυθμίζουν περιβαλλοντικά προβλήματα ιδιαίτερα μεταξύ γειτονικών χωρών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα από τα κύρια λίκνα του δικαίου του περιβάλλοντος. Με πολλές οδηγίες της έχει εισάξει σε διάφορους τομείς ανάπτυξης όχι μόνο οικονομικά αλλά και περιβαλλοντικά κριτήρια.

Βασικές θέσεις του Κυπριακού Δικαίου του περιβάλλοντος ανέπτυξε η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Ανθή Δημήτρη Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85. Τονίζω δύο σημεία της απόφασης. Το πρώτο αφορά την ανάπτυξη σε σχέση με τη διατήρηση του περιβάλλοντος:

«Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.»

Το δεύτερο σημείο αφορά την ανάγκη για ενδελεχή διερεύνηση των γεγονότων στα πλαίσια των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις που θίγουν το περιβάλλον:

«Όπως προκύπτει από τη Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και Άλλοι (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1544, η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.»

Στη Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 γίνεται εκτενής αναφορά στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να διέπουν την κρίση ως προς το βάσιμο των περιορισμών στη χρήση συγκεκριμένου ακινήτου και στο κατά πόσο οι εν λόγω περιορισμοί απολήγουν σε ουσιαστική εξουδετέρωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Τα εν λόγω κριτήρια συνοψίζονται ως εξής:

-      Το βάσιμο των περιορισμών στη χρήση ακινήτου κρίνεται με αναφορά και σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους επιβάλλονται και τη φύση της ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται. Η προσδοκία επενδυτών για την αποκόμιση κέρδους από επενδύσεις στη γη δεν περιορίζει ούτε αμβλύνει τις εξουσίες του Κράτους να επιβάλλει περιορισμούς.

-      Η εξουσία για την επιβολή περιορισμών πηγάζει από το Σύνταγμα και ρυθμίζεται από το νόμο. Η άσκησή της εναποτίθεται στους εκάστοτε φορείς της κρατικής εξουσίας και κανένας δεν μπορεί να την απεμπολήσει.

-      Η ανάγκη για την επιβολή περιορισμών συναρτάται με τα εκάστοτε δεδομένα, κοινωνικά και επιστημονικά, και τη συλλογική βούληση για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει κεκτημένο δικαίωμα στους ιδιοκτήτες για τη μη μεταβολή της.

-      Η ζημιά η οποία, ενδεχομένως, προκαλείται ως αποτέλεσμα περιορισμών στη χρήση γης, εκτός αν απολήγει σε στέρηση της ιδιοκτησίας, δε διερευνάται στο πλαίσιο της αναθεώρησης της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται. Ο χαρακτηρισμός των όρων που επιβάλλονται για τη χρήση ιδιοκτησίας ως «περιορισμών» δεν είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα τους. Εάν οι όροι οι οποίοι επιβάλλονται, περιοριστικοί της χρήσης της ιδιοκτησίας, απολήγουν σε ουσιαστική εξουδετέρωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, η πράξη ακυρώνεται για κατάχρηση εξουσίας.

-      Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.

-      Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή. Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.

-      Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό.

-      Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με την ένταξή της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα,  όπως αναγνωρίζει η νομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας.

-      Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.

-      Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου, προορίζεται. Σ' εκείνη την περίπτωση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα χρήσης της γης για οποιοδήποτε γόνιμο σκοπό.

-                    Η ιδιοκτησία γης συναρτάται με οικοδομικούς σκοπούς μόνο στην περίπτωση που το ακίνητο συνιστά οικόπεδο. Η φύση του ακινήτου προοιωνίζει, σ΄ εκείνη την περίπτωση, τη χρήση του για οικοδομικούς σκοπούς. Αλλά και η χρήση οικοπέδων για οικοδομικούς σκοπούς μπορεί να περιοριστεί, νοουμένου ότι με τους περιορισμούς δεν αποκλείεται κάθε οικοδομική ανάπτυξη. Περιορισμοί οι οποίοι αποκλείουν τη χρήση οικοπέδου για οικοδομικούς σκοπούς καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή, γιατί δεν επιτρέπουν τη χρήση της για τους σκοπούς για τους οποίους, η φυσική της κατάσταση την προοιωνίζει.

-      Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή των περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτες.

-      Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο πως η κρίση της Αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα ενός έργου για το δημόσιο συμφέρον ή ωφέλεια, δεν ελέγχεται από τα Διοικητικά Δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει όπου απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις για τη δημιουργία του.

Οι λόγοι για τους οποίους εκδόθηκε το διάταγμα, συνάδουν με το νόμο και το Σύνταγμα. Οι περιορισμοί, αφορούν στην απαγόρευση τέλεσης πράξεων που δυνατόν να επηρεάσουν την υφιστάμενη κατάσταση των δέντρων. Οι εν λόγω περιορισμοί δεν είναι απόλυτοι. Αυτοί μπορεί να μεταβληθούν και να επιτραπεί η τέλεση μιας ή περισσοτέρων εκ των απαγορευμένων πράξεων νοουμένου ότι θα εξασφαλιστεί προηγουμένως  η συναίνεση του Υπουργού.

Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μας καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν αποστερηθεί της περιουσίας τους. Η πολεοδομική ζώνη η οποία καλύπτει το συγκεκριμένο κτήμα παρέμεινε αναλλοίωτη και οι εφεσείοντες διατηρούν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν την ιδιοκτησία τους για κάθε σκοπό, που με βάση την υπάρχουσα πριν από την έκδοση του διατάγματος κατάσταση, επιτρεπόταν σ' αυτούς να την αναπτύξουν. Η όποια προτεινόμενη ανάπτυξη η οποία θα συνεπάγεται την τέλεση απαγορευμένης πράξης που αφορά στα προστατευόμενα δέντρα είναι ζήτημα που θα τύχει εξέτασης όταν και εφόσον ζητηθεί η παροχή συναίνεσης του Υπουργού. Συμμερίζομαι τη γνώμη του συναδέλφου μου που εκδίκασε την προσφυγή ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο περιορισμός που έχει τεθεί με το Διάταγμα καθιστά αδρανή την περιουσία τους ώστε να απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος χρήσης της εν λόγω ιδιοκτησίας.

Με τις πιο πάνω σκέψεις καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η αντισυνταγματικότητα του Διατάγματος και θεωρώ ότι το εν λόγω Διάταγμα δεν συνιστά στέρηση της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων αλλά νόμιμο περιορισμό, επιτρεπόμενο από το Άρθρο 23.2 του Συντάγματος.

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί θα απέρριπτα την έφεση με  έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο