ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 274
29 Μαΐου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 114/2005)
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Το δικαίωμα σε σύνταξη ως περιουσιακό δικαίωμα ― Τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Azinas v. Cyprus και η διάκρισή τους από τα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Συντάξεις ― Ο περί Συντάξεων Νόμος, Κεφ. 311 ― Άρθρο 7(Γ) (που προστέθηκε στο βασικό νόμο με τον Ν. 39/81 και Άρθρο 27 του Ν.97(Ι)/97 ― Ερμηνεία ― Ειδικά οι συνέπειες της μη αναδρομικής ισχύος των διατάξεων.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Η ανυπαρξία θετικής νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση ― Τα αποφασισθέντα στην Dias United Publishing Co Ltd. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και η εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της άρνησης χορήγησης σε αυτόν οποιωνδήποτε συνταξιοδοτικών ωφελημάτων για την περίοδο 1959-1974, κατά την οποία είχε υπηρετήσει ως δημόσιος υπάλληλος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν. 39/62, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή του. Το δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, να καταλήξει ότι είχε διοριστεί στη Δημόσια Υπηρεσία σε μόνιμη και συντάξιμη θέση και είχε αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα το οποίο αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο εντός της εννοίας του Άρθρου 1, του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης.
Δεν είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι με το διορισμό του σε συντάξιμη θέση απέκτησε αμέσως και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Ο εφεσείων, όπως και κάθε δημόσιος υπάλληλος που διορίζεται σε συντάξιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, αποκτά το δικαίωμα σύνταξης μόνο άμα και όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός νόμος. Δεν αποκτά δικαίωμα σύνταξης μόνο με το διορισμό του.
Ο εφεσείων εναλλακτικά επικαλείται τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του.
Το Άρθρο 7(Γ) που προστέθηκε στο βασικό νόμο με το Νόμο 39/81 και το Άρθρο 27 του Νόμου 97(Ι)/97 προβλέπουν ότι υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και έχει συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία 10 ή περισσοτέρων ετών και ηλικία όχι μικρότερη των 45 ετών και ο οποίος, με αίτησή του, αφυπηρετεί πρόωρα, δικαιούται σε σύνταξη η οποία του καταβάλλεται μόνο όταν συμπληρώσει την ηλικία των 55 χρόνων. Ο εφεσείων αναγνωρίζει ότι οι πιο πάνω πρόνοιες δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αλλά υποστηρίζει ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν ο χρόνος εξέτασης του αιτήματος για σύνταξη ή ο χρόνος κατά τον οποίο συμπληρώνει κάποιος την ηλικία των 55 ετών και όχι ο χρόνος αφυπηρέτησης.
Για να είναι όμως δυνατή η χορήγηση κάποιου δικαιώματος χρειάζεται θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί τότε ο συνταγματικός έλεγχος που ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.
Στην παρούσα περίπτωση εκτός του ότι ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν παρέχονται ούτε και δικαιώματα στη βάση υπηρεσίας στο παρελθόν. Ακόμα κι' αν έτσι ήταν τα πράγματα, ο Νόμος ρητά δεν θα αφορούσε τον εφεσείοντα, αφού κατά το χρόνο της οικειοθελούς παραίτησής του δεν ήταν τουλάχιστον 45 ετών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Azinas v. Cyprus (No. 56679/00), Judgment 20.6.02, (Section III), Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Dias United Publication Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,
Φυλακτής ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 881/98, ημερ. 16.5.2000,
Παπακώστα ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 265,
Santis a.o. v. Τhe Republic (1983) 3 C.L.R. 419.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 567/03), ημερ. 21.9.05.
Ο Eφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων διορίστηκε σε θέση Γραφέα 2ης τάξης στη Δημόσια Υπηρεσία το Γενάρη του 1959. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα και ενώ βρισκόταν σε ηλικία 35 ετών παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη μόνιμη θέση διοικητικού λειτουργού 3ης τάξης, την οποία κατείχε τότε.
Αίτηση του εφεσείοντα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για καταβολή, κατά χάριν, σύνταξης ή φιλοδωρήματος, λόγω της αφυπηρέτησής του απορρίφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί η περίπτωση δεν καλυπτόταν από τις πρόνοιες του τότε ισχύοντος περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311.
Ο βασικός νόμος τροποποιήθηκε το 1981 με τον περί Συντάξεων (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 1981, Ν.39/81, με αποτέλεσμα να προνοείται, πλέον, η χορήγηση σε υπάλληλο που οικειοθελώς αφυπηρετεί πρόωρα, είτε παγοποιημένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, είτε φιλοδωρήματος μόνον, αναλόγως της ηλικίας και των ετών υπηρεσίας του.
Στις 27.2.2003, ο εφεσείων επικαλούμενος την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Azinas v. Cyprus (No. 56679/00), Judgment 20.6.02, (Section III), με επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, διεκδίκησε, αυτή τη φορά όχι κατά χάριν, σύνταξη για την περίοδο που είχε υπηρετήσει.
Το αίτημα απορρίφθηκε δύο φορές, την τελευταία με επιστολή ημερ. 21.5.2003. Του επεξηγήθηκε ότι δεν εδικαιούτο στην καταβολή οποιωνδήποτε συνταξιοδοτικών ωφελημάτων για την περίοδο της υπηρεσίας του στη Δημόσια Υπηρεσία, μεταξύ Γενάρη 1959 και Μαΐου 1974, γιατί σύμφωνα με την ισχύουσα, τότε, νομοθεσία δεν παραχωρούνταν τέτοια ωφελήματα σε όσους παραιτούνταν από τη Δημόσια Υπηρεσία. Η σχετική μεταγενέστερη τροποποίηση του περί Συντάξεως Νόμου, δεν είχε αναδρομική ισχύ. Η πιο πάνω θέση εξακολουθούσε, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, να ισχύει, ανεξαρτήτως της απόφασης του Δικαστηρίου του Στρασβούργου στην υπόθεση Azinas.
Ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την καταχωρηθείσα προσφυγή. Η παρούσα έφεση προσβάλλει ακριβώς την απόφαση αυτή.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν. 39/62, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή του. Το δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, να καταλήξει ότι είχε διοριστεί στη Δημόσια Υπηρεσία σε μόνιμη και συντάξιμη θέση και είχε αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα το οποίο αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο εντός της εννοίας του Άρθρου 1, του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης.
Το πιο πάνω άρθρο προνοεί ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σε ανεμπόδιστη απόλαυση των περιουσιακών του στοιχείων, τα οποία κανένας δεν μπορεί να του στερήσει, εκτός λόγω δημοσίου συμφέροντος και βάσει όρων που προβλέπονται από το νόμο και από τις γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Ο εφεσείων στηρίχτηκε κυρίως, όπως είδαμε, στην απόφαση Azinas, παρ' όλον ότι από αυτή δεν προκύπτει νομική δέσμευση, αφού τελικά η υπόθεση κρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως απαράδεκτη, επειδή δεν είχαν εξαντληθεί τα κυπριακά ένδικα μέσα.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι με το διορισμό του στη συντάξιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, απόκτησε αυτόματα το δικαίωμα παροχής σ' αυτόν σύνταξης, που προστατεύεται, ως περιουσιακό στοιχείο.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Βρισκόμαστε σε πλήρη συμφωνία με την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην οποία αναλύονται με μεγάλη σαφήνεια οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος του εφεσείοντα. Επισημαίνεται ότι ακόμα και στην απόφαση Azinas τονίζεται πως το δικαίωμα σε σύνταξη δεν είναι εγγυημένο ως τέτοιο, από τη Σύμβαση. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι στην περίπτωση Azinas ο αιτητής εδικαιούτο ήδη σε σύνταξη βάσει των προνοιών του εν ισχύι τότε περί Συντάξεων Νόμου, με αποτέλεσμα, η με την ποινή απόλυσής του, επέμβαση να συνεπάγεται και απώλεια υφισταμένου δικαιώματος σύνταξης. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων δεν απέκτησε δικαίωμα σε σύνταξη.
Δεν είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι με το διορισμό του σε συντάξιμη θέση απέκτησε αμέσως και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Ο εφεσείων, όπως και κάθε δημόσιος υπάλληλος που διορίζεται σε συντάξιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, αποκτά το δικαίωμα σύνταξης μόνο άμα και όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός νόμος. Δεν αποκτά δικαίωμα σύνταξης μόνο με το διορισμό του.
Βάθρο των ισχυρισμών του εφεσείοντα είναι ακριβώς η ύπαρξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος το οποίο, κατ' ισχυρισμόν, απέκτησε αμέσως μετά το διορισμό του, παρ' όλον ότι είναι φανερό ότι ο ίδιος, πάντα και μέχρι την τροποποίηση του Νόμου και την έκδοση της απόφασης Azinas, θεωρούσε ότι δεν είχε ένα τέτοιο δικαίωμα. Απόδειξη τούτου είναι και το γεγονός ότι αμέσως μετά την αποχώρηση από τη θέση του το 1974 ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την κατά χάριν καταβολή φιλοδωρήματος.
Ο εφεσείων στο περίγραμμα αγόρευσής του συγκρίνει επί μακρόν τη δική του περίπτωση με την περίπτωση Azinas. Παραγνωρίζει όμως βασικά σημεία στα οποία διαφέρουν. Ο εφεσείων παραιτήθηκε οικειοθελώς της Δημόσιας Υπηρεσίας σε χρόνο που ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί οποιοδήποτε συνταξιοδοτικό δικαίωμα με βάση τον εν ισχύι τότε νόμο, ενώ ο Αζίνας είχε απολυθεί από τη θέση του, ύστερα από πειθαρχική διαδικασία, με αποτέλεσμα να στερηθεί των ήδη δημιουργηθέντων και υφισταμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
Ο εφεσείων εναλλακτικά επικαλείται τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του. Υποστηρίζει ότι η νομοθεσία που θα έπρεπε να εφαρμοστεί θα έπρεπε να είναι αυτή που ίσχυε κατά την απόρριψη του αιτήματός του για παροχή σύνταξης, δηλαδή ο Νόμος 97(Ι)/97, ενώ συνεχίζει ότι η νομοθεσία που θα πρέπει να εφαρμοστεί είναι αυτή που θα ίσχυε κατά τη χρονική περίοδο που το ενδιαφερόμενο άτομο φτάνει στην ηλικία των 55 ετών, δηλαδή στην παρούσα περίπτωση ο Νόμος 39/81.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το όριο ηλικίας των 45 ετών που τίθεται τόσο στο Νόμο 39/81, όσο και στο Νόμο 97(Ι)/97, συνιστά άνιση μεταχείριση και προκαλεί δυσμενή διάκριση. Άνιση μεταχείριση και δυσμενής διάκριση προκαλείται επειδή η νομοθεσία επιτρέπει τον συνυπολογισμό της διακεκομμένης υπηρεσίας, αλλά δεν επιτρέπεται ο υπολογισμός του ιδίου χρονικού διαστήματος συνεχούς υπηρεσίας.
Και αυτά τα επιχειρήματα του εφεσείοντα απαντώνται με σαφήνεια από το πρωτόδικο δικαστήριο. Θα αρκούσε απλή παραπομπή στις σχετικές σελίδες της απόφασης. Επιγραμματικά τονίζουμε μερικά από αυτά.
Κατ' αρχάς θυμίζουμε την απόφαση στην υπόθεση Dias United Publication Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, για απάντηση των ισχυρισμών για άνιση μεταχείριση διά των προνοιών της νομοθεσίας.
Το Άρθρο 7(Γ) που προστέθηκε στο βασικό νόμο με το Νόμο 39/81 και το Άρθρο 27 του Νόμου 97(Ι)/97 προβλέπουν ότι υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και έχει συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία 10 ή περισσοτέρων ετών και ηλικία όχι μικρότερη των 45 ετών και ο οποίος, με αίτησή του, αφυπηρετεί πρόωρα, δικαιούται σε σύνταξη η οποία του καταβάλλεται μόνο όταν συμπληρώσει την ηλικία των 55 χρόνων. Ο εφεσείων αναγνωρίζει ότι οι πιο πάνω πρόνοιες δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αλλά υποστηρίζει ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν ο χρόνος εξέτασης του αιτήματος για σύνταξη ή ο χρόνος κατά τον οποίο συμπληρώνει κάποιος την ηλικία των 55 ετών και όχι ο χρόνος αφυπηρέτησης. Και αυτά όλα χωρίς να ξεχνούμε ότι, ενώ οι πρόνοιες των πιο πάνω νόμων προϋποθέτουν ηλικία κατά την αφυπηρέτηση ουχί μικρότερη των 45 ετών, ο εφεσείων κατά το χρόνο της παραίτησής του ήταν μόνο 35 χρόνων. Βέβαια, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το κριτήριο αυτό είναι αυθαίρετο και ως τέτοιο παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Επανερχόμαστε στη Dias για να θυμίσουμε ότι για να είναι δυνατή η χορήγηση κάποιου δικαιώματος - στην περίπτωση εκείνη άδεια για οργάνωση και διεξαγωγή λαχείου - χρειάζεται θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί τότε ο συνταγματικός έλεγχος που ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.
Ο εφεσείων περαιτέρω επικαλείται τους Νόμους 39/81 και 97(Ι)/97 και από την άλλη διαμαρτύρεται κατά του ορισμού του ορίου ηλικίας αποχώρησης από τη Δημόσια Υπηρεσία, στα 45 χρόνια. Η επιχειρηματολογία του ουσιαστικά καταλήγει στο ότι οι νόμοι αυτοί ουσιαστικά περιλαμβάνουν ως δικαιούχους σύνταξης όσους παραιτούνται οποτεδήποτε και ανεξαρτήτως από την τότε ηλικία τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επαναλαμβάνει πολύ εύστοχα όσα λέχθηκαν από τον αδελφό δικαστή Χατζηχαμπή στην υπόθεση Φυλακτής ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 881/98, ημερ. 16.5.2000, η οποία απαντά τα εγειρόμενα από τον εφεσείοντα σημεία:
«Η προσβαλλόμενη απόφαση λοιπόν, όντας βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης, δεν μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής και η προσφυγή δεν μπορεί έτσι να επιτύχει.
Η κατάληξη αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να εξετασθεί η ουσία της προσφυγής, η οποία αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην αρχή της ισότητας. Αν είχα να αποφασίσω το θέμα, θα συμφωνούσα με τη θέση που εκφράζεται κατ' αναλογία και στην απόφαση του Κραμβή, Δ., στην υπόθεση Παπακώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 864/98, ημερ. 27.10.1999, ότι το κρίσιμο στοιχείο για να αποφασισθεί κατά πόσο το Άρθρο 7Γ έχει εφαρμογή είναι, όπως ήταν και η αντίληψη της διοίκησης, η ημερομηνία αφυπηρέτησης του κ. Φυλακτή, κατά την οποία βέβαια δεν ήταν σε ισχύ το Άρθρο 7Γ, και όχι, όπως εισηγείται ο κ. Σεραφείμ, η ημερομηνία κατά την οποία ο κ. Φυλακτής έφθασε στη συντάξιμη ηλικία των 55 ετών (κατά την οποία το Άρθρο 7Γ ήταν σε ισχύ). Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο Νόμο του 1981 που να τείνει να δείξει ότι σκοπούσε να καλύψει δημόσιους υπαλλήλους που είχαν υποβάλει παραίτηση πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αλλά θα συμπλήρωναν συντάξιμη ηλικία μετά από αυτή. Απεναντίας, σύμφωνα και με τη συνήθη ερμηνεία των νόμων, η ίδια η λεκτική διατύπωση του Άρθρου 7Γ έχει προοπτική εμβέλειας μόνο στις περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που υποβάλλουν παραίτηση μετά από την εισαγωγή του στο Νόμο. Ούτε έχω υπ' όψη μου οποιαδήποτε αρχή ή αυθεντία που να υποστηρίζει τη θέση του κ. Σεραφείμ ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας αν δεν ερμηνευθεί το Άρθρο 7Γ ως καλύπτον και δημοσίους υπαλλήλους που παραιτήθηκαν πριν από την εισαγωγή του αλλά συμπληρώνουν συντάξιμη ηλικία μετά από την εισαγωγή του. Μια τέτοια ερμηνεία θα απέληγε, εν ονόματι της ισότητας, στην επέκταση κάθε νόμου σε όλες τις περιπτώσεις που προηγήθηκαν της θέσπισης του. Και γιατί το κριτήριο να ήταν το αν ο παραιτηθείς προ του νόμου δημόσιος υπάλληλος συμπληρώνει συντάξιμη ηλικία μετά από τη θέσπιση του; Γιατί, εν ονόματι της ισότητας, να μην ισχύει και για όσους παραιτήθηκαν και συμπλήρωσαν συντάξιμη ηλικία πριν από τη θέσπισή του; Η ουσία είναι ότι η νομοθετική εξουσία επέλεξε να ρυθμίσει το θέμα σε αναφορά με τη συνήθη επενέργεια των νόμων, δηλαδή προοπτικά, ως προς εκείνους τους δημοσίους υπαλλήλους που υποβάλλουν παραίτηση μετά τη θέσπιση του Άρθρου 7Γ, και δεν είναι δυνατό να της αποδοθεί ερμηνευτικά οποιαδήποτε πρόθεση επέκτασης του Άρθρου 7Γ σε δημοσίους υπαλλήλους που παραιτήθηκαν πριν. Ούτε τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης ως εκ του ότι το κριτήριο εμβέλειας του νόμου δεν επεκτείνεται σε παρελθόντα γεγονότα. Οι συνέπειες της προηγούμενης παραιτήσεως του κ. Φυλακτή, όπως και κάθε ενέργειας, εκρίνοντο με βάση το τότε ισχύον δίκαιο, και μόνο αν ο νομοθέτης επέλεγε να δώσει περαιτέρω ωφελήματα, πράγμα που δεν επέλεξε, θα μπορούσαν να διαφοροποιούντο. Σαφώς δεν πρόκειται περί ομοίων αλλά περί ανομοίων καταστάσεων ώστε να μην τίθεται θέμα παράβασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας, υιοθετώ δε και ακολουθώ επ' αυτού την πρόσφατη απόφαση του Κρονίδη, Δ., στην Σπανιά ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 105/98, ημερ. 24.4.2000».
Αξίζει να θυμίσουμε ότι η υπόθεση Παπακώστα ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στην Παπακώστα ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 265.
Εκτενής αναφορά από τον εφεσείοντα έγινε επίσης και στην υπόθεση Santis and Others v. Τhe Republic (1983) 3 C.L.R. 419. Συνταξιοδοτικά ωφελήματα δίδονταν σε βουλευτές και, κατά προέκταση, στα παιδιά τους από τον περί Συντάξεων Νόμο του 1980, Ν.49/80. Κρίθηκε ότι η φυσική ύπαρξη του βουλευτή κατά το χρόνο της θέσπισης του νόμου δεν ήταν προϋπόθεση και το γεγονός ότι ο πατέρας είχε αποβιώσει δεν στερούσε τα παιδιά από την εμβέλειά του. Και αυτό βεβαίως γιατί ο Νόμος παρείχε συνταξιοδοτικά ωφελήματα σε άτομα που υπηρέτησαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων καθ΄ οιανδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, περιλαμβανομένης και υπηρεσίας πριν από τη θέσπιση του Νόμου. Το ερώτημα που τέθηκε στη Santis δεν ήταν αν ο Νόμος κάλυπτε προηγούμενη υπηρεσία, αλλά κατά πόσο ο νομοθέτης είχε πρόθεση να εξαιρέσει τα τέκνα βουλευτή επειδή μεσολάβησε, πριν τη θέσπιση του Νόμου, ο θάνατός του.
Στην παρούσα περίπτωση εκτός του ότι ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν παρέχονται ούτε και δικαιώματα στη βάση υπηρεσίας στο παρελθόν. Περαιτέρω θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι ακόμα κι΄ αν έτσι ήταν τα πράγματα, ο Νόμος ρητά δεν θα αφορούσε τον εφεσείοντα, αφού κατά το χρόνο της οικειοθελούς παραίτησής του δεν ήταν τουλάχιστον 45 ετών.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.