ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 507
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 60/2007)
17 Ιουλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείων
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Παπαέτη, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας («η Επιτροπή»), κατόπιν επανεξέτασης, αποφάσισε, την προαγωγή του Πασχάλη Ηλιόπουλου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου αναδρομικά από 1.2.2002. Η προσφυγή που άσκησε ο εφεσείων για την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής απέτυχε. Στα πλαίσια της υπό κρίση έφεσης, εξετάζεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, κρίθηκε ότι η Επιτροπή βασίστηκε στην πεπλανημένη αντίληψη της ισοβαθμίας των μερών και του ενδ. μέρους με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις ενώ στην πραγματικότητα ο εφεσείων υπερείχε του ενδ. μέρους έστω και αν η υπεροχή αυτή ήταν μικρή και η Επιτροπή την αγνόησε.
Κατά την επανεξέταση, η Επιτροπή έκρινε ότι η μικρή υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδ. μέρους με βάση τη βαθμολογία, αντισταθμίζεται από την υπεροχή του ενδ. μέρους στην απόδοση κατά τη συνέντευξη. Αναφορικά με τα προσόντα κρίθηκε, ότι τόσο ο αιτητής όσο και το ενδ. μέρος κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα καθώς και επιπρόσθετα τα οποία δεν συνιστούν πλεονέκτημα. Σχετικά με την αρχαιότητα η Επιτροπή σημείωσε ότι οι υποψήφιοι κατείχαν διαφορετικές θέσεις και η αρχαιότητα κρίνεται με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα της κατεχόμενης θέσης. Ο εφεσείων κατείχε θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης (κλίμακα Α13) από το 1997 το δε ενδ. μέρος κατείχε θέση Επιθεωρητή Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης (κλίμακα Α13) από το 1996. Ενεκα τούτου η Επιτροπή κατέληξε ότι το ενδ. μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα.
Η Επιτροπή αφού συνεκτίμησε τα κριτήρια αξία, προσόντα και αρχαιότητα, αποφάσισε την προαγωγή του ενδ. μέρους αναδρομικά από 1.2.2002.
Προβλήθηκαν περίπου οι ίδιοι λόγοι ακύρωσης όπως και στην προηγούμενη προσφυγή (υπόθ. 504/02). Κρίθηκε πρωτοδίκως, πως με βάση την ακυρωτική απόφαση, αναμενόταν μόνο η ορθή αξιολόγηση της αξίας των υποψηφίων όπως προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις και με παραπομπή στη Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38 (Πλήρους Ολομέλειας), τονίστηκε ότι οι προηγηθείσες του λόγου ακύρωσης πλημμέλειες δεν μπορούν να απασχολήσουν στο πλαίσιο της εξεταζόμενης προσφυγής. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι «ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα όσον αφορά την κατοχή από το ενδ. μέρος του προσόντος της παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας, αφορά προηγηθείσα του λόγου ακύρωσης στην προσφυγή 504/02 πλημμέλεια και δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της εξεταζόμενης προσφυγής». Ανάλογη ήταν και η επί του προκειμένου κατάληξη αναφορικά με την εξέταση της κατοχής από το ενδ. μέρος του προσόντος της παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα αιτητή ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του ενδ. προσώπου του προσόντος της παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας, γιατί δήθεν αφορούσε σε λόγο ακύρωσης που προηγήθηκε του λόγου ακύρωσης στην προσφυγή 504/02 στην οποία δήθεν δεν ηγέρθη και έτσι κρίθηκε ότι δεν μπορεί να εξεταστεί στην υπό έφεση προσφυγή όπου ηγέρθη και πάλιν.».
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί παράλειψης της Επιτροπής να ερευνήσει δεόντως το θέμα της κατοχής από το ενδ. μέρος του προσόντος της παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας σαφώς αφορά προηγηθείσα του λόγου ακύρωσης στην προσφυγή 504/02 πλημμέλεια και ορθά κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια της νέας προσφυγής. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τη Ναζίρης (ανωτέρω).
«Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.α. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 146 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.
Ενόψει αυτού κρίθηκε αναγκαία η εξέταση της παρούσας προσφυγής από την Πλήρη Ολομέλεια, με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση». Εχουμε τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.»
Ο εφεσείων πρόβαλε ως λόγο έφεσης ότι, «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι οι προφορικές συνεντεύξεις που διεξήχθησαν τον ουσιώδη χρόνο και η αξιολόγηση των υποψηφίων σ΄ αυτές ουδέποτε κρίθηκαν πλημμελείς από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου ορθά λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση.»
Υπενθυμίζουμε ότι στην υπόθεση αρ. 504/02 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι πεπλανημένα η Επιτροπή έκρινε ότι η αξία του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους με βάση τη βαθμολογία, ήταν ίση ενώ στην πραγματικότητα ο εφεσείων υπερείχε, έστω και αν η υπεροχή αυτή ήταν μικρή και η Επιτροπή την αγνόησε. Προδήλως το δικαστήριο δεν αναφέρεται σε ελαττωματικότητα των συνεντεύξεων ούτε σε ακυρότητα της αξιολόγησης των υποψηφίων σ΄ αυτές. Η επίκριση του Δικαστηρίου σαφώς περιορίστηκε μόνο στον τρόπο που η Επιτροπή αντίκρυσε την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη συνέντευξη. Ενόψει τούτου, θεωρούμε ως ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι προφορικές συνεντεύξεις και η αξιολόγηση των υποψηφίων σ΄ αυτές ουδέποτε κρίθηκαν πλημμελείς από το Δικαστήριο και ορθά λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή κατά την επανεξέταση.
Με τον επόμενο λόγο έφεσης υποβάλλεται εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαμόρφωσε υπεραξία για το ενδ. μέρος κρίνοντας ότι η μικρή υπεροχή του εφεσείοντα αντισταθμίζεται από την υπεροχή του ενδ. μέρους στη συνέντευξη.
Η κρίση του Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ορθή. Σε κάθε περίπτωση, η απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής σε διαδικασία πρώτου διορισμού ή προαγωγής και ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψήφιου το οποίο λαμβάνεται υπόψη και προσμετρά υπέρ του υποψήφιου με την καλύτερη απόδοση. Το εν λόγω στοιχείο αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα όταν οι υπό κρίση υποψήφιοι εμφανίζονται κατά τα άλλα ως ισότιμοι. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων αξιολογήθηκε με το χαρακτηρισμό «καλά» και το ενδιαφερόμενο μέρος «πάρα πολύ καλά». Θεωρούμε ότι η Επιτροπή νομίμως έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην απόδοση του εφεσείοντα και του ενδ. μέρους στις συνεντεύξεις και ορθά άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια προκειμένου να επιτύχει την προαγωγή του καλύτερου στην επίδικη θέση. Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε υπεραξία για το ενδ. μέρος. Το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης νομίμως έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδ. μέρους.
Το παράπονο του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα έχει κριθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν εύλογα επιτρεπτή χωρίς το Δικαστήριο να εξετάσει τον ισχυρισμό του ότι υπερείχε στα αντικειμενικά στοιχεία κρίσεως (αξία, προσόντα και πείρα) είναι αδικαιολόγητο.
Προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1997-2000 για τον εφεσείοντα και 1996-2000 για το ενδ. μέρος ότι ο εφεσείων υπερείχε ελαφρώς του ενδ. μέρους. Στα προσόντα κρίθηκαν ίσοι ενώ το ενδ. μέρος υπερτερούσε ελαφρά σε αρχαιότητα. Σαφώς επρόκειτο για πολύ καλούς υπαλλήλους από τους οποίους ο ένας έπρεπε να προαχθεί. Η καλύτερη απόδοση του ενδ. μέρους στη συνέντευξη η οποία προσμετρά ως στοιχείο συμπληρωματικό της αξίας νομίμως έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδ. μέρους. Αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι υπερείχε του ενδ. μέρους σε πείρα. Από τους φακέλους προκύπτει ότι αμφότεροι διέθεταν πλούσια και πολυσχιδή πείρα ώστε να μην ήταν ευκόλως διακριτή η όποια τυχόν υπεροχή του ενός έναντι του άλλου υποψηφίου. Όπως έχει ήδη ειπωθεί αμφότεροι διέθεταν επιπρόσθετα προσόντα τα οποία όπως ορθά έχει κριθεί δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα και συνεπώς δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην εκκαλούμενη απόφαση όπου επισημαίνεται αυτή η παράμετρος.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΣΦ.