ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7/2007
9 Ιουνίου, 2009
(Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές)
P. TOFINIS ESTATES LTD
Eφεσείοντες/αιτητές
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΠΑ
Εφεσίβλητου/καθού η αίτηση
......
Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για τους εφεσείοντες/αιτητές
Λ. Χριστοδουλίδου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο/καθού η αίτηση
----------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης συναδέλφου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή με αρ. 501/05 των εφεσειόντων κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων ημερ. 30/3/05 με την οποία επιβλήθηκε στους εφεσείοντες η πληρωμή του ποσού των Λ.Κ. 46,971.32 ως Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ).
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε η πρωτόδικη δικαστής, οι εφεσείοντες ήταν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο ΦΠΑ από το 1992 και έχουν ως επιχειρηματική δραστηριότητα την εκμετάλλευση ιδιόκτητου συγκροτήματος στην Αγία Νάπα με 41 τουριστικά διαμερίσματα, πισίνα, εστιατόρια και παράλληλα λειτουργούσαν και παρακείμενη υπεραγορά.
Το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λάρνακας, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/90 έως Ν. 88(1)/2000), διενήργησε έλεγχο στην επιχείρηση των εφεσειόντων, ο οποίος άρχισε στις 18/4/02 και ολοκληρώθηκε την 31/1/03. Ζητήθηκαν τα βιβλία και αρχεία, τα οποία σύμφωνα με το Νόμο οι εφεσείοντες ώφειλαν να τηρούν, για την υπό έλεγχο περίοδο, δηλαδή από 1/1/94 μέχρι 31/12/01, αλλά από τον έλεγχο διαφάνηκε ότι υπήρχαν αρκετές ελλείψεις και παραλείψεις, όπως περιγράφονται με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση.
Ενόψει των εν λόγω διαπιστώσεων οι λειτουργοί της Υπηρεσίας ΦΠΑ έκριναν ότι οι εφεσείοντες δεν απέδωσαν ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών, ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών που αυτοί πραγματοποίησαν κατά την προαναφερθείσα περίοδο. Αποτέλεσμα ήταν ο Έφορος ΦΠΑ να προβεί σε Βεβαίωση Φόρου, κατά την καλύτερη κρίση του, όπως προβλέπεται από το άρθρο 34(1) του Νόμου και ζήτησε από τους εφεσείοντες να καταβάλουν επιπρόσθετο ποσό ΛΚ 46,971.32. Κατόπιν ένστασης των εφεσειόντων, μέσω των λογιστών τους, μελετήθηκαν και απορρίφθηκαν όλες οι ενστάσεις, με εξαίρεση μία και έτσι το τελικό ποσό μειώθηκε σε Λ.Κ. 44.216,20. Οι εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν, σχετικά με επιστολή ημερ 7/4/03, υπογεγραμμένη από τον Λειτουργό Ε. Ευθυμίου για τον Έφορο ΦΠΑ. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν τότε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή αρ. 453/03 η οποία και οδήγησε στην ακύρωση της Βεβαίωσης Φόρου γιατί κρίθηκε ότι η Βεβαίωση δεν ήταν από το αρμόδιο όργανο, δηλαδή τον Έφορο ΦΠΑ, αλλά απλά από Λειτουργό του Τμήματος του.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν να ακολουθήσει η επανεξέταση της υπόθεσης από την Έφορο ΦΠΑ, η οποία βασιζόμενη και στο υλικό που ήδη διαπιστώθηκε από την προηγούμενη διαδικασία, δηλαδή τις διάφορες ελλείψεις και παραλείψεις στην τήρηση στοιχείων, προέβη σε Βεβαίωση Φόρου με βάση το άρθρο 34 του Νόμου, χρησιμοποιώντας δηλαδή, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση της και ειδοποίησε σχετικά τους εφεσείοντες οι οποίοι πρόσβαλαν και αυτή την απόφαση με την προσφυγή αρ. 501/05, αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Συνάδελφος πρωτόδικα απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι κατά την επανεξέταση παραβιάστηκαν οι αρχές που διέπουν την επανεξέταση μιας υπόθεσης μετά από ακυρωτική απόφαση και ότι η Έφορος όφειλε να διεξάγει νέα έρευνα από την αρχή.
Με την παρούσα έφεση, που βασίζεται σε 3 λόγους, ουσιαστικά οι εφεσείοντες επαναλαμβάνουν τους ίδιους ισχυρισμούς, ότι δηλαδή έπρεπε η Έφορος, κατά την επανεξέταση, να προβεί η ίδια σε νέα έρευνα από την αρχή και ότι δεν είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις διαπιστώσεις που είχαν αποκρυσταλλωθεί κατά τον έλεγχο που είχε διεξαχθεί προηγουμένως.
Μετά την καταχώρηση των περιγραμμάτων αγόρευσης, εκδόθηκε απόφαση στην υπόθεση Δημήτρης Μπάρτζος κα ν. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας κα, Α.Ε. 120/06 ημερ. 13/1/09, η οποία αφορά πανομοιότυπους ισχυρισμούς και η Ολομέλεια απέρριψε αυτούς. Η κα Ευγενίου εισηγήθηκε ότι η παρούσα διαφοροποιείται. Αντίθετη, ήταν η θέση της ευπαιδεύτου δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Στην εν λόγω υπόθεση Μπάρτζος κα ν. Δημοκρατίας, την προσβληθείσα απόφαση στο αρχικό στάδιο υπέγραψε ο Λειτουργός Κ. Τσαγγαρίδης «για Έφορο ΦΠΑ», κάτι ανάλογο που έγινε στη δική μας περίπτωση που υπέγραψε ο Λειτουργός Ε. Ευθυμίου «για Έφορο ΦΠΑ». Κατά τα υπόλοιπα τα γεγονότα των δυο υποθέσεων και ο τρόπος με τον οποίο έγινε η επανεξέταση από την Έφορο ΦΠΑ είναι ακριβώς ο ίδιος.
Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Έχουμε καταλήξει ότι η παρούσα περίπτωση δεν διαφοροποιείται με οποιοδήποτε τρόπο από την προαναφερθείσα υπόθεση, στην οποία η Ολομέλεια, απορρίπτοντας την έφεση, μεταξύ άλλων, είπε τα ακόλουθα:
«Η εξουσιοδότηση της Εφόρου προς το λειτουργό, όπως αυτή αναφέρεται στην απόφαση στην Προσφυγή 785/2003, ήταν «να ασκεί εκ μέρους μου τις εξουσίες και τα καθήκοντα που ανατίθενται σε μένα από τον Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο 246/1990». Ως εκ τούτου, κρίνουμε πως όχι μόνο η επιβολή της φορολογίας έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, αλλά και η διεξαγωγή της έρευνας. Όμως, είναι η κατάληξή μας πως, παρόλο τούτο, τίποτε δεν εμπόδιζε την Έφορο ΦΠΑ να βασισθεί στα ήδη εξασφαλισθέντα πραγματικά δεδομένα, δηλαδή τα βιβλία των εφεσειόντων, το ημερολόγιο, και τα άλλα τεκμήρια που εξασφαλίστηκαν ως αποτέλεσμα της έρευνας. Τα στοιχεία και δεδομένα αυτά ήταν ήδη στην κατοχή της Εφόρου ΦΠΑ, θα ήταν δε χωρίς έννοια οποιαδήποτε ενέργεια για νέα έρευνα με σκοπό την εξασφάλιση στοιχείων.»
Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής, κατ' αναλογία, και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και επομένως η κατάληξη μας είναι ότι η έφεση δεν ευσταθεί.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον των εφεσειόντων.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς