ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 283
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 154/2006
1 Iουνίου, 2009
(Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
UNICARS LTD.
Eφεσείουσα/Αιτήτρια
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση
......
Στ. Μαυροκέφαλος με Γ. Βαλιαντή για Λ. Παπαφιλίππου, για την εφεσείουσα/αιτήτρια
Ελ. Παπαγεωργίου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους/καθ' ων η αίτηση
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφία)
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης συναδέλφου μας με την οποία στις 4/10/06 απέρριψε την προσφυγή αρ. 589/05, που είχε καταχωρηθεί κατά της απόφασης της Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ημερ. 11/3/05, με την οποία απέρριψε αίτημα της εφεσείουσας για επιστροφή φόρου κατανάλωσης που είχε επιβληθεί σχετικά με 5 αυτοκίνητα τα οποία, σύμφωνα με την εφεσείουσα/αιτήτρια, εφόσον πωλήθηκαν για δημόσια χρήση, ως ταξί, δεν υπέκειντο σε τέτοιο φόρο.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση και που αποτελούν κοινό έδαφος, η εφεσείουσα που ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία αυτοκινήτων, στις 30/7/04 καταχώρησε δυο ηλεκτρονικές διασαφήσεις για εκτελώνιση 24 καινούργιων αυτοκινήτων SΚODA τα οποία εισήγαγε από την Τσεχία, χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία, ως εκ της προέλευσης τους, υπέκειντο μόνο σε φόρους κατανάλωσης. Οι διασαφήσεις έγιναν δεκτές και αφού υπολογίσθηκαν οι φόροι κατανάλωσης, αυτοί καταβλήθηκαν στις 3/8/04. Σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 2/9/04, η εφεσείουσα απευθύνθηκε στο Τελωνείο και ανέφερε ότι 5 από τα προαναφερθέντα αυτοκίνητα είχαν εισαχθεί προοριζόμενα για δημόσια χρήση, ως ταξί, για τα οποία ουσιαστικά δεν επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης αφού δικαιούνται 75% απαλλαγή. Τα 3 από αυτά είχαν ήδη εγγραφεί από τους αγοραστές ως ταξί και τα άλλα δύο θα εγγράφονταν σύντομα. Είναι δε παραδεκτό από τους καθών η αίτηση ότι τελικά εγγράφηκαν όλα ως ταξί με τους εξής αριθμούς εγγραφής: ΚJN 068, KJL770, KJN 107, KJT229 και KJT829. Ήταν επίσης ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι όταν πλήρωσαν τους φόρους, το έπραξαν με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέφονταν οι αναλογούντες προς τα 5 οχήματα φόροι.
Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολη του ημερ. 11/3/05 απέρριψε το αίτημα με την ακόλουθη βασικά αιτιολογία:
«... σύμφωνα με τον Κανονισμό 9 της Κ.Δ.Π. 380/04 παραχωρείται απαλλαγή ποσοστού 75% του συνολικού ποσού των φόρων κατανάλωσης σε καινούργια οχήματα συγκεκριμένων δασμολογικών κλάσεων, υπό τον όρο ότι εντός περιόδου ενός μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος, προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο πιστοποιητικό εγγραφής ως «ταξί» από την αρμόδια αρχή εγγραφής οχημάτων. Επιπρόσθετα σύμφωνα με τον Καν. 11(1) της ιδίας πράξης η απαλλαγή παρέχεται υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο Τελωνείο προτού τα εμπορεύματα απομακρυνθούν από τον τελωνειακό έλεγχο.»
Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ο σχετικός Κανονισμός, είναι ο Καν. 9 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης (Ατέλειες κατά την Εισαγωγή Εμπορευμάτων) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 380/04) και όχι ο Καν. 11, στον οποίο βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι. Οι εν λόγω Κανονισμοί έχουν ως ακολούθως:
«Κανονισμός 9
Παραχωρείται απαλλαγή ποσοστού 75% του συνολικού ποσού των φόρων κατανάλωσης σε καινούργια μηχανοκίνητα οχήματα των δασμολογικών διακρίσεων 8703 21 10 90, 8703 22 10 90, 8703 23 10 90, 8703 24 10 90, 8703 31 10 90, 8703 32 10 90 8703 33 19 90 και 8703 90 90 90, εξαιρουμένων των ασθενοφόρων, νεκροφόρων και οχημάτων παντός εδάφους:
Νοείται ότι η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται υπό τον όρο ότι εντός ενός (1) μηνός ή εύλογου χρονικού διαστήματος που θεωρείται δικαιολογημένο από το Διευθυντή από την ημέρα του τελωνισμού θα προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο πιστοποιητικό εγγραφής ως: «ταξί» από την αρμόδια αρχή εγγραφής οχημάτων στη Δημοκρατία:
Νοείται περαιτέρω ότι η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση.»
Ο Καν. 11(1) έχει ως ακολούθως:
«11(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη με βάση την οποία είναι δυνατή η ατελής εισαγωγή ειδικά καθοριζόμενων εμπορευμάτων για χρήση τους από ορισμένα προνομιούχα πρόσωπα, οργανισμούς, αρχές και οργανώσεις, και υπό όρους τους οποίους ο Διευθυντής μπορεί να επιβάλλει για διασφάλιση των δημόσιων προσόδων, εμπορεύματα των ειδών που καθορίζονται στο Παράρτημα των παρόντων Κανονισμών απαλλάσσονται υπό τις περιστάσεις και τους όρους που αναγράφονται στο εν λόγω Παράρτημα από το φόρο κατανάλωσης ο οποίος διαφορετικά θα επιβαλλόταν με βάση τον εκάστοτε σε ισχύ περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο, νοουμένου ότι η αίτηση απαλλαγής υποβάλλεται από ή για τα προνομιούχα πρόσωπα, οργανισμούς, αρχές και οργανώσεις προτού τα εμπορεύματα απομακρυνθούν από τον τελωνειακό έλεγχο, εκτός εάν ρητά προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Κανονισμό.»
Παρόλο που ο συνάδελφος πρωτόδικα δέχθηκε τη θέση της εφεσείουσας ότι ο μόνος Κανονισμός που τύγχανε εφαρμογής ήταν ο Καν. 9 και ότι ο Καν. 11(1) δεν εφαρμοζόταν, αποφάσισε ότι η προσφυγή δεν μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη και την απέρριψε με το εξής ουσιαστικά σκεπτικό:
«Το μόνο θέμα που με απασχολεί είναι η ερμηνεία του κανονισμού 9. Εφ' όσον ακριβώς είναι θέμα ερμηνείας, δεν μπορούν να έχουν έρεισμα οι άλλες εισηγήσεις της Αιτήτριας. Η περίπτωση της είτε καλύπτεται από τον κανονισμό είτε όχι.
Το θέμα που εγείρεται έχει όμως διαστάσεις ευρύτερες της ερμηνείας του κανονισμού 9 αφού αντανακλά και στο κατά πόσο, με δεδομένο ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε αίτημα για απαλλαγή πριν από την εκτελώνιση και κατέβαλε ανεπιφύλακτα τους φόρους κατανάλωσης με την εκτελώνιση, κωλύεται πλέον να αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, στερούμενη έτσι και εννόμου συμφέροντος, εφ' όσον δεν μπορεί να αποδοκιμάζει εκείνο το οποίο ήδη είχε ανεπιφύλακτα επιδοκιμάσει.
Φρονώ ότι είναι ορθή η ερμηνεία την οποία προτείνει η Δημοκρατία. Η έννοια της απαλλαγής εμπεριέχει την ιδέα της μη υποχρέωσης καταβολής φόρων κατανάλωσης και όχι την εκ των υστέρων επιστροφή τους. Και το δικαίωμα για απαλλαγή κρίνεται κατά το χρόνο της εκτελώνισης με τον όρο ότι εντός ενός μηνός (ή άλλου εύλογου χρόνου) από την εκτελώνιση θα προσκομισθεί το πιστοποιητικό εγγραφής του αυτοκινήτου για το οποίο παρέχεται η απαλλαγή ως ταξί και όχι ότι μπορεί εντός ενός μηνός (ή άλλου εύλογου χρόνου) από την εκτελώνιση να υποβάλλεται αίτημα για εκ των υστέρων απαλλαγή. Προς τούτο μάλιστα συνηγορεί τα μέγιστα και η άλλη αναφορά ότι «η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση». Το Τελωνείο δηλαδή, βασιζόμενο στην πρόθεση εγγραφής του αυτοκινήτου ως ταξί στην οποία στηρίζεται το αίτημα για απαλλαγή, παρέχει την απαλλαγή και επιτρέπει την εκτελώνιση χωρίς την καταβολή του ποσοστού του 75% των φόρων κατανάλωσης με τη διασφάλιση της ανάλογης χρηματικής παρακαταθήκης ή εγγύησης σε περίπτωση που η πρόθεση εκείνη δεν υλοποιηθεί.
Καταλήγω λοιπόν ότι δεν υπήρξε πλάνη του Τελωνείου στην αντίληψη του κανονισμού 9 αλλά και ότι η Αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί απαλλαγή από τους φόρους κατανάλωσης.»
Με την παρούσα έφεση, που βασίζει σε 3 λόγους έφεσης, η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο πρωτόδικος δικαστής «εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί στα επίδικα γεγονότα η αρχή της επιδοκιμασίας και της αποδοκιμασίας με την αιτιολογία ότι οι αιτητές κατέβαλαν ανεπιφύλακτα τους φόρους κατανάλωσης».
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται η θέση ότι ο πρωτόδικος δικαστής «ερμήνευσε εσφαλμένα τον Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 380/04 και εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει την υπόθεση υπό το φως της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης».
Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι ο πρωτόδικος δικαστής «εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν προχώρησε να αποφασίσει τους νομικούς λόγους που πρόβαλαν στην αίτηση ακυρώσεως οι αιτητές και συγκεκριμένα ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της καλής πίστης».
Αναφορικά με το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, κρίνουμε ότι, παρόλο που ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σ' αυτό, τελικά η απόφαση του δεν βασίστηκε μόνο σ' αυτή τη νομική αρχή, αλλά προχώρησε και εξέτασε αν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για απαλλαγή, όπως διαλαμβάνει ο Κανονισμός 9. Έτσι το κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε μαζί τους δυο πρώτους λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με το πιο πάνω δόγμα, ένα πρόσωπο στερείται εννόμου συμφέροντος όταν ταυτόχρονα επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση. Σχετικές επί του θέματος είναι μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίων Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 405. Το δόγμα λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους. Στη σελ. 415 της προαναφερθείσας υπόθεσης Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation, σχετικά με το δόγμα αυτό, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ' εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας. Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει: βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, όπως και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345. Σε σχέση, πιο συγκεκριμένα, με το υπό αναφορά ζήτημα η Ολομέλεια πρόσφατα στην Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339, επιδοκίμασε την ακόλουθη υπόμνηση στην οποία είχε προβεί ο Κωνσταντινίδης Δ. στην Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 571/95, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 1996:
.............................»
Ήδη αναφέραμε ότι στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ έκανε αναφορά στην πιο πάνω αρχή, προκύπτει ότι δεν απέρριψε την προσφυγή απλά και μόνο διότι έκρινε ότι ετύγχανε εφαρμογής το πιο πάνω δόγμα αλλά, αφού προχώρησε και ερμήνευσε τον Κανονισμό 9, έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ζητήσει εκ των υστέρων απαλλαγή. Η αναφορά στο ότι πλήρωσε η εφεσείουσα τους δασμούς ανεπιφύλακτα είναι ορθή. Όμως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εισαγωγή αφορούσε 25 αυτοκίνητα, για τα 20 από τα οποία η εφεσείουσα δέχεται ότι ορθά πλήρωσε φόρους κατανάλωσης και για τα 5 (επίδικα) ισχυρίζεται ότι παρόλο που γνώριζε από τότε (ημέρα καταβολής των φόρων), ότι θα πωλούντο ως ταξί, εν τούτοις, βασιζόμενη στην μέχρι τότε διαδικασία εκτελώνισης για αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ταξί), πλήρωσε τους φόρους κατανάλωσης και το φόρο προστιθέμενης αξίας με την προϋπόθεση ότι θα επιστρεφόταν η διαφορά μετά την εγγραφή των οχημάτων ως ταξί. Επομένως αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο ο συνάδελφος πρωτόδικα ερμήνευσε εσφαλμένα τον Καν. 9, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Είναι η θέση της ότι ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα ερμήνευσε τον Καν. 9 ότι απαιτεί την υποβολή αίτησης προτού τα εμπορεύματα (εδώ τα αυτοκίνητα) απομακρυνθούν από τον τελωνειακό έλεγχο, γιατί ο Κανονισμός αυτός δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία που έδωσε το δικαστήριο είναι αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
Αντίθετα με τα πιο πάνω, η πλευρά των εφεσιβλήτων υιοθετώντας την πρωτόδικη απόφαση, τόνισε το γεγονός ότι πρόκειται περί απαλλαγής φόρων και όχι επιστροφής φόρων. Έτσι ο Κανονισμός επιτρέπει την απαλλαγή, αλλά όχι την επιστροφή. Γιαυτό και υπάρχει η πρόνοια για την εξασφάλιση του 75% της απαλλαγής, με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση. Ισχυρίζεται περαιτέρω η πλευρά των εφεσιβλήτων ότι μπορούσε η εφεσείουσα να κάνει χρήση του Κωδικού Απαλλαγής Ζ09 που αφορά οχήματα δημόσιας χρήσης κατά το χρόνο που καταχώρησαν τις σχετικές διασαφήσεις.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η όλη υπόθεση εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στον Καν. 9. Έχουμε όμως προσέξει ότι ούτε ο πρωτόδικος Δικαστής, αλλά ούτε και οι συνήγοροι των διαδίκων ασχολήθηκαν με την ερμηνεία της φράσης «από την ημέρα του τελωνισμού» που περιέχεται στον Καν. 9. Στους Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 380/04) δεν υπάρχει ερμηνεία της λέξης «τελωνισμός». Σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του ιδίου Κανονισμού «Όροι, η έννοια των οποίων δεν ορίζεται ειδικά στους παρόντες Κανονισμούς, έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στην τελωνειακή νομοθεσία, στον εκάστοτε σε ισχύ περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο και στους Κανονισμούς και Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού»
Στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 2004 (Νόμο 91(1)/2004), που είναι σήμερα σε ισχύ, δεν υπάρχει ορισμός της λέξης «τελωνισμός».
Σε προηγούμενη όμως νομοθεσία (βλ. άρθρο 2 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1996 (Ν. 109(1)/95), η λέξη «τελωνισμός» ερμηνευόταν ως ακολούθως:
«Τελωνισμός» σημαίνει την κατάθεση διασάφησης μαζί με τα αναγκαία έγγραφα τα οποία καθορίζονται από τους εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακούς νόμους, την καταβολή των τελωνειακών δασμών και φόρων κατανάλωσης που αναλογούν στα εμπορεύματα και την απομάκρυνση τους από τον τελωνειακό έλεγχο»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Είναι δηλαδή φανερό ότι ο «τελωνισμός» που αναφέρεται στον Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 380/04, έχει την έννοια της καταβολής του δασμού ή φόρου κατανάλωσης και απομάκρυνσης των εμπορευμάτων (εδώ των αυτοκινήτων) από τον τελωνειακό έλεγχο.
Ακόμα και με τη γραμματική ερμηνεία της λέξης «τελωνισμός» όπως προκύπτει από λεξικά της ελληνικής γλώσσας, φαίνεται ότι καλύπτεται και η περίπτωση που έχει πληρωθεί ο φόρος και έχουν μετακινηθεί τα οχήματα από τον τελωνειακό έλεγχο. Η χρονική περίοδος του 1 μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος (που μπορεί να είναι και πέραν του ενός μηνός) που προβλέπει ο Καν. 9, έχει συνδεθεί με τον τελωνισμό και όχι οτιδήποτε άλλο.
Σύμφωνα με το ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, «τελωνισμός» σημαίνει:
«1. ο καθορισμός του υποχρεωτικού τελωνειακού δασμού ενός προϊόντος
2. η διαδικασία εισαγωγής ενός προϊόντος, ο εκτελωνισμός.»
«εκτελωνίζω»: περνώ από το τελωνείο (εμπορεύματα) καταβάλλοντας του προβλεπόμενους δασμούς.
Στο Μικρό Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης, «τελωνισμός» σημαίνει επιβολή ή πληρωμή τελωνειακού δασμού σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα.
Εφόσον λοιπόν ο Κανονισμός 9 επιτρέπει την απαλλαγή νοουμένου ότι «εντός περιόδου ενός (1) μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος που θεωρείται δικαιολογημένο από το Διευθυντή από την ημέρα του τελωνισμού» προσκομισθεί πιστοποιητικό εγγραφής ως ταξί, κάτι που εδώ οι καθών η αίτηση δέχονται ότι έγινε, είμαστε της άποψης ότι το γεγονός ότι ήδη καταβλήθηκαν οι φόροι κατανάλωσης, δεν αποτελεί εμπόδιο για παροχή της απαλλαγής. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια ερμηνεία, συνάδει και με το σκοπό του νομοθέτη, που είναι ότι οχήματα που θα χρησιμοποιηθούν ως ταξί, δικαιούνται 75% απαλλαγής από τους φόρους κατανάλωσης. Η διάκριση μεταξύ απαλλαγής φόρων και επιστροφής φόρων ενόψει της ερμηνείας που δώσαμε στον Καν. 9, δεν πρέπει να οδηγεί σε καταστρατήγηση του σκοπού του εν λόγω κανονισμού. Άλλωστε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 2004 (Ν. 91(1)/04) οι πρόνοιες του οποίου υπερισχύουν του προαναφερθέντος Κανονισμού, ο Διευθυντής είχε υποχρέωση να επιστρέψει τη διαφορά του φόρου κατανάλωσης στην έκταση που αυτός καταβλήθηκε ενώ, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν ήταν οφειλόμενος. Εδώ, όπως ήδη αναφέραμε το αίτημα της εφεσείουσας ήταν για επιστροφή της διαφοράς του φόρου κατανάλωσης.
Από πλευράς της εφεσείουσας (δεύτερος λόγος έφεσης) υπάρχει και το παράπονο ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης. Οι αρχές αυτές, που είχαν καθιερωθεί από τη νομολογία, έχουν τώρα πάρει και νομοθετική ισχύ. (Βλ. άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 - Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί). Σύμφωνα με το άρθρο 50 του εν λόγω Νόμου η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις. Η ερμηνεία που δώσαμε στον Καν. 9 συνάδει με την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια.
Η επιφύλαξη του Καν. 9 ότι «η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση» εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ζητείται η απαλλαγή κατά το στάδιο του τελωνισμού. Εδώ δε ζητήθηκε αλλά πληρώθηκε ολόκληρος ο φόρος. Επομένως ορθά δεν είχε τεθεί θέμα για εγγύηση της απαλλαγής του 75%. Συνεπώς, η ύπαρξη της επιφύλαξης, που καλύπτει τις περιπτώσεις που ζητείται η απαλλαγή προτού πληρωθεί ο φόρος, δεν αποτελεί εμπόδιο για έγκριση της απαλλαγής σε περιστάσεις όπως την παρούσα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εφεσείουσα δεν εδικαιούτο την απαλλαγή, διότι πλήρωσε ανεπιφύλακτα τους αναλογούντες στα 5 οχήματα φόρους κατανάλωσης. Εφόσον με βάση τον Καν. 9 είχε δικαίωμα να αποταθεί για την απαλλαγή και αργότερα από τον «τελωνισμό», το ότι κατά τον τελωνισμό δέχθηκε και κατέβαλε δασμό και για τα 5 οχήματα που την ημέρα εκείνη δεν είχε δηλωθεί ότι θα πωλούνταν για χρήση ως ταξί, κρίνουμε ότι δεν συνιστά περίπτωση στην οποία τυγχάνει εφαρμογής το προαναφερθέν δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω θα επιτρέπαμε την έφεση, θα παραμερίζαμε την πρωτόδικη απόφαση και θα ακυρώναμε την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση.
Μ. Φωτίου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
/ΚΑς