ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 3 ΑΑΔ 502

10 Δεκεμβρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2006)

 

Ο περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος (Ν.19(Ι)/2002 και 112(Ι)/2004) ― Κατά πόσο το περί Εθνικής Περιαγωγής (Τηλεπικοινωνιών) Διάταγμα του 2003 (Κ.Δ.Π. 564/03) είναι ultra vires του Νόμου ― Κρίθηκε πως το εν λόγω Διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που παρείχε στον Επίτροπο Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων αρχικά ο Ν.19(Ι)/2002 και στη συνέχεια ο Ν.112(Ι)/2004 ― Ο Νόμος δεν δίνει εξουσίες στον Επίτροπο να ρυθμίζει ζητήματα εθνικής περιαγωγής, πρόσβασης δηλαδή σε δημόσια κινητά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, στα οποία τα τερματικά σημεία δεν είναι καθορισμένα, εφόσον δεν βρίσκονται σε σταθερά σημεία.

Πρωτοδίκως η προσφυγή της εφεσείουσας Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, κατά της απόφασης του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων να επιλύσει διαφορά μεταξύ της και της Scancom (Cyprus) Ltd, εφαρμόζοντας αρμοδιότητες που του απονέμονταν από το Αρθρο 12 του περί Εθνικής Περιαγωγής (Τηλεπικοινωνιών) Διατάγματος του 2003 (Κ.Δ.Π. 564/03), απορρίφθηκε. Κατ' έφεση προβλήθηκε ξανά ο ισχυρισμός, που είχε απορριφθεί πρωτόδικα, ότι η Κ.Δ.Π. 564/03 εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρείχε ο περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2002 (Ν.19(Ι)/2002) και ο μεταγενέστερος Νόμος (Ν.112(Ι)/2004).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Εξετάστηκε από την Ολομέλεια με πολλή προσοχή το ζήτημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, δηλαδή το κατά πόσον η Κ.Δ.Π. 564/03 εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρείχε ο Ν. 19(Ι)/02 και κατ' επέκταση και ο μετέπειτα θεσπισθείς Νόμος 112(Ι)/2004. Τα σχετικά Άρθρα είναι το 19 του πρώτου νόμου και το 20 του δευτέρου νόμου.

Έγινε σύγκριση των σχετικών προνοιών των δύο Νόμων με τις σχετικές πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 564/03. Στο Άρθρο 2 της Κ.Δ.Π. 564/03 προνοείται ότι «εθνική περιαγωγή» σημαίνει την υπηρεσία πρόσβασης σε δημόσιο κινητό τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, η οποία παρέχεται από τον παροχέα του εν λόγω δικτύου στον παροχέα άλλου δημόσιου κινητού, τηλεπικοινωνιακού δικτύου μέσα στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας και επιτρέπει στους συνδρομητές του δεύτερου παροχέα να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας που προσφέρει ο πρώτος παροχέας μέσω του δημόσιου κινητού δικτύου του στους συνδρομητές του, σύμφωνα με την ειδική άδεια του. «Δημόσιο κινητό τηλεπικοινωνιακό δίκτυο», σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2(1) της Κ.Δ.Π. 564/03, σημαίνει δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο τα τερματικά σημεία του οποίου δεν βρίσκονται σε σταθερό σημείο.

Ολόκληρη η Κ.Δ.Π. 564/03, όπως και ο τίτλος της υποδηλοί (το περί Εθνικής Περιαγωγής (Τηλεπικοινωνιών) Διάταγμα του 2003), αφορά στην υποχρέωση παροχής υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής, στο δικαίωμα παροχής υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής και στην επίλυση διαφορών, την εποπτεία και τη συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του διατάγματος, θέμα που δεν καλύπτεται από τη βασική νομοθεσία (εξουσιοδοτούντα Νόμο). Οι θέσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων αναφορικά με το κατά πόσο το προαναφερόμενο διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση του νόμου είναι ορθές. Είναι προφανές, από τις πρόνοιες του Ν. 19(Ι)/02 (και κατ' επέκταση και του Ν. 112(Ι)/04), ότι ο νόμος δίνει εξουσίες στον Επίτροπο, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζει ζητήματα διασύνδεσης με τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και πρόσβασης σ' αυτά, αλλά δεν του δίνει εξουσίες και για ρύθμιση ζητημάτων εθνικής περιαγωγής. Είναι ακόμα σαφές, από τα προαναφερόμενα, ότι ο Ν. 19(Ι)/02 αφορά σε διασύνδεση και πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα σταθερής τηλεφωνίας, στα οποία δηλαδή τα τερματικά σημεία είναι καθορισμένα, ενώ η εθνική περιαγωγή προνοεί την πρόσβαση σε δημόσια κινητά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, στα οποία δηλαδή τα τερματικά σημεία δεν είναι καθορισμένα, εφόσον δεν βρίσκονται σε σταθερά σημεία.

Κρίνεται πως το προαναφερόμενο διάταγμα (Κ.Δ.Π. 564/03) εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που παρείχε στον Επίτροπο αρχικά ο Ν. 19(Ι)/02 και στη συνέχεια ο Ν. 112(Ι)/04. Επομένως η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται λανθασμένη ως προς αυτό το σημείο και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τoυς εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Yπ. Aρ. 1005/04), ημερ. 21/6/06.

Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με τον περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2002 (Ν.19(Ι)/2002) καθιερώθηκε ο θεσμός του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ο Επίτροπος). Το Άρθρο 19 του Νόμου καθορίζει τις αρμοδιότητες, εξουσίες και καθήκοντα του Επιτρόπου. Με το διάταγμα (Κ.Δ.Π. 564/03) (το διάταγμα), που εκδόθηκε δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου, ο Επίτροπος καθόρισε τα διέποντα την παροχή υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής από Υπόχρεο Οργανισμό προς Δικαιούχο Οργανισμό. Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεσείοντες) καθορίστηκε ως ο Υπόχρεος Οργανισμός και η εταιρεία Scancom (Cyprus) Ltd ως ο Δικαιούχος Οργανισμός.

Μετά την έκδοση του διατάγματος του Επιτρόπου, και προφανώς προς συμμόρφωση με αυτό, συνήφθη συμφωνία μεταξύ Α.ΤΗ.Κ. και Scancom για την παροχή από την Α.ΤΗ.Κ. προς την Scancom, εθνικής περιαγωγής. Υπήρξε κάποια διαφωνία μεταξύ των δύο, επί κάποιων θεμάτων και ζητήθηκε η επέμβαση και απόφαση του Επιτρόπου ο οποίος ενήργησε δυνάμει του Άρθρου 12 του διατάγματος, επέλυσε τη διαφορά και εξέδωσε την απόφασή του στις 13.8.2004 (που ήταν και η προσβαλλόμενη απόφαση στην προσφυγή).

Οι εφεσείοντες υπέγραψαν συμφωνία, με την προαναφερόμενη εταιρεία, στη βάση της απόφασης του Επιτρόπου, αλλά επιφύλαξαν τα δικαιώματα τους να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης του Επιτρόπου. Στις 27.8.04 ο Επίτροπος κάλεσε την Α.ΤΗ.Κ. να προβεί σε άμεση παροχή της εν λόγω υπηρεσίας προς την προαναφερόμενη εταιρεία, στη βάση της υπογραφείσας μεταξύ τους συμφωνίας. 

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή κατά της απόφασης του Επιτρόπου ημερ. 13.8.04 και κατά της, αναφερόμενης ως επακόλουθης, απόφασης του ημερ. 27.8.04. Ήταν η θέση της Α.ΤΗ.Κ. (εφεσειόντων), ενώπιον αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής, ότι το προαναφερόμενο διάταγμα, δυνάμει του οποίου ενήργησε ο Επίτροπος, εκδόθηκε χωρίς εξουσία και καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρείχε στον Επίτροπο το Αρθρο 19 του προαναφερόμενου Νόμου, όπως και το Αρθρο 20(1) του Ν.112(Ι)/2004 ο οποίος αντικατέστησε τον προαναφερόμενο νόμο. 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι αιτητές-εφεσείοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι εξουσίες που παρέχονται στον Επίτροπο είναι να καθορίζει «πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου ανώτατου και κατώτατου ορίου τιμών» και όχι να καθορίζει συγκεκριμένες τιμές, όπως έκανε ο Επίτροπος στην προκείμενη περίπτωση. Επιπρόσθετα, οι αιτητές-εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι με την απόφαση του ημερ. 27.8.04 ο Επίτροπος επέβαλλε την άμεση παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, χωρίς να προηγηθούν οι έλεγχοι που ήσαν αναγκαίοι προς ταυτοποίηση των κλήσεων για σκοπούς τιμολόγησής τους και, ουσιαστικά, έτσι, ανέτρεψε την ίδια τη συμφωνία που ο  ίδιος επέβαλε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το διάταγμα που εκδόθηκε δεν ήταν καθ' υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires). Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, το Άρθρο 19(1)(π) του Ν.19(Ι)/2002 παρέχει ευρύτατη εξουσία στον Επίτροπο να ρυθμίζει «τα της διασύνδεσης με τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και τα της πρόσβασης σ' αυτά». Στο όγδοο μέρος του Νόμου, όπως παρατήρησε, γίνεται λεπτομερέστατη πρόνοια στα αφορώντα τη διασύνδεση και πρόσβαση σε δίκτυα. Απλή αναφορά, ιδαίτερα στα Άρθρα 40-44 και 47 του προαναφερόμενου νόμου, αποκαλύπτει το εύρος της ρύθμισης του θέματος και την αντίστοιχη εξουσία του Επιτρόπου  ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Η πρωτόδικη απόφαση έκρινε επίσης ως αβάσιμη και τη θέση των αιτητών-εφεσειόντων ότι η εξουσία του Επιτρόπου, δυνάμει του νόμου, περιορίζεται στον καθορισμό πλαισίου τιμών και όχι στον καθορισμό τιμών διασύνδεσης και πρόσβασης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με το ότι η Κ.Δ.Π. 564/03 δεν  εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρείχε ο Ν.19(Ι)/02 και ότι δεν ήταν εξ' υπαρχής άκυρη. Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η προσφορά υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής, που επιβάλλεται από την Κ.Δ.Π. 564/03, καλυπτόταν από τις πρόνοιες περί διασύνδεσης του Άρθρου 19(1) (π) και των Άρθρων 40-44 και 47 του Ν.19(Ι)/02. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι η διασύνδεση δεν έχει καμιά σχέση με την εθνική περιαγωγή και αφορά τη σύνδεση δικτύων όπως ορίζει ο νόμος, ενώ η εθνική περιαγωγή αφορά την παροχή υπηρεσιών σε συνδρομητή άλλου δικτύου ή χρήση των υπηρεσιών ενός παροχέα κινητού δικτύου από συνδρομητή άλλου παροχέα. Επιπρόσθετα, οι εφεσείοντες λέγουν ότι η διασύνδεση προβλέπεται στα Άρθρα 40-55 του νόμου και η πρόσβαση στα Άρθρα 56-63 ενώ η εθνική περιαγωγή δεν προνοείται πουθενά. Είναι ξεκάθαρο, για τους εφεσείοντες, ότι η πρόσβαση που προνοείται στο νόμο, αφορά σταθερά δίκτυα, ενώ η εθνική περιαγωγή είναι υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας. Εν πάση περιπτώσει, η εθνική περιαγωγή δε συνιστά πρόσβαση. 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή το ζήτημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, δηλαδή το κατά πόσον η Κ.Δ.Π. 564/03 εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρείχε ο Ν.19(Ι)/02 και κατ' επέκταση και ο μετέπειτα θεσπισθείς Νόμος 112(Ι)/2004. Τα σχετικά Αρθρα είναι το 19 του πρώτου νόμου και το 20 του δευτέρου νόμου. Το Άρθρο 19(1) (π) του Ν. 19(Ι)/2002 προνοεί ότι, μεταξύ των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του Επιτρόπου, είναι και η ρύθμιση με κανονισμούς, διατάγματα ή γνωστοποιήσεις, όπως αρμόζει στην περίπτωση, της διασύνδεσης με τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και της πρόσβασης σ' αυτά. «Διασύνδεση», σύμφωνα με το ερμηνευτικό Αρθρο 2 του ιδίου νόμου, σημαίνει την υλική και λογική σύνδεση τηλεπικοινωνιακών δικτύων που χρησιμοποιούνται από τον ίδιο ή διαφορετικό οργανισμό προκειμένου να παρέχεται στους χρήστες του τελευταίου η δυνατότητα να επικοινωνούν με χρήστες του ίδιου ή άλλου οργανισμού ή να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που παρέχονται από άλλο οργανισμό. Οι υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη ή άλλα μέρη που έχουν πρόσβαση στο δίκτυο. «Τηλεπικοινωνιακό δίκτυο», σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, σημαίνει συστήματα εκπομπής, περιλαμβανομένου στον όρο, όπου εφαρμόζεται αυτό, μεταγωγικού εξοπλισμού και άλλων εγκαταστάσεων ή πόρων που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων μεταξύ καθορισμένων τερματικών σημείων, με ενσύρματα, ασύρματα ή οπτικά μέσα, ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα.

Τα ζητήματα ειδικής πρόσβασης στο δίκτυο καλύπτονται από τα Άρθρα 56-59 του προαναφερόμενου νόμου. Το Άρθρο 56(1) προνοεί ότι «οργανισμός έχων σημαντική ισχύ στην αγορά σε σχέση με την παροχή σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων, οφείλει, κατόπιν σχετικού αιτήματος προσώπου δεόντως εξουσιοδοτημένου, να παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, να του παρέχει ειδική πρόσβαση στο δίκτυο του σε σημεία απόληξης αυτού, άλλα από τα κοινώς παρεχόμενα σημεία απόληξης του δικτύου».

Το όγδοο μέρος του Ν. 19(Ι)/02, στο οποίο αναφέρθηκε ο αδελφός Δικαστής που χειρίστηκε την προσφυγή, περιλαμβάνει τα Άρθρα 40-66 του νόμου.

Στο Ν.112(Ι)/04, ο οποίος ίσχυε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, το ερμηνευτικό άρθρο είναι το 4, το οποίο δίνει ερμηνεία του δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου, της διασύνδεσης και της πρόσβασης. Στο Αρθρο 20 (ια) γίνεται πρόνοια για τις αρμοδιότητες και εξουσίες του Επιτρόπου να ρυθμίζει με διάταγμα ή απόφαση την πρόσβαση και τη διασύνδεση στα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των σχετικών προνοιών του Ν.19(Ι)/02 και του Ν.112(Ι)/04.

Συγκρίναμε τις προαναφερόμενες  πρόνοιες των δύο Νόμων με τις σχετικές πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 564/03. Στο Αρθρο 2 της Κ.Δ.Π. 564/03 προνοείται ότι «εθνική περιαγωγή» σημαίνει την υπηρεσία πρόσβασης σε δημόσιο κινητό τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, η οποία παρέχεται από τον παροχέα του εν λόγω δικτύου στον παροχέα άλλου δημόσιου κινητού, τηλεπικοινωνιακού δικτύου μέσα στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας και επιτρέπει στους συνδρομητές του δεύτερου παροχέα να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας που προσφέρει ο πρώτος παροχέας μέσω του δημόσιου κινητού δικτύου του στους συνδρομητές του, σύμφωνα με την ειδική άδεια του. «Δημόσιο κινητό τηλεπικοινωνιακό δίκτυο», σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2(1) της Κ.Δ.Π. 564/03, σημαίνει δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο τα τερματικά σημεία του οποίου δεν βρίσκονται σε σταθερό σημείο.

Ολόκληρη η Κ.Δ.Π. 564/03, όπως και ο τίτλος της υποδηλοί (το περί Εθνικής Περιαγωγής (Τηλεπικοινωνιών) Διάταγμα του 2003), αφορά στην υποχρέωση παροχής υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής, στο δικαίωμα παροχής υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής και στην επίλυση διαφορών, την εποπτεία και τη συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του διατάγματος, θέμα που δεν καλύπτεται από τη βασική νομοθεσία (εξουσιοδοτούντα Νόμο).

Κατά την κρίση μας, οι θέσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων αναφορικά με το κατά πόσο το προαναφερόμενο διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση του νόμου είναι ορθές. Είναι προφανές, από τις πρόνοιες του Ν.19(Ι)/02 (και κατ' επέκταση και του Ν. 112(Ι)/04), ότι ο νόμος δίνει εξουσίες στον Επίτροπο, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζει ζητήματα διασύνδεσης με τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και πρόσβασης σ' αυτά, αλλά δεν του δίνει εξουσίες και για ρύθμιση ζητημάτων εθνικής περιαγωγής. Είναι ακόμα σαφές, από τα προαναφερόμενα, ότι ο Ν.19(Ι)/02 αφορά σε διασύνδεση και πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα σταθερής τηλεφωνίας, στα οποία δηλαδή τα τερματικά σημεία είναι καθορισμένα, ενώ η εθνική περιαγωγή προνοεί την πρόσβαση σε δημόσια κινητά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, στα οποία δηλαδή τα τερματικά σημεία δεν είναι καθορισμένα, εφόσον δεν βρίσκονται σε σταθερά σημεία.

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε πως το προαναφερόμενο διάταγμα (Κ.Δ.Π. 564/03) εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που παρείχε στον Επίτροπο αρχικά ο Ν. 19(Ι)/02 και στη συνέχεια ο Ν. 112(Ι)/04. Επομένως θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση λανθασμένη ως προς αυτό το σημείο και ως εκ τούτου δεν κρίνουμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση και των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

Κατά συνέπεια η έφεση πετυχαίνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Επιτρόπου, ημερ. 13.8.04, καθώς και η επακόλουθη απόφαση και οδηγία του ημερ. 27.8.04 ακυρώνονται. Έξοδα €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο