ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2008) 3 ΑΑΔ 367
17 Ιουλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
PERA AGENCIES LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 38/2006)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Κατάργηση δίκης ― Απώλεια του αντικειμένου διαδικασίας προσφυγής, όταν η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη ακυρωθεί στο πλαίσιο εκδίκασης άλλης προσφυγής ― Ο κανόνας και η εξαίρεσή του ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι η προσφυγή στην εξετασθείσα υπόθεση, είχε απομείνει άνευ αντικειμένου.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Αίτηση για χορήγηση άδειας ίδρυσης εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης ― Κατά πόσο η αίτηση γεννά αξίωση ή προσδοκία ικανοποίησής της.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση, που ακύρωσε την απόφασή τους να απορρίψουν την αίτηση των εφεσιβλήτων για χορήγηση συχνότητας σταθμού ραδιοφώνου παγκύπριας εμβέλειας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι εφεσίβλητοι παρέθεσαν πρωτοδίκως στοιχεία, αναφορικά με τις κατ' ισχυρισμό ζημιές που υπέστησαν εξαιτίας της μη παραχώρησης σ' αυτούς άδειας παγκύπριου ραδιοφωνικού σταθμού.
Οι εφεσείοντες προέβησαν τότε σε γενική άρνηση των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων αλλά προέβαλαν και τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, επειδή δεν είχαν οποιαδήποτε αξίωση στην άδεια την οποία ζήτησαν αλλά είχαν απλά μια προσδοκία ότι θα τους παραχωρείτο τέτοια άδεια. Οι συχνότητες που ήταν διαθέσιμες ήταν εννέα και οι αιτητές ήταν δεκατρείς. Μέσα στους δεκατρείς αιτητές ήταν και οι εφεσίβλητοι.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα και νοουμένου ότι οι εφεσίβλητοι όντως είχαν απλά προσδοκία για παροχή σ' αυτούς της ζητηθείσας άδειας, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε, να είχε καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα και η προσφυγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, ως άνευ αντικειμένου.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικολάου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983,
Royal Ris Ltd v. Δήμου Λάρνακας, Υπόθ. Αρ. 1004/99, ημερ. 26.11.2001.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Yπ. Aρ. 314/02), ημερ. 21/2/06.
Β. Χριστοδουλίδου με Θ. Ραφτοπούλου για Α. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες.
Ι. Νικολάου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή των αιτητών-εφεσιβλήτων ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, εζητείτο δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση των καθ' ων η αίτηση-εφεσειόντων με την οποία οι εφεσείοντες απέρριψαν την αίτηση των εφεσιβλήτων για άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης με το όνομα «ΖΕΝΙΘ».
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης οι εφεσίβλητοι ήταν ιδιοκτήτες του ραδιοφωνικού σταθμού «ΖΕΝΙΘ», τοπικής εμβέλειας, για την πόλη και επαρχία Λευκωσίας. Στη συνέχεια υπέβαλαν αίτηση για άδεια λειτουργίας ιδιωτικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης (του Υπουργικού Συμβουλίου) καταχώρισαν προσφυγή στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 9.9.96. Σε μεταγενέστερο στάδιο, στις 18.6.2001, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν νέα αίτηση, στους εφεσείοντες, για άδεια παγκύπριου ραδιοφωνικού σταθμού. Η αίτηση τους απορρίφθηκε από τους εφεσείοντες την 31.10.2001, κοινοποιήθηκε όμως η απορριπτική απόφαση στους εφεσίβλητους με επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 21.1.2002. Στην απορριπτική απόφαση αναφερόταν πως οι εφεσείοντες αξιολόγησαν την αίτηση των εφεσιβλήτων συγκρίνοντας την με τις υπόλοιπες αιτήσεις και έκριναν «. ότι το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα με τη χορήγηση των 9 (εννέα) υπαρχουσών συχνοτήτων σε σταθμούς που έτυχαν ψηλότερη από σας βαθμολογία.».
Στην επιστολή με την οποία γνωστοποιήθηκε η απορριπτική απόφαση, δεν φαίνονταν τα ονόματα αυτών στους οποίους δόθηκαν οι προαναφερόμενες εννέα συχνότητες. Ούτε και στην προσφυγή, που καταχωρίστηκε εναντίον της απορριπτικής απόφασης, αναφέρονταν οποιαδήποτε ενδιαφερόμενα μέρη. Σε κάποιο όμως στάδιο της διαδικασίας, οι εφεσίβλητοι επέδωσαν ειδοποίηση της προσφυγής τους σε τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη.
Εκκρεμούσης της προσφυγής οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων πληροφόρησαν το πρωτόδικο δικαστήριο ότι εκδόθηκαν δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις με αρ. 306/02 και 309/02 με τις οποίες ακυρώθηκε η ίδια απόφαση που προσβαλλόταν και με την προσφυγή των εφεσιβλήτων. Μετά την προαναφερόμενη δήλωση, οι εφεσείοντες ήγειραν θέμα ότι η προσφυγή των εφεσιβλήτων είχε χάσει το αντικείμενό της, εκτός εάν ενέπιπτε στην εξαίρεση του κανόνα, κάτι που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, δεν ίσχυε στην παρούσα υπόθεση.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν πως η προσφυγή τους δεν είχε χάσει το αντικείμενό της εφόσον, για το χρονικό διάστημα που ίσχυε η προσβληθείσα απόφαση, μέχρι την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο στις προαναφερθείσες υποθέσεις, αυτοί (οι εφεσίβλητοι) είχαν υποστεί ζημιά. Ως εκ τούτου, ήταν η θέση των εφεσιβλήτων, ότι δικαιούνταν σε απόφαση και στη δική τους προσφυγή ούτως ώστε, αν η προσφυγή τους επιτύχει, να μπορούν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις που ακυρώνεται μια διοικητική πράξη, από το Ανώτατο Δικαστήριο, άλλη προσφυγή που ζητά την ακύρωση της ίδιας διοικητικής πράξης καθίσταται άνευ αντικειμένου και απαράδεκτη, εκτός αν υπάρχει λόγος έκδοσης νέας ακυρωτικής απόφασης για σκοπούς της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στα πλαίσια της εκδίκασης της προσφυγής, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έδωσε άδεια για προσκόμιση μαρτυρίας με τη μορφή της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων ότι αυτοί είχαν υποστεί ζημιά. Κατατέθηκε συναφώς ένορκη δήλωση του κ. Σίμου Κυριάκου, ενός των διευθυντών των εφεσιβλήτων, ο οποίος αναφέρθηκε σε ζημιές που οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ουσιαστικά εξαιτίας της μη χορήγησης σ' αυτούς άδειας για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό, από τους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες, επίσης, με άδεια του δικαστηρίου, καταχώρισαν ένορκη δήλωση, την οποίαν υπέγραψε η εργοδοτούμενη τους Μαρία Ψαρά με την οποίαν αρνήθηκαν τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι υπέστησαν ζημιά. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε, συναφώς, ότι η ουσία της άρνησης των εφεσειόντων επικεντρωνόταν στον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να έχουν αξίωση για αποδοχή της αιτήσεώς τους από τους εφεσείοντες, αλλά μόνο προσδοκία αποδοχής της αιτήσεώς τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις σχετικές νομικές αρχές, κατέληξε στο ότι η ορθή νομική θέση είναι ότι, κατ' εξαίρεση προς το γενικό κανόνα, μια προσφυγή με την οποίαν επιδιώκεται η ακύρωση μιας πράξης που έχει ήδη ακυρωθεί σαν συνέπεια της επιτυχίας μιας άλλης προσφυγής, δεν χάνει το αντικείμενό της, όταν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που δείχνουν πως, εκ πρώτης όψεως, ο αιτητής έχει υποστεί ζημιά, την οποία δικαιούται να διεκδικήσει, στο Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Ήταν λοιπόν η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι θα έπρεπε να προχωρήσει και να εξετάσει το κατά πόσον οι αιτητές-εφεσίβλητοι είχαν υποστεί, εκ πρώτης όψεως, ζημιά που τους έδινε το δικαίωμα να συνεχίσουν να προωθούν την προσφυγή τους. Αναφορικά με το ζήτημα της ζημιάς των εφεσιβλήτων το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε πως αυτοί ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν ζημιά ενώ οι εφεσείοντες αρνήθηκαν κάτι τέτοιο, η άρνηση τους όμως συνδεόταν με την ουσία της προσφυγής, όπως υπογράμμισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Στη σελ. 10 της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναγράφονται τα εξής: «Οι ισχυρισμοί των αιτητών για ζημιά παραμένουν ουσιαστικά αναπάντητοι και είναι τέτοιας φύσης που κρίνω ότι η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις εξαιρέσεις του κανόνα ότι έχει χάσει το αντικείμενο της. Τα γεγονότα είναι τέτοια που φαίνεται να υπάρχει πιθανότητα να υπέστησαν ζημιά, ..... η οποία βέβαια δεν θα υπολογιστεί σε αυτό το στάδιο και από αυτό το δικαστήριο, αλλά από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε περίπτωση (α) που η προσφυγή επιτύχει και (β) οι αιτητές ικανοποιήσουν τις σχετικές προϋποθέσεις όπως αυτές εξηγήθηκαν στην υπόθεση Νικολάου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983.»
Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή δεν είχε χάσει το αντικείμενό της, για τον προαναφερόμενο λόγο, προχώρησε και εξέτασε την ουσία της και απεφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας, καθότι δεν διευκρινιζόταν, μεταξύ άλλων, το δημόσιο συμφέρον το οποίον επικαλούνταν οι εφεσείοντες. Το δημόσιο συμφέρον, του οποίου γινόταν επίκληση, θα έπρεπε να εξειδικεύεται με αναφορά στα συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του αρμοδίου οργάνου. Κατά συνέπεια η προσφυγή πέτυχε και ακυρώθηκε η άρνηση των εφεσειόντων να εγκρίνουν τη ζητηθείσα άδεια. Η προσφυγή εναντίον όλων των ενδιαφερομένων μερών απορρίφθηκε για τους λόγους που εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν, μεταξύ άλλων, την κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι η προσφυγή των εφεσιβλήτων δεν έχασε αυτομάτως το αντικείμενο της ένεκα της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης στα πλαίσια άλλης προσφυγής. Προσβάλλεται ακόμα η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων για τη ζημιά που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν από την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέμειναν αναπάντητοι και ότι τα όσα ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες με τη δική τους ένορκη δήλωση συνδέονταν με την ουσία της προσφυγής. Επιπρόσθετα προσβάλλονται: (α) η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης φαινόταν να υπάρχει πιθανότητα οι εφεσίβλητοι να υπέστησαν ζημιά, (β) η κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως προς τη σχετικότητα της παρούσας υπόθεσης με την υπόθεση Royal Ris Ltd v. Δήμου Λάρνακας, Υπόθ. Αρ. 1004/99, ημερ. 26.11.01, (γ) η παράλειψη του πρωτοδίκου δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι οι εφεσίβλητοι στερούνταν εννόμου συμφέροντος να ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και (δ) η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο της δέουσας αιτιολογίας.
Θα επικεντρωθούμε μόνο στο λόγο έφεσης που αφορά στην κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς τις ζημιές που, κατ' ισχυρισμό, υπέστησαν οι εφεσίβλητοι από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος προδικάζει και το αποτέλεσμα.
Οι εφεσίβλητοι παρέθεσαν στοιχεία αναφορικά με τις κατ' ισχυρισμό ζημιές που υπέστησαν εξαιτίας της μη παραχώρησης σ' αυτούς άδειας παγκύπριου ραδιοφωνικού σταθμού.
Οι εφεσείοντες προέβησαν σε γενική άρνηση των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων αλλά προέβαλαν και τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, επειδή δεν είχαν οποιαδήποτε αξίωση στην άδεια την οποία ζήτησαν αλλά είχαν απλά μια προσδοκία ότι θα τους παραχωρείτο τέτοια άδεια. Οι συχνότητες που ήταν διαθέσιμες ήταν εννέα και οι αιτητές ήταν δεκατρείς. Μέσα στους δεκατρείς αιτητές ήταν και οι εφεσίβλητοι.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα και νοουμένου ότι οι εφεσίβλητοι όντως είχαν απλά προσδοκία για παροχή σ' αυτούς της ζητηθείσας άδειας, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε, κατά την εκτίμησή μας, να είχε καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα και η προσφυγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, ως άνευ αντικειμένου.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση.