ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 231
23 Μαΐου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ/΄Η ΤΗΣ
ΕΦΟΡΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΟΛΩΝ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΛΤΔ,
2. ΣΟΛΩΝΑ ΑΓΓΕΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 111/2005)
Φαρμακευτική και Δηλητήρια ― Ο περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμος, Κεφ. 254 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 145(Ι)/2000) ― Άρθρο 15 του Νόμου ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο οι περιορισμοί που εισήχθησαν με την επιφύλαξη που προστέθηκε στο εδάφιο (1) του Άρθρου 15 αφορούν τόσο σε φυσικά πρόσωπα όσο και σε νομικά.
Η Δημοκρατία ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε την απόφαση του εφεσείοντος Συμβουλίου να μην εγκρίνει την αίτηση της πρώτης εφεσίβλητης για άδεια λειτουργίας φαρμακείου στη Λάρνακα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες σύγχισαν τα πράγματα και θεώρησαν την αίτηση της εταιρείας ως αίτηση του εφεσίβλητου Σόλωνα Αγγελίδη, αυτός ευσταθεί.
2. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης το θέμα διέπεται από το Άρθρο 15 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ. 254, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 145(Ι)/2000. (βλ. Άρθρο 6 του Ν. 145(Ι)/2000). Εσφαλμένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η λέξη «πρόσωπο» στην επιφύλαξη του Άρθρου 15 περιορίζεται σε φυσικό πρόσωπο και ότι δεν καλύπτει και εταιρείες. Στον υπό εξέταση Νόμο, δεν υπάρχει ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1 υπό τους όρους και προϋποθέσεις που εκεί αναφέρονται.
Στην παρούσα περίπτωση εξεταζόμενος ο Νόμος στο σύνολό του με ιδιαίτερη αναφορά στο Αρθρο 16 που αφορά εταιρίες που διεξάγουν την επιχείρηση φαρμακοποιού και που με τα εδάφια 1(α)(ιιι) και 1(β)(ιιι) διαλαμβάνει ότι «τηρούνται οι άλλες διατάξεις του Νόμου αυτού, περιλαμβανομένων των διατάξεων του Αρθρου 15» και στο Αρθρο 10 (Μεταβατικές Διατάξεις) του τροποποιητικού Νόμου 145(Ι)/2000 που διαλαμβάνει ότι «πρόσωπο ή εταιρεία που .. διεξάγει επιχείρηση φαρμακοποιού κατά παράβαση των διατάξεων της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του Αρθρου 15 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του Αρθρου 16 .. οφείλει μέσα σε 15 χρόνια να συμμορφωθεί με τις πιο πάνω διατάξεις», οδηγεί με σαφήνεια στο συμπέρασμα ότι η επιφύλαξη του Άρθρου 15(1) του Νόμου επεκτείνεται και σε εταιρείες. Άλλωστε αν η επιφύλαξη αυτή περιοριζόταν σε φυσικά πρόσωπα, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνει ειδική αναφορά για εξαίρεση φαρμακείων που ανήκουν στις συντεχνίες ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ.
Ο Ναθαναήλ, Δ. εξέδωσε διϊστάμενη απόφαση μειοψηφίας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Νικολαΐδου v. Συμβουλίου Φαρμακευτικής και/ή Συμβουλίου Φαρμακευτικής μέσω του Εφόρου Φαρμακευτικής κ.ά., Υπόθ. Αρ. 978/03, ημερ. 30.1.2006.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Yπ. Aρ. 365/03), ημερ. 29/7/05.
Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Σεραφείμ, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελούν οι Κωνσταντινίδης, Δ., Γαβριηλίδης, Δ., Φωτίου, Δ. και Ερωτοκρίτου Δ. θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου. Ο δικαστής Ναθαναήλ θα εκδώσει διϊστάμενη απόφαση.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την προσφυγή με αρ. 365/03 εναντίον των εφεσειόντων με την οποία ζητούσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των εφεσειόντων που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 5/2/03 σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους ημερ. 25/11/02 για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας φαρμακείου είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Οι εφεσίβλητοι αρ. 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λάρνακα και ασχολούνται με επιχειρήσεις φαρμακείων. Ο εφεσίβλητος Αρ. 2 Σόλων Αγγελίδης κατέχει το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης αρ. 1 και είναι ένας εκ των διευθυντών της. Οι εφεσίβλητοι αρ. 1 (δηλαδή η εταιρεία) είναι ιδιοκτήτες τριών (3) φαρμακείων στην επαρχία Λάρνακας. Με αίτηση τους ημερ. 25/11/02 προς τον Έφορο Συμβουλίου Φαρμακευτικής ανάφεραν ότι η εταιρεία (Σόλων Αγγελίδης Λτδ) ζητά άδεια για λειτουργία φαρμακείου το οποίο θα βρίσκεται στην Λεωφόρο Αρχ. Κυπριανού στη Λάρνακα. Με επιστολή ημερ. 2/1/03 διευκρίνησαν ότι η εταιρεία ήδη λειτουργεί 3 φαρμακεία. Οι εφεσείοντες με επιστολή ημερ. 5/2/03 πληροφόρησαν τους εφεσίβλητους ότι «το Συμβούλιο Φαρμακευτικής αποφάσισε να μην εγκρίνει την εν λόγω αίτηση, σύμφωνα με το Άρθρο 5 και 10 του Νόμου 145(Ι)/2000», με αποτέλεσμα την καταχώρηση της προαναφερθείσας προσφυγής.
Ο συνάδελφος που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση αποδέχθηκε την προσφυγή για τους εξής βασικά λόγους: (α) διότι «οι καθών η αίτηση συγχύζουν κάπως τα πράγματα και θεωρούν το δεύτερο αιτητή ως αιτητή για άδεια λειτουργίας και τέταρτου φαρμακείου, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος προσωπικά δεν λειτουργούσε οποιοδήποτε φαρμακείο», (β) διότι «η επίδικη απόφαση λήφθηκε και υπό συνθήκες πραγματικής πλάνης εφόσον η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας συγχύστηκε κατά κάποιον τρόπο με αίτηση του δεύτερου αιτητή» και (γ) λόγω νομικής πλάνης.
Αναφορικά με το (γ) το δικαστήριο ανάφερε τα εξής:
«Η νομική πλάνη, υπό την οποία τελούσαν οι καθών η αίτηση 1 όταν έλαβαν την επίδικη απόφαση τους, συνίσταται στην παρερμηνεία της προσφερόμενης πρόνοιας που προστέθηκε στο Αρθρο 15 του βασικού νόμου, με το Αρθρο 6 του Ν. 145(Ι)/2000. Εκείνο το οποίο απαγορεύεται σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια, είναι η ιδιοκτησία περισσοτέρων του ενός φαρμακείων από οιονδήποτε πρόσωπο και στον όρο πρόσωπο θα πρέπει να αποδοθεί εδώ η έννοια του φυσικού προσώπου (εφόσον στη συνέχεια γίνεται ρητά λόγος για εταιρείες) και περιπλέον απαγορεύεται οποιοδήποτε (φυσικό) πρόσωπο να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου, σε περισσότερες της μιας εταιρείες οι οποίες διαξάγουν επιχείρηση φαρμακείου.
Κατά την κρίση μου, λανθασμένα οι καθ' ων η αίτηση 1 ερμήνευσαν την προαναφερόμενη πρόνοια ως επηρεάζουσα και μάλιστα καθοριστικά την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας για άδεια λειτουργίας φαρμακείου. Στην προαναφερόμενη πρόνοια δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση για άδεια λειτουργίας περισσοτέρων του ενός φαρμακείου, από εταιρεία. Η απαγόρευση είναι μόνον για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία:
(α) Δεν μπορούν να είναι ιδιοκτήτες περισσοτέρων του ενός φαρμακείων, και
(β) Δεν μπορούν να είναι κάτοχοι ή δικαιούχοι ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου (όχι σε μια εταιρεία η οποία διεξάγει επιχείρηση πέραν του ενός φαρμακείου) σε περισσότερες της μιας εταιρείες η κάθε μια από τις οποίες διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου.
Η ξεχωριστή νομική προσωπικότητα των εταιρειών είναι θεμελιωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα, άρα η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως αίτηση του δεύτερου αιτητή.»
Λόγοι έφεσης
Οι εφεσείοντες με την έφεσή τους, την οποία βασίζουν σε δυο λόγους, προσβάλλουν την ορθότητα των πιο πάνω ευρημάτων του συναδέλφου.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες σύγχισαν τα πράγματα και θεώρησαν την αίτηση της εταιρείας ως αίτηση του εφεσίβλητου Σόλωνα Αγγελίδη, κρίνουμε ότι αυτός ευσταθεί. Από τα διάφορα έγγραφα που ήσαν ενώπιον των εφεσίβλητων προκύπτει με σαφήνεια ότι η αίτηση ήταν εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας και όχι του εφεσίβλητου Σόλωνα Αγγελίδη. Στην ίδια την αίτηση ημερ. 25/11/02 τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις διατυπώνεται ότι η αίτηση υποβάλλεται από την εταιρεία Σόλων Αγγελίδης Λτδ, και ότι το φαρμακείο θα είναι ιδιοκτησία της εν λόγω εταιρείας. Περαιτέρω στην επιστολή ημερ. 2/1/03 με την οποία στάληκαν στους εφεσείοντες περαιτέρω στοιχεία κατόπιν τηλεφωνικής συνεννοήσεως, επαναλαμβάνεται ότι αιτητής είναι η εταιρεία. Όμως και στην απορριπτική επιστολή της 5/2/03 (προσβαλλόμενη απόφαση) παρόλο που αυτή απευθύνεται στον Σόλωνα Αγγελίδη, είναι σαφές από το κείμενό της ότι αναφέρεται σε αίτηση της εταιρείας. Επομένως εσφαλμένα κατάληξε ο συνάδελφος πρωτόδικα ότι υπήρχε σύγχιση εκ μέρους των εφεσειόντων ως προς το ποιός ήταν ο αιτητής, απλώς επειδή στα πρακτικά έγινε αναφορά στο Σόλωνα Αγγελίδη.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης το θέμα διέπεται από το Αρθρο 15 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ. 254, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 145(Ι)/2000. Το Αρθρο 6 του Ν. 145(Ι)/2000 έχει ως εξής:
«6. Το Αρθρο 15 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση της τελείας, στο τέλος του εδαφίου (1) αυτού, από διπλή τελεία και την προσθήκη, αμέσως μετά, της ακόλουθης επιφύλαξης:
«Νοείται ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης περισσοτέρων του ενός φαρμακείων ή να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου περισσοτέρων της μιας εταιρειών η οποία διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου:
Νοείται περαιτέρω ότι πιο πάνω επιφύλαξη δεν τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με την ιδιοκτησία των φαρμακείων που ανήκουν στις συντεχνίες ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ, νοουμένου ότι αυτά λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί για την εξυπηρέτηση των μελών τους.»
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Κρίνουμε ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η λέξη «πρόσωπο» στην επιφύλαξη του Άρθρου 15 περιορίζεται σε φυσικό πρόσωπο και ότι δεν καλύπτει και εταιρείες. Ότι η λέξη αυτή επεκτείνεται και σε εταιρείες υποστηρίζεται και από την υπόθεση Γεωργία Νικολαΐδου v. Συμβουλίου Φαρμακευτικής και/ή Συμβουλίου Φαρμακευτικής, μέσω του Εφόρου Φαρμακευτικής κ.ά., Υπόθ. Αρ. 978/03 ημερ. 30/1/06, όπου το δικαστήριο, βασιζόμενο και στον περί Ερμηνείας Νόμο Κεφ. 1 όπου διαλαμβάνεται ότι «εκτός αν υπάρχει κάτι στο αντικείμενο ή το κείμενο που είναι ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία ή εκτός αν προνοείται σ΄αυτό διαφορετικά «πρόσωπο» περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι», κατέληξε ότι η επιφύλαξη καλύπτει και εταιρείες εφόσον στο Αρθρο 15(1) δεν υπήρχε οτιδήποτε το ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία. Έτσι διαφοροποιήθηκε από την ερμηνεία που δόθηκε στην υπόθεση 365/03 (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) την οποία είχε υπόψη του το δικαστήριο και ότι τελούσε υπό έφεση. Στην εν λόγω υπόθεση (978/03) το δικαστήριο, μεταξύ άλλων ανάφερε τα εξής:
«Η χρήση και των δυο όρων, «πρόσωπο» και «εταιρεία», όσο και αν θα μπορούσε να σχολιαστεί από νομοτεχνικής άποψης, ενόψει της ουσίας των όσων ακολουθούν στο άρθρο δεν αναιρεί αλλά επιβεβαιώνει ότι και η εταιρεία υπάγεται στο συζητούμενο περιορισμό. Αφού αυτές αφορούν και σε εταιρεία που διεξάγει επιχείρηση φαρμακοποιού κατά παράβαση και των διατάξεων της επιφύλαξης του εδαφίου 1 του Άρθρου 15 που, βεβαίως, δεν θα είχαν νόημα αν η εταιρεία δεν καλυπτόταν από εκείνη την επιφύλαξη.»
Σημειώνουμε ότι στον υπό εξέταση Νόμο, δεν υπάρχει ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1 υπό τους όρους και προϋποθέσεις που εκεί αναφέρονται.
Στην παρούσα περίπτωση εξεταζόμενος ο Νόμος στο σύνολο του με ιδιαίτερη αναφορά στο Άρθρο 16 που αφορά εταιρίες που διεξάγουν την επιχείρηση φαρμακοποιού και που με τα εδάφια 1(α)(ιιι) και 1(β)(ιιι) διαλαμβάνει ότι «τηρούνται οι άλλες διατάξεις του Νόμου αυτού, περιλαμβανομένων των διατάξεων του Άρθρου 15» και στο Άρθρο 10 (Μεταβατικές Διατάξεις) του τροποποιητικού Νόμου 145(Ι)/2000 που διαλαμβάνει ότι «πρόσωπο ή εταιρεία που ... διεξάγει επιχείρηση φαρμακοποιού κατά παράβαση των διατάξεων της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του Αρθρου 15 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του Άρθρου 16 .. οφείλει μέσα σε 15 χρόνια να συμμορφωθεί με τις πιο πάνω διατάξεις», οδηγεί με σαφήνεια στο συμπέρασμα ότι η επιφύλαξη του Άρθρου 15(1) του Νόμου επεκτείνεται και σε εταιρείες. Άλλωστε αν η επιφύλαξη αυτή περιοριζόταν σε φυσικά πρόσωπα, τότε δε θα υπήρχε ανάγκη να γίνει ειδική αναφορά για εξαίρεση φαρμακείων που ανήκουν στις συντεχνίες ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι εσφαλμένα έγινε αποδεκτή η προσφυγή για τους πιο πάνω λόγους.
Η έφεση επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Κατά τα καθιερωμένα (βλ. Δημοκρατία v. Βασιλειάδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 297) το δικαστήριο τούτο θα προχωρήσει στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που είχαν εγερθεί πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν. Για το σκοπό αυτό θα δοθεί νέα ημερομηνία.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Παρά την οφειλόμενη συζήτηση και με δεδομένο τον σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, διατηρώ διαφορετική άποψη ως προς την ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» που απαντάνται στο Αρθρο 15 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ. 254, όπως τροποποιήθηκε.
Τα γεγονότα, με τα οποία συμφωνώ απόλυτα, καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Για τους λόγους όμως που ακολουθούν, έχω την άποψη ότι στη λέξη «πρόσωπο» στο πιο πάνω άρθρο θα πρέπει να δοθεί η συνήθης φυσική και γραμματική ερμηνεία αυτής, ώστε να μην περιλαμβάνει πέραν του φυσικού προσώπου και το νομικό πρόσωπο. Οι λόγοι που με οδηγούν σε αυτή την αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση είναι οι εξής:
(i) Ολόκληρη η διατύπωση του πιο πάνω Νόμου έχει αναφορά στο φυσικό πρόσωπο του φαρμακοποιού, ο οποίος και πρέπει να είναι εγγεγραμμένος ως τέτοιος δυνάμει των διατάξεων του. Αυτό προκύπτει από την ερμηνεία της λέξης «φαρμακοποιός» στο ερμηνευτικό Αρθρο 2, αλλά και από σειρά άλλων άρθρων που σαφώς παραπέμπουν σε φυσικό πρόσωπο. Το Αρθρο 4(1), για παράδειγμα, προνοεί ότι κανένα πρόσωπο δεν διεξάγει την επιχείρηση φαρμακοποιού και δεν εκτελεί συνταγές ή πωλεί ή προμηθεύει φάρμακα, εκτός εάν είναι φαρμακοποιός που απασχολείται σε εγγεγραμμένο, δυνάμει του Αρθρου 14, φαρμακείο. Παρόμοια, το Αρθρο 4Α, προνοεί ότι κανένα πρόσωπο δεν δύναται να πωλεί φάρμακα στο κοινό εκτός από τους φαρμακοποιούς, ενώ κάθε πρόσωπο, δυνάμει του Αρθρου 7 που νόμιμα διεξάγει την επιχείρηση φαρμακοποιού, είναι και εξουσιοδοτημένος πωλητής δηλητηρίων. Περαιτέρω, το Αρθρο 9 προδιαγράφει τα κριτήρια, η ικανοποίηση των οποίων, επιτρέπει σε «πρόσωπο», να εγγραφεί από το Συμβούλιο Φαρμακευτικής ως φαρμακοποιός.
(ii) Με βάση το εδάφιο (1) του Αρθρου 15,
«κάθε πρόσωπο που διεξάγει την επιχείρηση φαρμακοποιού .. μεριμνά ώστε να εγγράφεται κάθε σύνολο υποστατικών, στα οποία διεξάγεται η επιχείρηση αυτή.»
Από την άλλη, η πρώτη επιφύλαξη του άρθρου, έχει ως εξής:
«Νοείται ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης περισσοτέρων του ενός φαρμακείων ή να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου περισσοτέρων της μιας εταιρειών η οποία διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου:»
Είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι τόσο στο εδάφιο (1) όσο και στην πρώτη επιφύλαξη, ο περιορισμός ως προς την ιδιοκτησία πέραν του ενός φαρμακείων και την κατοχή πέραν του 51% στο κεφάλαιο εταιρειών, αφορά αποκλειστικά και μόνο το φυσικό πρόσωπο. Θα αναμενόταν εάν ο νομοθέτης ήθελε να καλύψει στην έννοια του «προσώπου» και εταιρεία, να το προσδιόριζε με σαφήνεια στην επιφύλαξη, ώστε η απαγόρευση της συμμετοχής πέραν του 51% να εφαρμοζόταν και για τις εταιρείες.
Με βάση το εδάφιο 1, επιδιώκεται η ρύθμιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από το φυσικό πρόσωπο, ώστε να μην επιτρέπεται η ιδιοκτησία πέραν του ενός φαρμακείων, εξ ου και πρέπει να δηλώνονται διά εγγραφής όλα τα υποστατικά, τα οποία θα ανήκουν στην ίδια επιχείρηση φαρμακείου, ώστε να ελέγχονται. Το αυτό ρυθμίζεται και για τη συμμετοχή του φυσικού προσώπου σε εταιρεία. Δεν δύναται, δηλαδή, το φυσικό πρόσωπο να καταστρατηγεί τη ρύθμιση που το περιορίζει δυνάμει της πρόνοιας της πρώτης επιφύλαξης, διά της συμμετοχής του σε διάφορες εταιρείες με ποσοστό πέραν του 51%, ώστε να τις ελέγχει. Προς αυτή την κατεύθυνση τείνει και ο πλαγιότιτλος του Άρθρου 15, με αναφορά στο ότι τα «υποστατικά φαρμακοποιού πρέπει να εγγράφονται». Ο πλαγιότιτλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπως εξηγείται στον Cross: Statutory Interpretation σελ. 107-108 και σελ. 113-114, βοηθητικά υπό ορισμένες προϋποθέσεις στην ερμηνεία. Είναι επομένως φανερό ότι επιδιώκεται η εγγραφή και συνεπώς ο έλεγχος των υποστατικών στα οποία διεξάγεται η επιχείρηση φαρμακείου από το φυσικό πρόσωπο.
(iii) Η πιο πάνω θέση επιβεβαιώνεται, κατά την άποψή μου, και από τις πρόνοιες του Αρθρου 16, οι οποίες σε αντιδιαστολή με το Άρθρο 15, αφορούν όχι τα φυσικά πρόσωπα αλλά τα νομικά πρόσωπα, εξ ου και στον πλαγιότιτλο, η αναφορά είναι σε «εταιρείες που διεξάγουν επιχείρηση φαρμακοποιού». Στην παρ. (α) του εδαφίου (1) του Άρθρου 16, προνοείται ότι η εταιρεία που διεξάγει την επιχείρηση φαρμακοποιού δεν είναι απαραίτητο να είναι εγγεγραμμένη ως φαρμακοποιός, εφόσον σύμφωνα με την υποπαρ. (i), η επιχείρηση και κάθε υποκατάστημα της, «.. βρίσκεται κάτω από την προσωπική διεύθυνση και έλεγχο φαρμακοποιού.».
Κατά παρόμοιο τρόπο και στην παρ. (β) του εδαφίου (1) του Άρθρου 16, προνοείται ότι εταιρεία δύναται να είναι πωλητής δηλητηρίων εφόσον το πρόσωπο που καθορίζεται στην υποπαρ. (i) της παρ. (α) του εδαφίου αυτού,
«.. είναι μέλος του Συμβουλίου της εταιρείας και κάτοχος του 51% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ...».
Φανερώνεται έτσι μια σαφής αντιδιαστολή μεταξύ της εταιρείας και του προσώπου που έχει την προσωπική διεύθυνση και τον έλεγχο αυτής και που είναι φαρμακοποιός και αυτό το πρόσωπο, αν είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και κάτοχος τουλάχιστον του 51% του κεφαλαίου της, της δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την περιγραφή «φαρμακοποιός», σε σχέση με την επιχείρηση αυτή.
Σημειώνεται ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 16(1)(β) εισήχθηκαν μόνο με την διαφοροποίηση που έγινε με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 145(Ι)/00, και αυτό έχει τη δική του σημασία, ενόψει των προνοιών του σχετικού Νομοσχεδίου που προηγήθηκε, όπως θα αναφερθεί στην παρ. (vi) κατωτέρω.
(iv) Ο πιο πάνω τροποποιητικός Νόμος αρ. 145(Ι)/00, εκτός από τις πιο πάνω επιφυλάξεις στο Άρθρο 15, προνόησε με το Άρθρο 10 αυτού και για μεταβατικές διατάξεις με το εξής λεκτικό:
«10. Πρόσωπο ή εταιρεία που, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, διεξάγει επιχείρηση φαρμακοποιού κατά παράβαση των διατάξεων της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του Άρθρου 15 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του Άρθρου 16, όπως αυτά εκτίθενται στα Αρθρα 6 και 7 του παρόντος Νόμου, αντίστοιχα, οφείλει όπως μέσα σε δεκαπέντε χρόνια από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου συμμορφωθεί με τις πιο πάνω διατάξεις.»
Σαφώς και πάλι λοιπόν προκύπτει αντιδιαστολή μεταξύ «προσώπου» και «εταιρείας» και η διάζευξη που γίνεται στο πιο πάνω άρθρο δεν μπορεί να ερμηνευθεί με άλλο τρόπο, εκτός εάν στη λέξη «πρόσωπο» δοθεί η ερμηνεία του φυσικού προσώπου και μόνο. Διαφορετική προσέγγιση θα καθιστούσε άνευ σημασίας την αναφορά, αλλά και την αντιστοιχία για μεν το φυσικό πρόσωπο στο Άρθρο 15(1), για δε την εταιρεία στο Άρθρο 16(1)(β).
Το γεγονός ότι τόσο στο Άρθρο 16(1)(α)(iii), όσο και στο 16(1)(γ)(iii), προνοείται ότι θα τηρούνται οι άλλες διατάξεις του Νόμου, περιλαμβανομένων των διατάξεων του Αρθρου 15, δεν αλλοιώνει, κατά την άποψή μου, την πιο πάνω ερμηνευτική προσέγγιση, διότι σαφώς θα πρέπει η πρόνοια αυτή να αναγνωστεί κατά τρόπο που να σχετίζεται με την αναγκαιότητα να τηρηθούν εκείνες οι υπόλοιπες σχετικές διατάξεις του Άρθρου 15, που έχουν αναφορά στα προνοούμενα περί της αιτήσεως για εγγραφή των υποστατικών, δηλαδή τα εδάφια (2) - (5) του Άρθρου 15.
(v) Πρόσθετα, η δεύτερη επιφύλαξη του Αρθρου 15(1) και η αντίστοιχη επιφύλαξη του Αρθρου 16(1)(β), που προνοεί ότι ο περιορισμός της ιδιοκτησίας από πρόσωπο περισσοτέρων του ενός φαρμακείων ή της κατοχής από αυτό ποσοστού πέραν του 51% στο κεφάλαιο εταιρείας, δεν υφίσταται στην περίπτωση των φαρμακείων εκείνων που ανήκουν στις συντεχνίες ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ, δεν συσχετίζεται με την ερμηνεία που πρέπει να αποδοθεί στη λέξη «πρόσωπο», ούτε και διαφοροποιεί την αντιδιαστολή μεταξύ «προσώπου» και «εταιρείας», όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, και, αυτό διότι, όπως η ίδια η επιφύλαξη αυτή προνοεί, η εξαίρεση για τις συντεχνίες αυτές εισήχθηκε διότι λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί προς εξυπηρέτηση των μελών τους. Διαφορετική είναι βέβαια η περίπτωση των άλλων φυσικών προσώπων ή εταιρειών που λειτουργούν τα φαρμακεία και τις επιχειρήσεις φαρμακείων ως κερδοσκοπικοί οργανισμοί.
(vi) Να σημειωθεί ότι στο σχετικό Νομοσχέδιο υπ' αρ. 161/2000, που είχε κατατεθεί, μεταξύ άλλων, με σκοπό και την εισαγωγή του περιορισμού στο Άρθρο 15 και στο Άρθρο 16(1)(β), ως προς την ιδιοκτησία από πρόσωπο περισσοτέρων από ένα φαρμακείων ή της εκ μέρους του κατοχής ποσοστού πέραν του 51% σε εταιρεία, δεν εντοπίζεται πρόνοια σχετικά με την εξαίρεση των συντεχνιών. Είναι δε σαφές από την αιτιολογική έκθεση του Νομοσχεδίου ότι στόχος ήταν η ρύθμιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος φαρμακείων,
«.. κατά τρόπο ώστε κανένα πρόσωπο να μπορεί να είναι ιδιοκτήτης περισσοτέρων του ενός φαρμακείου ή να κατέχει πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας που διεξάγει την επιχείρηση φαρμακοποιού.»
Δεν στόχευαν, με άλλα λόγια, οι επιδιωκόμενοι περιορισμοί, να αλλοιώσουν την υφιστάμενη μέχρι τότε διαφοροποίηση στο Νόμο, μεταξύ φυσικού προσώπου και εταιρείας. Αντίθετα, την επιβεβαίωσαν και η κατά τη διαδικασία συζήτησης του Νομοσχεδίου εισαγωγή και πρόνοιας που εξαιρεί τις συντεχνίες, σκοπό είχε την ρύθμιση μιας εντελώς διαφορετικής και ξέχωρης περίπτωσης που αφορά τα συντεχνιακά φαρμακεία.
Σημειώνεται περαιτέρω, ότι στο Νομοσχέδιο υπήρχε πρόνοια και για τις μεταβατικές διατάξεις με το Άρθρο 10, το οποίο και εισήχθηκε αυτούσιο στον τροποποιητικό Νόμο αρ. 145(Ι)/00.
(vii) Κατά την άποψη, μου όλα τα πιο πάνω παρέχουν εκείνο το έρεισμα ώστε να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» που απαντάται στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, κατά το οποίο «πρόσωπο», «περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι», δεν πρέπει στα πλαίσια του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ. 254, ως τροποποιήθηκε, να θεωρείται ότι περιλαμβάνει και νομικό πρόσωπο. Είναι πρόδηλο ότι ο ορισμός αυτός που δίνεται στο Κεφ. 1, είναι γενικός ώστε να καλύπτονται, ανάλογα με τα δεδομένα, οι διάφορες περιστάσεις. Υπάρχουν όμως, στα διάφορα άρθρα του Κεφ. 254, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, τέτοια στοιχεία και επαρκής, κατ' αντιδιαστολή, χρήση των λέξεων «πρόσωπο» και «εταιρεία», ώστε να είναι εδώ ασυμβίβαστη η ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο», στο Αρθρο 15 κατά τρόπο που να περιλαμβάνει και εταιρεία.
Άλλωστε, σύμφωνα με τους συνήθεις ερμηνευτικούς μηχανισμούς, κατά κανόνα, ένα νομοθετικό κείμενο αναγιγνώσκεται στην ολότητα του στην προσπάθεια ανεύρεσης της έννοιας συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων, ενώ υπάρχει και μαχητό, έστω, τεκμήριο ότι η ίδια λέξη ή φράση έχει την ίδια έννοια σε ολόκληρο το νομοθέτημα. (δέστε Cross - πιο πάνω - σελ. 99-100). Περαιτέρω, εφόσον η ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» απαντάται επίσης στην υπό κρίση επιφύλαξη, υπενθυμίζεται ότι είναι θεμιτό, παρόλον που συνήθως μια επιφύλαξη δεν είναι βοηθητική στην ερμηνεία ενός νομοθετήματος, να χρησιμοποιείται το λεκτικό του άρθρου στο οποίο απαντάται η επιφύλαξη, προσφέροντας έτσι σημαντική βοήθεια στην ερμηνεία και της ίδιας της επιφύλαξης (Cross - πιο πάνω - σελ. 104-105).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, προσωπικά θα απέρριπτα την έφεση, θεωρώντας ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» στο Άρθρο 15, είναι ορθή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.