ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 182
12 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΚΑΡΗ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 71/2006)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάχρηση διαδικασίας ― Ισχυρισμός περί κατάχρησης απορρίφθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες η αιτιολογία θεωρήθηκε πλήρης στην κριθείσα περίπτωση, παρόλο που ήταν λακωνική.
Οι εφεσείοντες ζήτησαν την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης που ακύρωσε απόφασή τους, να μην αναγνωρίσουν υπηρεσία της εφεσίβλητης, για σκοπούς μισθολογικής ένταξης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Εξετάζεται πρώτος ο λόγος έφεσης σε σχέση με την απόρριψη πρωτοδίκως της προδικαστικής ένστασης για κατάχρηση διαδικασίας.
Ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί. Οι εφεσείοντες, στη συνεδρία τους ημερομηνίας 7/2/2005, ασχολήθηκαν με δύο θέματα, τα οποία, παρά τη στενή μεταξύ τους διασύνδεση, είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Ασχολήθηκαν με το αίτημα της εφεσίβλητης για αναγνώριση της υπηρεσίας της στη θέση Γραφέα ως υπηρεσίας στη θέση Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης, η απάντηση στο οποίο επηρεάζει και επιδρά στο κατά πόσο αυτή πληροί τα προσόντα της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, την πλήρωση της οποίας οι εφεσείοντες επανεξέταζαν, μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Παρά την όποια επίδραση μπορεί να έχει το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας στην πορεία της Προσφυγής υπ' Αρ. 378/05, δεν εδικαιολογείτο απόρριψη της προσφυγής ως καταχρηστικής.
2. Προβάλλεται περαιτέρω ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως η απόφαση των εφεσειόντων ως αντιφατική με προηγούμενη συνεπή συμπεριφορά τους και αναιτιολόγητη, όπως και ότι η εφεσίβλητη τοποθετήθηκε σε προσωρινή βάση στην κλίμακα Α7 από 20/11/1996.
Η εφεσίβλητη είναι γεγονός ότι ποτέ δεν τοποθετήθηκε στην Κλίμακα Α7 από 20/11/1996, όπως και ποτέ πριν από τη συνεδρία της 7/2/2005 δεν υπήρξε απόφαση στο αίτημά της. Αυτό συνάγεται από τα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίασης αλλά και από την καταχώριση εκ μέρους της της προσφυγής 1212/03, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να απαντήσουν στο αίτημά της. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, θεωρήθηκε ότι πληρούσε τα Σχέδια Υπηρεσίας, τα οποία θα πληρούσε μόνο αν το αίτημά της γινόταν αποδεκτό, δεν αποκαλύπτει ούτε ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματός της, εφόσον, κατά τη διαδικασία εκείνη, δεν είχε γίνει διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων. Η συμπεριφορά των εφεσειόντων, παρά το θετικό τρόπο με τον οποίο αυτοί αντίκριζαν το αίτημα της εφεσίβλητης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντιφατική.
3. Η απόφαση των εφεσειόντων δικαιολογεί με πληρότητα την απόρριψη του αιτήματος. Η γνωμάτευση, στην οποία στηρίχθηκε, δεν έχει υποστηριχθεί από την πλευρά της εφεσίβλητης ότι είναι λανθασμένη. Το γεγονός και μόνο ότι αυτή είναι λακωνική δεν επηρεάζει την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κακαρή v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Υπόθ. Αρ. 1212/03, ημερ. 20.1.2005,
Tsountas a.o. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 419.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Yπ. Aρ. 377/05), ημερ. 12/5/06.
Ν. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ευσταθίου - Νικολετοπούλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, με την παρούσα έφεση, αμφισβητούν την ορθότητα απόφασης αδελφού μας Δικαστή, με την οποία απόφασή τους, ημερομηνίας 7/2/2005, ακυρώθηκε ως αντιφατική με προηγούμενη συμπεριφορά τους και ως μη φέρουσα επαρκή αιτιολογία.
Η ακυρωθείσα απόφαση αφορά στην απόρριψη αιτήματος της εφεσίβλητης όπως η υπηρεσία της στη θέση Γραφέα, 2ης Τάξης, αναγνωριστεί ως υπηρεσία Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης, για σκοπούς τοποθέτησής της στην Κλίμακα Α7, από 1/4/1997.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η εφεσίβλητη εισήχθη στην υπηρεσία των εφεσειόντων την 1/10/1987, στη θέση Γραφέα, 2ης Τάξης, και τοποθετήθηκε στο Λογιστήριο, όπου και υπηρέτησε μέχρι την 1/1/1991, ημερομηνία κατά την οποία η θέση Γραφέα, 2ης Τάξης, μετονομάστηκε σε θέση Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης, με Κλίμακα Α4-Α7. Την 1/7/2000, η εφεσίβλητη τοποθετήθηκε στην Κλίμακα Α7, ζήτησε, όμως, να τοποθετηθεί στην εν λόγω κλίμακα από 1/4/1997.
Τα τελευταία χρόνια απασχόλησε τους εφεσείοντες το πιο πάνω αίτημα για διόρθωση της ημερομηνίας τοποθέτησης της εφεσίβλητης στην Κλίμακα Α7 και, κατ' επέκταση, καταβολή σ' αυτή των σχετικών ωφελημάτων. Η εφεσίβλητη θεωρούσε ότι η υπηρεσία της στο Λογιστήριο την περίοδο 1/10/1987 - 1/1/1991 θα έπρεπε να της αναγνωριστεί ως υπηρεσία Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης, λόγω της μετονομασίας της θέσης. Οι εφεσείοντες, ενώ αρχικά, με επιστολή ημερομηνίας 26/7/2002, της απάντησαν ότι η τοποθέτησή της στην Κλίμακα Α7 είχε γίνει σε προσωρινή βάση και ότι ο καθορισμός της ημερομηνίας τοποθέτησής της στην εν λόγω κλίμακα θα γινόταν, εφόσον λαμβάνονταν «οι ανάλογες νομικές ή άλλες διευκρινίσεις επί του θέματος», στη συνέχεια, παρέλειψαν να της απαντήσουν.
Ακολούθησε διαδικασία πλήρωσης δύο κενών θέσεων προαγωγής Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, κατά την οποία η εφεσίβλητη συμπεριλήφθηκε στους προσοντούχους υποψήφιους, χωρίς, όμως, να επιλεγεί. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώριση από την εφεσίβλητη στην παρούσα της υπ' Αρ. 340/03 Προσφυγής, η απόφαση στην οποία - (17/1/2005) - οδήγησε σε μερική ακύρωση, για το λόγο ότι η αιτιολογία που δόθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσειόντων για την απόκλισή του από τη σύσταση του Προϊσταμένου, η οποία, σημειωτέον, ήταν υπέρ της, απείχε πολύ από την «καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία που απαιτεί η νομολογία.
Επειδή οι εφεσείοντες δεν είχαν απαντήσει στο αίτημα της εφεσίβλητης για τοποθέτησή της στην Κλίμακα Α7 από 1/4/1997, η τελευταία καταχώρισε την Υπόθεση Αρ. 1212/03, η οποία ήταν επιτυχής - (Κακαρή v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, ημερ. 20/1/05).
Οι εφεσείοντες, σε συνεδρία τους ημερομηνίας 7/2/2005, στα πλαίσια επανεξέτασης της πλήρωσης της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, εξέτασαν και το ζήτημα της μη απάντησης στο αίτημα της εφεσίβλητης για τοποθέτησή της στην Κλίμακα Α7, υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 1212/03, ανωτέρω. Έγινε μακρά συζήτηση του θέματος κατά πόσο η εφεσίβλητη, λόγω της μετονομασίας της θέσης γραφέα που κατείχε, εδικαιούτο η υπηρεσία της σ' αυτή να της αναγνωρισθεί ως υπηρεσία Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης.
Οι εφεσείοντες, αποδεχόμενοι γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με την οποία κρίσιμη «ημερομηνία υπηρεσίας των επηρεαζομένων υπαλλήλων στις μετονομασθείσες θέσεις θεωρείται η ημερομηνία που μετονομάστηκαν οι θέσεις», αποφάσισαν ότι η εφεσίβλητη, τον ουσιώδη χρόνο, δεν πληρούσε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, ώστε να ληφθεί υπόψη. Η κατάληξη αυτή συνιστούσε, στην ουσία, και απόρριψη του αιτήματός της.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώριση από την εφεσίβλητη δύο προσφυγών - της προσφυγής, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης και της υπ' Αρ. 378/2005, η οποία εκκρεμεί και με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή στη θέση Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, της Μαρίας Ιωάννου.
Πρωτοδίκως, οι εφεσείοντες ήγειραν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν. Με αυτές δε θα ασχοληθούμε, εκτός εκείνης που αφορά στην κατάχρηση της διαδικασίας, για την οποία υπάρχει λόγος έφεσης.
Η εφεσίβλητη, για ακύρωση της απόφασης των εφεσειόντων, με την οποία απέρριψαν το αίτημά της, όπως το έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω, πρόβαλε ότι αυτή ήταν πεπλανημένη, αναιτιολόγητη και αντιφατική.
Ο συνάδελφός μας, ο οποίος επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενώπιόν του προσφυγή ήταν η πρώτη χρονολογικά, απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η καταχώριση δύο προσφυγών συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, όπως απέρριψε και τον ισχυρισμό για παράβαση δεδικασμένου. Είναι γεγονός, κατέληξε:-
«..., όπως παρατηρεί ο ΟΚΓΒ, ότι κατά την πρώτη διαδικασία της προαγωγής δεν είχε γίνει διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων, αφού το Συμβούλιο εξέλαβε και τους τρεις προταθέντες από την επιτροπή προσωπικού ως προσοντούχους, και ότι το Δικαστήριο στην ακυρωτική απόφαση στην 340/2003 δεν απασχόλησε το θέμα των προσόντων.»
Ακολούθως, διαπίστωσε ότι:-
«Το πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο των παραμέτρων αυτών. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο που να εμπόδιζε το Συμβούλιο να αναθεωρήσει κατά την επανεξέταση το θέμα των προσόντων, το ζητούμενο είναι κατά πόσο εδικαιολογήθηκε η αλλαγή άποψης από το Συμβούλιο και κατά πόσο αιτιολογήθηκε επαρκώς η άποψη ότι η υπηρεσία στη θέση Γραφέα δεν έπρεπε να υπολογισθεί ως υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού.
Φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Μπορεί ο ΟΚΓΒ να είχε αναφέρει στην αιτήτρια στην επιστολή ημερομηνίας 26.7.2002 ότι η τοποθέτησή της από 20.11.1996 στην κλίμακα Α7 είχε γίνει σε προσωρινή βάση, η τοποθέτηση αυτή όμως όχι μόνο δεν ελέχθη, όταν ελήφθη η σχετική απόφαση, ότι θα ήταν επί προσωρινής βάσης, παρά μόνο εκ των υστέρων, αλλά και δεν ανετράπη παρά μόνο αφού παρήλθε χρόνος κατά τον οποίο η Αιτήτρια εύλογα θα μπορούσε να ανέμενε ότι η τοποθέτησή της αντανακλούσε την πραγματική κατάσταση πραγμάτων. Να υπομνησθεί ότι το ίδιο το Συμβούλιο στη συνεδρία του της 2.8.2002 είχε θεωρήσει το αίτημα της Αιτήτριας δίκαιο και απεφάσισε να το προωθήσει, ενώ δεν έθεσε θέμα έλλειψης προσόντων της, κατά την πρώτη διαδικασία της προαγωγής, στη βάση του μη συνυπολογισμού της υπηρεσίας της ως Γραφέα. Υπήρξε λοιπόν συνεπής συμπεριφορά του ΟΚΓΒ προς την οποία ήταν αντιφατική η προσβαλλόμενη απόφαση.»
Έκρινε, επίσης, την απόφαση, από άποψης επάρκειας της αιτιολογίας, ως εσφαλμένη, επειδή:-
«... βασίσθηκε αποκλειστικά στην προτίμηση της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα αντί στις γνωματεύσεις των δύο νομικών του συμβούλων. Ενώ όμως οι γνωματεύσεις εκείνες εξηγούσαν με πληρότητα τη θέση τους, η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δεν ήταν παρά μόνο μία λακωνική αναφορά της Δικηγόρου της Δημοκρατίας που εχειρίσθη το θέμα ότι 'είναι η θέση μου ότι η ημερομηνία υπηρεσίας των επηρεαζομένων υπαλλήλων στις μετονομασθείσες θέσεις θεωρείται η ημερομηνία που μετονομάστηκαν οι θέσεις'. Θεωρώ ότι η απλή έκφραση θέσης, που μάλλον ως τέτοια παρά ως γνωμάτευση μπορεί να θεωρηθεί, στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση που στηρίχθηκε σε αυτή και μόνο της δέουσας αιτιολογίας και μάλιστα εν όψει του ότι η απόφαση συνιστούσε ανατροπή προηγούμενης στάσης του ΟΚΓΒ.»
Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης αμφισβητείται με οκτώ λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε όχι με τη σειρά που προβάλλονται αλλά όπως θεωρούμε ευχερέστερο, με πρώτο το λόγο έφεσης σε σχέση με την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης για κατάχρηση διαδικασίας.
Ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί. Οι εφεσείοντες, στη συνεδρία τους ημερομηνίας 7/2/2005, ασχολήθηκαν με δύο θέματα, τα οποία, παρά τη στενή μεταξύ τους διασύνδεση, είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Ασχολήθηκαν με το αίτημα της εφεσίβλητης για αναγνώριση της υπηρεσίας της στη θέση Γραφέα ως υπηρεσίας στη θέση Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης, η απάντηση στο οποίο επηρεάζει και επιδρά στο κατά πόσο αυτή πληροί τα προσόντα της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, την πλήρωση της οποίας οι εφεσείοντες επανεξέταζαν, μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σε συμφωνία με το συνάδελφό μας, θεωρούμε και εμείς ότι, παρά την όποια επίδραση μπορεί να έχει το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας στην πορεία της Προσφυγής υπ' Αρ. 378/05, δεν εδικαιολογείτο απόρριψη της προσφυγής ως καταχρηστικής.
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, τους οποίους, λόγω της στενής συνάφειας, θα εξετάσουμε μαζί, προβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε η απόφαση των εφεσειόντων ως αντιφατική με προηγούμενη συνεπή συμπεριφορά τους και αναιτιολόγητη, όπως και ότι η εφεσίβλητη τοποθετήθηκε σε προσωρινή βάση στην κλίμακα Α7 από 20/11/1996.
Με κάθε σεβασμό προς το συνάδελφό μας που επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, η γνώμη μας για τις διαπιστώσεις του είναι διαφορετική. Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα πρακτικά των συνεδριάσεων και δεν έχουμε εντοπίσει σ' αυτά απόφαση τοποθέτησης της εφεσίβλητης στην Κλίμακα Α7 από 20/11/1996, όπως το εύρημά του. Εκείνο που προκύπτει από τα πρακτικά είναι συνεχής συζήτηση αναφορικά με το αίτημα της εφεσίβλητης, υποβολή πρότασης από το λογιστή των εφεσειόντων και επιθυμία της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για αποδοχή του αιτήματος της εφεσίβλητης, χωρίς όμως λήψη απόφασης και κοινοποίησή της σ' αυτή. Απασχόλησε ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να υπολογισθεί η υπηρεσία της εφεσίβλητης, ενόψει της μετονομασίας της θέσης Γραφέα που αυτή κατείχε. Αναζήτησαν προς τούτο τις απόψεις της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και, τέλος, του Γενικού Εισαγγελέα. Όλων η γνώμη ήταν ότι ημερομηνία υπηρεσίας των επηρεαζομένων υπαλλήλων στις μετονομασθείσες θέσεις θεωρείται η ημερομηνία που αυτές μετονομάστηκαν.
Οι εφεσείοντες, παρά την ύπαρξη της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα από 8/1/2002, παρέλειψαν να εξετάσουν και να αποφασίσουν το ζήτημα, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη, στις 23/7/2002, να διαμαρτυρηθεί γραπτώς. Στη διαμαρτυρία της οι εφεσείοντες απάντησαν με επιστολή ημερομηνίας 26/7/2002, αναφέροντας ότι, όπως επανειλημμένα είχε διευκρινιστεί, η τοποθέτησή της στην Κλίμακα Α7 έγινε σε προσωρινή βάση και ότι ο καθορισμός της ορθής ημερομηνίας για την τοποθέτησή της στην Κλίμακα Α7 θα γινόταν, εφ' όσον λαμβάνονταν οι ανάλογες νομικές ή/και άλλες διευκρινίσεις επί του θέματος.
Προσπάθεια των εφεσειόντων ήταν το ζήτημα να επιλυθεί υπέρ της εφεσίβλητης, γι' αυτό και ζήτησαν γνωμάτευση από ιδιώτες νομικούς συμβούλους τους. Η εφεσίβλητη ποτέ δεν τοποθετήθηκε στην Κλίμακα Α7 από 20/11/1996, όπως και ποτέ πριν από τη συνεδρία της 7/2/2005 δεν υπήρξε απόφαση στο αίτημά της. Αυτό συνάγεται από τα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίασης αλλά και από την καταχώριση εκ μέρους της της προσφυγής 1212/03, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να απαντήσουν στο αίτημά της. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, θεωρήθηκε ότι πληρούσε τα Σχέδια Υπηρεσίας, τα οποία θα πληρούσε μόνο αν το αίτημά της γινόταν αποδεκτό, δεν αποκαλύπτει ούτε ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματός της, εφόσον, κατά τη διαδικασία εκείνη, δεν είχε γίνει διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων, παρά το θετικό τρόπο με τον οποίο αυτοί αντίκριζαν το αίτημα της εφεσίβλητης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντιφατική.
Εξετάζοντας τον τελευταίο λόγο έφεσης, σε σχέση με το αναιτιολόγητο της απόφασης, και πάλι δε συμφωνούμε με το συνάδελφό μας. Τους εφεσείοντες απασχόλησαν σε έκταση τα ιδιαίτερα περιστατικά του αιτήματος της εφεσίβλητης. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό, διατύπωσε την άποψη ότι αυτό είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας και, εφόσον εφαρμόζει τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις απόψεις του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Ακούστηκαν και αντίθετες απόψεις, ενόψει των αντίθετων γνωματεύσεων, οι οποίες υπήρχαν από τους ιδιώτες νομικούς συμβούλους, στους οποίους οι εφεσείοντες απευθύνθηκαν μετά τη Γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία και αυτό, με τέσσερις ψήφους υπέρ και μία εναντίον, κατέληξε, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, να απορρίψει το αίτημα για τοποθέτηση της εφεσίβλητης στην Κλίμακα Α7 από 1/4/1997.
Η απόφαση των εφεσειόντων δικαιολογεί με πληρότητα την απόρριψη του αιτήματος. Η γνωμάτευση, στην οποία στηρίχθηκε, δεν έχει υποστηριχθεί από την πλευρά της εφεσίβλητης ότι είναι λανθασμένη. Το γεγονός και μόνο ότι αυτή είναι λακωνική δεν επηρεάζει την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης των εφεσειόντων.
Η υπόθεση Tsountas a.o. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 419, στην οποία οι ιδιώτες δικηγόροι στις γνωματεύσεις τους παρέπεμψαν, αποφασίστηκε επί άλλων δεδομένων.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.
Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και καθορίζονται στο ποσό των €1.700,00, πλέον Φ.Π.Α.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.