ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Kωνσταντίνου Δημήτρης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 577
Λεμονιάτης Γεώργιος και Άλλος ν. Δήμου Λεμεσού (2005) 4 ΑΑΔ 869
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2008) 3 ΑΑΔ 124
29 Φεβρουαρίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/2006)
ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΔΗΜΟΥ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 11/2006)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΟΥΖΟΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΔΗΜΟΥ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Καθ'ου η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 10/2006, 11/2006)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Διαφορά στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου ― Μέθοδος κατάταξης με βάση τη νομολογία ― Περιστάσεις του χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου της διαφοράς στην κριθείσα περίπτωση.
Δήμοι ― Υπάλληλοι και εργάτες ― Διακρίσεις με βάση την περί Δήμων Νομοθεσία ― Ταξινόμηση της εργασιακής σχέσης συγκεκριμένων εργοδοτουμένων του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεσή τους, την απόρριψη, πρωτοδίκως, των προσφυγών τους κατά του τερματισμού των υπηρεσιών τους, ως απαραδέκτων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
Στην υπόθεση της Ολομέλειας Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, αποφασίστηκε ότι το σημείο αναχώρησης σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσο μια σχέση είναι σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αποτελεί το Άρθρο 122 του Συντάγματος.
Στην ίδια υπόθεση, με αναφορά στην Doloros Loizou a.o., 4 R.S.C.C. 48, επισημαίνεται ότι εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η άποψη της εργοδοτούσας αρχής αναφορικά με το status του εργάτη, παράγοντας, βέβαια, που καταδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο των περιστάσεων και όχι από την απλή εισήγηση του εργοδότη για τις προθέσεις του.
Οι εφεσείοντες εν προκειμένω προσλήφθηκαν ως εργάτες, χωρίς να υπάρχουν σχέδια υπηρεσίας και χωρίς στους περί Δήμων Κανονισμούς να γίνεται πρόβλεψη για τεχνίτες ή διαφοροποίησή τους από τους εργάτες. Συνεπώς, η σχέση εργασίας τους δεν ήταν σχέση που ενέπιπτε στο δημόσιο δίκαιο. Ούτε η διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον ενός εκ των εφεσειόντων μετέβαλε την εργασιακή τους σχέση.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λεμονιάτης κ.ά. v. Δήμου Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 707/04, ημερ. 11.11.2005,
Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577,
Doloros Loizou a.o., 4 R.S.C.C. 48.
Eφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.), (Yπ. Aρ. 812/04, 813/04), ημερ. 22/12/05.
Ξ. Ξενοφώντος, για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Ιωαννίδου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, αιτητές στις Προσφυγές 813/04 και 812/04, αντίστοιχα, που συνεκδικάστηκαν, με τις δύο αυτές εφέσεις, οι οποίες, λόγω της στενής συνάφειας που παρουσιάζουν, ακούστηκαν μαζί, αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης στις πιο πάνω προσφυγές, με την οποία αδελφός μας Δικαστής, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, τις απέρριψε ως μη παραδεκτές.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, οι εφεσίβλητοι, επειδή μέρος της εδαφικής περιοχής τους υδροδοτείτο από το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού - (ΣΥΛ) - και μέρος από τις υπηρεσίες τους, υπέγραψαν, στις 30/9/2002, με το ΣΥΛ συμφωνία, για να υπαχθεί το δικό τους σύστημα υδροδότησης στο σύστημα υδροδότησης του ΣΥΛ. Μετά τη συμπλήρωση όσων προέβλεπε η εν λόγω συμφωνία, οι εφεσίβλητοι αποφάσισαν και ενέταξαν, στις 25/5/2004, την υδρευόμενη από τους ίδιους περιοχή στα όρια του ΣΥΛ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των αναγκών εργοδότησης αριθμού εργατών.
Οι εφεσείοντες, οι οποίοι βρίσκονταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων, ειδοποιήθηκαν ότι θα μετακινηθούν στο ΣΥΛ και κλήθηκαν να απαντήσουν αν αποδέχονταν τη μετακίνησή τους. Δεν απάντησαν και οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τις υπηρεσίες τους, λόγω έλλειψης εργασίας, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967, (Ν. 24/67), (όπως τροποποιήθηκε). Οι εφεσείοντες βρίσκονταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων ως μόνιμοι εργάτες από 1/1/1991 και 1/10/1991, αντίστοιχα. Ακολούθως, εντάχθηκαν στο Ταμείο Προνοίας του Δήμου. Την 1/8/1992, τοποθετήθηκαν στη θέση του Ειδικευμένου Εργάτη και το 1994 εντάχθηκαν στο Ταμείο Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων των εφεσιβλήτων.
Οι εφεσίβλητοι, με την ένστασή τους, έθεσαν προδικαστικά ζήτημα παραδεκτού των προσφυγών. Υποστήριξαν ότι η εργασιακή σχέση των εφεσειόντων ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, ο τερματισμός των υπηρεσιών τους δεν ήταν δεκτικός προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως. Η πρόσληψή τους δεν έγινε σε μόνιμες θέσεις, ούτε ακολουθήθηκαν οι προβλεπόμενες από τους σχετικούς Κανονισμούς διαδικασίες - (Κανονισμός 19 των περί Δημοτικής Υπηρεσίας του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών Κανονισμών του 1991, (Κ.Δ.Π. 303/91)). Η απαιτούμενη έγκριση του Υπουργού - (Κανονισμός 2 των περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων Κανονισμών του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών του 1995, (Κ.Δ.Π. 102/95) - για ένταξη των εφεσειόντων στο Ταμείο Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων ουδέποτε εξασφαλίστηκε.
Ο αδελφός μας Δικαστής, που επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, με αναφορά στο Άρθρο 56 του περί Δήμων Νόμου του 1985, (Ν. 111/85), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), το οποίο προβλέπει ότι:-
«56. Τριμελής Επιτροπή εκ των μελών του συμβουλίου οριζομένων προς τούτο και προεδρευομένη υπό του δημάρχου δύναται να εργοδοτή, υπό τα τρέχοντα ημερομίσθια, οιουσδήποτε εργάτας αναγκαίους διά την υπηρεσίαν του δήμου και διά την εκτέλεσιν οιασδήποτε εργασίας διά την οποίαν υφίσταται πρόνοια εις οιονδήποτε τρέχοντα προϋπολογισμόν, ως αυτός ενεκρίθη υπό του συμβουλίου.»
και τα Άρθρα 53, 54 και 55 του Νόμου, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ εργατών και υπαλλήλων των Δήμων - ανώτερων και κατώτερων υπαλλήλων - και υιοθετώντας απόσπασμα από τη Λεμονιάτης κ.ά. v. Δήμου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 707/04, ημερ. 11/11/05*, έκαμε δεκτή την προδικαστική ένσταση.
Ενώπιόν μας υποστηρίχθηκαν όσα και πρωτόδικα συζητήθηκαν, με έμφαση από το συνήγορο των εφεσειόντων στο γεγονός ότι διαχρονικά οι εφεσίβλητοι, καθώς προκύπτει από τα διάφορα έγγραφα, αντίκριζαν τους εφεσείοντες ως υπαλλήλους τους και όχι ως εργάτες. Ενώ, υπέβαλε ο συνήγορος, προσλήφθηκαν ως εργάτες, αργότερα προάχθηκαν σε τεχνίτες και αμείβονταν στη βάση κλίμακας. Προς ενίσχυση της θέσης του, μας παρέπεμψε στην πειθαρχική διαδικασία, η οποία έγινε εναντίον ενός εξ αυτών και η οποία οδήγησε σε καταδίκη του και επιβολή ποινής.
Στην παρούσα περίπτωση, αδυνατούμε να διαπιστώσουμε έρεισμα στην εισήγηση για λανθασμένη προσέγγιση ή κρίση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση.
Στην υπόθεση της Ολομέλειας Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, αποφασίστηκε ότι το σημείο αναχώρησης σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσο μια σχέση είναι σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αποτελεί το Άρθρο 122 του Συντάγματος:- (σελ. 583)
«..., καθ' όσον είναι η υπαγωγή του Αιτητή στη δημόσια υπηρεσία που καθιστά τη διαφορά που προκύπτει από τέτοια υπηρεσία θέμα δημοσίου δικαίου εντασσόμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Στην ίδια υπόθεση, με αναφορά στην Doloros Loizou & Another, 4 R.S.C.C. 48, επισημαίνεται ότι εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η άποψη της εργοδοτούσας αρχής αναφορικά με το status του εργάτη, παράγοντας, βέβαια, που καταδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο των περιστάσεων και όχι από την απλή εισήγηση του εργοδότη για τις προθέσεις του.
Στην παρούσα υπόθεση, στη βάση του συνόλου των δεδομένων, δε βρίσκουμε η εργασιακή σχέση των εφεσειόντων με τους εφεσίβλητους να αποτιμήθηκε λανθασμένα. Οι εφεσείοντες προσλήφθηκαν ως εργάτες, χωρίς να υπάρχουν σχέδια υπηρεσίας και χωρίς στους περί Δήμων Κανονισμούς να γίνεται πρόβλεψη για τεχνίτες ή διαφοροποίησή τους από τους εργάτες. Συνεπώς, η σχέση εργασίας τους δεν ήταν σχέση που ενέπιπτε στο δημόσιο δίκαιο. Ούτε η διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον ενός εκ των εφεσειόντων μετέβαλε την εργασιακή τους σχέση.
Οι εφέσεις απορρίπτονται, με συνολικά έξοδα €1.400,00 (€700,00 ανά έφεση) περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
*«Κατά τη γνώμη μου, η προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση δεν παρέχει δυνατότητα κατάταξης των εργατών στο υπαλληλικό προσωπικό, το λειτουργικά ενταγμένο στο Δήμο. Ως εκ τούτου, η σχέση των εργατών με τον Δήμο, οποιαδήποτε μορφή και αν προσλάβει, σε οποιαδήποτε βαθμίδα και αν τοποθετηθούν, δεν εμπίπτει στη σφαίρα δημοσίου δικαίου. Η σχέση τους με τον Δήμο παραμένει πάντοτε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Επομένως το ότι εν προκειμένω οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εντάχθηκαν σε κάποιο στάδιο 'στο μόνιμο και συντάξιμο προσωπικό' δεν έχει σημασία. Το πώς τα μέρη αντίκριζαν τη σχέση τους, το πώς επέλεξαν να την περιγράψουν ή να την χαρακτηρίσουν, δεν μπορεί να μεταβάλει αυτή την πραγματικότητα. Το ζήτημα εδώ κρίνεται εξ αντικειμένου, βάσει του προαναφερθέντος νομοθετικού καθεστώτος. Γι' αυτό, στην παρούσα περίπτωση, δεν εγείρεται ζήτημα στάθμισης στοιχείων και παραγόντων κατά τον τρόπο που υπέδειξε η Ολομέλεια στην Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577.»