ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεοδούλου Κλαίλια και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 796
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΚΚΑΙΛΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 104/2011, 31/10/2012
Καντούνας Κωνσταντής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 344
ΗΛΙΚΚΟΣ ΧΑΒΑΤΖΙΑΣ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 245/2009, 26 Οκτωβρίου 2010
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1472/2011, 15/4/2013
Γρουτίδης Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 265, ECLI:CY:AD:2017:C93
ΑΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1195/2011, 30/1/2013
Ρούσος Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 478, ECLI:CY:AD:2014:C796
Θεοδοσίου Ελένη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 64, ECLI:CY:AD:2014:C145
Φραντζής Μιχάλης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2017) 3 ΑΑΔ 1, ECLI:CY:AD:2017:C1
ΙΑΚΩΒΟΥ v. ΒΡΑΧΙΜΗΣ, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.161/2013 και 1/2014, 3/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:C377
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένης Χαραλάμπους Γεωργίου και Άλλων (2017) 3 ΑΑΔ 410, ECLI:CY:AD:2017:C148
MIXAΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Υποθ. Αρ.951 /2010, 26/7/2013
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υποθ. Αρ.1571/2008, 7 Απριλίου 2011
(2008) 3 ΑΑΔ 82
11 Φεβρουαρίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2007)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Άσκηση αναθεωρητικής έφεσης από τον επιτυχόντα διάδικο πρωτόδικα ― Προϋποθέσεις από τη νομολογία ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ως απαράδεκτη η έφεση του επιτυχόντος διαδίκου στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο εφεσείων ζήτησε με την έφεσή του, την εξέταση των λόγων ακυρώσεως, που δεν αποφασίστηκαν πρωτόδικα, μετά την αποδοχή του πρώτου ακυρωτικού λόγου που είχε ο ίδιος προβάλει και την υπέρ του έκδοση ακυρωτικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Εκείνο που εμφανώς δεν έχει αντιληφθεί ο εφεσείων, είναι τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες επιτυχών διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα.
Εν προκειμένω δεν μπορεί να τίθεται τέτοιο θέμα. Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τέτοιο λόγο δεν απομένει οτιδήποτε, προερχόμενο από τη διοίκηση, που θα ήταν δυνατό να δεσμεύσει τον εφεσείοντα και επομένως να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι στοιχειώδες πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση επί διοικητικών θεμάτων και πως, κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δυνατό να αποφανθεί επί των εναλλακτικών λόγων ακυρότητας που ο εφεσείων πρότεινε πρωτοδίκως, όταν δεν υπάρχει πλέον επί αυτών διοικητική κρίση.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796,
Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Yπ. Aρ. 757/05), ημερ. 29/1/07.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Ρ. Πετρίδου, για τους Εφεσίβλητους.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αμφισβήτησε το κύρος της απόφασης του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του ως ισότιμων και αντίστοιχων προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Hospitality Management and Cookery.
Πρότεινε ως λόγο ακυρότητας και το ότι η Επιτροπή Κρίσης, η οποία υποχρεωτικά υποβάλλει εισήγηση, δεν λειτούργησε ως συλλογικό όργανο αφού μόνο δύο από τα μέλη της εξέφρασαν τις απόψεις τους και μάλιστα ξεχωριστά, το ένα από το άλλο. Πρωτοδίκως αυτή η εισήγηση έγινε δεκτή και διαπιστώθηκε πως εξ αιτίας του χειρισμού που έγινε στοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας. Προστέθηκε και το γεγονός πως δεν υπήρξε διορισμός συντονιστή όπως επιβάλλεται από το συνδυασμό του Αρθρου 7 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996, (Ν. 68(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε) και του Καν. 6 των ομώνυμων Κανονισμών του 1999, (Κ.Δ.Π. 172/99).
Η Δημοκρατία δεν άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης. Άσκησε όμως έφεση ο επιτυχών αιτητής, όχι βέβαια για να αμφισβητήσει την υπέρ του απόφαση. Ό,τι επιδιώκει είναι η εκδίκαση από την Ολομέλεια και των άλλων λόγων ακυρότητας όπως τους ανέπτυξε πρωτοδίκως και που αφορούν βασικά στην έρευνα που διεξάχθηκε και στην αιτιολογία που δόθηκε από το αρμόδιο Συμβούλιο, στο τέλος.
Κατά την προηγούμενη συνεδρία μας αναφερθήκαμε στην ύπαρξη νομολογίας αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο και ο εφεσείων, παρά το ότι χειρίζεται μόνος την υπόθεσή του, μπόρεσε να εντοπίσει τις σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας στη Θεοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796 και Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38. Εκείνο που εμφανώς δεν έχει αντιληφθεί ο εφεσείων είναι τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες επιτυχών διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Τα πράγματα εξηγούνται στην υπόθεση Θεοδούλου κ.ά. (ανωτέρω) στην οποία έγινε αναφορά και στην υπόθεση Ναζίρης (ανωτέρω) και η τελική κατάληξη είναι πως μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα.
Εν προκειμένω δεν μπορεί να τίθεται τέτοιο θέμα. Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τέτοιο λόγο δεν απομένει οτιδήποτε, προερχόμενο από τη διοίκηση, που θα ήταν δυνατό να δεσμεύσει τον εφεσείοντα και επομένως να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι στοιχειώδες πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση επί διοικητικών θεμάτων και πως, κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δυνατό να αποφανθεί επί των εναλλακτικών λόγων ακυρότητας που ο εφεσείων πρότεινε πρωτοδίκως, όταν δεν υπάρχει πλέον επί αυτών διοικητική κρίση.
Η έφεση δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται. Δεν έχουν ζητηθεί και δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.